πληροφορικη γ γυμνασιου Θέμα εργασίας : Τα λουλούδια της φύσης Καθηγητής: Βλασταρίδης Θεοχάρης Μαθητές: Ιορδανίδου Δέσποινα, Ιορδανίδου Σταματία
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
ΤΟΥΛΙΠΑ
Αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό η τουλίπα ανήκει στην τάξη Λειριώδη και στην οικογένεια Λειριοειδή. Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας . Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες. Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων. Οι τουλίπες είναι βολβόριζα φυτά και ο βολβός τους είναι ωοειδής και καλύπτεται από διάφορους μεμβρανοειδείς χιτώνες καστανού χρώματος. Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται με τους βολβούς αυτούς, οι οποίοι δημιουργούν υπόγεια ριζώματα και, με τη σειρά τους, τα ριζώματα αυτά νέους βολβούς, και έτσι μπορούν να δημιουργηθούν ολόκληρες αποικίες. Τα φύλλα της τουλίπας είναι μακριά και σαρκώδη, αυλακωτά με σχήμα λογχοειδές ή ωοειδές. Από το κέντρο των φύλλων βγαίνει ένας μακρύς βλαστός που φτάνει σε ύψος τα 70 εκατοστά και φέρει στην κορυφή του ένα μόνο μεγάλο άνθος, σχήματος κυπέλλου, μονόχρωμο σε ποικίλους χρωματισμούς. Τα κύρια χρώματα των ανθέων της τουλίπας είναι το κίτρινο και το κόκκινο, αλλά βρίσκουμε και λευκά, πορφυρά και ροζ άνθη. Ο καρπός της τουλίπας είναι κάψα τριγωνικού σχήματος που φέρει πολλά μικρά σπόρια. Οι τουλίπες φύονται σε βραχώδεις περιοχές, ορεινές και ημιορεινές, εκεί όπου αναπτύσσονται και άλλα ποώδη φυτά. Ορισμένα είδη τουλίπας έχουν σχέση με καλλιεργούμενες περιοχές, ιδιαίτερα αυτές όπου φύονται και σιτηρά. Μεγάλες οργανωμένες καλλιέργειες του φυτού βρίσκονται στην Ολλανδία, που καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις γι' αυτό η Ολλανδία ονομάζεται και ‘’χώρα της τουλίπας’’.
Τα είδη τουλίπας στην Ελλάδα Στην Ελλάδα βρίσκονται σαν αυτοφυή 9 είδη. Τα πιο σημαντικά είναι: 1.-Τουλίπα η Βοιωτική. Θεωρείται η πιο ωραία από τις Ελληνικές τουλίπες. Τα άνθη της είναι σχήματος κουδουνιού , και εσωτερικά έχουν βαθύ πορφυρό χρώμα με μία στενή ζώνη χρυσοκίτρινου χρώματος. Βρίσκεται σε περιοχές της Πελοποννήσου και στην κεντρική Ελλάδα ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά. Καλλιεργείται επίσης σαν ωραίο καλλωπιστικό φυτό σε κήπους και διάφορα πάρκα. 2.-Τουλίπα η αυστραλιανή ή πρώιμη. Έχει στενά φύλλα και χρυσοκίτρινα εσωτερικά άνθη , κόκκινα εξωτερικά. Ανθίζει κατά τους μήνες Απρίλιο-Ιούνιο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. 3.- Τουλίπα της Κρήτης. Το φυτό φτάνει σε ύψος τα 15 εκατοστά , έχει 2-3 λεία φύλλα επίπεδα , ενώ τα άνθη της είναι κατάλευκα με ροζ άκρες. Βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Κρήτης, κυρίως σε βουνά, αλλά και σε χαμηλότερα ημιορεινά. 4.-Τουλίπες της Χίου Στην Χίο φύονται τέσσερα είδη Τουλίπας, τα τρία από τα οποία φύονται αποκλειστικά στην Χίο. Οι ντόπιοι τις ονομάζουν Λαλάδες
ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
