Οι θεωρίες για τον λόγο και την ιδεολογία στο πλαίσιο του δομισμού και μεταδομισμου
Τι είναι η «γλωσσική στροφή» στη θεωρία; Τόσο οι κοινωνικές επιστήμες όσο και η θεωρία λογοτεχνίας επηρεάστηκαν δραστικά από τη θεωρητική επανάσταση που έφερε ο δομισμός, που βασίστηκε στη δομιστική γλωσσολογική θεωρία του Φερντινάν ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure, 1857-1913) και στις μεταγενέστερες επεξεργασίες αυτής της θεωρίας. Ο δομισμός προβληματοποίησε τη σχέση της γλώσσας και του λόγου με τον κόσμο. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Βασικές αρχές του δομισμού Πρώτον: Το γλωσσικό «σημείο» είναι αυθαίρετο. Το σημείο αποτελείται από το «σημαίνον» και το «σημαινόμενο». Οι λέξεις είναι «σημαίνοντα» που συνδέονται με «σημαινόμενα»: δηλαδή η κάθε λέξη σημαίνει κάτι, έχει ένα σημαίνον, μία σημασία. Αλλά η σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου είναι μία αυθαίρετη κοινωνική σύμβαση: Δεν υπάρχει κανένας εγγενής λόγος για μία λέξη (δηλαδή ένα σύνολο ήχων) να σημαίνει αυτό που σημαίνει, γι αυτό εξάλλου διαφορετικές γλώσσες έχουν άλλα σημαίνοντα (λέξεις) για τα ίδια σημαινόμενα. «K α ρ έ κ λ α», ή «chair» ή «chaise” είναι διαφορετικά σημαίνοντα που σημαίνουν όλα το ίδιο, στην ελληνική, την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Προσοχή: το σημαίνον είναι η έννοια «καρέκλα» που έχουμε στο μυαλό μας, όχι το αντικείμενο. Το «αναφερόμενο», δηλαδή το αντικείμενο καρέκλα είναι εκτός του γλωσσικού σημείου. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Έτσι, πολύ απλά, τα σημεία δεν είναι τα πράγματα Έτσι, πολύ απλά, τα σημεία δεν είναι τα πράγματα. Η γλώσσα και η λογοτεχνία στον δομισμό αντιμετωπίζονται ως συστήματα σημείων που λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητα και αυτόνομα από την πραγματικότητα. Δεύτερον (σε συνέχεια του πρώτου): Τα σημεία παράγουν νόημα όχι επειδή αναφέρονται στα πράγματα αλλά επειδή διαφέρουν από άλλα σημεία που ανήκουν στην ίδια «αλυσίδα» ή διαφοροποιητικό δίκτυο. Το σημείο «πολυθρόνα» έχει το νόημα που έχει μέσω της διαφοράς του από το σημείο «καρέκλα» ή το σημείο «καναπές». Τα σημεία «κόρη», «γυναίκα», «σύζυγος», «γεροντοκόρη», έχουν νόημα επειδή μπορούν να συγκριθούν και να συσχετισθούν μεταξύ τους. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αντιθέσεις ανάμεσα σε σημεία (πνεύμα-σώμα, άσπρο-μαύρο, γυναίκα-άνδρας, κλπ.). Αυτά τα λεγόμενα «αντιθετικά δίπολα» είναι θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τη λογοτεχνική κριτική. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Τρίτον: Για τον δομισμό, η γλώσσα σε μεγάλο βαθμό συνιστά τον κόσμο, δεν καταγράφει απλώς πράγματα που προϋπάρχουν αυτής. Το νόημα αποδίδεται πάντοτε στα αντικείμενα από το ανθρώπινο μυαλό που σκέφτεται μέσω της γλώσσας που έχει μάθει. Έτσι αναδύονται ερωτήματα όπως: Το νόημα περιέχεται ή όχι μέσα στα πράγματα και τις καταστάσεις; Κλασικό παράδειγμα είναι η επιλογή ανάμεσα σε εναλλακτικές διατυπώσεις, όπως «τρομοκράτης» ή «αντάρτης», «συμμορίτης» ή «πολεμιστής της ελευθερίας». Γιατί και πότε κάποιοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο «συμμοριτοπόλεμο» ενώ άλλοι «ανταρτοπόλεμο» και γιατί σήμερα έχει επιβληθεί ο όρος «Εμφύλιος»; Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Τέταρτο: Langue και parole (σύστημα γλώσσας και ομιλία). Η γλώσσα είναι ένα σύστημα κανόνων (συντακτικού και γραμματικής) που τους κατέχουν οι ομιλητές. Χρησιμοποιούν τους κανόνες αυτούς για να παράγουν λόγο και ομιλία. Οι δομιστές κριτικοί της λογοτεχνίας θεωρούν ότι, κατά αναλογία με τις δομές της γραμματικής και του συντακτικού, υπάρχουν κανόνες ή συμβάσεις για τη λογοτεχνική παραγωγή. Τα λογοτεχνικά είδη είναι δομές που διέπονται από κανόνες. Ο κάθε συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτούς τους κανόνες και δημιουργεί τη δική του εκδοχή λογοτεχνικού κειμένου. Μελετώντας πολλά κείμενα που ανήκουν σε ένα λογοτεχνικό είδος είναι δυνατόν να απομονωθούν οι δομές και οι κανόνες του είδους: π.χ. τα λαϊκά παραμύθια χωρίζονται σε λίγες κατηγορίες με παρόμοιες δομές πλοκής και αφήγησης (ο ήρωας φεύγει από το σπίτι του, αντιμετωπίζει μια σειρά περιπέτειες, δικαιώνεται στο τέλος, κλπ.). Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Οι ανθρωπολόγοι μελετητές των μύθων και οι δομιστές φιλόλογοι παρατήρησαν ότι η γλώσσα παράγει νόημα (συμβατικό, κοινωνικό, ιστορικό) με βάση τα λεγόμενα αντιθετικά δίπολα: τέχνη/ζωή, άντρας/γυναίκα, συγγενής/ξένος, πολιτισμός/φύση, κ.ά. Αργότερα ο σημαντικός θεωρητικός του δομισμού Ρολάν Μπαρτ θα εντάξει αυτά τα δίπολα στον λεγόμενο «συμβολικό κώδικα». Αυτές οι δομές «αντιθέτων» θεωρούνται από τους δομιστές θεμελιώδεις για τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και οργανώνουν την πραγματικότητα. Η μεταδομιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας συχνά προσπαθεί να τορπιλίσει και να ανατρέψει αυτά τα δίπολα. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Σημειωτική ή σημειολογία Ένας γενικότερος όρος που χρησιμοποιείται συχνά και είναι συγγενής του δομισμού είναι η σημειωτική. Τα λογοτεχνικά κείμενα αντιμετωπίζονται ως συστήματα σημείων. Αλλά τα σημεία δεν είναι μόνο γλωσσικά. Όλες οι εκφάνσεις του πολιτισμού είναι συστήματα σημείων. Σκεφτείτε ως παράδειγμα τη μόδα: δεν λειτουργούν ως συστήματα σημείων οι επιλογές στο ντύσιμο; Δεν ερμηνεύουμε τον τρόπο που ντύνεται κάποιος όπως ερμηνεύουμε ένα κείμενο; Η σημειωτική είναι η επιστήμη που μελετάει τα συστήματα σημείων. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Τα συστήματα σημείων ονομάζονται και «κώδικες» τους οποίους μαθαίνουμε να «αποκωδικοποιούμε». Ας σκεφτούμε ως παράδειγμα τους κώδικες του ντυσίματος: τι μηνύματα μπορούμε να «διαβάσουμε» παρατηρώντας το ντύσιμο; Είναι ευνόητο ότι για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει και να χρησιμοποιήσει έναν κώδικα θα πρέπει να ανήκει σε συναφές κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Έτσι δημιουργούνται πολλά ερωτήματα και προβληματισμοί αναφορικά με τη σχέση λογοτεχνίας και πραγματικότητας. Η λογοτεχνία μας δίνει μια αξιόπιστη εικόνα της πραγματικότητας και της αλήθειας, την ερμηνεύει, την κρίνει ή τη διαστρεβλώνει ή την κατασκευάζει εξ ολοκλήρου; Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
Ανακεφαλαίωση Πριν από τη «γλωσσική στροφή» η γλώσσα θεωρούνταν «διαφανές» μέσο αναπαράστασης της πραγματικότητας. Δηλαδή θεωρούνταν αυτονόητο ότι οι λέξεις αποτυπώνουν με ακρίβεια τις καταστάσεις ή τα πράγματα στα οποία αναφέρονται. Για παράδειγμα, από τα λογοτεχνικά κινήματα, ο νατουραλισμός του 19ου αιώνα (παρακλάδι του ρεαλισμού) παρομοίαζε το μυθιστόρημα με ένα «διαφανές τζάμι» πίσω από το οποίο βλέπουμε πεντακάθαρα τον κόσμο και την (εξωκειμενική) πραγματικότητα. Αυτήν ακριβώς την αντίληψη αμφισβητεί δραστικά ο δομισμός. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
H έννοια του «υποκειμένου» στον δομισμό Η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι» ή «ποια είμαι», σύμφωνα με τον δομισμό, είναι: είμαι το υποκείμενο της γλώσσας που χρησιμοποιώ, η οποία γλώσσα βρίσκεται εκεί πριν από μένα, μαθαίνω να την χρησιμοποιώ, και μέσω της γλώσσας «μπαίνω στη θέση» που μου αναλογεί στο πολιτισμικό, δηλαδή το γλωσσικό και κοινωνικό, σύστημα στο οποίο κατοικώ. Η γλώσσα είναι μία σύμβαση. Σπουδές φύλου και λογοτεχνία
1. Πώς αλλάζουν οι αντιλήψεις για το «υποκείμενο» στη διάρκεια του 20ου αιώνα Όταν εγώ λέω ότι η ιδεολογία μου είναι αυτή ή άλλη, τί υπονοώ με τη προσωπική αντωνυμία «εγώ»; Τί σημαίνει «εγώ λέω» ή «εγώ αποφασίζω»; Με ποιον τρόπο μπορούμε να αναλύσουμε φράσεις όπως «αστική ιδεολογία» ή «εθνική ιδεολογία»; Ποια είναι τα υποκείμενα της αστικής και της εθνικής ιδεολογίας αντίστοιχα; Τί σημαίνει ο όρος «συλλογικό υποκείμενο»;
Το υποκείμενο του διαφωτισμού και του ρομαντισμού Όταν μιλάμε για «υποκείμενο» αναφερόμαστε σε ένα άτομο που ελέγχει τις επιλογές του, σκέφτεται, αποφασίζει για τις κινήσεις, τις πράξεις του, τον λόγο του και τη ζωή του εν γένει. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες, «αυτονόητες» αντιλήψεις στις χώρες της Δύσης, το άτομο οφείλει να έχει ή να παλεύει για την αυτονομία, την αυτάρκεια και την ελευθερία του κατά τη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων για τη ζωή του. Κατά αυτόν τον τρόπο θα αναπτύσσεται ως άνθρωπος και θα έχει μια «γεμάτη» και δημιουργική ζωή. Ειδικότερα η ρομαντική ιδεολογία του 19ου αιώνα υποστηρίζει οτι γεννιόμαστε με ένα «εγγενές δυναμικό» και στόχος μας είναι να πραγματοποιήσουμε τις εν δυνάμει δυνατότητές και τα ταλέντα μας.
