ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της Κωνσταντίνας Μπερδέκα Θέμα : «Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση και Στάσεις των εργαζομένων στο Εμπόριο απέναντι στους Υπολογιστές».
Περίληψη Στόχοι της παρούσας ερευνητικής εργασίας ήταν : η διερεύνηση των στάσεων των εργαζομένων στο εμπόριο πριν και μετά την παρακολούθηση εκπαιδευτικού προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης. Το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η Ελληνική Κλίμακα των Στάσεων Απέναντι στους Υπολογιστές (Ρούσσος, 2007). Στη συνέχεια σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε η επονομαζόμενη εφαρμογή «Διαχείριση Πωλήσεων», η οποία ενσωμάτωσε ηλεκτρονικά όλες τις τυπικές διαδικασίες πώλησης ενός προϊόντος. Με το εν λόγω εργαλείο ελέγχθηκε κατά πόσο η ολοκλήρωση της εφαρμογής επηρεάζεται από τις στάσεις, το φύλο, την ηλικία και τη συχνότητα χρήσης. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι : (1) η κατάρτιση επηρεάζει τις στάσεις των ατόμων,(2) η συχνότητα χρήσης υπολογιστή και το φύλο προβλέπουν τις στάσεις πριν την κατάρτιση αλλά μετά την κατάρτιση μόνο η συχνότητα χρήσης (3) οι στάσεις συσχετίζονται με την ολοκλήρωση της εφαρμογής και (4) οι νεότεροι συμμετέχοντες σημείωσαν καλύτερη επίδοση στην ολοκλήρωση της εφαρμογής.
Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση και Στάσεις των Εργαζομένων στο Εμπόριο Απέναντι στους Υπολογιστές Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η οργάνωση και η λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων έχουν αλλάξει δραστικά με την είσοδο των υπολογιστών. Σήμερα, η χρήση του υπολογιστή και των δικτύων στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πια αρκετά διαδεδομένη και καλύπτει ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων και αναγκών. Οι Τεχνολογίες Πληροφόρησης και Επικοινωνίας (Τ.Π.Ε.) μπορούν άλλωστε να ενισχύσουν τις καθημερινές διαχειριστικές και επιχειρηματικές λειτουργίες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και να τους προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες για πρόσβαση σε επιχειρηματική γνώση, πληροφόρηση και μεγαλύτερες αγορές (Χατζάκης, 2006).
Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι στον εμπορικό κλάδο, οι οποίοι αποτελούν και το σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο για την επιχείρηση, οφείλουν να γνωρίζουν την τεχνολογία και να χειρίζονται αποτελεσματικά την πληροφόρηση. Σύμφωνα άλλωστε και με το επαγγελματικό περίγραμμα του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης οι βασικές γνώσεις υπολογιστή εντάσσονται στο πλαίσιο των γενικών γνώσεων των εν λόγω εργαζομένων.
Προκειμένου όμως οι εργαζόμενοι να αντεπεξέλθουν στις νέες εξελίξεις και στις απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντός του κρίνεται απαραίτητη η δια βίου κατάρτιση, η οποία ενισχύεται με τον Ν/2434 του 1996, στο πλαίσιο του οποίου ελήφθησαν μέτρα πολιτικής για την απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Πιο συγκεκριμένα, στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) συνεστήθη κλάδος με την επωνυμία Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (ΛΑΕΚ). Οι Πόροι του ΛΑΕΚ προέρχονται από τις μηνιαίες εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων και προορίζονται για δράσεις που αφορούν την απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση ανέργων ή τη διενέργεια προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις.
Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης Στην επιτροπή Διαχείρισης των πόρων του ΛΑΕΚ συμμετέχουν: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) Εθνική Συνομοσπονδία Εμπόρων Ελλάδος (ΕΣΕΕ). Συνεργασία που φανερώνει τη σπουδαιότητα της Δια Βίου Μάθησης και Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης
Δια Βίου Μάθηση – Δια Βίου Εκπαίδευση Εκπαίδευση Ενηλίκων Έννοιες που σχετίζονται με τη Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση και χρησιμοποιούνται συχνά: Μάθηση Δια Βίου Μάθηση – Δια Βίου Εκπαίδευση Εκπαίδευση Ενηλίκων Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση
Θεωρία Μάθησης Ενηλίκων Ο Knowles αντιλαμβανόμενος ότι οι περισσότερες επιστημονικές θεωρίες μάθησης προέρχονται από έρευνες για το πώς μαθαίνουν τα παιδιά κάνει διάκριση ανάμεσα στη μάθηση των ενηλίκων και των παιδιών (Knowles, Holton & Swanson, 2005).
Χαρακτηριστικά και Ιδιαιτερότητες των Ενήλικων Εκπαιδευομένων Οι ενήλικές εκπαιδευόμενοι σύμφωνα με τους Κόκκο και συν (2000, σ. 89-92) έχουν τα εξής χαρακτηριστικά : Συμμετέχουν στην εκπαίδευση με συγκεκριμένους στόχους Διαθέτουν ευρύ και διαφορετικό φάσμα εμπειριών Διαθέτουν αποκρυσταλλωμένους τρόπους μάθησης Χαρακτηρίζονται από την τάση για ενεργητική μάθηση Αντιμετωπίζουν εμπόδια στη μάθηση
Παραδοχές που διαφοροποιούν την ΑΝΔΡΑΓΩΓΙΚΗ από την ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ : Οι ενήλικες εκπαιδευόμενοι διαφέρουν στην αυτοαντίληψη (self-concept) Η πείρα (experiences) είναι σημαντική στους ενήλικες, καθώς τα άτομα συσσωρεύουν εμπειρίες, οι οποίες ενδέχεται να μετατραπούν σε πηγή μάθησης Οι ενήλικες διακρίνονται για την προθυμία τους για μάθηση (readiness to learn), καθώς ανά πάσα στιγμή είναι πρόθυμοι να αποκτήσουν γνώσεις για θέματα ή προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη καθημερινή ζωή τους. Ο προσανατολισμός (orientation to learning) προς τη μάθηση των ενηλίκων έναντι των παιδιών διαφέρει καθώς ο προσανατολισμός των πρώτων επικεντρώνεται στα καθημερινά προβλήματα Συνέχεια…
…Συνέχεια Οι ενήλικοι αξιώνουν να γνωρίζουν επακριβώς (the need to know) το λόγο για τον οποίον είναι υποχρεωμένοι να διδαχθούν κάτι, πριν υποβληθούν στη διαδικασία της μάθησης Παρακίνηση (motivation). Για τους ενήλικες τα εξωτερικά λεγόμενα κίνητρα, όπως η προαγωγές, οι μισθολογικές αυξήσεις κ.α, δεν φαίνεται να είναι το ίδιο ισχυρά όπως οι λεγόμενες εσωτερικές πιέσεις. Τα άτομα φαίνεται να θεωρούν ισχυρότερα κίνητρα την αυτοεκτίμηση, τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, την αυξημένη ικανοποίηση από την εργασία κ.ά. (Knowles et al, 2005).
Μελέτη των Στάσεων Η μάθηση συνεπάγεται αλλαγή και συσχετίζεται με την απόκτηση συνηθειών, γνώσεων και στάσεων. Η μελέτη των στάσεων των ατόμων απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα αποτελεί αντικείμενο μελέτης από το 1920 και η σπουδαιότητα αυτών αναδεικνύεται στην άποψη του Allport (1935) ότι «οι στάσεις αποτελούν ξεχωριστή και απαραίτητη έννοια για την κοινωνική ψυχολογία» (Crano & Prislin, 2008).
