ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ‘ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ-ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ’ – 2014-2015 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ‘ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ-ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ’ – 2014-2015 Μάθημα: ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Δρ. Θεόδωρος Μεταξάς Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ανάπτυξης, ΤΟΕ, ΠΘ Εισήγηση 2Α Μητροπολιτικές συγκεντρώσεις, συστήματα ιεράρχησης, ανταγωνισμός και συνεργασία πόλεων
Από την ‘Blue Banana’ στο ‘Red Octopus’
Οι Παγκοσμιοπόλεις (World Cities) Hall (1966) London, Paris, Randstad, Rhine-Ruhr, Moscow, New York, Tokyo Friedmann και Wolff (1982)Tokyo, Los Angeles, San Francisco, Miami, New York Friedmann (1986) London, Paris, New York, Chicago, Los Angeles Meyer (1986)* New York, London, Paris, Zurich, Tokyo Thirft (1989), Warf (1989)*, Sassen (1991) New York, London, Tokyo Budd (1995)*, Short κ.α (1996) Tokyo, London, New York, Paris, Frankfurt Knox (1996) London, New York, Tokyo Muller (1997) London, New York, Tokyo The Economist (1998) London, New York, Tokyo
Μητροπολιτικές Συγκεντρώσεις στην Ευρώπη Ένας μεγάλος αριθμός θεωρητικών και εμπειρικών μελετών έχει προσπαθήσει να κατανοήσει και να περιγράψει τις αιτίες και τη διαδικασία εξέλιξης των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων (π.χ. Cheshire 1990 1995, Castells 1993, Hall 1993, Lever and Bailly 1996, Πετράκος και Οικονόμου 1999, Arvanitidis and Petrakos 2005), υποστηρίζοντας ότι από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 αρχίζει να εμφανίζεται μια αλλαγή στις τάσεις μητροπολιτικής αποσυγκεντροποίησης της προηγούμενης περιόδου. Σε αυτή τη νέα φάση οι πρωτεύουσες και τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα φαίνεται να ανακτούν το δυναμισμό και τα πληθυσμιακά τους μεγέθη αυξάνοντας την επιρροή τους στο σύστημα αστικών κέντρων όπου ανήκουν.
Ευρωπαϊκές Πόλεις Σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται α) στην προσπάθεια των πόλεων να κυριαρχήσουν στο σύστημα αστικής ιεράρχησης, β) στην ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα και στην αναδιοργάνωση των παραγωγικών συστημάτων (flexible production systems) β) στην ενίσχυση του ρόλου τους μέσω της ανάπτυξης των δικτύων με αποτέλεσμα την ταχεία προώθηση των εμπορικών συναλλαγών, και της ανταλλαγής πρακτικών, πληροφοριών και εμπειριών και γ) στην αναγνώριση της συνεισφοράς τους στην οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης Ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος τους Στην συγκέντρωση επιχειρήσεων, αγορών και ανθρώπινου δυναμικού, διαδραματίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στην οικονομική και κοινωνική καινοτομία των πόλεων, ειδικότερα των μεγάλων αστικών κέντρων έχοντας παράλληλα τα υψηλότερα επίπεδα εξειδίκευσης και ποιότητας του παραγωγικού δυναμικού έναντι των περιφερειών τους. Επιπλέον διαθέτουν συνδέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω των αεροδρομίων που διαθέτουν και αποτελούν πόλους έλξης για την προσέλκυση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και ανθρώπων με ειδικές δεξιότητες και ταλέντο.