Η αντίληψη για τη λογοτεχνία που προσιδιάζει στην παραπάνω αντίληψη για τον άνθρωπο ως ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό υποκείμενο βασίζεται στην πίστη σε έναν σπουδαίο συγγραφέα-δάσκαλο. Διαβάζουμε και «αποκρυπτογραφούμε» το λογοτεχνικό κείμενο για να καταλάβουμε και να μάθουμε «τί θέλει να πει ο ποιητής». Στόχος της φιλολογίας είναι να εντοπίσει τους σπουδαίους συγγραφείς, αυτούς που είναι άξιοι για να μπουν στον λογοτεχνικό κανόνα, και κατόπιν μελετάει την εποχή τους, τα βιογραφικά τους στοιχεία, τον τρόπο γραφής τους, το ύφος, τη ρητορική τους, κλπ. Ειδικότερα στον ρομαντισμό έχουμε την έννοια του μεγάλου ποιητή ως ιδιοφυϊα, με μεγαλύτερη ευαισθησία από τους κοινούς ανθρώπους: ο ποιητής έχει μία ειδική σχέση, τόσο με τη φύση όσο και το έθνος, είναι ένας «δάσκαλος» του έθνους.
Ας θυμηθούμε, κατ’ αρχήν, πώς υπονόμευσαν τις παραπάνω αντιλήψεις για το υποκείμενο, Πρώτον, η ψυχανάλυση (με την έννοια το ασυνείδητου). Δεύτερον, ο μαρξισμός (με την έννοια της ιδεολογίας). Τρίτον, ο δομισμός και η σημειωτική, δηλαδή η θεωρία των «σημείων» που ξεκίνησε με την αξιοποίηση της γλωσσολογικής θεωρίας του Φερντινάν ντε Σωσσύρ (με τον διαχωρισμό του «σημείου» από το «αναφερόμενο»).
Σήμερα στον χώρο των λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών συνδυάζονται οι θεωρητικές επεξεργασίες του μεταδομισμού (η μελέτη των τρόπων με τους οποίους λειτουργούν τα συστήματα του λόγου και άλλα συμβολικά συστήματα), της θεωρίας της ιδεολογίας και της ψυχανάλυσης. Κοινό σημείο είναι μία εστίαση στην έρευνα για την «υποκειμενικότητα». Αν δεν είμαστε κύριοι του εαυτού μας, πώς γινόμαστε δρώντα υποκείμενα, και τί σημαίνει τελικά αυτό; Είμαστε ή όχι ελεύθεροι; Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο και τους εαυτούς μας και πώς; Μπορούμε να γράψουμε «πρωτότυπη» λογοτεχνία και ποίηση και τί σημαίνει η έννοια της πρωτοτυπίας;
2. Ιδεολογία και Υποκείμενο στο έργο του Λουί Αλτουσέρ Πηγή: το κείμενο του Αλτουσέρ Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Η έννοια της ιδεολογίας γνώρισε μια σημαντική εξέλιξη στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας χάρις κυρίως στις εργασίες του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Louis Althusser κατά τις δεκαετίες του 1960 και 70. Ο Althusser επιχείρησε να απελευθερώσει την έννοια της ιδεολογίας τόσο από την αντίληψη του απλού «εποικοδομήματος» που αντανακλά την οικονομική βάση μιας δοσμένης κοινωνίας («οικονομισμός»), όσο και από τη θεώρησή της ως απλώς «ψευδούς συνείδησης» που κρίνεται ως τέτοια από τη σκοπιά της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο Althusser άσκησε κριτική στον διαχωρισμό ιδεολογίας και κοινωνικής πραγματικότητας (την οποία η ιδεολογία είτε «αντανακλά», είτε διαστρεβλώνει), ισχυριζόμενος ότι η ιδεολογία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η «υλική», πρακτική υπόσταστη της ιδεολογίας Σύμφωνα με τον Althusser, Η ιδεολογία έχει πρακτική υπόσταση, αποτελεί δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο των ποικίλων κοινωνικών πρακτικών που απαρτίζουν την κοινωνική ολότητα. Η ιδεολογία δεν αποτελείται απλά από ιδέες, αλλά από ένα πολύπλοκο σύστημα «αναπαραστάσεων» και Η αναγκαστική συμμετοχή μας στις τρέχουσες κοινωνικές πρακτικές συνεπιφέρει την προσχώρησή μας στην αντίστοιχη ιδεολογία. Η ιδεολογία μας παρουσιάζει αυτές τις πρακτικές ως αυτονόητες και ως συνειδητές επιλογές μας. Τί είναι οι «κοινωνικές πρακτικές»? Τί είναι οι «αναπαραστάσεις»?
