Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό είναι χώρα της Κεντρικής Αφρικής με πληθυσμό 79.723.000 κατοίκων και έκταση 2.344.858 τ.χλμ.. Η χώρα χαρακτηρίζεται και πήρε το όνομά της από τον μεγάλο ποταμό Κονγκό ο οποίος με τους παραποτάμους του διασχίζει ολόκληρη τη χώρα. Τα τροπικά δάση του Κονγκό χαρακτηρίζονται από μεγάλη βιοποικιλότητα, τη μεγαλύτερη από οποιαδήποτε χώρα της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένων σπανιών ή ενδημικών ειδών, όπως ο χιμπατζής και ο μπονόμπο, ο αφρικανικός ελέφαντας των δασών, ο ορεινός γορίλας, το οκάπι και ο λευκός ρινόκερος. Πέντε από τα εθνικά πάρκα της χώρας έχουν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς: τα Γκαρουμπά, Καχούζι-Μπιεγκά, Σαλονγκά και Βιρουγκά και το καταφύγιο άγριας ζωής Οκάπι. Όλα τους βρίσκονται σύμφωνα με την UNESCO σε κίνδυνο.
Οι Βέλγοι άρχισαν να εξερευνούν το Κονγκό τη δεκαετία του 1870, αρχικά με τον Σερ Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, ο οποίος ανέλαβε την εξερεύνηση με επιχορήγηση του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Στις ανατολικές του προαποικιακού Κονγκό γίνονταν συχνά επιδρομές για την αρπαγή ανθρώπων για να πουληθούν ως δούλοι. Οι άποικοι χρησιμοποίησαν τον ντόπιο πληθυσμό για να παράγουν λάστιχο. Οι πωλήσεις λαστίχου έφεραν μια περιουσία στον Λεοπόλδο, ο οποίος έφτιαξε αρκετά κτίρια στις Βρυξέλλες και την Οστάνδη για να τιμήσει τον εαυτό και της χώρα του. Για την ενίσχυση της παραγωγής, στάλθηκε ο στρατός, η Force Publique, η οποία ανάμεσα στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ήταν να κόβει να άκρα των ντόπιων. Την περίοδο 1885-1908, εκατομμύρια Κονγκολέζων πέθαναν εξαιτίας των επιπτώσεων της εκμετάλλευσης και των ασθενειών. Το 1958, οι ιθαγενείς του Γαλλικού Κονγκό ανακήρυξαν τη Δημοκρατία του Κονγκό, που έγινε ανεξάρτητη το 1960.