Ερευνητική εργασία Α΄τετραμήνου Θέμα: Οι ελληνικές αρχαιότητες στα μουσεία του κόσμου Σχολικό έτος: 2013-2014 Τάξη: Β5 1ο ΓΕΛ ΠΡΕΒΕΖΑΣ Συμμετείχαν οι μαθητές Χριστίνα Μουσγά Θεοδώρα Κωτσούλα Έλενα Καρβούνη Κωνσταντίνα Παπουτσή Βάγια Παπαγεωργίου Γιάννος Τίκος Λουκία Παγάνη Σέιβα Μπαριαμάι Δήμητρα Πανούση Πολυξένη Παπάζογλου Μάρκος Βαρσάμης Γιάννης Μπέλλος Αναστασία Παπαδημητρίου Ελισσάβετ Νούσια Λέανδρος Παπουτσάκης Υπεύθυνη καθηγήτρια: Συγκούνα Ανθή
Μέσα από αυτήν την έρευνα διαπιστώσαμε ότι πάρα πολύ μεγάλο μέρος των έργων πολιτισμού των προγόνων μας «φιλοξενούνται» σε Μουσεία σε όλο τον κόσμο.
Βρετανικό Μουσείο
Μουσείο του Λούβρου
Μουσείο Βατικανού
Μουσείο Ερμιτάζ
Μητροπολιτικό μουσείο Νέας Υόρκης
Μουσείο Γκετί του Λος Άντζελες
Μουσείο Καλών τεχνών στη Βοστώνη
Τα Μουσεία του εξωτερικού καρπώνονται τεράστια οικονομικά οφέλη από την αριστουργηματική δουλειά των προγόνων μας. Αυτό μας δημιουργούσε ερωτηματικά για το λόγο έκθεσής τους εκεί, και όχι στο φυσικό τους περιβάλλον, τον τόπο κατασκευής και αρχικής χρήσης τους. Αποφασίσαμε ότι άξιζε τον κόπο να ερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν ή και μεταφέρθηκαν οι ελληνικές αρχαιότητες στα μουσεία του κόσμου και να τις γνωρίσουμε από κοντά. Επιδιώξαμε να έρθουμε σε επαφή με τους δημιουργούς τους, την εποχή στην οποία δημιουργήθηκαν, τη χρήση και τη διαχρονική τους αξία.
Μέθοδος-ερευνητικά ερωτήματα Ακολουθήσαμε τη μέθοδο project. Χωριστήκαμε σε ομάδες των 3-4 ατόμων και κάθε ομάδα ανέλαβε να ερευνήσει ένα έως δύο μουσεία και να ανακαλύψει τις ελληνικές αρχαιότητες που φιλοξενούνται εκεί. Το διαδίκτυο και οι δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, ήταν οι πηγές πληροφόρησής μας. Συμφωνήσαμε στα ερωτήματα που θα θέταμε μπροστά σε κάθε έκθεμα: Ποιος το δημιούργησε; Ποια εποχή κατασκευάστηκε; Ποια ήταν η αρχική του χρήση; Πού βρέθηκε; Ποιος το φυγάδευσε από την Ελλάδα και γιατί; Σε ποιο χώρο εκτίθεται σήμερα; Είναι πολλοί οι επισκέπτες που το θαυμάζουν; Υπάρχει δυνατότητα επαναπατρισμού κάποιων από αυτά;
Απόψεις που τείνουν να κυριαρχήσουν είναι πως τα ελληνικά έργα που φιλοξενούνται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου έχουν αποκτηθεί νομίμως ή έστω νομότυπα από αυτά. Ακόμα και τα γλυπτά του Παρθενώνα που «ξηλώθηκαν» βίαια από το ναό από τον Έλγιν και το συνεργείο του με οθωμανικό φιρμάνι ή ή Αφροδίτη της Μήλου που πουλήθηκε έναντι αμοιβής, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από αγρότες σε Γάλλους και τώρα βρίσκεται στο Λούβρο.
Γι΄αυτό και η χώρα μας, που άρχισε να διεκδικεί δειλά δειλά τα αριστουργήματά της αφότου συγκροτήθηκε σε κράτος το 19ο αιώνα, ύστερα από αιώνες οθωμανικής κατοχής, δεν έχει τη δυνατότητα προσφυγής σε κάποιο διεθνές δικαστήριο, παρότι τα ξένα μουσεία έχουν γεμάτες τις αποθήκες τους με ελληνικές αρχαιότητες, η απόκτηση των οποίων έγινε κάτω από συνθήκες που μόνο νομότυπες δεν ήταν.
Στόχοι της εργασίας Να έρθουμε σε επαφή με τον πολιστικό πλούτο της χώρας μας Να αντιληφθούμε το μέγεθος του πολιτισμού που οι πρόγονοί μας δημιούργησαν και Να εκτιμήσουμε τη συμβολή τους στη δημιουργία και την εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Να ενδυναμώσουμε την εθνική μας συνείδηση και να κατανοήσουμε την ανάγκη διαφύλαξης των πολιτισμικών μας αξιών.