Μαθαίνουμε να συμπεριφερόμαστε «όπως πρέπει», δηλαδή σε συμφωνία με τις επιταγές του συστήματος των κοινωνικών πρακτικών στο οποίο ζούμε, αλλά τις βιώνουμε ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής μας, ως εάν να μην συνιστούν καθόλου επιταγές. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας, σύμφωνα με τον Althusser: να μας επιβάλλει να κάνουμε πράγματα, που ενδεχομένως αντιβαίνουν τα συμφέροντά μας, και να τα κάνουμε ως εάν να ήταν αυτόβουλες επιλογές μας.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Althusser θα πει ότι η ιδεολογία μετατρέπει τα ανθρώπινα-κοινωνικά άτομα σε υποκείμενα, με τη διπλή σημασία του υποκειμένου: άτομα που υπόκεινται στις επιταγές της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και «υποκείμενα» με ελεύθερη βούληση, αυτουργά και υπεύθυνα των επιλογών τους. Για τη σύγχρονη μαρξιστική ή μετα-μαρξιστική θεωρία η ιδεολογία είναι πάντα συνυφασμένη με την υποκειμενικότητα.
Οι «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους» Ένα πρόβλημα που απασχολεί τον Althusser είναι το πώς μια κοινωνία κατορθώνει να αναπαράγει τις βασικές κοινωνικές της σχέσεις και κατά συνέπεια να διαιωνίζει τον εαυτό της. Αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση ειδικών κοινωνικών μηχανισμών, των περίφημων «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», οι οποίοι εξασφαλίζουν την έμπρακτη συναίνεση των ατόμων/υποκειμένων στην κυρίαρχη κοινωνική δομή· τέτοιοι μηχανισμοί είναι οι η εκκλησία, τα σχολεία, η οικογένεια, ο πολιτισμός (ΜΜΕ, λογοτεχνία, τέχνη, κλπ.), ο αθλητισμός, κλπ (ο Althusser αφήνει σκόπιμα ανοικτό τον κατάλογο), δηλαδή μηχανισμοί που αντλούν την ισχύ τους όχι μέσω άμεσου εξαναγκασμού ή βίας αλλά μέσω έμμεσης συναίνεσης που επιτυγχάνεται δια των αντίστοιχων πρακτικών. Προσέξτε ότι ο Αλτουσέρ συμπεριλαμβάνει τη λογοτεχνία στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.
Η θεωρητική αυτή καινοτομία στη μαρξιστική σκέψη έδωσε το έναυσμα για να ερευνηθούν ζητήματα που μέχρι τότε θεωρούνταν επί μέρους και δευτερεύοντα από τους μαρξιστές. Για παράδειγμα, νομιμοποίησε θεωρητικά μια συζήτηση πάνω στο ερώτημα της συγκρότησης των έμφυλων υποκειμένων και του ρόλου που παίζουν οι έμφυλες σχέσεις στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής δομής. Οι φεμινίστριες αξιοποίησαν και επέκτειναν την ιδέα του Althusser ότι η πατριαρχική οικογένεια αποτελεί ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, που εμπλέκεται καθοριστικά στη συγκρότηση πειθήνιων έμφυλων υποκειμένων και συνακόλουθα στην αναπαραγωγή των αντίστοιχων σχέσεων εξουσίας. Δόθηκε έμφαση στη διαμόρφωση της συνείδησης κατά την πορεία της έμφυλης κοινωνικοποίησης με γόνιμη κοινωνιολογική έρευνα στις πρακτικές της ανατροφής των παιδιών, τις αναπαραστάσεις της σεξιστικής ιδεολογίας στα παιδικά βιβλία, κλπ.
