ΠανεπιστΗμιο ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ΦΛΩΡΙΝΑ) ΠαιδαγωγικΟ ΤμΗμα ΔημοτικΗΣ ΕκπαΙδευσηΣ ΕργασΙα: «Η εκπαιδευτικΗ πολιτικΗ στην ΤριτοβΑθμια εκπ/ση» Βιβλιογραφία: ΑριστοτΕληΣ ΖμαΣ ΔιδΑσκουσα: ΗλΙΑδου- ΤΑχου ΣοφΙα ΕξΑμηνο: ΕαρινΟ ΦοιτΗτρια: ΣιδΕρη ΓεωργΙα ΑΕΜ(3207)
«Πρόλογος» Εξετάζοντας τον τρόπο εδραίωσης της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εστιάζουμε και στη θέση των υπερεθνικών οργανισμών, οι οποίοι έχουν ενισχύσει τη διακρατική συνεργασία των φορέων σε ζητήματα σχετικά με την παιδεία. Παράλληλα, έχουν εδραιώσει τα εκπαιδευτικά δίκτυα τα οποία ενδέχεται να προωθούνται και από τα ίδια τα κράτη. Η παγίωση των δικτύων γίνεται «από κάτω προς τα πάνω» χωρίς βέβαια να αμφισβητείται ο ρόλος των υπερεθνικών οργανισμών. Οι οργανισμοί ενισχύουν τις πρωτοβουλίες των κρατών- μελών τους έχοντας συμβουλευτικό χαρακτήρα, εφόσον οι εθνικές επιδιώξεις διαμορφώνονται με βάση τα κελεύσματα του διεθνούς λόγου εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο «Ευρωπαϊκός» Λόγος Περί Τριτοβάθμιας Εκπ/σης Η προσωρινή αδυναμία της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ανταποκριθεί επαρκώς στις προβαλλόμενες απαιτήσεις: διασφάλιση ποιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, αναβάθμιση του διοικητικού τρόπου, και αύξηση των κονδυλίων» εντάσσεται στην ήδη υπάρχουσα αμφιβολία περί δυνατότητα υλοποίησης του προγράμματος «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010». Λαμβάνοντας υπόψη τις στατιστικές αναφορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεραίνουμε ότι τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υστερούν συγκριτικά με τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ∙ ως προς το ποσοστό των πτυχιούχων, την προσέλκυση ξένων φοιτητών, τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων, και την ποιότητα των σπουδών. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού για την προσέλκυση ξένων σπουδαστών συμμετέχουν δυναμικά και ενεργά εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και η Ισπανία. Από την άλλη πλευρά, η ανταγωνιστική προσέλκυση ξένων φοιτητών μέσα από πολυέξοδες διαφημιστικές καμπάνιες, η αύξηση των εξ αποστάσεως σεμιναρίων (on line seminars, virtual courses), η δικτυακή συνεργασία κορυφαίων πανεπιστημίων όπως το (Gambridge- MIT) και ο πολλαπλασιασμός των κερδοσκοπικών ιδρυμάτων οδήγησαν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στην απελευθέρωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στο συγκεκριμένο χώρο. Η διευθέτηση ζητημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνεται στο σύμφωνο σχετικό με θέματα παροχής εμπορικών υπηρεσιών (GATS). Η ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών στο χώρο της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βοήθησε αρκετά πανεπιστήμια στην ανεύρεση σπουδαστών- «πελατών» εκτός συνόρων. Με τον τρόπο αυτό, η μάθηση καθίσταται δυνατή για όλους οπουδήποτε.