Μεσογειακές μητροπόλεις Η έννοια του όρου ‘μητρόπολη’ κυρίως παραπέμπει στην ύπαρξη ενός δυναμικού αστικού κέντρου, με πληθυσμό 500.000 και άνω κατοίκων, το οποίο περιστοιχίζεται από μικρότερες πόλεις δορυφόρους, οι οποίες αναπτύσσουν εξειδικευμένες ή συμπληρωματικές λειτουργίες και συνδέονται με την μητρόπολη μέσω της ανάπτυξης δικτύων (Christofakis, 2004). οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις, το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, αντιμετώπισαν μια ποικιλία κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες για τη βελτίωση της οικονομικής τους βάσης και ανταγωνιστικότητας, τη διαμόρφωση υψηλού επιπέδου ποιότητας ζωής, όσο και για την αναζωογόνηση του αστικού και φυσικού τους περιβάλλοντος (METREX, 1999). Ανάδειξη πόλεων: Βαρκελώνη, η Μαδρίτη, η Αθήνα, η Λισσαβόνα, το Μιλάνο, το Τορίνο κ.α., βελτίωσαν το προφίλ τους ως πλέον ισχυρά οικονομικά αστικά κέντρα του Ευρωπαϊκού Νότου
Πληθυσμιακές μεταβολές στα Βαλκάνια - Αλβανία Από το 1969, υπάρχουν τάσεις πληθυσμιακής αύξησης. Η θετική κλίση υποδηλώνει ότι οι πόλεις που βρίσκονται χαμηλά στην ιεραρχία αυξάνονται περισσότερο έντονα πληθυσμιακά. Στις δυο πρώτες περιόδους, οι πόλεις αυξάνονται με τους ίδιους περίπου ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό αλλάζει στην Τρίτη περίοδο όπου η μέση πληθυσμιακή μεταβολή του ρυθμού ανάπτυξης των πόλεων, φτάνει στο 60%, δηλαδή οι διαφορές στο ρυθμό ανάπτυξης των πόλεων μεγαλώνουν και οι πόλεις παρουσιάζουν μεγαλύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Πληθυσμιακές μεταβολές στα Βαλκάνια - Βουλγαρία Η γραμμή τάσης των Βουλγαρικών πόλεων παρουσιάζει αρνητική κλίση για την περίοδο 1989-1990, δηλαδή οι μεγαλύτερες πόλεις παρουσιάζουν εντονότερη δημογραφική δυναμική σε σχέση με τις μικρότερες. Ο μέσος όρος των πληθυσμιακών μεταβολών είναι στο 8,7%, νούμερο που αποδίδει στο αστικό σύστημα της χώρας (σχετικά μικρή) πληθυσμιακή αύξηση. Στη δεύτερη χρονική περίοδο (1990-1998) η κατάσταση στο Βουλγαρικό αστικό σύστημα αλλάζει δραματικά. Οι παρατηρήσεις παρουσιάζουν πυκνότερη διασπορά αλλά βρίσκονται όλες κάτω από το μηδέν, το οποίο σημαίνει ότι όλες οι πόλεις χάνουν πληθυσμό. Όσον αφορά στην γραμμή τάσης, η θετική κλίση της δηλώνει ότι οι σχετικά μικρότερες πόλεις συρρικνώνονται με μικρότερο ρυθμό από τις μεγαλύτερες.
Πληθυσμιακές μεταβολές στα Βαλκάνια - ΠΓΔΜ Κατά την περίοδο 1981-1991 υπάρχουν μικρές αλλά θετικές μεταβολές (μέση τιμή 8,2%), ενώ φαίνεται να ενισχύονται ελαφρά οι μικρότερες σε μέγεθος πόλεις (μικρή σχετικά θετική κλίση της γραμμής τάσης). Στην επόμενη περίοδο (1991-2002), η τάση αυτή γίνεται πιο έντονη, η μέση πληθυσμιακή μεταβολή φτάνει το 57,02% με την εμφάνιση μεγάλων θετικών δημογραφικών μεταβολών (και μεγαλύτερης διασποράς παρατηρήσεων) ιδιαίτερα μετά τη δέκατη θέση της ιεραρχίας, και μόνο ένα αστικό κέντρο να γνωρίζει πληθυσμιακή μείωση.
Πληθυσμιακές μεταβολές στα Βαλκάνια – Ελλάδα Κατά την πρώτη χρονική περίοδο ο μέσος όρος των μεταβολών κυμαίνεται στα επίπεδα του 16% και διαπιστώνεται ότι οι μεγαλύτερες και πρώτες στην ιεραρχία πόλεις μεγεθύνονται με σχετικά ταχύτερο ρυθμό από τις μικρότερες. Στη δεύτερη περίοδο, η μέση πληθυσμιακή μεταβολή πέφτει στο 10%, η διασπορά των σημείων γίνεται πυκνότερη και η γραμμή τάσης σχεδόν οριζόντια υποδηλώνοντας την ύπαρξη μιας ισορροπίας στις μεταβολές, όπου τα πρώτα και τα τελευταία στην ιεραρχία αστικά κέντρα γνωρίζουν περίπου ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου, η αντιστροφή των τάσεων είναι ξεκάθαρη και συνίσταται τόσο στην αύξηση του μέσου όρου των πληθυσμιακών μεταβολών (15,7%), όσο και στην αυξημένη θετική κλίση της γραμμής τάσης ιεραρχίας.
