ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΛΑΓΙΑΡΙΟΥ Τάξη Ε3/ 2012 Νίκος Χαραλαμπάκης Βαγγέλης Πανταλώνας Άγγελος Κοψαχείλης
Το υγρό πυρ ήταν ένα από τα ισχυρά όπλα των Βυζαντινών και ταυτόχρονα ένα από τα κρατικά μυστικά της αυτοκρατορίας. Λίγοι γνώριζαν από ποιά υλικά κατασκευαζόταν και το μυστικό φυλασσόταν με κάθε τρόπο ώστε να μην πέσει στα χέρια των εχθρών της αυτοκρατορίας και να παραμείνει στο βυζαντινό οπλοστάσιο. Κατασκευάζό- ταν από :θειάφι,πίσσα,νίτρο,νάφθακα.Το υγρό πυρ ήταν εφεύρεση του μηχανικού Καλλίνικου,το έριχναν με μακρινούς σωλήνες ή με καταπέλτες από τους δρόμωνες.
Η χρήση του τερματίζεται, σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, κατά τον 10ο αιώνα με την απώθηση του Ρώσικου στόλου από τους Βυζαντινούς αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε και το 1204 στην προσπάθεια ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, αλλά και το 1453 στην προσπάθεια αντίστασης των Βυζαντινών κατά του Τούρκικου στρατού. Το μυστικό πέρασε στους μουσουλμάνους αλλά και τους σταυροφόρους την περίοδο των “ιερών πολέμων” και χρησιμοποιήθηκε εξίσου και από τα δύο στρατόπεδα Με το πέρας των αιώνων όμως και την ανακάλυψη νέων και φονικότερων όπλων το “υγρό πυρ” λησμονήθηκε από όλους και ξεχάστηκε πλήρως για να περάσει στην σφαίρα της ιστορίας που εν τέλει έγινε θρύλος.
Για τον δρόμωνα δεν υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα. Πληροφορίες για την μορφή του προέρχονται μόνο από φιλολογικές πήγες. Οι συγγραφείς δίνουν το όνομα δρόμων σε πλοία που συχνά διαφέρουν ως προς τον τύπο και τις διαστάσεις. Πάντως οι δρόμωνες είχαν δύο ή τρεις ιστούς και δύο σειρές κουπιών. Το μήκος τους προσδιορίζεται από 45 έως 50 μέτρα και το πλάτος του από 5 έως 6 μέτρα. Το πλήρωμά τους κυμαινόταν από 100 έως 300 άνδρες. Από αυτούς άλλοι ήταν πολεμιστές και άλλοι κωπηλάτες. Οι κωπηλάτες της πάνω σειράς, ήταν οπλισμένοι με σπαθιά και κατά την ώρα της συμπλοκής, άφηναν τις θέσεις τους και βοηθούσαν τους πολεμιστές. Για την προστασία τους, εξάλλου, στην περιοχή της κουπαστής υπήρχαν ασπίδες δρόμωνες ήταν εξοπλισμένοι με ψηλούς ξύλινους πύργους (ξυλόκαστρα) στη μέση του κεντρικού ιστού από όπου έμπειροι τοξότες, καστελλωμένοι, εκσφενδόνιζαν εναντίον των εχθρών ακόντια και βέλη αλλά και πέτρες και σίδερα. Στην πλώρη και στη πρύμνη έφεραν τις τοξοβαλίστρες, ειδικούς μηχανισμούς από όπου εκτοξεύονταν μικρά βέλη, και λίθοι. Το κυριότερο, όμως, όπλο των δρομώνων ήταν το υγρό πυρ. Το εύφλεκτο μείγμα εκσφενδονιζόταν από δοχεία, με ειδικούς χάλκινους σωλήνες εκτόξευσης – σίφωνες- που έφεραν στην άκρη τρομακτικά ομοιώματα λεοντοκεφαλών. Τα πλοία αυτά αναφέρονται στις πηγές ως σιφωνοφόροι δρόμωνες ή κακκαβοπυρφόροι.Ο κυβερνήτης του πλοίου ονομαζόταν κένταρχος. Ο θάλαμός του βρισκόταν πίσω στην πρύμνη και οι βυζαντινοί τον ονόμαζαν κράββατο. Οι άνδρες που αποτελούσαν τα πληρώματα αυτών των πολεμικών πλοίων ονομάζονταν πλώιμοι στρατιώται ή καββαλαρίκοι, και ήταν όλοι ελεύθεροι πολίτες. ΔΡΟΜΟΝΕΣ
Ο οπλισμός του βυζαντινού στρατού θεωρούνταν ο καλύτερος και ο πιο τέλειος της εποχής του. Ήταν ακόμη και καλύτερος του περσικού, ο οποίος και πολύ αρχαιότερος ήταν, αλλά και η τεχνική κατασκευής όπλων στην Περσία είχε εξελιχτεί σε ύψιστο βαθμό με την πάροδο των χρόνων. Τόσο τα φορητά (ελαφρά) όσο και τα βαριά όπλα του βυζαντινού στρατού υπερείχαν από όλα τα όπλα των άλλων εθνών, και την υπεροχή αυτή, το Βυζάντιο, τη διατήρησε σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, χάρη στα αυστηρά κρατικά νομοθετικά μέτρα, τον έλεγχο και την επίβλεψη τα οποία εφάρμοσε σε ότι αφορούσε τον οπλισμό. Κατασκευή όπλων επιτρεπόταν μόνο από κρατικά ελεγχόμενα ή στρατιωτικά οπλοποιεία και εργαστήρια. Οι οπλοποιοί (δεσποτάτοι ή φαβρικίσιοι) και γενικά οι κατασκευαστές όπλων ήταν γνωστοί στο κράτος, ελέγχονταν, επιτηρούνταν και απαγορευόταν σ' αυτούς η πώληση όπλων ή η γνωστοποίηση του τρόπου και μεθόδων κατασκευής τους σε ξένους. Οι παραβάτες τιμωρούνταν με σωματικές ή χρηματικές ποινές, ακόμη και με θάνατο. Η εμφάνιση των όπλων ήταν απλή, χωρίς κοσμήματα και παραστάσεις.
Με την πάροδο του χρόνου όμως (10ο αι.), οι κατασκευαστές όπλων άρχισαν να τα διακοσμούν με κοσμήματα χρυσού, αργύρου, καθώς και με πολύτιμες πέτρες. Παρ' όλα αυτά, η χρήση διακοσμημένων και γενικά πολυτελών όπλων είναι περιορισμένη και μόνο επιβλητικά ήταν για να προξενούν τρόμο στον εχθρό. Τα όπλα διακρίνονταν σε φορητά (αμυντικά και επιθετικά) και σε βαριά (όπλα θέσης).