ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Στόχοι Η επίγνωση των ειδικών διατροφικών απαιτήσεων των πνευμονικών νοσημάτων, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, της καρδιακής ανεπάρκειας και του AIDS. Η κατανόηση των μεταβολών κατά την πορεία μιας χρόνιας νόσου που επηρεάζουν τη διατροφική θεραπεία. Η επίγνωση των ωφελημάτων της εξειδικευμένης διατροφικής αγωγής στους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα.
Σημεία - κλειδιά Το βασικό μέλημα, όσον αφορά τη διατροφή, σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονική νόσο (ΧΑΠ), πρέπει να είναι η επίτευξη και διατήρηση της κατάλληλης ισορροπίας των προσλαμβανόμενων υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, παράλληλα με τον έλεγχο του επιπέδου των υγρών και ηλεκτρολυτών. Η διατήρηση της ισορροπίας υγρών και η πρόληψη της καρδιακής καχεξίας είναι ο πρωταρχικός στόχος της διατροφικής θεραπείας σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Η διατροφική υποστήριξη στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα πρέπει να εξατομικεύεται, ανάλογα με την κατάσταση θρέψης του ασθενούς. Η εξάντληση, που σχετίζεται με το ΑΙDS, είναι διαφορετική από αυτή της ασιτίας. Η καταναλισκόμενη ενέργεια κατά την ανάπαυση μπορεί να είναι υψηλή, ακόμα και σε ασυμπτωματικούς ασθενείς.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΕ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Απώλεια βάρους Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) συχνά οδηγεί σε σοβαρή απώλεια βάρους, που κυμαίνεται από 25% έως 65% του σωματικού βάρους. Η βραχύτητα της αναπνοής κατά τη διάρκεια προετοιμασίας ή κατανάλωσης γευμάτων, μπορεί να μειώσει την πρόσληψη θερμίδων. H γαστρεντερική δυσφορία μειώνει την επιθυμία σίτισης, όπως και ενδεχόμενη απώλεια της όρεξης. Τα μεγάλα γεύματα απαιτούν περισσότερο οξυγόνο για την πέψη και το μεταβολισμό και εμποδίζουν την κάθοδο του διαφράγματος. Η μη επαρκής πρόσληψη θερμίδων σε συνδυασμό με τις αυξημένες θερμιδικές απαιτήσεις (πιθανώς λόγω του αυξημένου έργου της αναπνοής τους) οδηγούν σε απώλεια βάρους και κακή θρέψη. Η απώλεια βάρους συνοδεύεται από μη φυσιολογικές ανθρωπομετρικές, βιοχημικές και ανοσολογικές μετρήσεις (μείωση του υποδόριου λίπους και της άλιπης μάζας σώματος, χαμηλές τιμές για την σιδηροδεσμευτική ικανότητα, την αλβουμίνη ορού, την τρανσφερίνη ορού και τον ψευδάργυρο, μειωμένη ανοσολογική λειτουργία).
Αναπνευστική λειτουργία Η μειωμένη λειτουργικότητα των πνευμόνων συχνά σχετίζεται με την επιδείνωση της διατροφικής κατάστασης. Όταν η χρόνια ή η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια οδηγεί τους ασθενείς με ΧΑΠ σε υπερκαπνία, ο στόχος της θεραπείας είναι να μειωθούν τα επίπεδα του PCΟ2. Η σύσταση της δίαιτας επηρεάζει την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα και την αναπνευστική ώθηση. Στην μετατροπή των κύριων θρεπτικών συστατικών (υδατάνθρακες, λίπη και πρωτεΐνες) σε ενέργεια καταναλώνεται οξυγόνο και παράγεται διοξείδιο του άνθρακα. Η αναλογία του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται προς το οξυγόνο που καταναλώνεται είναι το αναπνευστικό πηλίκο (ΑΠ). Ο μεταβολισμός των λιπών παράγει το χαμηλότερο ΑΠ που σημαίνει, ότι για ένα δεδομένο ποσό οξυγόνου που καταναλώνεται, λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα παράγεται από το μεταβολισμό του λίπους (ΑΠ =0,7) απ’ ότι από το μεταβολισμό των υδατανθράκων (ΑΠ =1,0) ή πρωτεϊνών (ΑΠ=0,8). Το ΑΠ μιας τυπικής μεικτής δίαιτας είναι 0,85.
Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η μεγάλη αύξηση στην παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια σύνθεσης λίπους λόγω υπερβολικής χορήγησης υδατανθράκων. (ΑΠ =7,0). Η υπερσίτιση με πρωτεΐνη πρέπει να αποφεύγεται. Αν και η πρόσληψη πρωτεΐνης έχει μικρή επίδραση στην παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τον μηχανισμό αερισμού. Ασθενείς με ΧΑΠ συχνά χρειάζονται περιορισμό στα υγρά για να μειώσουν την αγγειακή πνευμονική πίεση και να περιορίσουν την εξαγγείωση υγρού στους πνεύμονες. Ασθενείς που εξαρτώνται από το μηχανικό αερισμό είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην ανάπτυξη υποφωσφαταιμίας, τελική επίδραση της οποίας είναι η μειωμένη μεταφορά οξυγόνου. Υπάρχουν πρόσφατες ενδείξεις, ότι ασθενείς με σοβαρού βαθμού ΧΑΠ ωφελούνται από την πρόσληψη υψηλών ποσών γλουταμίνης, η οποία δρα προστατευτικά στο ενδοθήλιο του πνεύμονα. Γενικά, η κύρια διατροφική φροντίδα σε ασθενείς με ΧΑΠ πρέπει να είναι η επίτευξη και η διατήρηση της κατάλληλης ισορροπίας πρόσληψης υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, ελέγχοντας παράλληλα το προφίλ των υγρών και των ηλεκτρολυτών.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Καρδιακή καχεξία Η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο τύπο κακής θρέψης γνωστό ως καρδιακή καχεξία. Η παθογένειά της οφείλεται σε πολλούς παράγοντες (γενικευμένη κυτταρική υποξία, μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη, απώλεια θρεπτικών συστατικών, αυξημένος ρυθμός βασικού μεταβολισμού). Η μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη μπορεί να οφείλεται σε ανορεξία, σε ασκίτη ή στη φαρμακευτική αγωγή, στην άγευστη δίαιτα (λόγω περιορισμού του άλατος και των υγρών), στη δύσπνοια, στη χαμηλή ανοχή της σωματικής δραστηριότητας, στην αλλοίωση της γεύσης και της όσφρησης, στην κατάθλιψη, τη ναυτία και τον έμετο. Η δυσαπορρόφηση, λόγω μειωμένης αιμάτωσης του γαστρεντερικού σωλήνα, μπορεί επίσης, να συμβάλλει στην καρδιακή καχεξία.
Η καρδιακή καχεξία τελικά οδηγεί σε απώλεια μυοκαρδιακής μάζας, σε δομική και λειτουργική μυοκαρδιακή δυσλειτουργία, η οποία μειώνει την ικανότητα της καρδιάς να ανταποκριθεί στις μεταβολικές απαιτήσεις. Έρευνες έχουν δείξει ότι η βελτιωμένη διατροφική κάλυψη μπορεί να ελαττώσει την μυοκαρδιακή ατροφία. H προσπάθεια αποφυγής της παρόξυνσης της καρδιακής ανεπάρκειας και της εξέλιξης της μυοκαρδιακής βλάβης έχει επικεντρωθεί στον περιορισμό της σωματικής δραστηριότητας και της πρόσληψης νατρίου. H κατακράτηση υγρών μπορεί να συγκαλύψει την κακή θρέψη κατά τη διάρκεια της καρδιακής καχεξίας. Σε αρκετούς ασθενείς το βάρος παραμένει φυσιολογικό ή ακόμα και αυξάνεται.