Ορισμοί των Στάσεων Ο Gordon Allport (1935), όρισε τη στάση ως «…νοερή και νευρική κατάσταση ετοιμότητας, η οποία είναι οργανωμένη με βάση εμπειρίες, ώστε να κατευθύνει και να επηρεάζει δυναμικά τις αντιδράσεις του ατόμου προς αντικείμενα και συνθήκες με τις οποίες συσχετίζεται» (Allport, 1935 όπ. αναφ. στο Ajzen, 2005,σ.28). Η σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία ορίζει την έννοια της στάσης προς κάποιο αντικείμενο, κάποια ιδέα ή κάποιο πρόσωπο, ως ένα διαρκές σύστημα με γνωστικό στοιχείο, συναισθηματικό στοιχείο και με κάποια τάση προς την έκφραση συμπεριφοράς. Συνέχεια…
Η συμπεριφορά του ατόμου είναι συνεπής με τη δεδηλωμένη στάση; … Συνέχεια Η συμπεριφορά του ατόμου είναι συνεπής με τη δεδηλωμένη στάση; Σύμφωνα με μια επισκόπηση 50 μελετών ο Wicker (1969) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά δεν είναι συνεπής με τη δεδηλωμένη στάση. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ασυνέπεια ο Ajzen (1985) κάνει λόγο για την θεωρία της ελεγχόμενης δράσης (theory of planned behavior – TPB), βάσει της οποίας η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται : την ευνοϊκή ή δυσμενή αξιολόγηση της συμπεριφοράς την υποκειμενική εκτίμηση και τον αντιλαμβανόμενο έλεγχο της συμπεριφοράς (Ajzen & Cote, 2008)
Ο Αντιλαμβανόμενος Έλεγχος στην Πρόβλεψη της Συμπεριφοράς Ο αντιλαμβανόμενος έλεγχος της συμπεριφοράς αναφέρεται στο κατά πόσο το άτομο αντιλαμβάνεται ότι είναι εύκολο ή δύσκολο να πραγματοποιήσει τη συμπεριφορά που το ενδιαφέρει (Ajzen, 1991,σ.183) .
Οι Στάσεις απέναντι στους Υπολογιστές Η έννοια της στάσης απέναντι στους υπολογιστές (computer attitude) αναγνωρίζεται ως καθοριστικός παράγοντας στη χρήση και την αποδοχή των τεχνολογιών πληροφορικής, ωστόσο δεν υπάρχει ένας ενιαίος, καθολικός και αποδεκτός ορισμός (Barki & Hartwick, 1994 όπ. αναφ. στο Smith, Caputi & Rawstorne, 2000). Κατά τον Kay (1993) ο ορισμός των στάσεων πρέπει να βασιστεί στις σύγχρονες θεωρίες των στάσεων. Συνεπώς, σύμφωνα με τις θεωρητικές θέσεις των Fishbein και Ajzen (1980), οι στάσεις απέναντι στους υπολογιστές ορίζονται ως «η γενική αξιολόγηση ή το αίσθημα ευμενούς ή δυσμενούς διάθεσης ενός ατόμου απέναντι στην τεχνολογία των υπολογιστών, ή απέναντι σε συγκεκριμένες δραστηριότητες που έχουν σχέση με τους υπολογιστές» Συνέχεια….
… Συνέχεια Οι τέσσερις συνιστώσες που συνδιαμορφώνουν τις στάσεις απέναντι στους υπολογιστές : Συναισθηματική ( δηλώσεις αρέσκειας ή αντιπάθειας για τον υπολογιστή) Γνωστική (αντιλήψεις και πληροφορίες σχετικά με τον υπολογιστή) Συμπεριφορική (συμπεριφορικές προθέσεις και ενέργειες) Εκτιμώμενος Συμπεριφοριστικός Έλεγχος ( εκτιμώμενη ευκολία χρήσης)
Πρώτες Μελέτες για τις Στάσεις Απέναντι στους Υπολογιστές Ο Lee το 1970 διεξήγε έρευνα στις ΗΠΑ σε δείγμα 3000 ατόμων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι στάσεις απαρτίζονται από δύο διαστάσεις, κατά την πρώτη ο υπολογιστής είναι ένα χρήσιμο εργαλείο και κατά τη δεύτερη είναι αυτόνομη οντότητα που μπορεί να περιθωριοποιήσει το άτομο.
Μοντέλα Προσέγγισης των Στάσεων Απέναντι στους Υπολογιστές Το μοντέλο των Gardner, Dukes και Discenza (1993) Το μοντέλο των Levine και Donitsa-Schmidt (1998) Το μοντέλο της Anat Rafaeli (1986) Το μοντέλο των Brock και Sulsky (1994)
Κατάρτιση Χρηστών Υπολογιστών και Στάσεις Οι Mahmood και Medewitz (1989) μελετώντας τις στάσεις δευτεροετών φοιτητών και μαθητών, που παρακολουθούσαν μαθήματα εξοικείωσης με τους υπολογιστές, αναφέρουν ότι η εξοικείωση είχε αντίκτυπο στις στάσεις και στις αντιλήψεις τους για την πληροφορική. Τα αποτελέσματα ερευνών ωστόσο που αξιολόγησαν τις στάσεις των ατόμων πριν και μετά την έκθεσή τους σε υπολογιστή είναι αντιφατικά. Κάποιες αναφέρουν ότι η εμπειρία οδηγεί σε θετικές στάσεις (Danowski & Sacks, 1980. Jay & Willis, 1992. Kelly, Morrell, Park, & Mayhorn, 1999. Morrell, Park, Mayhorn, & Echt, 1996), ενώ κάποιες άλλες σημειώνουν ότι δεν υπήρξε αλλαγή στις στάσεις μετά τη χρήση (Ansley & Erber,1988. Czaja, Hammond, Blascovich, & Swede, 1986) (όπ. αναφ.στο Segrist, 2004).
Πρότερες έρευνες Φύλο και Στάσεις Η βιβλιογραφία βρίθει ερευνών σχετικά με τη μελέτη της μεταβλητής του φύλου και των στάσεων απέναντι στους υπολογιστές, τα αποτελέσματα των οποίων είναι αντιφατικά και σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να προκαλούν και σύγχυση. Είναι συνηθισμένο να εξετάζεται το ζήτημα των φύλων στο πλαίσιο μεταβλητών όπως η αυτό - αποτελεσματικότητα, η αυτοπεποίθηση, το άγχος απέναντι στους υπολογιστές και η εμπειρία. Συνέχεια…
Ηλικία και Χρήση Υπολογιστών … Συνέχεια Ερευνητικό ενδιαφέρον έχει σημειωθεί και για το είδος της χρήσης υπολογιστή, που ενδέχεται να διαφέρει για τα δύο φύλα(Lockheed &Frakt, 1984. Christie, 2004. Margolis, Fischer &Miller 2000. Jackson, Ervin, Gardner & Schmitt, 2001. Odell et al., 2000. Shaw & Gant, 2002). Ηλικία και Χρήση Υπολογιστών Στην Αμερική του ‘80 κάνει την εμφάνισή της η χρήση υπολογιστή στους εργασιακούς χώρους, κατά τη δεκαετία του ‘90 η εξέλιξη των υπολογιστών είχε ως αποτέλεσμα να θεωρούνται ως ένα χρηστικό εργαλείο και να χρησιμοποιούνται από νεαρά αλλά και μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα. Κατά συνέπεια διεξήχθησαν έρευνες προκειμένου να διαπιστωθεί η επίδραση της ηλικίας αναφορικά με την αποδοχή ή απόρριψη των νέων τεχνολογιών.
Σκοπός και Ερευνητικοί Στόχοι Η παρούσα έρευνα στοχεύει: στη διερεύνηση των στάσεων των εργαζομένων στο εμπόριο απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την παρακολούθηση προγράμματος κατάρτισης και στην εξέταση του βαθμού κατά τον οποίο οι μεταβλητές των στάσεων, του φύλου, της ηλικίας και της συχνότητας χρήσης επιδρούν στην ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων». Πιο συγκεκριμένα θα διερευνηθούν οι κάτωθι ερευνητικές υποθέσεις : Η κατάρτιση θα επιδράσει στις στάσεις των συμμετεχόντων απέναντι στις ΤΠΕ. Αναμένεται να υπάρχει θετική συσχέτιση των στάσεων των συμμετεχόντων απέναντι στους υπολογιστές και της συχνότητας χρήσης , πριν και μετά την κατάρτιση. Συνέχεια…
…Συνέχεια α) Το φύλο επηρεάζει τις στάσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την κατάρτιση β)Η ηλικιακή ομάδα επηρεάζει τις στάσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την κατάρτιση γ)Το φύλο και η ηλικιακή ομάδα επηρεάζουν τις στάσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την κατάρτιση . Η ηλικία, το φύλο και η συχνότητας χρήσης υπολογιστή θα προβλέπουν τις στάσεις των συμμετεχόντων απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την κατάρτιση. Συνέχεια…
… Συνέχεια Τέλος, με τη χρήση της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» θα ελεγχθούν οι εξής ερευνητικές υποθέσεις: Ο βαθμός ολοκλήρωσης της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων κάθε συμμετέχοντα συσχετίζεται με τις στάσεις του απέναντι στους υπολογιστές, όπως διαμορφώθηκαν μετά το πέρας της κατάρτισης. Αναμένεται η συχνότητα χρήσης να συσχετίζεται με το βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Αναμένεται τα νεότερα σε ηλικία άτομα να έχουν σημειώσει καλύτερη επίδοση στην εφαρμογή. Συνέχεια…
Το φύλο δεν θα επιδρά στην ολοκλήρωση της εφαρμογής. …Συνέχεια Το φύλο δεν θα επιδρά στην ολοκλήρωση της εφαρμογής. α)Το φύλο επηρεάζει το βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής β) Η ηλικιακή ομάδα επηρεάζει το βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής γ)Το φύλο και η ηλικιακή ομάδα επηρεάζουν το βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Το φύλο, η ηλικία, η συχνότητα χρήσης υπολογιστή και οι στάσεις επηρεάζουν το βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής.