Οι κατά καιρούς διατυπώσεις για ένα πρότυπο λειτουργίας πανεπιστημίου δίχως βιβλία, πανεπιστημιακούς εκπαιδευτικούς, χώρους εκπαίδευσης και εκμάθησης παύουν να αναπαριστούν μια εικονική πραγματικότητα. Γνωστό παράδειγμα αποτελεί το αμερικανικό πανεπιστήμιο Phoenix το οποίο συνεργάζεται και με άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως της Βραζιλίας, της Ολλανδίας και του Μεξικού. Οι μισοί λοιπόν φοιτητές του εν λόγω πανεπιστημίου διεκπεραιώνουν τις φοιτητικές τους υποχρεώσεις online. Ωστόσο, η ανάγκη για ριζικές αλλαγές στον τομέα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πηγάζει από τους ίδιους τους φοιτητές αφού οι ίδιοι είναι αποδέκτες των παρεχόμενων πανεπιστημιακών υπηρεσιών. Έτσι, η πλειονότητα αναζητά σε διαδικτυακούς ιστοτόπους πληροφορίες και προγράμματα σπουδών από πανεπιστήμια της αρεσκείας τους και των δυνατοτήτων τους. Παραμένοντας στο χώρο της πανεπιστημιακής κοινότητας, παρατηρείται ότι, τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υστερούν συγκριτικά με τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ καθώς η αγγλική γλώσσα, η ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών και η κουλτούρα είναι προνόμιο των αμερικανικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η μειονεκτική θέση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων οφείλεται κυρίως στον παρωχημένο τρόπο διδασκαλίας (έλλειψη χρήσης της τεχνολογίας, στην ελλιπή σύνδεση της ακαδημίας με τις ανάγκες του κοινωνικό-οικονομικού γίγνεσθαι, στον χαλαρό τρόπο διοίκησης της και τέλος στην απουσία των κονδυλίων). .
Για να αλλάξει λοιπόν αυτή η κατάσταση, απαραίτητη κρίνεται η ενδυνάμωση της ελκυστικότητας των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας των προγραμμάτων σπουδών πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Φυσικά, εκτός από την αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών επιδιώκεται και η δημιουργία κέντρων αριστείας. Πιο αναλυτικά, η ίδρυση μεταπτυχιακών και διδακτορικών σχολών αποσκοπεί στην ανάδειξη του ευρωπαϊκού χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε πόλο έλξης για ερευνητές υψηλών προδιαγραφών και αξιώσεων. Με την δημιουργία των κέντρων αριστείας, στόχος είναι η εντατικοποίηση παραμονής των ξένων φοιτητών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η τόνωση της θέσης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων θα επέλθει μέσα από τη συνεργασία αυτών και τη χορήγηση πτυχίων τα οποία θα αναγνωρίζονται μέσα από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς και Συσσώρευσης Διδακτικών Μονάδων. Το σύστημα αυτό αναμένεται να αυξήσει τη φοιτητική κινητικότητα, να διευκολύνει τη σύγκριση πτυχίων, να περιορίσει τον προαπαιτούμενο χρόνο σπουδών και να ενισχύσει παράλληλα τη δια βίου μάθηση. Επομένως, να αποκτηθεί ποιότητα διεθνούς αξιοπιστίας. Τα κυριότερα μέτρα που λαμβάνονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι μεταξύ άλλων η προώθηση εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου και ποιότητας, η υιοθέτηση κοινών προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών αξιολόγησής τους, η παροχή ευχέρειας στα πανεπιστήμια να επιλέγουν μόνα τους τον εξωτερικό οργανισμό αξιολόγησης τους. Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσεται και η δημιουργία της «Ευρωπαϊκής Χάρτας του Ερευνητή» και του «Κώδικα Δεοντολογίας» αναφορικά με τις προϋποθέσεις πρόσληψης του ακαδημαϊκού προσωπικού. Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση και εφαρμογή των προαναφερθέντων μέτρων καθίσταται η χρηματοδοτική ενίσχυση των πανεπιστημίων. Όπως έχει προαναφερθεί, η παροχή πόρων από το κράτος δεν υφίσταται εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης και της αύξησης των εκπαιδευτικών και ερευνητικών οργανισμών, οι οποίοι θέλουν στήριξη. Για την ανεύρεση λοιπόν κονδυλίων, το ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από την προσέλκυση οικονομικών πόρων από τον ιδιωτικό τομέα.