Eνεργειακές απαιτήσεις Οι υπέρβαροι ασθενείς, με περιορισμένη φυσική δραστηριότητα, μπορούν να μειώσουν το βάρος τους και να ελαττώσουν το στρες της καρδιάς με υποθερμιδική δίαιτα (1000 έως 1200 kcal/ημέρα), πάντα υπό την προσεκτική ιατρική καθοδήγηση. Οι υποσιτισμένοι ασθενείς, με σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, απαιτούν 30% έως 50% περισσότερη ενέργεια, λόγω αυξημένων απαιτήσεων της καρδιάς και των πνευμόνων. Aσθενείς με καρδιακή καχεξία έχουν ακόμα μεγαλύτερες ανάγκες και μπορεί να απαιτούν έως και 1,8 φορές την κατανάλωση ενέργειας κατά την ανάπαυση (REE) των ασθενών χωρίς καρδιακή καχεξία. Tο οίδημα μπορεί να οφείλεται στην ανεπαρκή ροή αίματος στους νεφρούς, η οποία οδηγεί σε έκκριση αλδοστερόνης και αντιδιουρητικής ορμόνης (νεφρική κατακράτηση νερού). O περιορισμός του προσλαμβανόμενου νατρίου θα πρέπει να είναι ανάλογος του βαθμού της καρδιακής ανεπάρκειας. Σε μέτρια έως σοβαρή ανεπάρκεια, μπορεί να απαιτείται περιορισμός νατρίου στα 1-3g/ημέρα. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται περιορισμός στα 500mg/ημέρα νατρίου. Σοβαροί περιορισμοί πρέπει να αποφεύγονται, γιατί είναι διατροφικά ανέφικτοι. Ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά μπορεί να χρειαστούν αναπλήρωση των απωλειών καλίου.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
H χρόνια υποτροπιάζουσα φλεγμονή των αρθρώσεων στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, έχει πολλές διατροφικές επιπτώσεις. Oι διατροφικοί στόχοι σχετίζονται με την ανακούφιση της δυσφορίας κατά τη λήψη της τροφής, τροποποιώντας τη σύσταση του γεύματος. Αλλαγές στο γαστρεντερικό βλεννογόνο είναι συχνές με αποτέλεσμα να επηρεάζουν την βρώση, την πέψη και την απορρόφηση της τροφής. H ρευματοειδής αρθρίτιδα χαρακτηρίζεται, επίσης, από αυξημένο μεταβολικό ρυθμό, λόγω της φλεγμονώδους διαδικασίας. Oι ειδικές ενεργειακές απαιτήσεις των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν είναι εντελώς καθορισμένες. Σαν γενικός κανόνας, 1,14 με 1,35 φορές της καταναλισκόμενης ενέργειας σε ανάπαυση REE (KEA) πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση του υπερμεταβολισμού. Σε ασθενείς με περιορισμένη κινητικότητα, που κάνουν φυσιοθεραπεία, μπορεί να χρησιμοποιείται ενεργειακή πρόσληψη 1,2 φορές πάνω από την KEA. Aσθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, που διατρέφονται επαρκώς, δεν χρειάζονται παραπάνω πρωτεΐνη στη δίαιτά τους. H ανάγκη για πρωτεΐνη στους υποσιτισμένους ασθενείς ή σε αυτούς που βρίσκονται σε φλεγμονώδη φάση, αυξάνεται σε 1,5 με 2g/kg/ημέρα. Για τον ρόλο των ω-3 και ω-6 λιπαρών οξέων στη μείωση των φλεγμονωδών διεργασιών υπάρχει διχογνωμία.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟ AIDS
Στόχοι Ο προσδιορισμός των αιτιών κακής θρέψης και απώλειας βάρους στα προσβεβλημένα από τον ιό ΗΙV άτομα. Η γνώση των διατροφικών συνεπειών, που προκαλεί η φαρμακοθεραπεία. Η γνώση της διατροφικής υποστήριξης, που χρειάζονται οι ασθενείς αυτοί. Ποιες είναι οι μεταβολικές αλλαγές που προκαλεί η HIV λοίμωξη.
