Η κούνια του Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ
Η βιογραφία του: Ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (γαλλ. Jean-Honoré Fragonard, 5 Απριλίου 1732, Γκρας - 22 Αυγούστου 1806, Παρίσι) ήταν Γάλλος ζωγράφος της εποχής του ροκοκό. Το 1752 κερδίζει το Βραβείο της Ρώμης και έτσι λαμβάνει μια βασιλική υποτροφία για να σπουδάσει στην Γαλλική Ακαδημία στη Ρώμη. Τα αισθησιακά και ερωτικά θέματα τα οποία ζωγράφιζε ο Φραγκονάρ μάγεψαν τους μεγαλοαστούς και τους αριστοκράτες και γρήγορα απέκτησε μεγάλη απήχηση στην Γαλλία. Κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ονομάστηκε από την Εθνική Συνέλευση συντηρητής στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά το 1805 όμως με διαταγή του αυτοκράτορα εκδιώκεται από το Λούβρο. Έναν χρόνο αργότερα πεθαίνει φτωχός. Οι πίνακες του κατακρίθηκαν πολύ κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάσταση και κυρίως όσο κυριαρχούσε από το 1760 και μετά το κίνημα του νεοκλασικισμού. Πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε το ταλέντο του.
Η κούνια: Είναι ένα αντιπροσωπευτικό έργο με τέτοιες σκερτσόζικες διαστάσεις. Μία σύλληψη που αντανακλά και την κοινωνική νωχέλεια των ηθών της αστικής τάξης, με μια σειρά συμβολισμών που δεν είναι ορατοί με πρώτη ματιά. Εκ πρώτης όψεως, δεν είναι παρά ένας αθώος πίνακας μιας ευχάριστης στιγμής, αλλά οι λεπτομέρειες θα εξελιχθούν εντελώς διασκεδαστικότερα.
Ο ηλικιωμένος άνδρας στο άκρο δεξιό μες στα φυλλώματα, με πρόδηλη χαρά κουνάει την αγαπημένη του στην κούνια της. Η διαφορά ηλικίας, ολοφάνερη, το κενό που τους χωρίζει ίσως είναι η απόσταση ανάμεσα στη φρεσκάδα και την ωριμότητα, η κούνια που επιστρέφει αλλά με ετοιμότητα πετάει και πάλι μακριά υπογραμμίζει το άπιαστο όνειρο του μεσήλικα, τη ζωή που όλο πάει να την πιάσει και του φεύγει. Αν εμβαθύνει προσεκτικά κάποιος στα πόδια πίσω από τις φυλλωσιές, ένα μικρό σχεδόν αθέατο σκυλάκι γαυγίζει με νευρικότητα : Νιώθει πράγματα, αντιλαμβάνεται παραδοξότητες.
Στο άκρο αριστερό ελοχεύει ο νεαρός εραστής Στο άκρο αριστερό ελοχεύει ο νεαρός εραστής. Περιχαρής απολαμβάνει την καλύτερη θέα που θα μπορούσε να έχει θεατής έτσι όπως ο αγέρας φουσκώνει τα φουστάνια της μούσας του. Το πέταγμα του παπουτσιού της δείχνει την ελαφρότητα μιας απιστίας που βρίσκεται σε μετεωρισμό, σε εξέλιξη, με ολοφάνερο σημείο πτώσης του υποδήματος εκεί που η φύση οδηγεί τα πράγματα. Εκτός πια κι αν φύγει ψηλά, να βρει έναν ερωτιδέα που τα πανθ΄ ορά για να τον συνετίσει να βουβαθεί, καθώς εκείνος συναρπάζεται ήδη από τα παιχνίδια και αποζητά ένοχη σιωπή (σσσσς! με το δάχτυλο στο στόμα…) απευθυνόμενος κυρίως στο σκυλάκι που μυρίστηκε παρεκτροπές
Η πλέον απίθανη λεπτομέρεια είναι δύο ακόμη παρατηρητές ερωτιδείς καθισμένοι πάνω σε ένα δελφίνι σύμβολο αυτοθυσίας, εκφραστή των βουλήσεων της ερωτικής Αφροδίτης, μέσα στο νερό ως σύμβολο της πηγής της ζωής, μας κοιτά με τα μεγάλα του μάτια και τα παχιά του χείλια εντελώς αθώα, σε μια ευρύτατη συνωμοσία. Τώρα πώς κατάφερε ο Φραγκονάρ να δέσει σε μία και μόνη σκηνή τις θάλασσες, τις απιστίες και τόσα πρόσωπα είναι από μόνο του θαυμαστό.
Μια ακόμη λεπτομέρεια άξια λόγου θα ήταν η εξής : Όταν ο βαρώνος Saint Julien παρήγγειλε τον πίνακα, είχε το δύσκολο αξίωμα του Φοροεισπράκτορα της Εκκλησίας (ο πλήρης τίτλος ήταν “Receiver of the general goods offered by the clergy”). Αξίωσε λοιπόν στη θέση του ηλικιωμένου κυρίου να ζωγραφιστεί προσβλητικά σχεδόν ένας καρδινάλιος για να ξεφύγει το θέμα σε εντελώς άλλα υπονοούμενα: Για τη σχέση εκκλησίας και πιστών, για τις ελεημοσύνες και την αντίληψή τους από την κοινωνία, και πάει λέγοντας. Ευτυχώς ο Φραγκονάρ αυτοπεριορίστηκε και διατήρησε τα μηνύματα στην Ροκοκό χαλαρότητα της Γαλλικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, εμάς δε ως ευγενικούς ηδονοθήρες
Ροκοκό: Με τον όρο Ροκοκό αναφερόμαστε στην τεχνοτροπία που διαδέχθηκε το μπαρόκ και αναπτύχθηκε στις αρχές του18ου αιώνα, κυρίως στη Γαλλία. Ως καλλιτεχνικό ρεύμα, εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο στη ζωγραφική, τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική. Το ύφος του ροκοκό εμφανίστηκε στη Γαλλία περίπου το 1710 και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη - κυρίως στη Γερμανία, την Ιταλία και την Αυστρία, κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Η καθιέρωσή του συνέπεσε χρονικά με την βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄ καθώς και με μία γενικευμένη αντίδραση στο αυστηρό ύφος της μπαρόκ αισθητικής. Το τέλος του ροκοκό τοποθετείται περίπου στη δεκαετία του 1760 όταν σταδιακά αντικαθίσταται ως κυρίαρχη καλλιτεχνική τάση από το ρεύμα του νεοκλασικισμού. Κύριοι εκφραστές του ροκοκό ήταν ο Αντουάν Βαττώ (1684-1721), του οποίου η ζωγραφική του απεικόνιζε τα οράματά του για μία ζωή χωρίς δυσκολίες και καθημερινές ανάγκες, ο Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) και ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1866).