Για το λόγο αυτό, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη «εταιρικών σχέσεων» μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων στοχεύοντας στην αποτελεσματική συνεργασία της ακαδημαϊκής κοινότητας και της βιομηχανίας. Τα οφέλη από μια τέτοια συνεργασία είναι η χρηματοδοτική ενίσχυση των πανεπιστημίων και η ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με άλλα ιδρύματα. Αν και η ισχύς του πανεπιστημίου στη μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση μειώθηκε, ωστόσο, συνέχιζε να υπερέχει σε θέματα τεχνογνωσίας, εμπειρίας, υποδομών και στελέχωσης. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι απαιτείται προσοχή στις σχέσεις πανεπιστημίων- βιομηχανίας, καθώς υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί ο ακαδημαϊκός χώρος σε λειτουργική προέκταση των επιχειρήσεων. Υπάρχουν βέβαια και πανεπιστήμια τα οποία οικειοθελώς παραχωρούν προνόμια σε ιδιωτικές εταιρείες. Όσον αφορά, την πανεπιστημιακή χρηματοδότηση αξίζει να αναφερθούμε και στην καθιέρωση των διδάκτρων. Η δημόσια οικονομική στήριξη του φοιτητικού πληθυσμού διαφέρει από κράτος σε κράτος. Σημαντικές αποκλίσεις έχουν διαπιστωθεί μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών αναφορικά με το γενικό κόστος της φοιτητικής ζωής, το είδος της οικονομικής ενίσχυσης των σπουδαστών και το ύψος των διδάκτρων. Ενδεικτικά, στις βόρειες χώρες και την Ελλάδα δεν έχουν καθιερωθεί, μέχρι στιγμής δίδακτρα, σε άλλες χώρες τα δίδακτρα ανέρχονται σε μικρά ποσά, ενώ σε άλλες οι φοιτητές καλούνται οι ίδιοι να πληρώσουν τα δίδακτρα.
«Κριτική Αποτίμηση» Στη σημερινή εποχή «των άδειων κρατικών ταμείων» η εξασφάλιση της επιστημονικής ελευθερίας επιδιώκεται μέσα από την ενίσχυση της αυτονομίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και τον φιλελεύθερο τρόπο οργάνωσής τους. Η ουσιαστικότερη πτυχή της εξέλιξης αυτής είναι η επαγγελματοποίηση και η χρονική σύντμηση των προπτυχιακών σπουδών, αποσκοπώντας στην άμεση αποκατάσταση των πτυχιούχων. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση εμπεριέχει στοιχεία επαγγελματικής φύσης αποτελεί εμπόδιο σε κάθε αποπροσανατολιστικό ιδεολόγημα για αποσύνθεση των προγραμμάτων σπουδών από την αγορά εργασίας, το οποίο θα απομόνωνε το πανεπιστήμιο από το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον. Στο ίδιο πλαίσιο, αν θυμηθούμε τους λόγους ίδρυσης των πανεπιστημίων στην ελληνική επικράτεια του ’90 (πελατειακή εξυπηρέτηση τοπικών- πολιτικών παραγόντων, απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων ως αυτοσκοπός, πρόχειρη επιλογή αντικειμένου σπουδών) τότε καταλαβαίνουμε το επαγγελματικό αδιέξοδο πολλών αποφοίτων. Η αναμενόμενη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τους παραγωγικούς φορείς της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε στο περιθώριο, τη στιγμή που οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις συντηρούσαν το αίτημα για μαζικοποιημένο πανεπιστήμιο. Οι ευρωπαϊκές λοιπόν πιστώσεις αναδείχθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις ως μοναδική λύση για την βελτίωση των ατομικών εισοδημάτων, τη διατήρηση ερευνητικών προγραμμάτων και τον εξοπλισμό εργαστηρίων. Η διαχείριση και διανομή κοινοτικών πόρων αποτέλεσαν αντικείμενο διαπλοκής μεταξύ «πελατειακών δικτύων», εντείνοντας με αυτό τον τρόπο τη δημόσια καχυποψία απέναντι στο αίτημα των πανεπιστήμιων να δοθεί διοικητική αυτοτέλεια στα ΑΕΙ. Μάλιστα τα ΑΕΙ δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα εθνικά και κοινοτικά κονδύλια, με συνέπεια οι όποιες προσπάθειες αναδιαμόρφωσης του ελληνικού χώρου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να υπόκεινται σε έλεγχο ενός κρατικού εναγκαλισμού.