Αγγειόσπερμο, δικότυλο, ποώδες φυτό η παπαρούνα ανήκει στην τάξη των Μηκωνωδών και στην οικογένεια Μηκωνοειδών. Οι παπαρούνες βρίσκονται στις Εύκρατες και ψυχρές περιοχές της γης. Χαρακτηριστικά τους είναι τα φύλλα τους , που είτε αναπτύσσονται μέσα σε λοβό είτε είναι κομμένα σε διάφορα μέρη, διασκορπισμένα ,η ύπαρξη ενός γαλακτικού υγρού στο βλαστό , καθώς και τα μεγάλα τους άνθη που φύονται μεμονωμένα σε μίσχους άφυλλους ή σε φυλλώδης βλαστούς. Ο καρπός της παπαρούνας είναι πολύσπερμη κάψα. Υπάρχουν πολλά είδη παπαρούνας (100 περίπου) που είτε είναι αυτοφυή λουλούδια των αγρών είτε καλλιεργούνται. Το πιο σημαντικό είδος του γένους είναι η Μήκων η υπνοφόρος γνωστή με τις ονομασίες παπαρούνα και αφιόνι. Είναι ιθαγενές της Ελλάδας, ετήσιο φυτό που ανθίζει την άνοιξη. Τα φύλλα της είναι οδοντωτά ασημοπράσινα και τα άνθη της είναι πλατιά κυανοπορφυρά. Το φυτό καλλιεργείται για τους καρπούς του που από το χυμό τους λαμβάνεται το όπιο και για τα σπόρια του, που δεν έχουν υπνωτικές ιδιότητες, και χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό και ζωοτροφή. Αυτό το είδος παπαρούνας είναι γνωστό από την αρχαιότητα και τα σπόρια της τα χρησιμοποιούσαν σαν μπαχαρικό από τα αρχαία χρόνια. Τέτοια σπόρια βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν σε παραλίμνιους οικισμούς στην Ελβετία. Άλλες ποικιλίες καλλιεργούνται για τα πολύχρωμα άνθη τους και είναι καλλωπιστικά φυτά σε κήπους και πάρκα. Πάντως το πιο γνωστό είδος στην Ελλάδα είναι η κοινή παπαρούνα των αγρών, επιστημονική ονομασία παπαρούνα rhoeas ,μικρό λουλούδι, με κόκκινα άνθη ,μαύρα στη βάση τους, που ανθίζουν την άνοιξη, δίνοντας μαζί με τις μαργαρίτες ένα χαρακτηριστικό χρώμα στην Ελληνική ύπαιθρο.
ΓΙΑΣΕΜΙ
Το γιασεμί ή ίασμος είναι γένος αγγειόσπερμων, δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ελαιοειδών. Υπάρχουν 300 περίπου είδη που απαντώνται στις εύκρατες και θερμές χώρες της γης . Είναι αναρριχώμενος θάμνος, συνήθως αειθαλής αλλά και φυλλοβόλος. Τα φύλλα του εναλλάσσονται είναι απλά ή τρίφυλλα και πτερωτά. Τα άνθη του είναι λευκά στα περισσότερα είδη αλλά και κίτρινα, λευκά-ροζ, ροζ, γαλάζια και μπλε. Είναι αρωματικά και αναδύουν ένα γλυκό πολύ ευχάριστο άρωμα. Ο καρπός του γιασεμιού είναι ράγα με 2 λοβούς. Είναι διακοσμητικό φυτό και καλλιεργείται σε γλάστρες και κήπους. Το γιασεμί πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό, με μοσχεύματα ή με καταβολάδες. Είναι ευαίσθητο στο δυνατό κρύο και τον παγετό ενώ αγαπά τη ζέστη και τη μεγάλη ηλιοφάνεια. Εκτός από διακοσμητικά μερικά είδη του καλλιεργούνται για βιομηχανικούς σκοπούς και χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρωματοποιία. Η καλλιέργεια των ειδών αυτών γίνεται κοντά σε παραθαλάσσιες περιοχές, γιατί η θαλάσσια αύρα είναι ευεργετική για την ανάπτυξη τους. Οι ρίζες του γιασεμιού δεν αναπτύσσονται πολύ ούτε διεισδύουν βαθιά στο έδαφος. Είναι πολυετές φυτό και χρησιμοποιεί το έδαφος μακροχρόνια και η καλλιέργεια του διαρκεί γύρω στα 15 χρόνια. Τα άνθη του αναπτύσσονται από τον πρώτο χρόνο αλλά είναι λίγα ενώ σημαντική παραγωγή λουλουδιών έχουμε από τον τρίτο χρόνο. Τα είδη των γιασεμιών που φυτεύονται σε αγρούς χρειάζονται αρκετό πότισμα όταν η περίοδος των βροχών σταματήσει. Το έδαφος πρέπει να λιπαίνεται με διάφορα λιπάσματα και κοπριά, ενώ το φυτό χρειάζεται κλάδεμα και αφαίρεση των ξερών βλαστών και φύλλων. Η συλλογή των λουλουδιών γίνεται τις πρώτες πρωινές ώρες και τους μήνες Ιούνιο έως Οκτώβριο. Από το γιασεμί εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο γνωστό με την ονομασία γιασμινέλαιο. Για την εξαγωγή αυτού του ελαίου χρησιμοποιούνται 2 μέθοδοι, η απόσταξη και η εκχύλιση. Η Γαλλία είναι πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή γιασμινελαίου. Ακολουθούν η Κίνα, η Ιταλία, η Αίγυπτος και η Ελλάδα.