Γενική εικόνα (1)
Γενική εικόνα (2) συμπεραίνεται ότι και οι τέσσερις χώρες ακολουθούν σε σημαντικό βαθμό το πρότυπο της κυρίαρχης πόλης – μητρόπολης, καθώς η καμπύλη τάξης-μεγέθους παρουσιάζει μια απότομη πτώση μετά το πρώτο αστικό κέντρο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Ελλάδας όπου το φαινόμενο αυτό παρατηρείται, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ως και την έκτη στην ιεραρχία πόλη, ενώ η δεύτερη στην ιεραρχία (Θεσσαλονίκη) είναι περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την τρίτη (Πάτρα). Από τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς ότι στα αστικά συστήματα της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της ΠΓΔΜ και της Ελλάδας κυριαρχεί έλλειψη πόλεων μεσαίου μεγέθους. Αυτό σημαίνει ότι, πέραν της πρώτης πόλης, τα εθνικά αστικά συστήματα αποτελούνται από μικρές, σε σχετικούς όρους, πόλεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αλβανίας, όπου η δεύτερη πόλη (Δυρράχιο) έχει πληθυσμό λιγότερο από 150.000 κατοίκους.
Μητροπολιτική κυριαρχία Tirana 1969 1979 1989 2001 S1/ST 0,06 0,07 0,13 S1/S2 2,9 2,8 3,0 S1/ S(4) 0,8 0,7 0,9 S1/ EN 1,1 1,0 Sofia 1980 1990 1998 S1/ST 0,12 0,13 0,14 S1/S2 3,0 3,3 S1/ S(4) 1,0 1,1 S1/ EN 3,1 Skopia 1981 1991 2002 S1/ST 0,2 S1/S2 5,2 4,9 4,5 S1/ S(4) 1,7 1,6 1,4 S1/ EN 2,5 2,9 1,8 Thessal 1971 1981 1991 2001 S1/ST 0,06 0,07 S1/S2 4,6 4,5 4,4 4,2 S1/ S(4) 1,5 1,4 1,3 S1/ EN 2,0 2,1 1,9
Γενική εικόνα Πρώτον, δύο από τις τέσσερις εξεταζόμενες μητροπολιτικές περιοχές φαίνεται να δείχνουν τάσεις ύφεσης της μητροπολιτικής κυριαρχίας τους. Αυτές είναι οι πόλεις των Σκοπίων και της Θεσσαλονίκης, όπου η κατάσταση αυτή λειτουργεί ευνοϊκά για τα πιο κάτω στην ιεραρχία αστικά κέντρα ή γι’ αυτά που βρίσκονται στην ενδοχώρα τους (τα οποία συνεχίζουν να μεγεθύνονται με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης). Ενδιαφέρουσες είναι οι περιπτώσεις των Τιράνων και της Σόφιας. Τα μεν Τίρανα επιδεικνύουν σημαντική αύξηση της μητροπολιτικής τους κυριαρχίας η οποία συνδυάζεται με περαιτέρω ανάπτυξη των μικρότερων και μεγαλύτερων πόλεων που βρίσκονται στην ενδοχώρα τους, ενώ η σχετική ενδυνάμωση της μητροπολιτικής κυριαρχίας της Σόφιας οφείλεται κατά βάση στην πληθυσμιακή συρρίκνωση των αστικών περιοχών της χώρας. Όσον αφορά στην εξέλιξη της ενδοχώρας των μητροπόλεων η παρατηρούμενη τάση είναι αυτή της πληθυσμιακής ανάπτυξης. Ωστόσο, εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Σόφιας, όπου η τάση μεγέθυνσης των πόλεων διεκόπη και αναστράφηκε κατά την τελευταία χρονική περίοδο, κάτι που μάλλον έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες της χώρας και με τον τρόπο με τον οποίον βιώνει τη μετάβαση από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην δυτικού τύπου ελεύθερη οικονομία.