Το πανεπιστήμιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις κοινωνικό- οικονομικές εξελίξεις. Ο ρόλος της πανεπιστημιακής κοινότητας βρίσκεται σε συνεχή αμφισβήτηση, καθώς αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υπερεκπαίδευσης, δηλαδή της υπάρχουσας αναντιστοιχίας μεταξύ της πληθώρας των πτυχιούχων και της απορρόφησής τους από την αγορά εργασίας. Η κατάσταση αυτή οδηγεί τους φοιτητές σε ετεροαπασχόληση και ανεργία δημιουργώντας πρόβλημα στις οικονομικές τους απολαβές. Η θέση της Ευρωπαικής Ένωσης απέναντι στο πρόβλημα είναι κατηγορηματική. Υποβαθμίζει τη μακροοικονομική διάσταση των προβλημάτων καθώς θεωρεί το πανεπιστήμιο υπεύθυνο για την επίλυσή τους. Ωστόσο, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων απαιτείται συλλογική προσπάθεια από κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και εκπαιδευτικούς φορείς και εγκατάλειψη της τακτικής ρίψης ευθυνών από μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσεται και η διάσταση ρόλων μεταξύ πανεπιστημίων και σχολείων καθώς οι πανεπιστημιακοί θεωρούν υπεύθυνη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την παιδαγωγική ανεπάρκεια των φοιτητών και οι καθηγητές επιρρίπτουν ευθύνες στην πανεπιστημιακή κοινότητα για την αδυναμία της αναβάθμισής της. Η επαγγελματοποίηση και η χρονική σύντμηση των σπουδών περιορίζουν σημαντικά τις επαγγελματικές επιλογές των φοιτητών. Ο πραγματικός σχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών προωθεί κυρίως τον αγοραίο και χρηστικό χαρακτήρα της γνώσης, μετατρέποντας το πανεπιστήμιο οιονεί αγορά με χαρακτηριστικό την εργαλειακή γνώση. Η τάση λοιπόν των φοιτητών να υιοθετούν ή επιλέγουν επαγγέλματα προς όφελος της αγοραίας και εφαρμοσμένης γνώσης προκαλεί ανισοβαρή ανάπτυξη σε ορισμένους από αυτούς καθώς αποθαρρύνει την ερευνητική χρηματοδότηση σε ορισμένους από αυτούς. Το πανεπιστήμιο οφείλει να αναδειχθεί σε χώρο κριτικής σκέψης που αντικρούει κάθε δογματική θεώρηση του υπάρχοντος οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού συγκείμενου ως δεδομένου και αναπότρεπτου.