Ο Althusser διακρίνει ανάμεσα στις ιδεολογίες στον πληθυντικό (μαρξισμό, φεμινισμό, φασισμό, κλπ.) και στην εν γένει Ιδεολογία ως δομή. Η Ιδεολογία είναι η φαντασιακή σχέση του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του. Ο τρόπος δηλαδή που βιώνουμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τον κόσμο. Ο Αλτουσέρ ενσωματώνει αρχές της ψυχανάλυσης στη θεωρία του και με τον όρο «φαντασιακό» δεν εννοεί ψεύτικο αλλά έναν συνολικό τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τον κόσμο, που συμπεριλαμβάνει και επιθυμίες και φαντασιώσεις, νοητικές αναπαραστάσεις και εικόνες, συνειδητές και ασυνείδητες. Υπ΄αυτήν την έννοια η ιδεολογία δεν είναι ούτε κακή ούτε καλή, αλλά απλά αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε ως κοινωνικά όντα χωρίς ιδεολογία.
Η ιδεολογία για τον Αλτουσέρ έχει πρακτική υπόσταση, δεν είναι οι ιδέες μας αλλά κυρίως οι καθημερινές μας πρακτικές. Δεν υπάρχει πρακτική χωρίς ιδεολογία, και αντιστρόφως. Δεν υπάρχει ιδεολογία παρά δια του υποκειμένου και για τα υποκείμενα. Η κατηγορία «υποκείμενο» διαπλάθει την ιδεολογία στο βαθμό που κάθε ιδεολογία έχει ως λειτουργία να «διαπλάθει», να «μετατρέπει» συγκεκριμένα άτομα σε υποκείμενα. Η έννοια του υποκειμένου στον Αλτουσέρ ενέχει δηλαδή μία «απορία» ένα παράδοξο. Η ιδεολογία μας διαπλάθει ή την διαπλάθουμε εμείς; Η «απορία» του υποκειμένου είναι πρόβλημα που απασχολεί τους φιλοσόφους, δεν έχει λυθεί ακόμα
2. Προσεγγίζοντας τη λογοτεχνία μέσω της ιδεολογίας Το να προσεγγίζουμε τη λογοτεχνία μέσω της ιδεολογίας σημαίνει ότι είμαστε αντίθετοι με την άποψη που υποστηρίζει ότι η «αληθινή» ή «καλή» λογοτεχνία είναι διαχρονική και εμπεριέχει απόλυτες, αιώνιες αλήθειες. Η ιδεολογική προσέγγιση προϋποθέτει ότι το λογοτεχνικό κείμενο, η παραγωγή και η ανάγνωσή του εξαρτώνται από το ιστορικό τους πλαίσιο, καθώς η ιδεολογία αλλάζει ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αδιαφορούμε για τη «λογοτεχνικότητα» του κειμένου: αντίθετα, οι ιδεολογικές διαμάχες εγγράφονται στα στοιχεία της δομής και της μορφής του κειμένου, την αφήγηση, την οπτική γωνία, την σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τη μεταφορική γλώσσα, τη ρητορική, κλπ.
α) Η παραδοσιακή μαρξιστική άποψη: Σύμφωνα με τη μαρξιστική άποψη, η λογοτεχνία δεν είναι απλά «αναπαράσταση» της πραγματικότητας, της ιστορίας, της φύσης, της ζωής, της αλήθειας, κλπ, αλλά «αναπαράσταση» της ιδεολογίας του συγγραφέα.Όταν διαβάζουμε λογοτεχνία πρέπει να προσέχουμε το κριτικό βλέμμα του συγγραφέα, αλλά και το κατά πόσο και σε ποιο βαθμό η ιδεολογία του κειμένου χρωματίζει ή διαστρέφει την πραγματικότητα ή την ιστορία. Οι κυρίαρχες ιδέες και εικόνες (που διαμεσολαβούν την κυρίαρχη ιδεολογία) διαπερνούν και διαμορφώνουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών και επενεργούν στα συναισθήματα και την επιθυμία τόσο των κυρίαρχων όσο και των κυριαρχούμενων.