Ανταγωνισμός Πόλεων: Θέσεις και αντιπαραθέσεις 1η προσέγγιση: (Cheshire & Gordon 1996,1998, Budd 1998, Tomaney & Klink 2001). O ανταγωνισμός των πόλεων εκφράζεται ως μια διαδικασία όπου οι παραγωγικές δυνάμεις στο εσωτερικό περιβάλλον των πόλεων, προωθούν τον οικονομικό χαρακτήρα των πόλεων για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων. Μειονέκτημα: η χρησιμοποίηση μόνο οικονομικών παραγόντων / μεταβλητών 2η προσέγγιση: (Hubbard 1995, Wong 1998, Barnett 2001,Kowalska & Funk 2000). Ανάδειξη των soft παραγόντων (ποιότητα ζωής, πολιτισμός, ιστορική κληρονομιά). Μειονέκτημα: η έλλειψη στρατηγικού πλαισίου προκειμένου να διερευνηθεί και να αξιολογηθεί η σημαντικότητα του κάθε παράγοντα. 3η προσέγγιση: (Αshworth & Voogd 1990, Kotler κ.α 1993,1999, Gold κ.α 1997, Urban 2002, Ulaga κ.α 2002). Αποδίδουν την έννοια του ‘προϊόντος’ ή ‘αγαθού’ στην πόλη, όπου μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού (Place Marketing), η ‘εικόνα’ της πόλης προωθείται στις δυνητικές αγορές στόχους. Μειονέκτημα: η σαφής ανάλυση του περιβάλλοντος των πόλεων, η έλλειψη τεχνογνωσίας, ο σαφής προσδιορισμός των αγορών στόχων, ο έλεγχος και η αξιολόγηση άσκησης πολιτικών. Οδηγεί: ύπαρξη φαινόμενου Waste strategies
4η προσέγγιση: (Krugman, 1994,1996): Συνέχεια… 4η προσέγγιση: (Krugman, 1994,1996): Δεν ανταγωνίζονται οι ΠΟΛΕΙΣ αλλά οι ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ που είναι εγκατεστημένες στις πόλεις. Ωστόσο υπάρχει αποδοχή ότι ορισμένα χαρακτηριστικά των πόλεων μπορούν να επιδράσουν στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναφέρονται κυρίως στα κριτήρια επιλογής τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων (γεωγραφική θέση, μέγεθος αγοράς, παραγωγική διάρθρωση κ.α) 5η προσέγγιση: (Cheshire 1996, 1999; Turok 2004): Ό ανταγωνισμός των πόλεων εκφράζεται μέσα από τον ανταγωνισμό των δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και ομάδων (policy units) λήψης αποφάσεων και των συμφερόντων που εξυπηρετούν. Χρησιμοποίηση της μεταβλητής ‘public capacity’ στα οικονομετρικά μοντέλα μέτρησης της αστικής ανταγωνιστικότητας, μετρήσιμη ως % του συνολικού πληθυσμού της FUR, ως προς τον πληθυσμό της μεγαλύτερης διοικητικής μονάδας στη FUR, για το 1981 (1978-80 και 1992-94) Αποτέλεσμα: η ικανότητα της εφαρμογής στρατηγικών πολιτικών προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι τυχαία, αλλά εξαρτάται από τη δομή και την ικανότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης
5 βασικά ερωτήματα Lever & Turok 1999 – special issue on Urban Studies journal 1ο: Ανταγωνίζονται οι πόλεις; 2ο: Ως προς τι ανταγωνίζονται; 3ο: Πως ανταγωνίζονται; 4ο: Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του ανταγωνισμού; 5ο: Πως είναι δυνατό να μετρηθεί και να εξηγηθεί η επιτυχία και ο βαθμός της ανταγωνιστικότητας τους;
Mέτρηση της αστικής ανταγωνιστικότητας Περίοδος 1980-90: Cheshire et al (1986, 1988), Cheshire and Hay (1989), Cheshire (1990) στοχεύουν στη δόμηση δεικτών για την εξέταση χωρικών οικονομικών και κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Εστίαση στα αστικά προβλήματα (ανάπτυξης και παρακμής). Περιοχή μελέτης: 117 FURs (Functional Urban Regions). Mεταβλητές: κ.κ ΑΕΠ, ανεργία, μετανάστευση, τουριστική ζήτηση. Στοιχεία 1971-88. Αποτελέσματα: Οι πιο ανταγωνιστικές πόλεις (Bruxelles, Strasbourg, Bonn) και ένας αριθμός από Γερμανικές, Δανέζικες και Βόρειο-Ιταλικές. Οι λιγότερο ανταγωνιστικές εκείνες οι οποίες είχαν μεγάλη εξάρτηση από αγροτικές, λιμενικές και δραστηριότητες ανθρακωρυχείων.