Η θέση των πανεπιστημιακών δασκάλων είναι αρκετά δύσκολη, καθώς αφιερώνουν αρκετό εργασιακό χρόνο σε διδακτικές υποχρεώσεις (προετοιμασία μαθημάτων), θέτοντας σε κίνδυνο την επαγγελματική τους ανέλιξη. Από την άλλη μεριά, υπάρχει η μερίδα των πανεπιστημιακών δασκάλων που έχουν επωμιστεί διοικητικά καθήκοντα υψίστης σημασίας και οφείλουν να αναπτύξουν δεξιότητες επιχειρηματικής φύσεως προκειμένου να διαχειριστούν σημαντικά χρηματοδοτικά πακέτα, και εποπτεύσουν με επιτυχία το ανθρώπινο δυναμικό. Στο σημείο αυτό, παρατίθενται οι εμπειρίες των μαθητών αναφορικά με το είδος του πανεπιστημίου. Αρχικά, το «παραδοσιακό» πανεπιστήμιο μέχρι τις αρχές του ’80 χαρακτηριζόταν μικρό, ελιτιστικό, κολεγιακό και δημοκρατικό. Το ακαδημαϊκό προσωπικό αδυνατούσε να ανταποκριθεί με επάρκεια στα διοικητικά του καθήκοντα. Οι φοιτητές προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και φυσικά η μετέπειτα επαγγελματική τους αποκατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη. Αντίθετα, το «νεοφιλελεύθερο» πανεπιστήμιο της δεκαετίας του ’90 αντιμετωπίζεται ως πολυπληθέστερο, εύκολα προσβάσιμο, απρόσωπο, ιεραρχικό και γραφειοκρατικό. Η πανεπιστημιακή παραγόμενη γνώση υπόκειται σε κριτική και τα περιθώρια για τυχόν ανεύθυνα ακαδημαϊκά μέλη έχουν στενέψει, όπως βέβαια και ο χρόνος που διαθέτουν στο φοιτητικό κοινό. Το τελευταίο είναι μάλιστα αρκετά διαφοροποιημένο (ενήλικες φοιτητές) ενώ το επαγγελματικό τους μέλλον φαντάζει ιδιαίτερα αβέβαιο σε σύγκριση με το παρελθόν.
«Τι Μέλλει Γενέσθαι» Όπως έχει αναφερθεί ο ρόλος του κράτους στη διαμόρφωση της εικόνας του πανεπιστημίου είναι πολύ σημαντικός . Το κράτος έχει την ευθύνη να ανταποκριθεί στο αίτημα του εκδημοκρατισμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποδυναμώνοντας τους επιλεκτικούς μηχανισμούς πρόσβασης σε αυτήν, εξασφαλίζοντας θέσεις σε όλους τους ενδιαφερόμενους φοιτητές, περιορίζοντας παράλληλα τη γραφειοκρατική του δυσκαμψία. Διαφορετικά, ούτε ο ακαδημαϊκός χώρος αναβαθμίζεται ούτε η ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά δημόσιο αγαθό. Η αυτοδυναμία των πανεπιστημίων σχετικά με τα προγράμματα σπουδών, τους κανόνες απασχόλησης του ακαδημαϊκού προσωπικού, καθώς και τη διαχείριση των εγκαταστάσεων τους αποτελεί το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Η παρότρυνση μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που θα προσφέρει στα πανεπιστήμια τη δυνατότητα οικονομικής αξιοποίησης των ερευνητικών τους επιτευγμάτων αποκτά μεγαλύτερη απήχηση, διότι παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι ακαδημαϊκές κοινότητες πρέπει να είναι δυναμικές και ευέλικτες για να ανταποκριθούν στις συχνές αλλαγές της κοινωνίας.