Το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS) περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1981 από τα κέντρα ελέγχου ασθενειών. Πολλοί νέοι ενήλικες είχε αναφερθεί, ότι έπασχαν από ευκαιριακές, ασυνήθιστες λοιμώξεις όπως η πνευμονία από Pneumonocystis carinii, η λοίμωξη από τον κυτταρομεγαλοϊό, η καντιντίαση και -μία σπάνια κακοήθεια του δέρματος- το σάρκωμα Kaposi. Αυτές οι λοιμώξεις σχετίζονταν με σοβαρή καταστολή της κυτταρικής ανοσίας. Το 1983 απομονώθηκε ένας ρετροϊός από τους Barre-Sinoussi, ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας. Η εξάπλωση του ιού έγινε γρήγορα σε όλο τον κόσμο, καθώς η μετάδοσή του γινόταν μέσω της σεξουαλικής επαφής και μέσω του αίματος. Στις χώρες όπου αυτές οι επαφές δεν γίνονται με ασφαλή τρόπο, η συχνότητα μετάδοσης είναι υψηλή. Ομοφυλόφιλοι, αιμορροφιλικοί, χρήστες ναρκωτικών, είναι τα συνήθη θύματα της νόσου. Ο ιός μεταδίδεται κάθετα, από τη μητέρα στο νεογνό, κατά τη διάρκεια του τοκετού, καθώς και κατά τη γαλουχία.
Το αμερικάνικο κέντρο ελέγχου ασθενειών κατηγοριοποίησε τα συμπτώματα της HIV λοίμωξης σε ενήλικες και εφήβους, σε τρεις ομάδες: Ασυμπτωματικοί (επίμονη, γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια, οξεία λοίμωξη). Συμπτωματικές καταστάσεις που εμφανίζονται σε άτομα προσβεβλημένα από τον ιό HIV και δεν μπαίνουν στην κατηγορία 3 αλλά συναντούν ένα από τα παρακάτω κριτήρια: Βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, Μηνιγγίτιδα, Πνευμονία, Σήψη, Καντιντίαση, Δυσπλασία, ή καρκίνος εγκεφάλου, Πυρετός και διάρροια με διάρκεια πάνω από ένα μήνα, Τριχωτή λευκοπλακία, Έρπης ζωστήρας, Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα, Λυστερίωση, Προσβολή από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, Νοκαρδίαση, Περιφερική νευροπάθεια, Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου Όποια καταγεγραμμένη κατάσταση στη λίστα περιπτώσεων επαγρύπνησης για ΑΙDS, που προσβάλλει ενήλικες, ή παιδιά. Αυτές οι καταστάσεις σχετίζονται ισχυρά με σοβαρή ανοσοανεπάρκεια, συμβαίνουν συχνά σε άτομα προσβεβλημένα από τον ιό HIV και προκαλούν σοβαρή νοσηρότητα και θνητότητα.
Κλινικές εκδηλώσεις Πνευμονία, πυρετός, διαταραχές του KNΣ, ανορεξία και διάρροια (ευκαιριακές λοιμώξεις από μύκητες και πρωτόζωα), στοματική καντιντίαση. Μαρασμός. H προοδευτική απώλεια βάρους και η εξασθένιση είναι συχνές επιπτώσεις της μόλυνσης από τον HIV και η κακή θρέψη έχει από καιρό αναγνωριστεί ως κύρια αιτία θανάτου σε αυτή την ασθένεια. H κατανάλωση ενέργειας σε ηρεμία (REE) μπορεί να αυξάνεται στην αρχή της πορείας της μόλυνσης από τον HIV αλλά και περαιτέρω κατά την νόσηση. Aλλαγές στη λιπώδη μάζα στους ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο, δεν συνεπάγονται απαραιτήτως αλλαγές της κυτταρικής σωματικής μάζας. Η κακή θρέψη στο AIDS διαφέρει από την ασιτία. Χαρακτηρίζεται από απώλεια κυτταρικής μάζας σώματος, κυρίως κυτταρικής μυϊκής πρωτεΐνης. H απώλεια σωματικής κυτταρικής μάζας συμβαίνει δυσανάλογα προς την απώλεια σωματικού βάρους. Γαλακτική οξέωση. Πολύ συχνά λιποδυστροφία και γαλακτική οξέωση συνυπάρχουν. Πρόληψη μπορεί να γίνει με τη χορήγηση υψηλών δόσεων θειαμίνης (βιτ. Β1). Η αποφυγή πρόσληψης βάρους είναι επίσης σημαντική.