Αποτελέσματα έρευνας Ανακαλύψαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής μυθολογίας, της καθημερινής ζωής και της θρησκείας, μέσα από την ελληνική τέχνη. Πολλά έργα τέχνης έχουν αντιγραφεί πολλές φορές, από την αρχαιότητα ακόμη, γεγονός που δείχνει την αναγνώριση της διαχρονικής τους αξίας. Τα εκθέματα «ταξίδεψαν» στον κόσμο είτε από εμπορία κατά την αρχαιότητα, είτε ως ρωμαϊκά αντίγραφα φημισμένων ελληνικών έργων, είτε ως τοπικές παραγωγές των εστιών του αρχαίου ελληνισμού που βρίσκονταν εκτός Ελλάδας (Μεγάλη Ελλάδα, Μικρά Ασία), είτε ύστερα από λεηλασία των ελληνικών αρχαιολογικών χώρων, είτε ως προϊόν αρχαιοκαπηλίας ή αγοραπωλησίας κατά τους νεότερους χρόνους.
Οι ελληνικές αρχαιότητες μεταφέρθηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ιδίως κατά τον 19ο αιώνα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Περιηγητές,τυχοδιώκτεςαρχαιολόγοι, πρόξενοι ευρωπαϊκών χωρών αλώνιζαν τον ελληνικό χώρο τους τελευταίους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας με το φαινόμενο να παίρνει τεράστιες διαστάσεις το 19ο αιώνα.
Σύμμαχους σε αυτές τις ενέργειές τους έβρισκαν την αδιαφορία της οθωμανικής διοίκησης, την έλλειψη παιδείας από τον ντόπιο πληθυσμό και φυσικά την απουσία νόμων διεθνώς που να προστατεύουν τις αρχαιότητες και να κατοχυρώνουν το δικαίωμα του κάθε λαού να διεκδικεί τα αυτονόητα.
Διεθνείς οργανισμοί που κάνουν προσπάθειες για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών ιδρύθηκαν πολύ αργότερα. Η πιο γνωστή οργάνωση, η Unesco, ξεκίνησε τη δράση της μόλις το 1945-46 μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Όλα αυτά τα χρόνια, κάθε αρχαιολογικός χώρος ήταν ελεύθερος προς κάθε αρχαιοκάπηλο να συλλέξει, να καταστρέψει και ν΄αρπάξει ό,τι του έκανε εντύπωση και το μετέφερε ή το μεταπωλούσε σε νεόπλουτους, σε συλλέκτες και σε διάφορους βασιλιάδες για να κοσμήσουν τα ανάκτορα και τις οικίες τους.
Οι Ναζί λεηλάτησαν και τους πολιτιστικούς θησαυρούς της κατεχόμενης Ευρώπης, μετα φέροντας τον πλούτο μουσείων και αρχαιολογικών χώρων στη Γερμανία. Σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου 8.500 ελληνικές αρχαιότητες ανυπολόγιστης αξίας βρίσκονται στα χέρια των σκυλευτών της πατρίδας μας, που την κατασπάραξαν τη μαύρη περίοδο της Κατοχής. Τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα αποδείχτηκαν ορδές «νέων Έλγιν», που κατέκλεψαν ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες. Οι περισσότερες από αυτές στάλθηκαν στη Γερμανία, στην Αυστρία και σε άλλες χώρες.
Συνυπεύθυνα είναι και τα μουσεία τα οποία αγοράζουν από ιδιώτες εκθέματα αμφιβόλου προέλευσης χωρίς να γίνονται έλεγχοι από κρατικούς φορείς και αφορούν τις συνθήκες και τις διαδικασίες μεταφοράς. .
Οι λόγοι για τους οποίους δε δέχονται τον επαναπατρισμό των εκθεμάτων είναι: 1) Τα οικονομικά οφέλη που απολαμβάνουν από την εκμετάλλευση τους είναι πολλά και δύσκολα θα παραιτούνταν από ένα τέτοιο πλεονέκτημα. 2) Το κύρος και η φήμη των ιδρυμάτων τέχνης έχει βασιστεί σε ορισμένα διάσημα εκθέματα ή συλλογές. Η απομάκρυνσή τους από αυτά θα μείωνε την αξία και την επισκεψιμότητα του μουσείου.
Υπεύθυνο είναι και το ελληνικό κράτος, καθώς δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ζήλο για τον επαναπατρισμό των εκθεμάτων, με εξαίρεση ίσως τις ενέργειες της Μελίνας Μερκούρη για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, συμπεριφορά που μπορεί να ερμηνευτεί ως αδιαφορία.
Τα αγάλματα, τα αγγεία, τα γλυπτά, τα κοσμήματα, όλα εκφράζουν το λαμπρό ελληνικό πνεύμα, τα ιδεώδη και τις ανυπέρβλητες αξίες του αρχαίου ελληνικού κόσμου.