Τα σπουδαιότερα είδη του γιασεμιού είναι: 1-Φρούτικανς . Βρίσκεται αυτοφυές στην Ελλάδα στις περιοχές της Μεσογείου και στη δυτική Ασία. Είναι αειθαλής θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 2 μέτρα. Έχει κίτρινα άνθη, βρίσκονται δε στις κορυφές των κλαδιών που είναι αρκετά σκληρά και εύθραυστα. 2-Οφισινάλις. Θάμνος με όρθιο, λείο και αποξυλωμένο βλαστό. Κατάγεται από το Ιράν και τα Ιμαλάια και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στο ψύχος. Υπάρχουν μορφές ποικιλόφυλλες με διπλά άνθη. Το γιασεμί οφισινάλις είναι η κύρια πηγή του γιασμινέλαιου. 3-Χιουμίλ. Θάμνος που έρπει και ο βλαστός του φτάνει και τα 7 μέτρα μήκος. Τα κλαδιά του είναι λεία, τα φύλλα του αρκετά παχιά και τα άνθη του σχηματίζουν πυκνές ταξιανθίες. Είναι ανθεκτικός στις χαμηλές θερμοκρασίες των εύκρατων περιοχών. 4-Μεγαλοανθής. Θάμνος με ασιατική καταγωγή, πατρίδα του θεωρείται η Μαλαισία όπου παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σε εορτές και τελετές. Καλλιεργείται στις νότιες περιοχές της Γαλλίας ,στην Αίγυπτο τη Σικελία, τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη για την παραγωγή του γιασμινελαίου. Στην Ελλάδα είναι γνωστό και ως γιασεμί της Χίου. Από το βλαστό του κατασκευάζονται πίπες ανατολίτικου τύπου πολύ καλής ποιότητας. 5-Μπουγαρίνι ή φούλι. Θάμνος αναρριχώμενος που φτάνει σε μεγάλο ύψος. Τα κλαδιά του σχηματίζουν πολλές γωνίες και τα φύλλα του είναι μεγάλα με νευρώσεις. Τα άνθη του είναι μεγάλα ,λευκά με εξαιρετικό άρωμα. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό και για την παρασκευή του έξοχου ομώνυμου αρώματος, ενώ μία μορφή του με διπλά άνθη έχει την ονομασία γκραντούκα τα άνθη του, δε, χρησιμοποιούνται στο αρωματικό τσάι.