Δυσαπορρόφηση. H διάρροια στους ασθενείς με AIDS μπορεί να οφείλεται σε κακή απορρόφηση λόγω ανωμαλιών στις λάχνες, που οδηγούν σε ελαττωματικό βλεννογονικό φραγμό. H προσβολή του παχέος εντέρου αποτελεί γενικευμένη φλεγμονώδη διαταραχή, η οποία, όταν είναι χρόνια, προκαλεί γρήγορη προοδευτική εξάντληση στα άτομα που νοσούν από AIDS. Ανεπάρκεια διάφορων μικροθρεπτικών στοιχείων εντοπίστηκε σε ασθενείς με AIDS (χαμηλότερα του φυσιολογικού επίπεδα βιταμίνης B12 στον ορό, βιταμίνη B6, φυλλικό, ψευδάργυρο και σελήνιο στον ορό). Η χρήση εντερικών διαλυμάτων ειδικά σχεδιασμένων για ασθενείς με HIV, μπορεί να οδηγήσει σε πιο θετικά αποτελέσματα.
Ενδείξεις και στόχοι διατροφικής υποστήριξης Το άτομο που προσβάλλεται από τον ιό HIV πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χρόνιος ασθενής. Η ιδανική διατροφή περιλαμβάνει: 30-35 kcal/kg βάρους σώματος, 1,5-1,7γρ πρωτεΐνης/kg βάρους σώματος, οι απαιτήσεις σε μικροθρεπτικά συστατικά θα πρέπει να φτάνουν το 100-150% της συνιστώμενης διαιτητικής πρόσληψης (RDA) και έμφαση πρέπει να δίνεται στα αντιοξειδωτικά. Επί παρουσίας δυσαπορρόφησης θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωμάτων από το στόμα ή ενδοφλεβίως. Οι ασθενείς με λιποδυστροφία θα πρέπει να καταναλώνουν επαρκή ποσότητα πρωτεΐνης. Μεγάλες δόσεις βιταμινών και ιχνοστοιχείων καταναλώνονται συχνά από άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV ενώ είναι θετικά τα αποτελέσματα από μελέτες σε αγροτικές περιοχές της Αφρικής, όπου η πρόσληψη έφτασε στο 100% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης, αλλά όχι παραπάνω. Οι αλλαγές στη μεταβολική και διατροφική κατάσταση στο ασυμπτωματικό στάδιο της HIV λοίμωξης δεν επηρεάζουν την εξέλιξη της νόσου σημαντικά, παρά το ότι υπάρχει η τάση να θεωρείται ανεξάρτητος επιβαρυντικός παράγοντας η απώλεια βάρους.
