Μαρία Κώστα Μαρία Αλεξάνδρου Χριστίνα Φλούρου Αλέξης Μιχαήλ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 22/11/2011
Η διερεύνηση των γνωστικών και συναισθηματικών συμπεριφορών απέναντι στην εκμάθηση και την χρήση δεξιοτήτων επικοινωνίας μεταξύ των φοιτητών ιατρικής Η ανάλυση των συμπεριφορών σε σχέση με τις δημογραφικές και εργασιακές θέσεις που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά των φοιτητών, το πρόγραμμα μαθημάτων και τα στάδια της ιατρικής ζωής. Για την επίτευξη του πιο πάνω στόχου έχει διεξαχθεί μια έρευνα που αφορά τις επικοινωνιακές σχέσεις των φοιτητών της ιατρικής σχολής και συγκεκριμένα στη Νορβηγία.
Δεν αρκούν οι ιατρικές γνώσεις και οι κλινικές δεξιότητες, απαραίτητη είναι η ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων της επαγγελματικής συμπεριφοράς και η χρησιμοποίηση αυτών έναντι του ασθενούς. Οι στάσεις των μαθητών είναι προγνωστικές για τη μετά συμπεριφορά τους. Είναι ένας σύνδεσμος μεταξύ ικανότητας και εκτέλεσης. Τα τρία βασικά σημεία για την αξιολόγηση του ατόμου είναι: 1) Γνώση (τι σκέφτονται και τι πιστεύουν) 2) Συναίσθημα (τι νιώθουν και η εμπειρία τους) 3) Συμπεριφορά (τι κάνουν) Η επικοινωνία θα βοηθήσει τους φοιτητές να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των αναγκών του ασθενούς. Αρχικά, οι φοιτητές έχουν μια μη ρεαλιστική εικόνα της σημασία των επικοινωνιακών ικανοτήτων, όπου αργότερα μέσω του προγράμματος στηρίζονται οι αρνητικές στάσεις. Καθηγητές στις κλινικές δε διδάσκουν την επικοινωνία με αποτέλεσμα οι φοιτητές να γίνονται κυνικοί. Βιωματική εκπαίδευση και βίντεο όπου οι φοιτητές θα παίζουν ρόλο με αληθινό ασθενή ή με προσομοίωση και μετά να παρακολουθούν το βίντεο τους παίρνοντας “feedback”.
Ποιες είναι οι στάσεις των φοιτητών ιατρικής έναντι των δεξιοτήτων επικοινωνίας? Ποια η συμπεριφορά των φοιτητών σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά, το πρόγραμμα της σχολής κλπ?
Μεθοδολογία • Στην έρευνα συμμετέχουν φοιτητές από τέσσερα πανεπιστήμια ιατρικής την Νορβηγίας. • Αρχικά, παρουσιάζει τον τρόπο εισδοχής των φοιτητών στα πανεπιστήμια, που στηρίζεται σε πανομοιότυπα κριτήρια που απορρέουν από την επίδοσή τους στις εξετάσεις του σχολείου, αλλά και από επιπρόσθετες ακαδημαϊκές ικανότητες. • Δεξιότητες επικοινωνίας διδάσκονται και στα τέσσερα πανεπιστήμια, αλλά σε διαφορετικό βαθμό. • Σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών στη Νορβηγία το 2003, το Πανεπιστήμιο Bergen παρουσιάζεται να διαφέρει από τα υπόλοιπα γιατί εστιάζεται στη διδασκαλία της βασικής ιατρικής, χωρίς τη συμμετοχή ασθενών τα πρώτα δυόμισι χρόνια σπουδών. • Εν αντιθέσει, τα πανεπιστήμια του Tromso,Trondheim και του Οσλο, προσφέρουν από νωρίς τη δυνατότητα επαφής με τον ασθένη. • Αξίζει να αναφερθεί ότι, τα πανεπιστήμια του Trondheim και του Οσλο, χρησιμοποιούν μια καινοτόμο μέθοδο κατά την οποία η μάθηση στηρίζεται στο πρόβλημα (problem-based-learning-PBL) και διεξάγεται σε μικρές ομάδες.