β) Πιερ Μασεραί (Pierre Macherey): «Ερμηνευτική και προθεσιακή πλάνη» και «συμπτωματική ανάγνωση» Στο Θεωρία της λογοτεχνικής παραγωγής (1966), ο Πιερ Μασεραί εξερευνά τις συνέπειες της θεωρίας του Αλτουσέρ για τη λογοτεχνική κριτική. Υποστηρίζει ότι η λογοτεχνική κριτική, μέχρι τότε, εν πολλοίς βασιζόταν σε δύο ιδεολογικές πλάνες, με αποτέλεσμα να παράγει λάθος αναγνώσεις των λογοτεχνικών έργων. Η πρώτη είναι η λεγόμενη «ερμηνευτική πλάνη» που βασίζεται στην εξής λανθασμένη ιδέα: ότι η λειτουργία της κριτικής είναι να ανακαλύψει, να καταλάβει και να προβάλει το νόημα που εμπεριέχεται και εκφράζεται από το έργο. Για τον Μασεραί, τα λογοτεχνικά έργα δεν εμπεριέχουν ένα μοναδικό και ολοκληρωμένο νόημα, και επομένως το να ψάχνουμε το ένα νόημα είναι λάθος.
«Προθεσιακή πλάνη» Αυτή η πλάνη είναι συνυφασμένη με μία άλλη πλάνη, την ιδέα ότι το έργο είναι δημιουργία ενός μόνο συγγραφέα. Σύμφωνα με αυτήν την πεποίθηση, ο κάθε συγγραφέας γνωρίζει από πριν τί θέλει να πει και εκφράζει την πρόθεσή του στο κείμενό του. (Στα ελληνικά τόσο η ερμηνευτική όσο και η προθεσιακή πλάνη συνοψίζονται στη γνωσή ερώτηση «Τί θέλει να πει ο ποιητής;»
Τί υποστηρίζει ο Μασεραί, ακολουθώντας τη διδασκαλία του Αλτουσέρ; Η διαδικασία παραγωγής ιδεών συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας και είναι καθορισμένη από την τελευταία. Κατά συνέπεια, η λογοτεχνία παράγεται μέσα από την κοινωνική διαδικασία παραγωγής λόγων και ιδεών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομική δημιουργία. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν εμπεριέχουν τις ιδέες του συγγραφέα τους όπως, ας πούμε, το κέλυφος ενός καρπού εμπεριέχει τον καρπό του, αλλά αποτελούνται από πολλά και διαφορετικά νοήματα τα οποία μπορεί και να αλληλοσυγκρούονται. Θα πρέπει να απορρίψουμε ως αισθητική αξία την ενότητα και την αρμονία στη μορφή και το περιεχόμενο του λογοτεχνικού έργου και να αρχίσουμε να ψάχνουμε για τις σύνθετες σχέσεις των νοημάτων που παράγονται σε κάθε κείμενο. Το κείμενο είναι πεδίο διαμάχης παραγωγής νοημάτων.
Η λογοτεχνία, όπως και οι ιδεολογίες, αυτοπροβάλλονται ως συστήματα λόγων και πρακτικών που έχουν συνοχή και ενότητα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανολοκλήρωτα, εμπεριέχουν κενά και εσωτερικές αντιφάσεις. Ως κριτικοί αναγνώστες θα πρέπει να προσπαθούμε να βρούμε τα κενά και τις αντιφάσεις του κειμένου, να εντοπίζουμε όχι μόνο το τί λέγεται αλλά και ό,τι αποσιωπείται, και έτσι θα ανακαλύπτουμε όχι απλά τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά αλλά και ιδεολογικά κενά και προβλήματα της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη, η έννοια του συγγραφέα έχει βάση το θεολογικό μοντέλο, το πρότυπο του Θεού παντογνώστη που δημιουργεί «εκ του μηδενός». Έτσι, ακόμα και όταν ο συγγραφέας δέχεται επιδράσεις, αυτές εσωτερικεύονται και αφομοιώνονται από αυτόν, γίνονται ένα με τον εαυτό του. Το μοντέλο αυτό, της συγγραφής ως δημιουργίας είναι α-ιστορικό. Ο Μασεραί αντιπαραθέτει και προτείνει ένα μοντέλο για τη λογοτεχνική παραγωγή, σύμφωνα με το οποίο ο συγγραφέας παίρνει τη θέση του μέσα σε μία διαδικασία παραγωγής που προϋπάρχει αυτού.