Μέθοδος Συμμετέχοντες Στην έρευνα συμμετείχαν 150 εργαζόμενοι εμπορικών επιχειρήσεων της Αθήνας, οι οποίοι παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών - MS OFFICE- διάρκειας 50 ωρών. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν με τη μέθοδο της συμπτωματικής δειγματοληψίας, κατά συνέπεια το δείγμα ήταν ευκαιριακό. Το 38,7% (n=58) των συμμετεχόντων ήταν άνδρες και το 61,3% (n=92) ήταν γυναίκες. Η ηλικία τους κυμάνθηκε από 18 έως 64 με μέσο όρο τα 38 έτη (s=10). Συνέχεια…
…Συνέχεια Ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων φαίνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (68%, n=102), το 24,7% (n=37) απόφοιτοι τριτοβάθμιας, το 6,7% (n=10) απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και το 0,7% (n=1) ανέφερε ότι κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων ήταν εργαζόμενοι 90,7% (n= 136) και το 9,3% (n= 14) ήταν εργαζόμενοι και φοιτητές. Το 37,3% (n= 56) χρησιμοποιούσε καθημερινά υπολογιστή «λίγο», το 23,3% (n= 35) «πολύ», το 22,7% (n= 34) «πολύ λίγο», το 10,7% (n= 16) «πάρα πολύ» και το 6% (n= 9) «καθόλου».
Στο τελευταίο μάθημα κλήθηκαν 60 συμμετέχοντες να εφαρμόσουν το εργαλείο «Διαχείριση Πωλήσεων», η επιλογή των ατόμων έγινε τυχαία. Για τις ανάγκες της έρευνας συγκεντρώθηκαν δημογραφικά στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται παρακάτω. Το 46,7% (n=28) ήταν άνδρες και το 53,3% (n= 32) γυναίκες. Η ηλικία τους κυμάνθηκε από 20 έως 60 ετών με μέσο όρο 39 έτη (s=10). Ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων φαίνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (70%, n=42), το 28,3% (n= 17_απόφοιτοι τριτοβάθμιας, το 1,7% (n=1) απόφοιτοι πρωτοβάθμιας. Το 41,7% (n=25) δήλωσε ότι χρησιμοποιεί καθημερινά υπολογιστή «λίγο», το 23,3% (n= 14) «πολύ», το 21,7% (n= 13) «πολύ λίγο» και το 13,3% (n= 8) «πάρα πολύ».
Εργαλεία Η Ελληνική Κλίμακα των Στάσεων Απέναντι στους Υπολογιστές (Roussos, 2007). Ερωτηματολόγιο Δημογραφικών Στοιχείων. Η Εφαρμογή «Διαχείριση Πωλήσεων».
1η Υπόθεση Αποτελέσματα Αρχικά εξετάσαμε τις στάσεις των συμμετεχόντων απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την παρακολούθηση του εκπαιδευτικού προγράμματος. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη ερευνητική υπόθεση, αναμενόταν ότι οι στάσεις των συμμετεχόντων θα επηρεάζονταν θετικά από την κατάρτιση. Προκειμένου να συγκριθούν οι μέσοι όροι της ΕΚΣΥ χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό κριτήριο t για εξαρτημένα δείγματα (paired sample t-test). Οι τιμές των μεταβλητών προέκυψαν από μια ομάδα υποκειμένων ενώ οι μεταβλητές μετρήθηκαν σε διαφορετικό χρόνο (pre-test, post- test) και ενώ είχε παρεμβληθεί η κατάρτιση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα , η διαφορά ανάμεσα στους μέσους όρους των συμμετεχόντων ως προς τις στάσεις τους απέναντι στους υπολογιστές πριν και μετά την κατάρτιση ήταν στατιστικά σημαντική, οι μέσοι όροι των στάσεων αυξάνονται θετικά όταν παρεμβάλλεται η κατάρτιση, η οποία φαίνεται να παίζει ρόλο στην αλλαγή των στάσεων [t(149)=-13,2, p<0,001, t(149)=-11,9, p<0,001, t(149)=-9,0, p<0,001, t(149)=-8,7, p<0,001]
2η Υπόθεση H συχνότητα χρήσης υπολογιστή συσχετίζεται με τη στάση των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές, τόσο πριν όσο και μετά την κατάρτιση. Πιο συγκεκριμένα, στα αποτελέσματα πριν και μετά την κατάρτιση ο δείκτης συσχέτισης r ισούταν με 0,64 και με 0,58 αντίστοιχα, αποτελέσματα που δηλώνουν ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση των δύο μεταβλητών. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως εξής [r (148) = 0,635, p<0,01] και [r (148) = 0,581, p<0,01]. Επίσης, ο δείκτης Pearson r για τη συσχέτιση της αυτοπεποίθησης, της αρέσκειας, των αντιλήψεων και της χρήσης υπολογιστή, τόσο πριν όσο και μετά την κατάρτιση, ήταν στατιστικά σημαντικός. Αναλυτικότερα, ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση, την αρέσκεια, στις αντιλήψεις πριν την κατάρτιση και στη συχνότητα χρήσης ο δείκτης συσχέτισης ισούταν με 0,63, με 0,55 και με 0,36 αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα δείχνουν στατιστικά σημαντική, μέτρια θετική συσχέτιση και χαμηλή θετική συσχέτιση: [r (148) = 0,63, p<0,01], [r (148) = 0,55, p<0,01], [r (148) = 0,36, p<0,01].
3η Υπόθεση Η μεταβλητή της ηλικιακής ομάδας είχε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση στις στάσεις των συμμετεχόντων FΒ (1, 146) = 7,8, p = 0,006, ενώ το φύλο δεν είχε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση FΑ (1, 146) = 0,84, p = ns. Τέλος, η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μεταβλητών δεν ήταν σημαντική. Στη συνέχεια μελετήθηκαν οι κύριες επιδράσεις του φύλου και της ηλικιακής ομάδας στις στάσεις των συμμετεχόντων μετά την κατάρτιση, αλλά και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Τόσο η μεταβλητή του φύλου όσο και η μεταβλητή της ηλικιακής ομάδας δεν είχαν στατιστικά σημαντικές επιδράσεις στις στάσεις των συμμετεχόντων μετά την κατάρτιση [FΑ (1,146) = 0,63, p = ns και FΒ (1,146) = 2,38, p = ns αντίστοιχα]. Ωστόσο, και η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μεταβλητών δεν ήταν σημαντική.
4η Υπόθεση Στην ανάλυση πριν την κατάρτιση, η συχνότητα χρήσης προστέθηκε πρώτη και έδειξε να επηρεάζει ένα ποσοστό 40% [F (2,149) =53,8, p<0,001] της διακύμανσης των στάσεων απέναντι στους υπολογιστές, ενώ το φύλο συνεισφέρει κατά 2%. Το συνολικό μοντέλο συχνότητα χρήσης και φύλο επηρεάζει το 42 % της διακύμανσης της Ε.Κ.Σ.Υ. Η μεταβλητή της ηλικίας δεν επηρεάζει τη διακύμανση της μεταβλητής Ε.Κ.Σ.Υ αφού δεν ήταν στατιστικά σημαντική και δεν έχει προβλεπτική συνεισφορά.