Μετά το 1996: Στροφή προς τις πολιτικές Cheshire & Magrini (1999, 2001), Cheshire, κ.α (2000), Βελτίωση του υπάρχοντος μοντέλου με την δημιουργία της μεταβλητής ‘public capacity’ μετρήσιμη ως % του συνολικού πληθυσμού της FUR, ως προς τον πληθυσμό της μεγαλύτερης διοικητικής μονάδας στη FUR, για το 1981 ( 1978-80 και 1992-94) Αποτέλεσμα: η ικανότητα της εφαρμογής στρατηγικών πολιτικών προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι τυχαία, αλλά εξαρτάται από τη δομή και την ικανότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το επιχείρημα αυτό περιορίζεται από το γεγονός ότι η προώθηση της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης εκφράζεται ως η παροχή ενός ‘μερικώς- δημόσιου αγαθού’(quasi-public good). Το ερώτημα που γεννάται είναι: πως το παρέχουμε αποτελεσματικά;
Στροφή προς τους soft παράγοντες και τον στρατηγικό σχεδιασμό Wong 1998, 2001, Kowalska & Funk 2000, van den Berg 1997, 1999, Kresl & Singh 1995, 1999). Στόχος: η σύνδεση των οικονομικών παραγόντων (ποσοτική ανάλυση) με τους απτούς παράγοντες (ποιοτική ανάλυση) Παράδειγμα: προσπάθεια εξήγησης του βαθμού της ιεράρχησης των πόλεων αλλά και της δημιουργίας ενός εργαλείου/ μέσου αξιολόγησης της αστικής οικονομίας το οποίο να χρησιμοποιηθεί στον προσδιορισμό αλλά και την σύγκριση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων της κάθε αστικής οικονομίας σε σχέση με άλλες (Kresl & Singh). Ανταγωνιστικότητα πόλεων = οικονομικοί + στρατηγικοί παράγοντες.
Συνεργασία Πόλεων Εκτενής αναφορά στις δυνατότητες ανάπτυξης συνεργασιών μεταξύ των πόλεων και περιφερειών της ΝΑ Ευρώπης γίνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο 9ο Οικονομικό Forum, στο Novi Sad (2002), ενώ παράλληλα καταγράφονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ενίσχυσης συνεργασιών όπως η ‘Πρωτοβουλία Bremen’ (Lieberum, 2002), με κύριο στόχο τον σχεδιασμό και την υποστήριξη συνεργασιών μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ανάμεσα σε ευρωπαϊκές πόλεις, η ‘Πρωτοβουλία LODIS (RECITE programme, DG XVI)’ [2000], με στόχο την διάγνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός δικτύου ευρωπαϊκών πόλεων και την ανάπτυξη από κοινού στρατηγικών προώθησης της εικόνας τους καθώς και η ‘Πρωτοβουλία Limbourg’ (Verkeer, 2002) με στόχο την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ τοπικών και περιφερειακών φορέων δημόσιας διοίκησης με εκπαιδευτικά ιδρύματα και οργανισμούς. Σύμφωνα με τους Oatley και Lambert (1997:3), οι κύριοι στόχοι όλων αυτών των συνεργασιών είναι: η δημιουργία μιας σαφούς εικόνας για την ανάπτυξη των πόλεων, η κινητικότητα εξειδικευμένων ανθρώπινων πόρων για την επίτευξη της ανταγωνιστικότητας, η ανάπτυξη δικτύων σε αγορές αλλά και σε χώρους πολιτικής, η άσκηση μιας αποτελεσματικής ηγεσίας με δυνατότητα ευελιξίας και η μεταφορά όλων των παραπάνω στην ανάπτυξη πλάνων δράσης.
