Tunnilla katsotut jakeet järjestyksessä 20.8. saakka.

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Achilles Tatius Leucippé et Clitophon Dominique Augé.
Advertisements

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ – ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου «Ένα στοργικός ηγέτης»
John 4:20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· Our fathers worshipped on this mountain. ὁ ἀγγελος βλεπει τον θεον. οἱ ἀγγελοι βλεπει τον θεον.
NT Greek Grammar (Macnair Ch. 1-4)
Platon, Le Timée Aide à la traduction Dominique Augé.
3 dekl. t- ja υ –vartalot, kertaus
© GfK 2012 | Title of presentation | DD. Month
-17 Προσδοκίες οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη Σεπτέμβριος 2013 Δείκτης > +20 Δείκτης 0 a +20 Δείκτης 0 a -20 Δείκτης < -20 Σύνολο στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
+21 Προσδοκίες οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη Δεκέμβριος 2013 Δείκτης > +20 Δείκτης 0 να +20 Δείκτης 0 να -20 Δείκτης < -20 Σύνολο στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
1. υἱός2. πιστεύω 3. οὐρανός 4. βλέπω 5. πνεῦμα 6. λέγω 7. ζωή 8. σῴζω 9. ἐκ10. φιλῶ Macnair Chapter 2+3: Vocab. Quiz.
Αντώνης Ι. Παππού Σχολικός Σύμβουλος 7ης Περιφέρειας Δ. Ε. Σερρών
Αντώνης Ι. Παππού Σχολικός Σύμβουλος 7ης Περιφέρειας Δ. Ε. Σερρών
Infinitiivi, kertaus τ ί ς δ ύ ναται ἀ φι έ ναι ἁ μαρτ ί ας ε ἰ μ ὴ ε ἷ ς ὁ θε ό ς; (Mark. 2:7) ἐ ξουσ ί αν ἔ χει ὁ υ ἱό ς το ῦ ἀ νθρ ώ που ἀ φι έ ναι.
Määrittele partisiipit: pääluokka, tapaluokka, aikaluokka, suku, luku ja sija: 1.αἰτοῦντα (αἰτέω) 2.ἀκουομένου (ἀκούω) 3.βλεπομένων (βλέπω) 4. ἐγείροντι.
Futuuri, kertausta, määrittele muodot 1.λύσουσιν 2.ποιησόμεθα 3.κηρυχθήσεσθε 4.δώσει 5.ἐλεύσομαι 6.γνώσομαι 1.akt. ind. fut. mon. 3 λύω 2.med. ind. fut.
Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης ∆ιαχείριση έργων επίβλεψης µε σύγχρονα µέσα και επικοινωνία C2G, B2G, G2G Γενική Δ/νση Εσωτερικής Λειτουργίας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Κορυφαία εκκλησιαστική μορφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γεννήθηκε το 354 μ.Χ. και πέθανε το 507 μ.Χ. Το έργο του ανεκτίμητο και διαχρονικό,
Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. (Mark. 3:21) ἐξίστημι olla poissa tolaltaan κρατέω tarttua Ja kuultuaan hänen.
Exercise 5.8, p Matthew 9:2 καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν ______ αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον, ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι. Matthew 9:22 ὁ δὲ Ἰησοῦς.
Voices – The Bigger Picture (EXPECT THE FOG!) Present Indicative ACTIVE Present Indicative PASSIVE λυωλυομαι λυειςλυῃ λυειλυεται λυομενλυομεθα λυετελυεσθε.
Ιωάννης Χρυσόστομος Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Οικουμενικός διδάσκαλος Άγιος της Εκκλησίας Ικανός ρήτορας, γι’ αυτό Χρυσόστομος Προσπάθησε να καταπολεμήσει.
Σοφία Τζελέπη, App Inventor ΜΕΡΟΣ B’ Σοφία Τζελέπη,
C.W. Shelmerdine Introduction to Greek 2 nd edition (Newburyport, MA: Focus, 2008) Chapter 20.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η αγιαστική ιδιότητα του νερού βασίζεται στην ενέργεια επ΄ αυτού της χάριτος του Πανάγιου Πνεύματος. Τα Θεοφάνεια και η αποκάλυψη.
Παλαιά και Καινή Διαθήκη Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3.
Ευίνα Τσιχρηντζή Φανή Παπαχρήστου.  Στην Αγία Γραφή και συγκεκριμένα στο 3 ο κεφάλαιο του βιβλίου Βασιλειών Γ ' (3, 16-28) πρωτοαναφέρεται η ιστορία.
Vers οἶσθ ´ οὖν ἃ λέξαι σοί τε καὶ παισὶν θέλω ;
+19 Δεκέμβριος 2014 Δείκτης > +20 Δείκτης 0 έως +20 Δείκτης 0 έως -20 Δείκτης < -20 Συνολικά της ΕΕ: +5 Δείκτης > +20 Δείκτης 0 έως +20 Δείκτης 0 έως -20.
Ancient Greek for Everyone: A New Digital Resource for Beginning Greek Units 6: Prepositions Biblical Reading 2013 edition Wilfred E. Major
Οι χρονικές προτάσεις Ενότητα 11.
Η προσωπική αντωνυμία ἐγώ – σύ.
Πλέομεν ὅσον τριακοσίους σταδίους
SBL Panel Biblical Exegetical Software in the Classroom Rodney J. Decker, Th.D. Assoc. Prof./NT, BBS.
Learning To Use New Testament Greek Lesson XXI. The disciple reads a parable about the kingdom. ajnaginwvskei oJ maqhth;V parabolh;n peri; th:V basileivaV.
Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου Συντακτική ανάλυση Ενότητα 2η Θυσία για την πατρίδα Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου Συντακτική ανάλυση Ενότητα.
ΑΙΓΟΣ ΠΟΤΑΜΟΙ Οι κινήσεις Αθηναίων και Λακεδαιμονίων Ξενοφώντος Ελληνικά Βιβλίο 2, κεφάλαιο 1, §16 και εξής Παρουσίαση Δοϊρανλή Άννα, φιλόλογος.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Κείμενα Ελληνιστικής – Ρωμαϊκής περιόδου
Ἱστορία ἀρχαία καὶ μεσαιωνικὴ
Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α´
John 3:16 οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον, this is how for loved God the world ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, so that the Son the only he.
Texte 1 : Aristophane - Les Nuées - v
Texte 1 : Aristophane - Les Nuées - v
Αρχαίες Ελληνικές Επιγραφές
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α´
Αναστάσιμη Προσευχή ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!.
Η συνταξη τησ αε.
X.H. How to Deal with Narrative
Texte 1 : Platon - Hippias majeur - 290d-291a
Jesus Is the Son of God. Jesus Is the Son of God.
Exercise 9.
Croy 15 - Exercises 1. ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἦν ὁ υἱὸς αὐτῆς μικρός, νῦν δὲ γέγονεν ἄνθρωπος καὶ ἔχει αὐτὸς υἱόν.
Homework Exercise 6 α. ἡ ὥρα ἔρχεται (he/she/it comes)
Le DYSCOLOS (Ménandre)
Alteration by entering the community
Croy 7 - Exercises 1. λέγετε λόγον κατὰ τοῦ κυρίου τοῦ οὐρανοῦ;
Croy 14 - Exercises 1. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἡμεις ἐπίομεν οἶνον
Croy 11 - Exercises 1. Οἱ οφθαλμοὶ τοῦ τέκνου ἐθεραπεύοντο
Croy 4 - Exercises 1. γράφει ἄνθρωπος λόγους ζωῆς ἀδελφῇ.
Croy 5 - Exercises 1. δίκαιος καὶ ἅγιος ὁ κύριος τοῦ οὐρανοῦ.
Chapter 5 GRK 101.
Personal Pronouns.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ·
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΣΕΛΕΥΚΙΔΩΝ
5. Greek Nouns.
Μεταγράφημα παρουσίασης:

Tunnilla katsotut jakeet järjestyksessä saakka

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ˙ ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν κυρίου (Mark. 1:3) βοάω huutaa ἑτοιμάζω valmistaa Huutavan ääni erämaassa: valmistakaa Herran tie. ἐτοιμάσατε akt. imperat. 1 aor. mon. 2 βοῶντος akt. part. prees. mask. yks. gen

ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας… (Mark. 1:4) Johannes tuli/oli kastaen erämaassa ja julistaen kääntymyksen kastetta βαπτίζων akt. part. prees. mask. yks. nom. βαπτίζω kastaa κηρύσσων akt. part. prees. mask. yks. nom. κηρύσσω julistaa

καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες (Mark. 1:5) Ja hänen luokseen tuli koko Juudean seutu ja kaikki jerusalemilaiset. ἐξεπορεύετο med. dep. ind. imperf. yks. 3 ἐκπορεύομαι lähteä (ulos) πᾶσα fem. yks. nom. πάντες mask. mon. nom. πᾶς, πᾶσα, πᾶν kaikki

καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες, καὶ ἐβαπτίζοντο ὑπ’ αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. (Mark. 1:5) … he tunnustivat syntinsä, ja Johannes kastoi heidät Jordanissa. (KR 92) ἐξομολογούμενοι med. part. prees. mask. mon. nom. ἐξομολογέω suostua, med. tunnustaa

οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ (Mark. 1:7) ἱκανός, ή, όν arvollinen κύπτω kumartua ὁ ἱμάς, ἱμάντος nauha τὸ ὑπόδημα sandaali En ole arvollinen kumartuen avaamaan hänen sandaaliensa nauhaa. κύψας akt. part. 1 aor. mask. yks. nom. κύπτω kumartua λῦσαι akt. inf. 1 aor. λύω irrottaa

ἐγὼ ἐβάπτισα ὑμᾶς ὕδατι (Mark. 1:8) Minä kastan/kastoin teitä vedellä ἐβάπτισα akt. ind. 1 aor. yks. 1 βαπτίζω kastaa ὕδατι ntri yks. dat. τὸ ὕδωρ vesi

ἐγὼ ἐβάπτισα ὑμᾶς ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν πνεύματι ἁγίῳ (Mark. 1:8) Minä kastoin teidät vedellä, mutta hän tulee kastamaan teidät pyhällä hengellä. ἐβάπτισα akt. ind. 1 aor. yks. 1 βαπτίζω βαπτίσει akt. ind. fut. yks. 3

Havainnon kohdetta kuvaava partisiippi partisiippi kuvaa lauseen objektin toimintaa εἶδεν σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον εἰς αὐτόν (Mark. 1:10) Hän näki taivaiden avautuvan ja hengen kyyhkysen tavoin laskeutuvan häneen. σχιζομένους pass. part. prees. mask. mon. akk. σχίζω jakaa, halkaista καταβαῖνον akt. part. prees. ntri yks. akk. καταβαίνω laskeutua

Käännä ja määrittele καὶ εὐθὺς τὸ πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον (Mark. 1:12) Ja heti henki heitti hänet ulos erämaahan τὸ πνεῦμα ntri. yks. nom. τὸ πνεῦμα henki ἐκβάλλει akt. ind. prees. yks. 3 ἐκβάλλω heittää (ulos)

μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν (Mark. 1:14) παραδίδωμι luovuttaa, kavaltaa, vangita ”Johanneksen tultua luovutetuksi/vangituksi”… Kun Johannes oli vangittu, Jeesus meni Galileaan… παραδοθῆναι pass. inf. 1 aor. παραδίδωμι

ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ (Mark. 1:14) Jeesus tuli Galileaan julistaen Jumalan evankeliumia κηρύσσων akt. part. prees. mask. yks. nom. κηρύσσω julistaa

ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται (pass. perf.!) ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· (Mk 1:14-15) Jeesus tuli Galileaan julistaen Jumalan ilosanomaa ja sanoen: aika on täyttynyt ja Jumalan valtakunta on tullut lähelle. ἤγγικεν akt. ind. perf. yks. 3 ἐγγίζω lähestyä

Imperatiivi, kertaus μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. (Mark. 1:15) Kääntykää ja uskokaa hyvä sanoma! μετανοεῖτε akt. imperat. prees. mon. 2 μετανοέω kääntyä, katua πιστεύετε akt. imperat. prees. mon. 2 πιστεύω uskoa

δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων (Mark. 1:17) ποιήσω akt. ind. fut. yks. 1 ποιέω γενέσθαι med. dep. inf. 2 aor. γίνομαι

καὶ εὐθὺς ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Mark. 1:18) ἀκολουθέω seurata Ja heti jättäen/jätettyään verkot he seurasivat häntä. ἠκολούθησαν akt. ind. 1 aor. mon. 3 ἀκολουθέω seurata ἀφέντες akt. part. k-aor. mask. mon. nom. ἀφίημι jättää

Perifrastinen partisiippi (εἰμί + part. laveana ilmauksena) ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς (Mark. 1:22) Sillä hän ”oli opettavana” heitä kuten ”vallan omistavana” eikä kuten kirjanoppineet  Sillä hän opetti heitä kuten se, jolla on valta, eikä kuten kirjanoppineet.