4η Υπόθεση Στη συνέχεια προσδιορίστηκαν οι μεταβλητές που αποτελούν παράγοντες πρόβλεψης μετά την κατάρτιση. Στην ανάλυση αυτή, η συχνότητα χρήσης αποτέλεσε το μόνο προβλεπτικό παράγοντα και έδειξε να επηρεάζει με ποσοστό 34% της διακύμανσης των στάσεων απέναντι στους υπολογιστές [F(1, 149)=75,25, p<0,001]. Οι μεταβλητές της ηλικίας και του φύλου μετά την κατάρτιση δεν επηρεάζουν τη διακύμανση της μεταβλητής Ε.Κ.Σ.Υ αφού δεν ήταν στατιστικά σημαντικές και συνεπώς δεν έχουν προβλεπτική συνεισφορά.
Αποτελέσματα εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» 1η Υπόθεση Ένας από τους ερευνητικούς στόχους της παρούσας ήταν κατά πόσο ο βαθμός ολοκλήρωσης της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» κάθε συμμετέχοντα συσχετίζεται με τις στάσεις του απέναντι στους υπολογιστές, όπως διαμορφώθηκαν μετά το πέρας της κατάρτισης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Πίνακα 7, ενώ υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών, αυτή είναι πολύ χαμηλή (κάτω από το 0,3) και δε μπορεί να αποδείξει συμμεταβολή των τιμών της ΕΚΣΥ και της ολοκλήρωσης των βημάτων της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων»: r (58) = 0,26, p <0,05.
Επίσης, ο δείκτης Pearson r για τη συσχέτιση της αυτοπεποίθησης, της αρέσκειας, των αντιλήψεων και της ολοκλήρωσης της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» ήταν στατιστικά σημαντικός. Αναλυτικότερα, ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση, την αρέσκεια, στις αντιλήψεις και την ολοκλήρωση της εφαρμογής τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση: [r (58) = 0,94, p<0,01], [r (58) = 0,84, p<0,01], [r (58) = 0,72, p<0,01].
2η Υπόθεση Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης συσχέτισης προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ολοκλήρωση της εφαρμογής συσχετίζεται με τη συχνότητα χρήσης υπολογιστή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, φάνηκε ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική υψηλή συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως εξής : r (58) = 0,74, p <0,001.
3η Υπόθεση Όσον αφορά το φύλο, τα αποτελέσματα του κριτηρίου [t (58) = - 0,230, ns] έδειξαν ότι η διαφορά των μέσων όρων των ανδρών και των γυναικών ως προς την ολοκλήρωση των βημάτων της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» δεν ήταν στατιστικά σημαντική, το φύλο δηλαδή δεν φαίνεται να παίζει ρόλο στην ολοκλήρωσή της.
4η Υπόθεση Αναφορικά με την υπόθεση ότι τα νεαρότερα άτομα θα σημειώσουν καλύτερη επίδοση στην ολοκλήρωση της εφαρμογής χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t. Tα αποτελέσματα έδειξαν ότι η διαφορά των μέσων όρων των ηλικιακών ομάδων ως προς την ολοκλήρωση της εφαρμογής ήταν στατιστικά σημαντική. Η ηλικία φαίνεται να παίζει ρόλο στην ολοκλήρωση της εφαρμογής. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως εξής: [t (58) = 3,30, ns].
5η Υπόθεση Αναφορικά με τις κύριες επιδράσεις των μεταβλητών του φύλου και της ηλικιακής ομάδας καθώς και της μεταξύ τους αλληλεπίδραση τα αποτελέσματα του κριτηρίου δείχνουν ότι η μεταβλητή της ηλικίας είχε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση στον βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής από τους συμμετέχοντες [F(1, 56) = 10,82, p = 0,002], ενώ το φύλο δεν είχε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση [F(1, 56) = 0,15, p = ns]. Τέλος, η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μεταβλητών δεν ήταν σημαντική.
6η Υπόθεση Τέλος, με το στατιστικό κριτήριο της ιεραρχικής πολλαπλής παλινδρόμησης εξετάστηκε αν το φύλο, η ηλικία, η συχνότητα χρήσης και οι στάσεις απέναντι στους υπολογιστές προβλέπουν την ολοκλήρωση της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα φαίνεται ότι από τις τέσσερις προβλεπτικές μεταβλητές οι δύο ήταν στατιστικά σημαντικές και συνεισφέρουν στην πρόβλεψη της ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Πιο συγκεκριμένα, η συχνότητα χρήσης υπολογιστή προστέθηκε πρώτη και έδειξε να επηρεάζει ένα ποσοστό 55% της διακύμανσης, ενώ η ηλικία συνεισφέρει κατά 4% [F(2, 59)=40,9, p<0,001]. Το συνολικό μοντέλο συχνότητα χρήσης και ηλικία επηρεάζει το 59 % της διακύμανσης. Οι υπόλοιπες μεταβλητές δεν επηρεάζουν τη διακύμανση της μεταβλητής αφού δεν είναι στατιστικά σημαντικές και δεν έχουν προβλεπτική συνεισφορά.
Συζήτηση Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας καταδείχθηκε ότι η κατάρτιση μπορεί να συμβάλλει στη θετική αλλαγή των στάσεων, εύρημα που συνάδει με ευρήματα πρότερων ερευνών(Torkzadeha & Koufteros, 1993). Επίσης, επιβεβαιώθηκαν τα ευρήματα ερευνών που καταδεικνύουν θετική συσχέτιση της εμπειρίας με τις στάσεις (Arch & Cummins, 1989. Ertmer et al., 1994. Jones & Clarke, 1995. Loyd & Gressard, 1984. McInerney, McInerney & Sinclair, 1994. Miller & Varma, 1994. Shashaani, 1994. Sigurdsson, 1991. Williams, Ogletree, Woodburn & Raffeld, 1993. Yelland, 1995. οπ. αναφ. στο Smith, Caputi, & Rawstorne, 2000).
… συνέχεια Αναφορικά με τη συσχέτιση των στάσεων και τη συχνότητα χρήσης τόσο πριν όσο και μετά την κατάρτιση, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας επιβεβαιώνουν τα πορίσματα πρότερων ερευνών που καταδεικνύουν τη θετική συσχέτιση της εμπειρίας με τις στάσεις (Arch & Cummins, 1989. Ertmer et al., 1994. Jones & Clarke, 1995. Loyd & Gressard, 1984. McInerney, McInerney & Sinclair, 1994. Miller & Varma, 1994. Shashaani, 1994. Sigurdsson, 1991. Williams, Ogletree, Woodburn & Raffeld, 1993. Yelland, 1995,στο Smith, Caputi, & Rawstorne, 2000). Η τρίτη υπόθεση αναφέρει ότι το φύλο και η ηλικιακή ομάδα του ατόμουθα επηρεάζουν τις στάσεις των συμμετεχόντων πριν και μετά την παρακολούθηση του προγράμματος κατάρτισης. Τα πορίσματα των αναλύσεων δείχνουν ότι η ηλικιακή ομάδα των ατόμων επηρεάζει τις στάσεις τους μόνο πριν την κατάρτιση, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν λιγότερο θετικές στάσεις και μεγαλύτερο άγχος για τους υπολογιστές (Ryan, Szechtman, & Bodkin,1992, στο Culter, Hendricks & Guyer, 2003).
… συνέχεια Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, εμφανίζουν τα αποτελέσματα των αναλύσεων μετά την κατάρτιση καθώς φαίνεται ότι η ηλικιακή ομάδα των συμμετεχόντων δεν φαίνεται να επηρεάζει τις στάσεις τους, γεγονός που ενδέχεται να συνάδει με τα πορίσματα της έρευνας της Segrist (2004), η οποία έδειξε ότι η κατάρτιση σε μεγαλύτερους ενήλικες είναι καταλυτικός παράγοντας αλλαγής των στάσεων. Επίσης, δύναται να υποστηριχθεί ότι η κατάρτιση σε συνδυασμό με την εμπειρία που απέκτησαν τα άτομα, αλλά και την αύξηση της συχνότητας χρήσης συνέβαλαν ώστε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες να σημείωσαν θετικότερες στάσεις κατά την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος. Στη συνέχεια μελετήθηκε κατά πόσο το φύλο, η ηλικία και η συχνότητα χρήσης υπολογιστή προβλέπουν τις στάσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές. Τα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων πριν την κατάρτιση έδειξαν ότι η συχνότητα χρήσης και το φύλο συνεισφέρουν στην πρόβλεψη των στάσεων.