ΓΑΡΔΕΝΙΑ
Η γαρδένια είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Ερυθροδανοειδών της τάξης των Ερυθροδανωδών. Υπάρχουν 250 περίπου είδη που είναι αειθαλείς θάμνοι και μικρά δέντρα. Προέρχεται από την Αφρική και την Ασία. Τα περισσότερα είδη καλλιεργούνται σαν καλλωπιστικά, κυρίως για τα μεγάλα άνθη με τη θαυμάσια μυρωδιά τους. Το γνωστότερο είδος είναι η γαρδένια η Ιασμινοειδής ή κοινή γαρδένια. Θάμνος που φτάνει το 1,5 μέτρο ύψος με πλούσιο φύλλωμα που αποτελείται από ωραία στρογγυλά ή λογχοειδή λαμπερά πράσινα φύλλα και μεγάλα συνήθως διπλά , λευκά , ελαφρώς κηρώδη άνθη με το έξοχο άρωμα τους. Στην Ελλάδα ήρθε από τη Νότια Αφρική και είναι από τα πιο γνωστά και αγαπητά καλλωπιστικά φυτά. Ανήκει στα οξύφυλλα φυτά (καμέλια, ορτανσία, αζαλέα) και δεν ευδοκιμεί σε ασβεστώδες έδαφος, αλλά σε ελαφρώς όξινο. Το καλύτερο χώμα για τη γαρδένια είναι το καστανόχωμα. Καλλιεργείται σε γλάστρες και θερμοκήπια, όπου μπορεί να παράγει λουλούδια όλο το χρόνο. Σε φυσικό περιβάλλον ανθίζει από τα τέλη της άνοιξης και ως στις αρχές του φθινοπώρου. Η γαρδένια είναι εξαιρετικά ευαίσθητο φυτό. Είναι κατάλληλη κυρίως για παραθαλάσσιες περιοχές. Το χειμώνα δεν αντέχει το ψύχος και θέλει προστασία , ενώ όταν ο καιρός δεν είναι ψυχρός διατηρείται όλο το χρόνο. Η πιο καλή θερμοκρασία για το φυτό είναι οι 10°-13° C βαθμοί. Ο χώρος πρέπει να είναι απάνεμος, φωτεινός και να υπάρχει καλός αερισμός. Το καλοκαίρι δεν αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες και πρέπει να τοποθετείται σε σκιερό μέρος. Διατηρείται και σε μερική έκθεση στον ήλιο αρκεί να υπάρχει αρκετή υγρασία στην ατμόσφαιρα
ΚΡΙΝΟΣ
Τo Κρίνo (επιστ. Λείριoν, Lilium) είναι μία μεγάλη κατηγορία ιδιαίτερα όμορφων αγριολούλουδων με παγκόσμια εξάπλωση. Στην Ελλάδα υπάρχουν 5 είδη κρίνων, τα περισσότερα στη Βόρεια Ελλάδα. Το είδος περιλαμβάνει μονοετή, διετή και πολυετή φυτά με ύψος που αγγίζει και το 1 μέτρο. Αναπτύσσονται σε μέσα ή μεγάλα υψόμετρα. Τα κρίνα είναι βολβώδη φυτά. Έχουν συνήθως ψηλό βλαστό με άνθος στην κορυφή. Το άνθος τους αποτελείται συνήθως από έξι πέταλα και είναι στραμμένο με μία ελαφριά κλίση προς το έδαφος. Έχει έντονα χρωματισμένους κίτρινους ανθήρες. Τα περισσότερα είδη κρίνων ανθίζουν κατά την διάρκεια της άνοιξης και κάποια προς το τέλος του καλοκαιριού. Από τα γνωστότερα είδη κρίνου είναι το Λείριον το πάλλευκο (Lilium candidum) που είναι περισσότερο γνωστό ως "κρινάκι της Παναγίας". Έχει ύψος μέχρι ένα μέτρο και λευκό άνθος. Πολύ εντυπωσιακό ενδημικό είδος της Ελλάδας είναι το Λείριον της Ροδόπης (Lilium rhodopaeum). Είναι ψηλό φυτό, με ύψος περίπου ένα μέτρο με εντυπωσιακό κίτρινο μεγάλο άνθος. Ανθίζει την περίοδο της άνοιξης και συναντάται μόνο στην οροσειρά της Ροδόπης.