τί ἐστιν τοῦτο; τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ. (Mark. 1:27) Mitä tämä on? Hän käskee saastaisia henkiä ja ne tottelevat häntä. πνεύμασι ntri. mon. dat. τὸ πνεῦμα henki ἐπιτάσσει akt. ind. prees. yks. 3 ἐπιτάσσω käskeä (+ dat) ὑπακούουσιν akt. ind. prees. mon. 3 ὑπακούω totella

καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός (Mark. 1:31) κρατέω tarttua ὁ πυρετός kuume ἤγειρεν akt. ind. 1 aor(/imperf.) yks. 3 ἐγείρω herättää προσελθὼν akt. part. 2 aor. mask. yks. nom. προσέρχομαι tulla luo κρατήσας akt. part. 1 aor. mask. yks. nom. κρατέω tarttua ἀφῆκεν akt. ind. k-aor. yks. 3 ἀφίημι jättää

ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πὰντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους (Mark. 1:32) ἡ ὀψία ilta ἔδυ akt. ind. 2 aor. yks. 3 δύω/δύνω laskea (auringosta) κακῶς adv. ”pahasti” γενομένης med.dep. part. prees. fem. yks. gen ἔχοντας akt. part. prees. mask. mon. akk. ἔχω olla omistaa δαιμονιζομένους pass. part. prees. mask. mon. akk. δαιμονίζω riivata

καὶ ἐθεράπευσεν πολλοὺς (=monia) κακῶς ἔχοντας (Mark. 1:34) ἐθεράπευσεν akt. ind. 1 aor. yks. 3 θεραπεύω parantaa ἔχοντας akt. part. prees. mask. mon. akk. ἔχω olla, omistaa

οὐκ ἤφιεν λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ἤδεισαν αὐτόν (Mark. 1:34) ἤφιεν akt. ind. imperf. yks. 3 ἀφίημι jättää, antaa sallia ἤδεισαν akt. ind. pluskv.perf. mon. 3 οἶδα tietää

καὶ σπλαγχνισθεὶς ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἥψατο καὶ λέγει αὐτῷ ∙ θέλω, καθαρίσθητι (Mark. 1:41) σπλαγχνίζομαι sääliä ἐκτείνω ojentaa ἅπτομαι koskettaa καθαρίζω puhdistaa Tönkkö: ”Ja säälien, ojentaen kätensä hän kosketti ja sanoi hänelle: tahdon, puhdistu.” σπλαγχνισθεὶς pass. dep. part. 1 aor. mask. yks. nom ἐκτείνας akt. part. 1 aor. mask. yks. nom (likvida!) ἥψατο med. dep. ind. 1 aor. yks. 3 καθαρίσθητι pass. imperat. 1 aor. yks. 2

Infinitiivi, kertaus τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ θεός; (Mark. 2:7) ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς (Mark. 2:10) voi…antaa anteeksi, on valta…antaa anteeksi ἀφιέναι akt. inf. prees. ἀφίημι jättää, antaa anteeksi

Imperatiivi, kertaus ἔγειρε ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. (Mark. 2:9) ἆρον akt. imperat. 1 aor. αἴρω nostaa, kantaa (”nosta/kanna”) Nouse, nosta/kanna sänkysi ja mene kotiisi. ἔγειρε akt. imperat. yks. 2 ἐγείρω nousta, herätä ὕπαγε akt. imperat. yks. 2 ὑπάγω poistua, lähteä, mennä

τί ἐποίησεν Δαυὶδ ὅτε χρείαν ἔσχεν καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’αὐτοῦ; (Mark. 2:25 –muokattu) ἐποίησεν akt. ind. 1 aor. yks. 3 ποιέω tehdä ἔσχεν akt. ind. 2 aor. yks. 3 ἔχω olla, omistaa ἐπείνασεν akt. ind. 1 aor. yks. 3 πεινάω olla nälissään

καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. (Mark. 3:21) ἐξίστημι olla poissa tolaltaan κρατέω tarttua Ja kuultuaan hänen omaisensa tulivat ottamaan hänet haltuunsa. Sillä he sanoivat että hän on poissa tolaltaan. ἐξέστη akt. ind. j-aor. yks. 3 κρατῆσαι akt. inf. 1 aor.

καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη. (Mark. 3:24) μερίζω jakaa, pass. riitautua μερισθῇ pass. konj. 1 aor. yks. 3 σταθῆναι pass. inf. 1 aor. ἵστημι asettaa, nousta, kestää jne.

μι -verbit ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ· (Mk 4:11) Teille on annettu Jumalan valtakunnan salaisuus. δέδοται pass. ind. perf. yks. 3 δίδωμι

Pass. imperatiivin perfekti: UT:ssa vain Mk 4:39 (+ Ap. t. 15:29) καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησεν τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπεν τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. (Mark. 4:39) διεγερθεὶς pass. part. 1 aor. mask. yks. nom. διεγείρω herättää (pass. herätä) ἐπετίμησεν akt. ind. 1 aor. ἐπιτιμάω käskeä σιώπα akt. imperat. prees. yks. 2 σιωπάω vaieta πεφίμωσο pass. imperat. perf. yks. 2 φιμόω varustaa kuonokopalla ἐκόπασεν akt. ind. 1 aor. κοπάζω tyyntyä (tuuli)

ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάϊρος, καὶ πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ (Mark. 5:22) – ὁ πούς, ποδός jalka – Eräs synagogan johtajista, nimeltään Jairos, tuli ja heittäytyi hänen jalkoihinsa.

χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ (1 Kor. 1:3) χάρις fem. yks. nom. ἡ χάρις armo ἡ εἰρήνη rauha πατρὸς mask. yks. gen. ὁ πατήρ isä

εὐχαριστῶ τῷ θεῷ μου πάντοτε ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ θεοῦ τῇ δοθείσῃ ὑμῖν (1 Kor. 1:4) Kiitän Jumalaani aina Jumalan teille annetusta/antamasta armosta. δοθείσῃ pass. part. 1 aor. fem. yks. dat. δίδωμι

1 Kor 1:7 ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι niin että teiltä ei puuttuisi mitään armolahjaa ACI= accusativus cum infinitivo ὑμᾶς akk. mon. 2 pers. pron. ὑμεῖς, te ὑστερεῖσθαι pass. inf. prees. ὑστερέω, kärsiä puutetta μηδενὶ (3. dekl) ntri yks. dat. μηδείς, μηδεμία, μηδέν ei kukaan, ei mikään χαρίσματι (3. dekl) ntri yks. dat. τὸ χάρισμα armolahja

πιστὸς ὁ θεός, δι’ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (1 Kor. 1:9) πιστὸς uskollinen καλέω kutsua ἡ κοινωνία yhteys ἐκλήθητε pass. ind. 1 aor. καλέω kutsua harvinaisempi agenttirakenne διά + gen

παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα. (1 Kor. 1:10) Kehotan teitä, veljet, Herramme Jeesuksen Kristuksen nimen kautta, että puhuisitte kaikki samaa ja ettei keskuudessanne olisi riitoja. ὀνόματος ntri. yks. gen. τὸ ὄνομα nimi παρακαλῶ akt. ind. prees. yks. 1 παρακαλέω kehottaa λέγητε akt. konj. prees. mon. 2 λέγω sanoa ᾖ akt. konj. prees. yks. 3 εἰμί olla σχίσματα ntri. mon. nom. τὸ σχίσμα riita

μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; (1 Kor. 1:13) Ei kai Paavalia ristiinnaulittu teidän puolestanne? ἐσταυρώθη pass. ind. 1 aor. yks. 3. σταυρόω ristiinnaulita

1 Kor 1:17 οὐ γὰρ ἀπεστειλέν με Χριστὸς βαπτίζειν ἀλλὰ εὐαγγελίζεσθαι Sillä Kristus ei lähettänyt minua kastamaan vaan julistamaan evankeliumia ἀπεστειλέν akt. ind. 1. aor. yks. 3 ἀποστέλλω, lähettää βαπτίζειν akt. inf. prees. βαπτίζω, kastaa ἀλλά vaan εὐαγγελίζεσθαι med. inf. prees. εὐαγγελίζω, julistaa (evank.) finaalinen eli tarkoitusta ilmaiseva infinitiivi

Imperatiivi, kertaus βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, … (1 Kor. 1:26) κλῆσιν fem. yks. akk. (3 dekl) ἡ κλῆσις kutsuminen Katsokaa siis kutsumistanne, veljet, … βλέπετε akt. imperat. prees. mon. 2 βλέπω katsoa

Imperatiivi, kertaus ὁ καυχώμενος ἐν κυρίῳ καυχάσθω. (1 Kor. 1:30) καυχώμενος med. dep. part. prees. mask. yks. nom. καυχάομαι kerskata Se, joka kerskaa, kerskatkoon Herrasta. καυχάσθω med. dep. imperat. prees. yks. 3 καυχάομαι kerskata

σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου… (1 Kor. 2:6) Puhumme viisautta täydellisten keskuudessa, mutta emme tämän aikakauden viisautta σοφίαν fem. yks. akk. ἡ σοφία viisaus λαλοῦμεν akt. ind. prees. mon. 1 λαλέω puhua τελείοις mask. mon. dat. substantivoitu adjektiivista τέλειος, -α, -ον täydellinen αἰῶνος mask. yks. gen. ὁ αἰών aika(kausi)

λαλοῦμεν θεοῦ σοφίαν… ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν (perf!). εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν. (1 Kor. 2:7-8, lyh.) ἔγνωκεν akt. ind. PERF. yks. 3 γινώσκω tietää ἔγνωσαν akt. ind. j-aor. mon. 3 γινώσκω tietää huom. irreaalinen ehtolause! (s. 121)