…συνέχεια Όσον αφορά τις στατιστικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα δεδομένα που συλλέχτηκαν μετά την κατάρτιση καταδεικνύεται ότι μόνο η συχνότητα χρήσης μπορεί να προβλέψει τις στάσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές. Σχετικά με τα αποτελέσματα από τη «Διαχείριση Πωλήσεων», αναμενόταν η ολοκλήρωση της εφαρμογής να σχετιζόταν με τις στάσεις των συμμετεχόντων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους. Τα ευρήματα έδειξαν ότι υπάρχει χαμηλή συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στα αποτελέσματα που προέκυψαν αναφορικά με τις υποκλίμακες και την ολοκλήρωση της εφαρμογής. Πιο συγκεκριμένα, διαφάνηκε ότι ανάμεσα στις υποκλίμακες της αυτοπεποίθησης και της αρέσκειας υπάρχει ιδιαίτερα υψηλή συσχέτιση με την ολοκλήρωση της εφαρμογής ενώ ο δείκτης των αντιλήψεων δείχνει υψηλή συσχέτιση. Συνεπώς, τα άτομα με υψηλή αυτοπεποίθηση και υψηλά επίπεδα αρέσκειας ενδέχεται να αποδίδουν τα μέγιστα όσον αφορά την εκτέλεση της εφαρμογής.
… συνέχεια Επιπροσθέτως, τα ευρήματα των αναλύσεων κατέδειξαν ότι και η συχνότητα χρήσης υπολογιστή είναι δυνατόν να συσχετίζεται με την ολοκλήρωση της εφαρμογής, ενισχύοντας την αρχική υπόθεση. Κατά συνέπεια, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εμπειρία και η συχνή επαφή με τον υπολογιστή ενδέχεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των τεχνολογικών δεξιοτήτων των εργαζομένων στο εμπόριο ενώ συνάμα να τους βοηθούν ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε ικανοποιητικό βαθμό σε ανάλογες εφαρμογές, που τυχόν τους ζητηθούν να χρησιμοποιήσουν στον επαγγελματικό τους χώρο. Αναφορικά με το φύλο, τα στατιστικά ευρήματα επιβεβαίωσαν την υπόθεση που ήθελε τους άνδρες και τις γυναίκες να μην έχουν διαφορές στην επίδοσή τους σχετικά με την ολοκλήρωση της εφαρμογής. Επίσης, και η υπόθεση ότι τα νεαρότερα σε ηλικία άτομα θα είχαν καλύτερη επίδοση επιβεβαιώθηκε. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι ενώ η ηλικιακή ομάδα των συμμετεχόντων δεν φαίνεται να επηρεάζει τις στάσεις τους μετά την κατάρτιση, επηρεάζει ωστόσο την ολοκλήρωση της εφαρμογής. Γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στο χρόνο που δόθηκε στους καταρτιζόμενους προκειμένου να ολοκληρώσουν το εκάστοτε βήμα και συνεπώς ολόκληρη την εφαρμογή, εικάζεται δηλαδή ότι για κάποιους τα χρονικά περιθώρια λειτούργησαν περιοριστικά.
…συνέχεια Συνεκδοχικά, τα πορίσματα των στατιστικών αναλύσεων αναφορικά με την ερευνητική υπόθεση ότι το φύλο και η ηλικιακή ομάδα του ατόμου επηρεάζουν τον βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής επιβεβαίωσαν ότι η ηλικιακή ομάδα των συμμετεχόντων επηρεάζει τον βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Τέλος, σύμφωνα με την τελευταία υπόθεση, το φύλο, η ηλικία, η συχνότητα χρήσης υπολογιστή και οι στάσεις επηρεάζουν τον βαθμό ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Τα πορίσματα των στατιστικών αναλύσεων έδειξαν ότι η συχνότητα χρήσης και η ηλικία συνεισφέρουν στην πρόβλεψη του βαθμού ολοκλήρωσης της εφαρμογής. Συνοψίζοντας, από τις ερευνητικές υποθέσεις που διατυπώθηκαν φαίνεται να επιβεβαιώνεται ότι ο βαθμός ολοκλήρωσης της εφαρμογής συσχετίζεται με τις στάσεις απέναντι στους υπολογιστές αλλά και με τη συχνότητα χρήσης. Επίσης, επιβεβαιώθηκε η υπόθεση που θέλει τους άνδρες και τις γυναίκες να μην εμφανίζουν διαφορές στην επίδοσή τους, ενώ η υπόθεση ότι τα νεότερα σε ηλικία άτομα θα είχαν καλύτερη επίδοση φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Τέλος, το προβλεπτικό μοντέλο συχνότητα χρήσης και η ηλικία συνεισφέρει στη πρόβλεψη του βαθμού ολοκλήρωσης της εφαρμογής.
…συνέχεια Κατά συνέπεια, αποδεχόμενοι ότι ο βαθμός αντικειμενικότητας των ερευνητικών εργαλείων είναι αποδεκτός πιθανολογείται ότι περιορισμός της έρευνας είναι το μικρό δείγμα που χρησιμοποιήθηκε, καθώς δεν φαίνεται να υπήρξε διαστρωμάτωση. Περιοριστικά λειτουργεί και η μέθοδος δειγματοληψίας που ακολουθήθηκε καθώς ήταν συμπτωματική, η οποία και καθιστά το δείγμα ευκαιριακό και μη αντιπροσωπευτικό. Mια περαιτέρω έρευνα, η οποία θα βασιστεί σε μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων, καθώς τα εν λόγω εκπαιδευτικά προγράμματα υλοποιούνται κάθε χρόνο, είναι επιθυμητή και αναγκαία. Το δείγμα ενδείκνυται να αποτελείται από καταρτιζόμενους ανά την Ελλάδα, καθώς όλοι οι φορείς εκπροσώπησης εργοδοτών της χώρας έχουν δικαίωμα υλοποίησης των εν λόγω εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
…συνέχεια Ασφαλώς μια τέτοια προσπάθεια είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα, καθώς απαιτείται η συναίνεση και κατ’ επέκταση η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων στα προγράμματα κατάρτισης, ξεκινώντας από τα αρμόδια όργανα των φορέων εκπροσώπησης εργοδοτών, το διοικητικό προσωπικό εκάστου φορέα, τους εκπαιδευτές και τέλος τους καταρτιζόμενους. Παρά ταύτα υπάρχει η πεποίθηση ότι η εκπόνηση μιας τέτοιου μεγέθους ερευνητικής προσπάθειας θα προσφέρει ενδιαφέροντα ευρήματα αναφορικά με τις στάσεις των εργαζομένων στο εμπόριο απέναντι στους υπολογιστές, ενώ η εκτέλεση της εφαρμογής «Διαχείριση Πωλήσεων» σε μεγαλύτερο δείγμα θα επιβεβαίωνε ή θα επέρριπτε τα πορίσματα της παρούσας εργασίας αναφορικά με τις ερευνητικές υποθέσεις που άπτονται της εφαρμογής. Πιο συγκεκριμένα έχουμε την πεποίθηση ότι θα προσέφερε τα μέγιστα στη διαπίστωση της προβλεπτικής δύναμης του μοντέλου, δηλαδή κατά πόσο η συχνότητα χρήσης υπολογιστή και η ηλικία επηρεάζουν τον βαθμό ολοκλήρωσής της. Επιπλέον, η εκτέλεσή της κατά την έναρξη και τη λήξη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων θα μπορούσε να προσφέρει αξιόλογα αποτελέσματα σχετικά με το κατά πόσο βελτιώνονται οι τεχνολογικές δεξιότητες των καταρτιζομένων.