Μορφές συνεργασιών - Επιχειρήσεις α) Συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων: Η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, ειδικά σε μορφή cluster, προσδιορίζεται μέσα από τρεις βασικές διαστάσεις: α) την πελατειακή με την ύπαρξη συμβολαίων συνεργασίας, β) την ανταλλαγή πληροφοριών/ μάθησης και τεχνογνωσίας και γ) την από κοινού ανάπτυξη δράσεων (Meyer-Stamer, 2002). β) Συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων και οργανισμών: Η μορφή αυτής της συνεργασίας περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις από την μια πλευρά και από την άλλη, επιχειρησιακούς οργανισμούς/ ενώσεις (δημόσιους ή ιδιωτικούς). γ) Συνεργασία των επιχειρήσεων με τους δημόσιους φορείς διοίκησης: Σύμφωνα με τον Meyer-Stamer (2002), ο δημόσιος τομέας υποστηρίζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Στηρίζει τις λειτουργίες των επιχειρήσεων, προσφέρει υπηρεσίες στις επιχειρήσεις, ειδικότερα σε πεδία όπου απαιτείται συλλογική δραστηριότητα, όπως είναι η εκπαίδευση και η κατάρτιση. Επίσης ο δημόσιος τομέας και ειδικότερα οι φορείς αυτοδιοίκησης μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός ελκυστικού επενδυτικού κλίματος σε μια περιοχή, προκειμένου να προσελκύσουν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες
Αστική επιχειρηματικότητα οι παραπάνω μορφές πολιτικών ενίσχυσης και προβολής της ανταγωνιστικότητας των πόλεων, ξεκινούν από την ανάγκη των πόλεων να γίνουν ανταγωνιστικές έναντι άλλων ομοειδών πόλεων, διευρύνοντας το μερίδιο αγοράς που τους αντιστοιχεί μέσα στο νέο διεθνοποιημένο περιβάλλον. Μέσα στα πλαίσια του κανόνα της προσφοράς και ζήτησης σε μια ανταγωνιστική και απαιτητική παράλληλα αγορά, οι πόλεις επενδύουν στην ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (local distinctive characteristics), με στόχο την προσέλκυση των δυνητικών αγορών στόχων. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από παλαιότερη τοποθέτηση του Harvey (1989), ο οποίος αναφέρεται στην ‘αστική επιχειρηματικότητα’ (urban entrepreneurialism), αναγνωρίζοντας τέσσερις βασικές διαστάσεις της: α) της παραγωγής, β) της διοίκησης, γ) της διοίκησης-ελέγχου και δ) της απόκτησης κρατικών πλεονασμάτων
Συμπεράσματα Το μοντέλο της ‘μητροπολιτικής πόλης’ υφίσταται Υπάρχει μετατόπιση από το κλασικό μοντέλο της ‘Blue Banana’ στο μοντέλο ‘Red Octopus’ Στα Βαλκάνια είναι έκδηλο, κυρίως στα Τίρανα Στα Βαλκάνια και στις χώρες της πρώην Ανατ. Ευρώπης, αναδεικνύονται πόλεις που ισχυροποιούν τη θέση της στο αστικό σύστημα ιεράρχησης της Ευρώπης Οι μητροπολιτικές πόλεις, προσελκύουν επιχειρηματικές δραστηριότητες, νέους κατοίκους και τουρισμό Η προσπάθεια τους ξεκινά από το να κυριαρχήσουν και να ανταγωνιστούν με άλλες ομοειδείς πόλεις Στα πλαίσια αυτά οι πόλεις συνεργάζονται μεταξύ τους: δίκτυα-συμμετοχή σε αναπτυξιακά προγράμματα
Συνέχεια… Υπάρχουν προσπάθειες μέτρησης της αστικής ανταγωνιστικότητας, ενώ από τους καθαρά οικονομικούς παράγοντες, έχουμε μετατόπιση σε ποιοτικούς παράγοντες και στον στρατηγικό σχεδιασμό Γίνεται λόγος για ‘αστική επιχειρηματικότητα’, όπου αναδεικνύεται ο ρόλος των δημοσίων φορέων Ενισχύεται ο ρόλος των επιχειρήσεων και διαφαίνεται η ανάγκη ανάπτυξης συνεργασιών, μεταξύ των επιχειρήσεων και των τοπικών αυτοδιοικήσεων με στόχο την τοπική οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των πόλεων.