ΟΡΤΑΝΣΙΑ
Η ορτανσία είναι δικοτυλήδονο φυτό, που ανήκει στην οικογένεια Υδραγγεΐδες .To γένος Υδραγγεία περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη, που ευδοκιμούν στην Κεντρική και στην Ανατολική Ασία, κυρίως στην Κίνα και στις περιοχές των Ιμαλαΐων, όπως επίσης και στην αμερικανική ήπειρο. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό . Είναι θαμνώδες, φυλλοβόλο φυτό. Έχει μεγάλα φύλλα μήκους έως 15 εκατοστά, σχήματος καρδιάς με οδοντωτή περιφέρεια. Οι ταξιανθίες της είναι πλούσιες, και σφαιρικές. Αποτελούνται από πολλά ροζ, κόκκινα, μοβ, μπλε και λευκά άνθη. Το χρώμα στα άνθη της καθορίζεται κυρίως από τη γενετική σύσταση του φυτού αλλά και από το έδαφος, όμως μία αλλαγή χρωματισμού μπορεί να επιτευχθεί και με διάφορους εμβολιασμούς. Η ορτανσία καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό φυτό σε γλάστρες και κήπους . Στην Ιαπωνία αποξηραμένα πέταλα των ανθών προστίθενται στο τσάι δημιουργώντας την ποικιλία τσαγιού «ορτανσία». Στην Ελλάδα η καλλιέργεια γίνεται κυρίως στην Αττική και το φυτό έρχεται σε ανθοπωλεία ανθισμένο σε γλάστρες από το χειμώνα μέχρι τον Μάιο Είναι ένας μικρός, θάμνος ύψους 0,40 εκ. έως 2,50 μ. Τα φύλλα είναι ωοειδή ή ελλειπτικά, αιχμηρά στην κορυφή πριονωτά, και έχουν μήκος 10-20 εκ. Τα άνθη είναι λευκά ή ρόδινα. Σχηματίζουν σφαιρικές, φοβοειδείς ή κορυμβόμορφες ταξιανθίες. Ευδοκιμεί σε διάφορα εδάφη, όχι όμως υγρά. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα. Κυριότεροι εχθροί της είναι το ωίδιο, ο μύκητας Ασκόχυτος και άλλα
ΑΝΕΜΩΝΗ
Η ανεμώνη ή ανεμώνα είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, ανήκει δε στην οικογένεια των Bατραχιοειδών της τάξης των Bατραχιωδών. Είναι εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε σαν αυτοφυής είτε σαν καλλιεργούμενη , αλλά βασικά βρίσκεται στις δασικές εκτάσεις και τα λιβάδια των βόρειων και εύκρατων περιοχών. Η ονομασία ανεμώνη προέρχεται από τη λέξη άνεμος εξ αιτίας της υπόθεσης που έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες ότι τα φυτά αυτά άνθιζαν μόνον όταν φυσούσε άνεμος. Υπάρχουν 150 περίπου είδη ανεμώνης. Πολλές ποικιλίες καλλιεργούνται σε κήπους και πάρκα για τα όμορφα άνθη τους. Από τα αυτοφυή είδη αρκετά είναι δηλητηριώδη
Τα κυριότερα είδη ανεμώνης είναι: Από τα καλλιεργούμενα καλλωπιστικά είδη το πιο γνωστό είναι η ανεμώνη κορωνάρια. Το φυτό ανθίζει το χειμώνα και το καλοκαίρι ξεραίνονται οι βλαστοί του ενώ πολλαπλασιάζεται με κονδύλους. Η λίπανση θεωρείται απαραίτητη για την καλή παραγωγή ανθέων, ενώ η νυχτερινή θερμοκρασία πρέπει να είναι γύρω στους 5-6 βαθμούς με αρκετή υγρασία. Τα άνθη της ανεμώνης αυτής είναι δύο ειδών, είτε διπλά , είτε πολλαπλά όπως τα χρυσάνθεμα. Έχουμε διάφορους χρωματισμούς , κόκκινα άνθη, ροδόχρωμα, κίτρινα, ροζ, μπλε-ιώδη. Ανεμώνη η ταόμορφος. Πολύ κοινή στην Ελλάδα, φύεται σε λιβάδια και χωράφια. Πολυετές, ποώδες φυτό με ρίζα κονδυλώδη, ανθίζει την άνοιξη και τα άνθη της έχουν έντονο κόκκινο χρώμα. Ανεμώνη η δασόφιλος. Πολυετές, ποώδες φυτό με ισχυρό ρίζωμα που έρπει. Τα άνθη της έχουν λευκό χρώμα και βγαίνουν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο. Φύεται σε δάση και χαράδρες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ανεμώνη η κηπαία. Χνουδωτό, ποώδες φυτό έχει κονδυλώδες ρίζωμα. Τα φύλλα της ανεμώνης αυτής είναι παλαμοειδή και φέρουν 3 λοβούς. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε πάρκα και κήπους. Τα άνθη της έχουν χρώμα γαλάζιο, κόκκινο ή λευκό. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι η άγρια ανεμώνη της αρχαίας Ελλάδας. Ανεμώνη η πουλσατίλη. Ονομάζεται και ανεμώνη της Λαμπρής. Έχει τριχωτούς και μεταξωτούς βλαστούς και βρίσκεται σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Έχει πολυάριθμα μικρά φυλλαράκια σχισμένα σε ταινίες και μεγαλύτερα φτερωτά φύλλα. Καλλιεργείται και σαν καλλωπιστικό σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές. Ανεμώνη η μαλακή. Βρίσκεται σε διάφορες περιοχές της Ασίας και κυρίως στην Ιαπωνία. Τρώγεται και σαν σαλατικό, καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε γλάστρες. Ανεμώνη η Ιαπωνική. Με καταγωγή από την Κίνα και την Ιαπωνία είναι πολύ διαδεδομένο καλλωπιστικό στις περιοχές αυτές
ΟΡΧΙΔΕΑ
Οι Ορχιδέες είναι καλλωπιστικά μονοκοτυλήδονα φυτά τα οποία συνθέτουν την οικογένεια των Ορχεοειδών, τη μεγαλύτερη των ανθοφόρων φυτών (Αγγειόσπερμων). Στον κατάλογο του Βασιλικού Βοτανικού Κήπου του Kew βρίσκονται 880 γένη και σχεδόν 22.000 είδη ορχιδέας. Ο συνολικός αριθμός των ειδών ορχιδέας σ' όλον τον πλανήτη εκτιμάται γύρω στις 25.000, αλλά διαφωνίες ταξινόμησης μεταξύ των ειδικών κάνουν αδύνατο για την ώρα τον προσδιορισμό του ακριβή αριθμού των ειδών της οικογένειας. Τα μεγαλύτερα γένη της οικογένειας είναι τα ακόλουθα: Βολφόφυλλα (~2.000 είδη) Επίδεντρα (~1,500 είδη) Δεντρόβια (~1.400 είδη) Πλευροθαλή (~1.000 είδη) Επίσης είναι εξαιρετικά δημοφιλή τα ακόλουθα καλλιεργούμενα γένη: Βανίλια Όρχις Φαλαίνοψις Καττλέυα Από την εισαγωγή τροπικών ειδών κατά τον 19ο αιώνα, οι κηπουροί έχουν δημιουργήσει πάνω από 100.000 υβρίδια και ποικιλίες.
Οι ορχιδέες είναι κοσμοπολίτικες, καταλαμβάνοντας σχεδόν κάθε οικοσύστημα, εκτός από ερήμους και παγοκαλύμματα. Η πλειοψηφία των ειδών της όμως φύεται στις τροπικές χώρες, κυρίως στην Ασία και την Κεντρική και Νότια Αμερική. Βρίσκονται ακόμη πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο, στη Νότια Παταγωνία, ακόμη και στο Μακάριο Νησί, κοντά στην Ανταρκτική. Η κατανομή των γενών της αποδίδεται περίπου από την παρακάτω λίστα: Τροπική Ασία: 260-300 γένη. Τροπική Αμερική: 250-270 γένη. Τροπική Αφρική: 230-270 γένη. Ωκεανία: 50-70 γένη. Ευρώπη και μέση Ασία: 40-60 γένη. Βόρεια Αμερική: 20-25 γένη. Η ταξινόμηση της οικογένειας ορχιδέων εξελίχθηκε αργά τα τελευταία 150 χρόνια, αρχίζοντας με τον Λινναίο, που το 1753 αναγνώρισε 8 γένη. Ο ντε Ζισιέ αναγνώρισε με τη σειρά του ότι οι ορχιδέες αποτελούν ολόκληρη ξεχωριστή οικογένεια το 1789. Ο Όλοφ Σβαρτς αναγνώρισε 25 γένη το 1800. Ο Λουί Κλοντ Ρισάρ το 1817 δημοσίευσε μια περιγραφική ορολογία για τις ορχιδέες. Το επόμενο βήμα στην ταξινόμηση έγινε την περίοδο 1830-1840 από τον Τζον Λίντλεϊ που αναγνώρισε 4 υποοικογένειες. Γενικά θεωρήθηκε ως ο «πατέρας της ταξινόμησης των ορχιδέων». Το επόμενο σημαντικό βήμα έγινε από τον Τζορτζ Μπένθαμ το 1881 με μια νέα ταξινόμηση, αναγνωρίζοντας περιγραφές για πρώτη φορά. Οι επόμενες μεγάλες συνεισφορές έγιναν από τους Φίτσερ (Pfitzer) (1887), Σλέχτερ (1926), Μάνσφελντ (1937), Ντρέσλερ και Ντόντσον (1960), Γκαράι (1960, 1972), Φερμόιλεν (1966), ξανά Ντρέσλερ (1981) και Μπερνς-Μπάλο και Φανκ (1986).