Βιβλιογραφία Agosto, D. (2004). Using gender schema theory to examine gender equity in computing: A preliminary study. Journal of Women and Minorities in Science and Engineering, 10, 37-53. Ajzen, I. (2005). Attitudes, Personality and Behavior ( 2nd ed.). England: Open University Press Ajzen, I. (1991). The Theory of Planned Behavior. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 50, 179-211. Ajzen, I., & Cote, N. (2008). Attitudes and the Prediction of Behavior. In W. Crano & R. Proslin (Eds.), Attitudes and Change (pp.289 – 312). New York : Psychology Press Ajzen, I., & Madden, T. (1986). Prediction of Goal-Directed Behavior: Attitudes, Intentions and Perceived Behavior Control. Journal of Experimental Social Psychology, 22, 453-474. Al-Khaldi, M., & Al-Jabri, M. (1998). The relationship of attitudes to computer utilization: new evidence from a developing nation. Computers in Human Behavior, 14, 23-42. Anderson, J. (1997). What Cognitive Science Tells Us About Ethics and The Teaching of Ethics. Journal of Business Ethics, 16, 279-291. Arigbabu, A. (2009). Examining Psychometric Characteristics of the Computer Anxiety Scale, Computers in Human Behavior, 25, 229– 232. Atkinson, J. W. (1964). An introduction to motivation. Princeton, NJ: Van Nostrand.
… συνέχεια Baack, S., Brown, T. & Brown, J. (1991) Attitudes Toward Computers: Views of Older Adults Compared with Those of Younger Adults. Journal of Research in Computing, 23, 422-433. Balka, E., & Smith, R. (2000). Women work and computerization: Charting a course to the future. Boston: Kluwer Academic Publishers. Bandura, A. (1977). Self-efficacy: Toward a unifying theory of behavioral change. Psycho logical Review, 84, 191-215. Bandura, A. (1982). Self-efficacy mechanism in human agency. American Psychologist, 37, 122-147 Beckers, J. & Schmidt, H. (2001). The structure of computer anxiety: a six-factor model. Computers in Human Behaviour, 17, 35-49. Beckers, J. & Schmidt, H. (2003). Computer experience and computer anxiety. Computers in Human Behaviour, 19, 785-797. Benyon, D. R., & Murray, D. M. (1993). Adaptive systems; from intelligent tutoring to autonomous agents. Knowledge-Based Systems, 6, 197–219. Βεργίδης, Δ. (2001). Δια βίου Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Πολιτική. Στο Κ. Π. Χάρης, Ν. Β. Πετρουλάκης, Σ. Νικόδημος (Επιμ. Εκδ.), Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση και Δια βίου Μάθηση: Διεθνής Εμπειρία και Ελληνική Προοπτική Πρακτικά του Θ’ διεθνούς συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος (σ. 127-144). Αθήνα :Ατραπός. Bill, D.T. (1997). Contributing Influences on an Individual’s Attitude Towards a New Technology in the Workplace. Ανακτήθηκε 15 Σεπτεμβρίου 2009 από το διαδίκτυο: http://liquidknowledgegroup.com/Media/ArticleFiles/Contributing%20Influences%20on%20an%20Individual.pdf
…συνέχεια Brock, D. B., & Sulsky, L. M. (1994). Attitudes Toward Computers: Construct Validation and Relations to Computer Use. Journal of Organizational Behaviour, 15, 17-35. Brosnan, M., (1999). Modeling technophobia: a case for word processing. Computers in Human Behaviour, 15, 105-121. Brosnan, M. (1998a).Technophobia: The Psychological Impact of Information Technology. London: Routledge. Brosnan, M. (1998b). The role of psychological gender in the computer-related attainments of primary school children (aged 6-11). Computers and Education, 30, 203-208. Brosnan, M. (1998c). The impact of psychological gender, gender-related perceptions, significant others, and the introducer of technology upon computer anxiety in students. Journal of Educational Computing Research, 18, 63-78. Brosnan, M., & Lee, W. (1998). A cross-cultural comparison of gender differences incomputer attitudes and anxiety: The UK and Hong Kong. Computers in Human Behavior, 14, 559–577. Brosnan, M., & Davidson, M. (1996). Psychological Gender Issues in Computing. Psychological Gender Issues, 3, 13-25. Brown, T. S., Brown, J. T., & Baack, S. A. (1988). A re-examination of the attitudes toward computer usage scale, Educational and Psychological Measurement, 48, 835-842. Butchko, L, A. (2001). Computer Experience and Anxiety: Older versus Younger Workers. Ανακτήθηκε 11 Νοεμβρίου 2009 από το Διαδίκτυο: http://www.iusb.edu/~journal/static/volumes/2001/butchko.html Cancro, R., & Slotnik, D. (1970). Computer Graphics and Resistance to Technology. American Journal of Psychotherapy, 24, 461-469.
…συνέχεια Card, S. K., Moran, T. P., & Newell, A. (1983). The Psychology of Human-Computer Interaction. Hillsdale, NJ: Erlbaum. CEDEFOP (1996). Vocational Training Glossarium. Thessaloniki: CEDEFOP. Γεώργας, Δ., (1995). Κοινωνική Ψυχολογία (4η εκδ.). Τόμος Α. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα. Christie, A.,(2004). How adolescent Boys and Girls View Today’s Computer culture. Ανακτήθηκε 15 Νοεμβρίου 2009 από το Διαδίκτυο:http://www.iste.org/content/navigationmenu/research/necc_research_paper_archives/necc_2004/cristie-alice-necc04.pdf Chua, S. L., Chen, D., & Wong, A. F. L. (1999). Computer anxiety and its correlates: A meta-analysis. Computers in Human Behavior, 15, 609–623. Cockcroft, S. (1994). The Effects of Gender and Computer Access on Computer Literacy Scores Among First Year Undergraduates . Proceedings of the 5th IFIP Women, Work and Computerization conference (pp 421-34). Coffin, R., & Mackintyre, P. (2000). Cognitive, motivation, and affective processes associated with computer related performance: A path analysis. Computers in Human Behavior, 16, 199–222. Coffin, R., & MacIntyre, P.(1999). Motivational influences on computer-related affective status. Computers in Human Behavior, 15, 549-569. Coombs, A., Ahmed, M. (1974). Attacking Rural Poverty: How Non- Formal Education Can Help. Baltimore: John Hopkins University Press. Crano, W., Prislin, R., (2008). Attitudes and Attitude Change. New York: Taylor & Francis. Craza, S., & Sharit, J., (1998). Age Differences in Attitudes Toward Computers. Journal of Gerontology, 53, 329-340.
…συνέχεια Cutler, S., Hendricks, J., Guyer, A.(2003). Age Differences in Home Computer Availability and Use. Journal of Gerontology, 58B, 271–280. Czaja, S. (1996). Aging and the acquisition of computer skills. In W. A. Rogers, A. D. Fisk, & N. Walker (Eds), Aging and skilled performance: Advances in theory and applications (pp 201-220). New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates,. Davis, F., (1993). User acceptance of information technology: system characteristics, user perceptions and behavioural impacts. Int. J. Man-Machine Studies, 38, 475-487. DeRemer, M. (1990). The computer gender gap in elementary school. Computers in the Schools, 6, 39-49. Durndell, A., & Thompson, K. (1997). Gender and computing: A decade of change? Computers and Education, 28, 1–9. Durndell, A., Lightbody, I. (1994). Gender and Computing: 1986-1992 Has Anything Changed? Proceedings of the 5th IFIP Women, Work and Computerization conference (pp 465-73). Dyck, J., L. & Smither, Janan Al-Awar. (1994). Age differences in computer anxiety: The role of computer experience, gender and education. Journal of Educational Computing Research, 10, 239-248. Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΚΕΠΙΣ),(2008). Πιστοποιημένο Επαγγελματικό Περίγραμμα «Εμποροϋπάλληλος». Ανακτήθηκε30 Οκτωβρίου από το Διαδίκτυο: www.ekepis.gr Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2006). Ανακοίνωση: Εκπαίδευση ενηλίκων: ποτέ δεν είναι αργά για μάθηση. Βρυξέλλες. Ανακτήθηκε 18 Νοεμβρίου 2009 από το Διαδίκτυο: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2006:0614:FIN:EL:PDF Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2005). Ανακοίνωση: Κινητοποίηση του πνευματικού δυναμικού της Ευρώπης: ενδυνάμωση των πανεπιστημίων ώστε να εξασφαλισθεί η πλήρης συμβολή τους στη στρατηγική της Λισσαβώνας. Βρυξέλλες. Ανακτήθηκε 12 Σεπτεμβρίου 2010 από το Διαδίκτυο: http://old.certh.gr/libfiles/PDF/MOBIL-39-RECH(00088)--ST08437.EL-PP16-Y2005.pdf
…συνέχεια Fetler, M. (1985). Sex differences on the California Statewide Assessment of Computer Literacy, Sex Roles, 13, 181-191. Gardner, D.G., Discenza, R., & Dukes, R.L. (1993). The Measurement of Computer Attitudes: an Empirical Comparison of Available Scales. Journal of Educational Computing Research, 9, 487-507. Gaudron, J-P., & Vignoli, E. (2002). Assessing computer anxiety with the interaction model of anxiety: development and validation of the computer anxiety trait subscale. Computers in Human Behavior, 18, 315-325. Gurer, D., & Camp, T. (1998). Investigating the incredible shrinking pipeline for women in computer science (Final report of NSF Grant 98-12016). Harrison, A., & Rainer, R., (1996). A General Measure of User Computing Satisfaction. Computers in Human Behavior, 12, 79-92. Hasan, Β.(2003). The influence of specific computer experiences on computer self-efficacy beliefs. Computers in Human Behavior, 19, 443-450. Hawkins, J. (1985). Computers and girls: rethinking the issues, Sex Roles, 13, 165-180. Heinssen, R.K. Jnr., Glass, C.R., & Knight, L. A. (1987). Assessing computer anxiety: development and validation of the computer anxiety rating scale. Computers in Hunan Behavior, 3, 49-59. Houle, P. (1996). Toward understanding student differences in a computer skills course. Journal of Educational Computing Research, 14, 25-48.