«Το προφίλ των πανεπιστημίων» Το προφίλ των πανεπιστημίων είναι δυνατόν να διαμορφωθεί είτε μέσα από την ασυνήθιστη σχέση συνεργασίας μεταξύ του ακαδημαϊκού προσωπικού και των φοιτητών είτε μέσω της καθιέρωσης ειδικοτήτων που ανταποκρίνονται στις τοπικές ανάγκες της κοινωνίας, είτε μέσα από τη σύζευξη διαφόρων επιστημονικών κλάδων. Τα χαρακτηριστικά του προφίλ των πανεπιστημίων πρέπει να αναγνωρίζονται τόσο από τα ακαδημαϊκά μέλη όσο και από την ευρύτερη κοινή γνώμη. Η κατάταξη των πανεπιστημίων με κριτήριο το ξεχωριστό προφίλ που διαθέτουν συνιστά «την οριζόντια διαφοροποίησή τους». Όσο πιο ιδιαίτερο είναι το προφίλ τόσο πιο υψηλός είναι ο βαθμός της διαφοροποίησης του σε σχέση με τα υπόλοιπα ιδρύματα. Εκτός της οριζόντιας διαφοροποίησης υπάρχει και η «κάθετη» η οποία στηρίζεται στην ιεράρχηση των πανεπιστήμιων με βάση το υψηλό ή το χαμηλό κύρος που διαθέτουν. Στη περίπτωση αυτή το επιστημονικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις ιεραρχικές ταξινομήσεις σύμφωνα με τη φήμη που τα τελευταία διαθέτουν σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι, η αξιολόγηση και η ιεραρχική κατάταξη πραγματοποιούνται σύμφωνα με ποικίλα κριτήρια∙ προσέλκυση ικανότερων φοιτητών, σπουδαστικές απαιτήσεις, εξασφάλιση άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης, ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών. Η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των πανεπιστημίων εξαιτίας της διαφοροποίησής τους έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο διανομής των φοιτητικών θέσεων και στην αγορά εργασίας. Κάθε πανεπιστήμιο οφείλει να καταστήσει αναγνωρίσιμη τη φυσιογνωμία του, προβάλλοντας τους τομείς στους οποίους δίνει ιδιαίτερη έμφαση. Η διασφάλιση συμβατότητας και αφάνειας κρίνεται αναγκαία για ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ελλάδα. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια και ανελαστικότητα. Οι έντονες συζητήσεις σχετικά με την ίδρυση ιδιωτικών και μη κερδοσκοπικών μη κρατικών πανεπιστημίων καταλήγουν σε αδιέξοδο. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποπροσανατολίζεται η κοινή γνώμη από καίρια προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου (πχ μετατροπή από «κρατικό» σε «δημόσιο»), ενισχύοντας τις υπηρεσίες της Ελλάδας. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο αποδεικνύουν για ακόμη μια φορά ότι τα εκπαιδευτικά κελεύσματα υπερεθνικών πολιτικών δικτύων μεταφράζονται, ερμηνεύονται και υλοποιούνται ποικιλοτρόπως από τα κράτη- μέλη τους.
«Το τέλος της εκπαιδευτικής πολιτικής» Συχνά είναι τα ερωτήματα σχετικά με το τέλος ή όχι της εκπαιδευτικής πολιτικής. Φυσικά, δε μπορεί να δοθεί μια ξεκάθαρη απάντηση για το τέλος της εκπαιδευτικής πολιτικής ,αλλά, αξίζει να αναφέρουμε ότι η άσκησή της αιωρείται ανάμεσα στη συγκρότηση ενιαίων στόχων και τον έλεγχο των αποτελεσμάτων. Σε αυτή την ολική συγκρότηση και τον έλεγχο οι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως διαπιστώσαμε και προηγουμένως έχουν το ρόλο του «εξ αποστάσεως καθοδηγητή», χωρίς βέβαια να αγνοείται η ευθύνη των κρατών-μελών, των τοπικών κοινωνιών καθώς και των μεμονωμένων ατόμων (γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές). Ο γενικότερος λοιπόν προβληματισμός σχετικά με το πως οι σχεδιαζόμενες σε μακροεπίπεδο μεταρρυθμίσεις (κρατικές διατάξεις, διεθνή κελεύσματα) τροποποιούν ειδικότερα τα σχολεία συνεχίζει να υφίσταται. Την ίδια στιγμή γίνεται γνωστό ότι κάθε σχολείο έχει τη δυνατότητα να μετασχηματίσει με το δικό του τρόπο τις εκ των άνω επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις. Η συγκεκριμένη άλλωστε δυνατότητα καθίσταται καθοριστική για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας !!!