Αυτορυθμιζόμενη μάθηση H παραδοσιακή αντίληψη της παιδείας που ήθελε τη γνώση να μεταβιβάζεται από τον εκπαιδευτικό στον μαθητή αντικαθίσταται από σύγχρονες θεωρίες μάθησης, σύμφωνα με τις οποίες ο μαθητής εμπλέκεται ενεργά πλέον στη μαθησιακή διαδικασία.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση αυτορύθμισης στη μάθηση, σημαίνει: ο μαθητής παρακολουθεί και τροποποιεί όχι μόνο τη συμπεριφορά του αλλά και τις γνωστικές του ικανότητες
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Οι Schunk και Zimmerman (1998) ορίζουν την αυτορυθμιζόμενη μάθηση ως τη μάθηση που συντελείται σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση αυτoπαραγόμενων σκέψεων, συναισθημάτων, στρατηγικών και συμπεριφορών του μαθητή οι οποίες είναι προσανατολισμένες στην επίτευξη των στόχων.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Σύμφωνα με τον Pintrich (1995) αυτορυθμιζόμενη μάθηση είναι ένας τρόπος προσέγγισης των ακαδημαϊκών εργασιών, τις οποίες οι μαθητές μαθαίνουν μέσα από την εμπειρία και τον αυτoστοχασμό.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Στην αυτορυθμιζόμενη μάθηση κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο κατέχει ο «εαυτός», καθώς είναι εκείνος ο οποίος θέτει στόχους και προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου Όσον αφορά τη σχολική κουλτούρα η εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου στην πράξη δεν είναι εύκολη (κλειστό αναλυτικό πρόγραμμα, οι διδακτι-κές προσεγγίσεις που ακολουθούνται, ο ρόλος του εκπαιδευτικού κ.ά. )
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου διευκολύνεται πολύ μέσα από το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου • Όσον αφορά τον εκπαιδευτικό Θα πρέπει, να βοηθήσει τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν ότι η απόκτηση της γνώσης είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων διεργασιών που κάνει το ίδιο το άτομο ο εκπαιδευτικός μπορεί να λειτουργήσει ως μοντέλο για τους μαθητές του μέσα από τη συμπεριφορά του Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός διαθέτει ικανότητες αυτορύθμισης.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου Όσον αφορά τον μαθητή Ο μαθητής πρέπει να αποδυθεί το ρόλο του παθητικού δέκτη στη μάθηση και να γίνει ένας ενεργός συμμέτοχος, ο οποίος μέσα από μεταγνωστικές στάσεις και δεξιότητες που θα αναπτύξει θα καταστεί ικανός να ελέγχει και να αυτοαξιολογεί τον τρόπο σκέψης του και έτσι να αυτορυθμίζει και να αυτοκατευθύνει τη μάθησή του.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά ανοιχτό και καθοδηγητικό λογισμικό Ως εργαλεία του λογισμικού θεωρούνται οι συμβολικές κατασκευές στη διεπιφάνεια χρήσης του εκπαιδευτικού λογισμικού, οι οποίες διαμεσολαβούν τις εντολές του χρήστη και θέτουν σε λειτουργία διαδικασίες παραγωγής αναπαραστάσεων και προσομοιώσεων με διδακτικό-μαθησιακό περιεχόμενο.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Αυτός ο μετασχηματισμός είτε αποτελεί απλώς αναπαράσταση της εισήγησης χωρίς να προσφέρει κάποια πληροφορία που έχει νόημα στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα, είτε προσφέρει ανάδραση που θεμελιώνει τη συλλογική σκέψη και την οικοδόμηση της γνώσης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρει αξιολόγηση της εισήγησης.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Η Fisher (1992) και ο Crook (1994) αναγνώρισαν ότι η δομή της συζήτησης γύρω από καθοδηγητικό λογισμικό πολλές φορές προσομοιάζει το ψεύδο-διάλογο ή “triadic dialogue” (Lemke 1990) μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών (Εισήγηση εκπαιδευτικού (tI) - Απάντηση μαθητή (sR) - Σχολιασμός από τον εκπαιδευτικό (tF)). Στις περιπτώσεις του καθοδηγητικού υπολογιστικού περιβάλλοντος η εισήγηση προέρχεται από το Λογισμικό (Computer initiation (cI)), η απάντηση από τους μαθητές (Student Response (sR)) και ακολουθεί η ανάδραση (Computer feedback (cF)) ή η επόμενη κίνηση (Computer follow up (cF)) από το λογισμικό. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τους εν λόγω ερευνητές, οι συνεισφορές των μαθητών στην οικοδόμηση της γνώσης μέσω του διαλόγου περιορίζονται σε σύντομες απαντήσεις
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Αυτορυθμιζόμενη μάθηση και λογισμικά Παράλληλα, η Fisher (1992) προτείνει τη δομή (Student Initiation (sI) – Computer Response (cR) - Student Follow up (sF)) στις περιπτώσεις των «ανοιχτών», μη καθοδηγητικών υπολογιστικών περιβαλλόντων. Εκεί, οι μαθητές παίρνουν πρωτοβουλίες και εισηγούνται στο λογισμικό (sI), το οποίο με τη σειρά του μετασχηματίζει τις εισηγήσεις των μαθητών (cR) δημιουργώντας αναπαραστάσεις στην οθόνη του υπολογιστή. Στη συνέχεια, η επόμενη κίνηση ανήκει πάλι στους μαθητές (sF). Συγχρόνως, ο Κόμης και οι συνεργάτες του (Κόμης κ.α. 2001) διαπίστωσαν ότι όταν ο εκπαιδευτικός προτείνει στους μαθητές χρήση κάποιου εργαλείου (κυρίως για να προκαλέσει γνωστική σύγκρουση ή για να υποστηρίξει ένα συλλογισµό) η χρήση αυτή δεν καθίσταται αποτελεσµατική αν δε συνιστά γνωστική ανάγκη του μαθητή.