…συνέχεια Houtz, L. E., & Gupta, U. G. (2001). Nebraska high school students’ computer skills and attitudes. Journal of Research on Computing in Education, 33, 316–326. Jackson, L. A., Ervin, K. S., Gardner, P. D., & Schmitt, N. (2001). Gender and the Internet: Women communicating and men searching. Sex Roles, 44, 363–379. Jarvis, P. (2003). Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. Αθήνα: Μεταίχμιο. Jennings, S. E., & Onwuegbuzie, A. J. (2001). Computer attitudes as a function of age, gender, math attitude, and developmental status. Journal of Educational Computing Research, 25, 367-384. Kay, R. (1993). An exploration of Theoretical and Practical Foundations for Assessing Attitudes Toward Computers: The Computer Attitude Measure (CAM). Computers in Human Behevior, 9, 371-386. Kay, R. H. (1992). An analysis of methods used to examine gender differences in computer- related behavior. Journal of Educational Computing Research, 8, 272-290. Keegan, D. (2001). Οι Βασικές αρχές της Ανοικτής και Εξ’ Αποστάσεως Εκπαίδευσης. Αθήνα : Μεταίχμιο. Kekelis, L. S.; Ancheta, R.W.; Heber, E.; & Countryman, J. (2005). Bridging differences: How social relationships and racial diversity matter in a girls' technology program. Journal of woman and Minorities in Science and Engineering, 11, 231-246. Kiesler, S., Sproull, L., & Eccles, J. S. (1985). Pool halls, chips, and war games: Women in the culture of computing. Psychology of Women Quarterly, 9, 451-462. King, J., Bond, Τ., Blandford, S., (2002). An investigation of computer anxiety by gender and grade. Computers in Human Behaviour, 18, 69–84. Knowles, M., Holton E., Swanson R., (2005). The Adult Learner (6th ed). London: Elsevier.
…συνέχεια Kόκκος, Α., Καραλής, Θ., Παληός, Ζ., (2006). Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών. Εκπαιδευτικό υλικό για τους εκπαιδευτές θεωρητικής κατάρτισης. Τόμος Ι. Αθήνα: ΕΚΕΠΙΣ. Κωστάκη, Α. (2001). Πληροφορητικός Γραμματισμός: Δημιουργώντας Αυτόνομους και κριτικούς διαχειριστές της πληροφόρησης για τον 21ο αιώνα. 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Ανακτήθηκε 15 Σεπτεμβρίου 2009 από το διαδίκτυο : http://www.lib.uom.gr/palc10/greek/program.html Lage, E. (1991). Boys, girls, and microcomputing. European Journal of Psychology of Women, 6, 29-44. Lee, A.C.K. (2003). Undergraduate students' gender differences in IT skills and attitudes. Journal of Computer Assisted Learning, 19, 488 – 500. Lever, S., Sherrod, K. B., & Bransford, J. (1989). The effects of logo instruction on elementary students’attitudes toward computers and school. Computers in the Schools, 6, 45–58. Levine T., Donitsa-Schmidt S.(1998). Computer Use, Confidence, Attitudes and Knowledge: A Causal Analysis Computers in Human Behavior, 14, 125-146. Liaw S. (2002). An internet survey for perceptions of computers and the World Wide Web: relationship,prediction and difference. Computers in Human Behavior, 18, 17-35. Lockheed, M. & Frakt, S. (1984). Sex Equity: Increasing girl’s Use of Computers. The Computing Teacher, 11, 16-18. Loyd, B., & Gressard, C. (1984). The Effects of Sex, Age, and Computer Experience on Computer Attitudes. AEDS Journal, 18, 67-77. Loyd, B. H., Loyd, D. E., & Gressard, C. P. (1987). Gender and computer experience as factors in the computer attitudes of middle school students. Journal of Early Adolescence ,7, 13-19.
…συνέχεια Mahmood, A. M., & Medewitz, J. (1989). Assessing the effect of computer literacy on subjects' attitudes, values, and opinion toward information technology: an exploratory longitudinal investigation using the linear structural relations model (LISREL). Journal of Computer Based Instruction, 16, 20-28. Margolis, J., Fischer, A., & Miller, F. (2000). Caring about connections: gender and computing. Ανακτήθηκε 15 Νοεμβρίου από το Διαδίκτυο: http://www.cs.cmu.edu/afs/cs/project/gendergap/www/papers/IEEE99.html Margolis, J., & Fisher, A. (2002). Unlocking the clubhouse: Women in computing. Cambridge, MA: The MIT Press. Markauskaite, L. (2006). Gender issues in preservice teachers’ training: ICT literacy and online learning. Australasian Journal of Educational Technology, 22, 1–20. Marquie, J. C., Thon, B., & Baracat, B. (1994). Age Influence on Attitudes of Office Workers Faced with New Computerised Technologies. Applied Ergonomics, 25, 130-142. Moon, J., & Kim, Y., (2001). Extending the TAM for a World-Wide-Web context. Information & Management, 38, 217-230. Nelson, L., Wiese, G., Cooper, J (1991). Getting Started With Computers: Experience, Anxiety, and Relational Style. Computers in Human Behavior, 7, 185-202. Nelson, L. J., & Cooper, J. (1989). Sex role identity, attributional style, and attitudes toward computers. Paper presented at the annual meeting of the Eastern Psychological Association. Boston, MA, 30 March – 2 April . Ocak, M.A., (2004). Adult Learners’ Attitudes toward the Computers: A Case Study. Proceedings of the Sixteenth Annual Conference on Ethnology and Qualitative Research in Education. Albany, NY: University at Albany. OECD (1977). Learning Opportunities for Adults. Paris : OECD. Ogletree, S. M. & Williams, S. W. (1990). Sex and sex-typing effects on computer attitudes and aptitude. Sex Roles: A Journal of Research, 23, 703-712. Παλαιγεωργίου, Π. (2004). Μελέτη της δομής και της εξέλιξης των αλληλεπιδράσεων μαθητών – υπολογιστών. Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πληροφορικής. Popovich, P., Hyde, K., Zakrajsek, T., & Blumer, C.(1987). The development of the attitudes toward computer usage scale. Educational and Psychological Measurement, 47, 261-269. Potosky, D., (2002). A field study of computer efficacy beliefs as an outcome of training: the role of computer playfulness, computer knowledge, and performance during training. Computers in Human Behavior, 18, 241-255. Primo, N. (2003). Gender Issues in the Information Society. Paris:UNESCO.