ΙΒΙΣΚΟΣ
Αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό ο ιβίσκος ανήκει στην τάξη Μαλαχώδη και στην οικογένεια Μαλαχοειδή με 200 είδη δέντρων , ποωδών φυτών και θάμνων. Η καταγωγή του είναι από την Ανατολική Ασία. Τα φύλλα του έχουν νευρώσεις, εναλλάσσονται και έχουν μίσχους. Τα άνθη του έχουν 5 μεγάλα πέταλα είναι σε σχήμα κώνου και έχουν χρωματισμούς κόκκινους, λευκούς, ροζ και κίτρινους. Τα περισσότερα είδη είναι θάμνοι και καλλωπιστικά φυτά. Ένα είδος ιβίσκου είναι και η μπάμια. Το πιο κοινό είδος είναι ο ιβίσκος ο συριακός, φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο καλλωπιστικό με πολύ ωραία μεγάλα άνθη, λευκού, μωβ, ή ρόζ χρώματος. Ανθίζει το καλοκαίρι. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, τριγωνικά και οδοντωτά. Συνήθως φυτεύεται κατά μήκος των δρόμων. Ευαίσθητος στο ψύχος αγαπά τα ηλιόλουστα μέρη, ενώ είναι ανθεκτικός στην ξηρασία. Πολλαπλασιάζεται κυρίως με μοσχεύματα, παραφυάδες και καταβολάδες. Ο ιβίσκος ο καννάβινος είναι ποώδες μονοετές φυτό φτάνει σε ύψος τα 3,5 μέτρα τα φύλλα του συγκεντρώνονται στις κορυφές των βλαστών. Τα άνθη του είναι κίτρινα και στο κέντρο τους μοβ, βγαίνουν δε από τις μασχάλες των φύλων. Το φυτό είναι ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας και καλλιεργείται σε περιοχές της Αφρικής για τις κλωστικές ίνες που βγαίνουν από το φλοιό του , γνωστές με την ονομασία κέναφ ή κάνναβιτης Βομβάης. Οι καλλίτερης ποιότητας ίνες λαμβάνονται την περίοδο της ανθοφορίας του φυτού. Έχουν μήκος 1 μέτρο χρώμα κιτρινωπό και εξαιρετική ανθεκτικότητα. Με αυτές κατασκευάζονται ανθεκτικά σακιά, σχοινιά και χαλιά. Από τα σπόρια του παρασκευάζονται ζωοτροφές. Ο ιβίσκος ο σινικός καλλιεργείται στην Κίνα και χρησιμοποιείται στην παρασκευή χαρτιού. Καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό για τα μεγάλα, συνήθως κόκκινα, άνθη του. Ο ιβίσκος της Ερυθραίας καλλιεργείται για τα άνθη του από τα οποία παρασκευάζεται αφέψημα χωνευτικό και τονωτικό. Κοινό καλλωπιστικό φυτό είναι και ιβίσκος ρόζα ή κινέζικη τριανταφυλλιά που φτάνει σε ύψος τα 4 μέτρα και καλλιεργείται για τα μεγάλα , όμορφα κωνικά του άνθη σε ποικιλία χρωμάτων. Το φυτό έχει υποστεί πολλές διασταυρώσεις και σήμερα υπάρχουν περίπου 800 είδη καλλιεργούμενων ποικιλιών. Ο ιβίσκος ο τρισχιδής είναι μονοετές φυτό με πολλές διακλαδώσεις των βλαστών του που φέρουν πολλές τρίχες.. Τα άνθη του έχουν χρώμα κόκκινο , λευκό ή κίτρινο και ανοίγουν όταν είναι στον ήλιο ενώ κλείνουν όταν είναι στη σκιά.