Η έρευνα διεξήχθη μέσω ενός ερωτηματολογίου αποτελούμενου από είκοσι έξι προτάσεις τις οποίες οι συμμετέχοντες είχαν την επιλογή να βαθμολογήσουν σε κλίμακα πέντε βαθμιδώσεων, ανάλογα με το πόσο συμφωνούσαν με αυτές από: «Συμφωνώ απόλυτα» μέχρι «Διαφωνώ απόλυτα» Αποτελέσματα • Τα κορίτσια και αυτοί που είχαν εργασιακή εμπειρία σε υπηρεσίες υγείας πριν μπουν στην ιατρική σχολή, είχαν πιο ψηλές επιδόσεις στους παράγοντες που εξετάστηκαν. • Μαθητές του πέμπτου και του έκτου έτους που είχαν προϋπηρεσία σα νέοι γιατροί είχαν καλύτερα αποτελέσματα στις γνωστικές επιδόσεις, από αυτούς που δεν είχαν παρόμοια εμπειρία. • Από το τέλος του πρώτου μέχρι και το τέλος του τρίτου έτους, οι συναισθηματικές επιδόσεις σημείωσαν μείωση, ενώ σταδιακά αυξάνονταν στο τέταρτο, πέμπτο και έκτο έτος. • Οι φοιτητές πρώτου και δευτέρου έτους των τεσσάρων πανεπιστημίων δεν είχαν αξιοσημείωτες διαφορές στα αποτελέσματα. Στο τρίτο έτος οι γνωστικές επιδόσεις ήταν σημαντικά αυξημένες στο Β σχολείο, ενώ οι συναισθηματικές επιδόσεις ήταν χαμηλότερες στο Δ σχολείο.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για μείωση των γνωστικών επιδόσεων κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων εκπαίδευσης στη σχολή, σε αντίθεση με τις συναισθηματικές επιδόσεις που εμφανίζουν μια μείωση τα πρώτα τρία χρόνια. Η εργασιακή εμπειρία και η επαφή με ασθενείς προσφέρει καλύτερες δεξιότητες επικοινωνίας απ’ ότι η ίδια η μόρφωση. Στα σχολεία όπου υπήρχαν υποχρεωτικά μαθήματα (Α,Β) σχετικά με τις επικοινωνιακές δεξιότητες, τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά λόγω του ότι το γεγονός αυτό επέφερε περισσότερο άγχος στους μαθητές. Η εμπειρική μάθηση των ικανοτήτων με συνεχή επανάληψη, χρήση εργαστηρίων και η επαφή με τους ασθενείς, νωρίς τα δύο πρώτα έτη, φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα για την απόκτηση δεξιοτήτων.
Ο βαθμός ανταπόκρισης των συμμετεχόντων (60%) θα μπορούσε να βελτιωθεί αν οι καθηγητές έδιναν τα ερωτηματολόγια κατευθείαν στους συμμετέχοντες με χρόνο να τα συμπληρώσουν, πράγμα όμως δύσκολο για τέτοιου μεγέθους έρευνα. Εντούτοις, η μεθολογία της έρευνας, να επιλέξουν οι συμμετέχοντες κατά πόσο συμφωνούν με κάποιες προτάσεις, κρίθηκε επιτυχημένη. Παρόλο που η έρευνα δεν είχε τη μορφή άμεσων ερωτήσεων-απαντήσεων, ο μεγάλος αριθμός των συμμετεχόντων βοήθησε στο να ισχυροποιηθούν τα αποτελέσματά της. Τελικά, η αντιμετώπιση των φοιτητών προς τις επικοινωνιακές δεξιότητες δεν άλλαζε με την πάροδο του χρόνου και την πρόοδό τους στη σχολή.
Στόχος/σκοπός του άρθρου είναι η παρουσίαση της σημαντικότητας των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των μελλοντικών ιατρών σε σχέση με τους ασθενείς τους. Με τη συνοδεία των επικοινωνιακών δεξιοτήτων η διάγνωση μπορεί να γίνει σε πιο ικανοποιητικό βαθμό λόγω του ότι ο γιατρός μπορεί να καταλάβει καλύτερα τη θέση του ασθενούς και τα διάφορα συμπτώματα που παρουσιάζει.
Συγγραφείς άρθρου: Tor Anvik, Hilde Grimstad, Anders Baerheim, Ole Bernt Fasmer, Tore Gude, Per Hjortdahl, Are Holen, Terje Risberg & Per Vaglum. Τίτλος άρθρου: Medical students’ cognitive and affective attitudes towards learning and using communication skills-a nationwide cross-sectional study. Όνομα περιοδικού: MEDICAL TEACHER Έτος δημοσίευσης: 2008 Τεύχος 30, σελίδες