…συνέχεια Rafaeli, A. (1986). Employee Attitudes Toward Working With Computers. Journal of Occupational Behaviour, 7, 89-106. Rainer R., & Miller M. (1996). An Assessment of the Psychometric Properties of the Computer Attitude Scale. Computers in Human Behavior, 12, 93-105. Ray, C. M., Sormunen, C. & Harris, T. M. (1999). Men’ s and Women’ s Attitudes Toward Computer Technology: A Comparison. Office Systems Research Journal, 17, No 1. Reinen, I. J. & Plomp, T., (1993). Some gender issues in educational computer use: Results of an international comparative survey. Computers and Education, 20, 353-365. Richter, T., Naumann, J., & Groeben, N., (2000). Attitudes toward the computer: construct validation of an instrument with scales differentiated by content. Computers in Human Behavior, 16, 473-491. Ring, G., (1991). Student reactions to courseware: Gender differences. British Journal of Educational Technology, 22, 210-215. Robertson, S., Calder, J., Fung, P., Jones, A., & O’Shea, T., (1995). Computer Attitudes In An English Secondary School. Computers & Education, 24, 73-81. Rogers, A., (1999). Η εκπαίδευση Ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο. Rosen, L. R. & Maguire, P. (1990). Myths and realities of computerphobia: A meta-analysis. Anxiety Research, 3, 175-191. Rosen, L.D., Sears, D.C. & Weil, M.M. (1987) Computerphobia. Behavior Research Methods, Instruments and Computers, 19, 167-79. Roussos, P. (2007). The Greek computer attitudes scale: construction and assessment of psychometric properties. Computers in Human Behavior, 23, 578-590. Ρούσσος, Π. & Πολίτης, Π. (2004). Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στάσεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης απέναντι στις ΤΠΕ. 4ο Συνέδριο ΕΤΠΕ (σ.177-189), Παν/μιο Αθηνών. Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου. Ανακτήθηκε 30 Νοεμβρίου 2009 από το διαδίκτυο: http://www.etpe.gr/files/proceedings/filessyn/A177-186.pdf
…συνέχεια Samuel, L., (2008). Δια βίου Μάθηση και Ανθρώπινο κεφάλαιο. Συνεισφορά στην Ανάπτυξη, την Απασχόληση και την Κοινωνική Συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο Ζ. Κορομήλου, Δ. Μουζάκης, Β. Σωτηροπούλου, Ν. Τσέργας, Σ. Χάνη (εκδ.), Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου Δια Βίου Μάθηση για την απασχόληση και την Κοινωνική Συνοχή. (σ.15-18). Sanders, J. (2005). Cender and Technology in Education: A research review. Ανακτήθηκε 14 Σεπτεμβρίου 2009 από το Διαδίκτυο: http://www.josanders.com/pdf/gendertech0705.pdf Scealy, M., Phillips, J. G., & Stevenson, R. (2002). Shyness and Anxiety as predictors of patterns of internet usage. Cyber Psychology & Behavior, 5, 507- 515. Schneiderman, B. (1980). Software psychology. New York: Winthrop. Segrist, Κ., (2004). Attitudes of Older Adults Toward a Computer Training Program. Educational Gerontology, 30, 563–571. Selby, L., (1997). Increasing the participation of women in tertiary level computing courses: What works and why. Paper presented at the Australian Society for Computers in Learning in Tertiary Education Conference (ASCILITE97). Perth, Australia, 7 – 10 December . Selwyn N. (1997) Students' attitudes toward computers: validation of a computer attitude scale for 16-19 education. Computers Education, 28, 35-41. Selwyn, N., (1999). Students’ attitudes towards computers in sixteen to nineteen education. Education and Information Technologies, 4, 129-141. Selwyn, Ν., (2004). The information aged: A qualitative study of older adults’ use of information and communications technology. Journal of Aging Studies, 18, 369–384. Sharit, I., Czaja, S. J., Nair, S. N., Hoag, D. W., Leonard, D. C, & Dilsen, E., (1998). Subjective experiences of stress, workload, and bodily discomfort as a function of age and type of computer work. Work & Stress. 12, 125-144. Shashaani, L. (1993). Gender-Based Differences in Attitudes toward Computers. Computers & Education, 20, 169-181. Shashaani, L., & Khalili, A., (2001). Gender and computers: Similarities and differences in Iranian college students' attitudes toward computers. Computers and Education, 37, 363-375.
…συνέχεια Shashaani, L., (1997). Gender differences in computer attitudes and use among college students. Journal of Educational Computing Research, 16, 37-51. Shaw, L. H., & Gant, L. M. (2002). In defense of the internet: The relationship between internet Communication and depression, loneliness, self – esteem, and perceived social support. Cyber Psychology & Behavior, 5, 157 – 171. Siann, G., Macleod, J., Glissov, P., & Durndell, A. (1990). The effect of computer use on gender differences in attitudes to computers. Computers in Education, 14, 183–191. Σιώζος, Π., Παλαιγεωργίου, Γ., & Κωνσταντάκης, Ν.,(2004). Η Στάση απέναντι στους υπολογιστές: θεωρητική προσέγγιση και μια καταγραφή της σε πρωτοετείς φοιτητές ενός τμήματος Πληροφορικής. 4ο Συνέδριο ΕΤΠΕ (σ.191 – 200), Παν/μιο Αθηνών. Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου. Smith, B., Caputi, P., & Rawstorne, P. (2000). Differentiating computer experience and attitudes toward computers: an empirical investigation. Computers in Human Behavior, 16, 59-81. Swadener, M., & Jarrett, K. (1987). Computer use in content areas in secondary schools. Journal of Computers in Mathematics and Science Teaching, 6, 12–14. Temple, L., & Lips, H. M. (1989). Gender differences and similarities in attitudes toward computers. Computers in Human Behavior, 5, 215-226. Thorndyke P.W & Stasz, C. (1980). Individual differences in procedures for knowledge acquisition from maps. Cognitive Psychology, 12, 137–175. Todman, J.,(2000). Gender differences in computer anxiety among university entrants since 1992. Computers and Education, 34, 27-35. Torkzadeh, G., & Van Dyke, T.P., (2002). Effects of training on Internet self-efficacy and computer user attitudes. Computers in Human Behavior, 18, 479-494.
…συνέχεια Torkzadeh, G., Koufteros, X. (1993) Computer user training and attitudes: a study of business undergraduates. Behaviour & Information Technology, 12, 284-292. Τσικαλάκη, K. (2007). Φύλο και Νέες Τεχνολογίες: Ένα νέο πεδίο ανισότητας και διακρίσεων. Eπιστημονικό Bήμα, 8, 26-36. Tsai C.-C. Lin S. S.J., & Tsai M.-J. (2001). Developing an Internet Attitude scale for high school students. Computers & Education 37, 41-51. Turner, P., (1998). Βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και ταυτότητα του Εγώ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. UNESCO (1976). Recommendation on the Development of Adult Education – Nairobi Conference. Paris : Unesco. Wasburn, M. H. & Miller, S. G. (2005). Still a chilly climate for women students in technology. A case study. In S. V. Rosser & M. F. Fox (Eds.), Women, Gender and Technology (pp 60 – 79). Urbana-Champaign: University of Illinois Press. Wei, R. (2006). Wi-Fi powered WLAN: When Built, Who Will Use It? Exploring Predictors of Wireless Internet Adoption in the Workplace. Journal of Computer-Mediated Communication, 12 , article 5. Weil, M., Rosen, D., & Wugalter, E., (1990). The etiology of computerphobia. Computers in Human Behaviour, 6, 361-379. Whitley, B. (1997). Gender differences in computer-related attitudes and behavior: A meta-analysis. Computers in Human Behavior, 13, 1-22. Whitley, B., (1996). Gender Differences in Computer-Related Attitudes: It Depends on What You Ask. Computers in Human Behavior, 12, 275-289. Wilder, G., Mackie, D. & Cooper, J. (1985). Gender and computers: two surveys of computer-related attitudes, Sex Roles, 13, 215-228. Wilfong, J., (2006). Computer anxiety and anger: the impact of computer use, computer experience, and self-efficacy beliefs. Computers in Human Behavior, 22, 1001 - 1011. Χατζάκης, Η. (2006). Προτάσεις του e-business Forum για το ηλεκτρονικό επιχειρείν στη νέα προγραμματική περίοδο. Ι’ κύκλος εργασιών Ομάδα Εργασίας OE Ι4. E-Business Forum. Ανακτήθηκε 30 Νοεμβρίου 2009 από το Διαδίκτυο: www.ebusinessforum.gr Zhang, P., & Eseryel, Y. (2005). Task in HCI Research in the Management Information Systems (MIS) Literature: A Critical Survey. Proceedings of the 11th International Conference on Human-Computer Interaction July 2005. Ανακτήθηκε 30 Νοεμβρίου από το Διαδίκτυο: http://melody.syr.edu/pzhang/publications/HCII_05_Zhang_Eseryel_Task.pdf Zolton, E. & Chapanis, A. (1982). What Do Professional Persons Think About Computers? Behavior and Information Technology, 1, 55-68.