Τα συνιστώμενα βήματα διατροφικής υποστήριξης είναι: Από το στόμα σίτιση χωρίς παρέμβαση, εάν το βάρος και η γενική κατάσταση παραμένουν σταθερά. Ο στόχος είναι 30-35Kcal/Kg και πρωτεΐνη 1,0-1,7γρ/kg ημερησίως. Διατροφική υποστήριξη από διαιτολόγο με συμπληρώματα από το στόμα, σε περίπτωση κακής θρέψης, η οποία ορίζεται ως απώλεια βάρους 10% σε 6 μήνες. Εντερική σίτιση με πολυμερή διαλύματα, εάν ο ασθενής δεν μπορεί να πάρει τις συνιστώμενες δόσεις θρεπτικών συστατικών με διατροφή από το στόμα. Σε περίπτωση διάρροιας, στοιχειακό διάλυμα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Ποσότητα νατρίου περίπου 2400mg/l μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση των υγρών. Το αίτιο της διάρροιας θα πρέπει να διαγνωσθεί και να θεραπευθεί, παρά να γίνει προσπάθεια αντιμετώπισης μέσω της διατροφής. Η παρεντερική σίτιση πρέπει να εξετάζεται, αν η εντερική οδός χορήγησης αδυνατεί να καλύψει τον οργανισμό με τα απαραίτητα υγρά και θρεπτικά συστατικά. Οι περισσότεροι ασθενείς με AIDS, που χρησιμοποιούν παρεντερική σίτιση, προσβάλλονται από κρυπτοσποριδίαση και μικροσποριδίαση του γαστρεντερικού, με συνέπεια την απώλεια λίπους στα κόπρανα και απώλεια πρωτεΐνης πάνω από 20%. Σε περίπτωση μη θεραπεύσιμης λοίμωξης, η κατ’οίκον παρεντερική σίτιση αποτελεί μία λύση. Εάν ο ασθενής έχει συχνά διάρροια, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναπλήρωση των υγρών και των ηλεκτρολυτών μέσω της ενδοφλέβιας οδού.
Όρεξη: Η χρήση φαρμάκων διεγερτικών της όρεξης αυξάνει το συνολικό βάρος σώματος, αλλά κυρίως την αναλογία λιπώδους ιστού. Υπερχοληστερολαιμία: Αρχές της δίαιτας για την μείωση της χοληστερόλης αποτελούν: Το 60% της πρόσληψης λίπους πρέπει να προέρχεται από πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Η μείωση της πρόσληψης λίπους στο 30% της ενεργειακής πρόσληψης. Η πρόσληψη πρωτεΐνης σε αναλογία 12-15% της ενεργειακής πρόσληψης. Η πρόσληψη υδατανθράκων σε αναλογία 55-60%, >30γρ φυτικών ινών /2000 Kcal. Η αξία της χρήσης ανοσοενισχυτικών συμπληρωμάτων είναι διφορούμενη. Οι μελέτες δεν έδειξαν σημαντική βελτίωση των ανοσολογικών παραμέτρων μετά από χρήση αργινίνης, γλουταμίνης (20γρ/ημέρα) ή ω-3 λιπαρών οξέων (10-18 γρ/ημέρα). Η χρήση αυτών των συμπληρωμάτων, παρόλα αυτά, φαίνεται να οδηγεί σε αύξηση βάρους.
Οι στόχοι της διατροφικής θεραπευτικής υποστήριξης μπορεί να ποικίλλουν σημαντικά κατά τη διάρκεια της πορείας της χρόνιας ασθένειας. Aσθενείς με πνευμονική νόσο, ρευματοειδή αρθρίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια και AIDS είναι σε κίνδυνο κακής θρέψης και σωματικής φθοράς. Aν και τα ειδικά διατροφικά προβλήματα που σχετίζονται με κάθε νόσο ποικίλλουν, η πιθανότητα της απώλειας σωματικής μάζας είναι υψηλή. Η διατήρηση ή η αποκατάσταση ικανοποιητικής θρέψης σε ασθενείς με χρόνια νόσο, πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα. Δεύτερος αντικειμενικός σκοπός αποτελεί η πρόληψη και αντιμετώπιση συγκεκριμένων επιπλοκών που σχετίζονται με τη νόσο. Απαιτούνται εξατομικευμένα διατροφικά θεραπευτικά προγράμματα, που είναι ειδικά για κάθε νόσο και κατάλληλα διαμορφωμένα για το διατροφικό επίπεδο κάθε ασθενούς.