ΑΝΘΟΥΡΙΟ
Το ανθούριο είναι γένος φυτών με πάνω από 700 είδη και ανήκει στην οικογένεια των Αροΐδών. Από τα δάση της τροπικής Αμερικής προερχόμενο , ανακαλύφτηκε από τον βοτανικό Heinrich Wilhelm Schott το 1829. Πολυετή φυτά , ποώδη , αναρριχώμενα και έρποντα με μακριά και πλατιά φύλλα. Τα ανθούρια με το πολύ πλούσιο φύλλωμα τους και τα χρωματιστά μεγάλα άνθη τους που μοιάζουν με κρίνα είναι σήμερα από τα πολύ κοινά διακοσμητικά φυτά εσωτερικού χώρου. Στις ταξιανθίες τους βρίσκει κανείς μεγάλη ποικιλία εντυπωσιακών χρωματισμών
ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ
Χρυσάνθεμα, που συχνά αποκαλείται μαμάδες ή chrysanths, είναι του γένους Chrysanthemum αποτελούν περίπου το 30 είδη πολυετών ανθοφόρων φυτών της οικογένειας Asteraceae που είναι εγγενές στην Ασία και τη βορειοανατολική Ευρώπη . Το όνομα Chrysanthemum προέρχεται από την ελληνική, Χρυσό (χρυσό) και anthos (λουλούδι). Το γένος περιλαμβάνεται μία φορά το μεγαλύτερο αριθμό ειδών, αλλά διασπάστηκε πριν από πολλές δεκαετίες σε διάφορα γένη. The naming of the genera has been contentious, but a ruling of the International Code of Botanical Nomenclature in 1999 resulted in the defining species of the genus being changed to Chrysanthemum indicum , thereby restoring the economically important florist's chrysanthemum to the genus Chrysanthemum . Η ονομασία του γένους έχει συναντήσει σημαντικές αντιδράσεις, αλλά μια απόφαση του Διεθνούς Κώδικα Βοτανικής Ονοματολογίας , το 1999 είχε ως αποτέλεσμα τη καθορισμό των ειδών του γένους να αλλάξει για να indicum Chrysanthemum, ώστε να αποκατασταθεί οικονομικά σημαντική ανθοκόμου χρυσάνθεμο το να του γένους Chrysanthemum. During the period between the splitting of the genus and the ICBN ruling, these species have customarily been included under the genus name Dendranthema . Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της διάσπασης του γένους και την απόφαση ICBN, τα είδη αυτά συνήθως έχουν συμπεριληφθεί στο όνομα του γένους Dendranthema. The other species previously included in the narrow view of the genus Chrysanthemum are now transferred to the genus Glebionis . Τα άλλα είδη που είχαν προηγουμένως συμπεριληφθεί στην στενή θεώρηση του γένους Chrysanthemum τώρα μεταφέρονται στο γένος Glebionis. Chrysanthemum Τα ποώδη πολυετή φυτά με αύξηση έως και 50-150 εκατοστά, με βαθιά λοβωτά φύλλα με τα μεγάλα κεφάλια λουλούδι που είναι γενικά άσπρο, κίτρινο ή ροζ στο φυσικό περιβάλλον και είναι η προτιμώμενη διατροφή των προνυμφών ορισμένων λεπιδοπτέρων ειδών - βλέπε λίστα των Λεπιδόπτερα που τροφοδοτούν σχετικά με χρυσάνθεμα.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Το τριαντάφυλλο ανήκει στο γένος των ρόδων, της οικογένειας των ροδιδών της κλάσεως των δικοτυλήδονων. Στην Ελλάδα ευδοκιμούν τα 18 από τα 380 είδη. Τα φύλλα των τριαντάφυλλων είναι φτερωτά , επαλλάσσοντα και από το μίσχο τους εκφύονται παράφυλλα. Τα αρωματικά άνθη τους στα άγρια είδη έχουν πέντε πέταλα και πέντε σέπαλα, ενώ στα εξευγενισμένα είδη έχουν πάρα πολλά πέταλα. Τα καρπόφυλλα είναι κλεισμένα μέσα στο υπάνθιο, που έχει σχήμα στάμνας. Από τα φύλλα τους εξάγεται το ροδέλαιο. Τα τριαντάφυλλα σχηματίζουν εξαιρετικές ανθοδέσμες, που τοποθετούνται μέσα σε ανθοδοχεία και διατηρούνται πολλές ημέρες.