Η έννοια της ιδεολογικής «έγκλησης» και οι χρήσεις της στην ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου. Ο Αλτουσέρ έστρεψε τη συζήτηση για την υποκειμενικότητα στους θολούς μηχανισμούς μέσα από τους οποίους τα άτομα αποκτούν την αίσθηση της θέσης τους και του σκοπού τους μέσα στην κοινωνία και πρότεινε μία ελκυστική αλλά αμφιλεγόμενη μεταφορά για να δείξει πώς γίνεται αυτό: την έγκληση.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, η ιδεολογία μας καλεί να «μπούμε στη θέση μας», μας εγκαλεί, κάπως όπως ένας αστυνομικός που μας φωνάζει στο δρόμο. Αν ακούσουμε μια φωνή αστυνομικού, γυρίζουμε αυτόματα, υποθέτουμε ότι ο αστυνομικός απευθύνεται σε μας και νιώθουμε ενοχή ότι κάναμε κάτι στραβό. Σα να έχουμε κάνει κάτι κακό και το όργανο της τάξης να μας «βάζει στη θέση μας».
Αν το λογοτεχνικό κείμενο είναι ιδεολογική δομή, μπορούμε να το κατανοήσουμε ως έναν μηχανισμό «έγκλησης», μπορούμε να ερμηνεύσουμε και τη θέση του αναγνώστη ως μία θέση-υποκειμένου που έχει «εγκληθεί» από το κείμενο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη δύναμη της «έγκλησης» (μία αποπλάνηση ίσως) των παραμυθιών και την επιτυχία τους στην αναπαραγωγή ιδεολογιών για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Πόσο δυνατά περνάνε τα μηνύματα για την επιθυμητή θηλυκότητα στα παραμύθια όπως η Σταχτοπούτα, η Ωραία Κοιμωμένη, ή η Χιονάτη, καθώς σε όλα αυτά η εικόνα της επιθυμητής γυναίκας συνυφαίνεται αποτελεσματικά με την παθητικότητα και την μετατροπή των ηρωίδων σε αισθητικά αντικείμενα.
Βεβαίως και τα αγόρια εγκαλούνται από τέτοια κείμενα Βεβαίως και τα αγόρια εγκαλούνται από τέτοια κείμενα. Όλα αυτά τα παραμύθια και οι ταινίες του Ντίσνεϋ μεταφέρουν δυνατές πολιτισμικές προσδοκίες αναφορικά με τις σωστές ανδρικές στάσεις και συμπεριφορές. Ένα παράδειγμα: Στη ταινία του Ντίσνεϋ Μπάμπι (1942), ένα μικρό ελαφάκι ξεκινάει τη ζωή του με χαρακτηριστικά εξίσου αρσενικά και θηλυκά, είναι συναισθηματικό και ευσυγκίνητο και αναρρωτιέται για το τί μπορεί να σημαίνει να είσαι αγόρι. Καταλήγει όμως σε μία αυστηρά οριοθετημένη ταυτότητα ως ενήλικας, ετεροφυλόφιλος, πατριάρχης, ο ααρχηγός του δάσους.
Καθώς βιώνει και ξεπερνάει το τραύμα του χαμού της μητέρας του και μαθαίνει να κατευθύνει την επιθυμία του προς την ανεύρεση της κατάλληλης συντρόφου (αφήνοντας πίσω τα φιλαράκια του της παιδικής του ηλικίας), διαπλάθεται κοινωνικά σαν αντίγραφο του πατέρα του, του παλιού αρχηγού του δάσους και καταλήγει να ενσαρκώνει όλα τα χαρακτηριστικά που θεωρούνταν επιθυμητά για έναν άντρα στην Αμερική μετά τον πόλεμο. (Πηγή της ανάλυσης των παραμυθιών: D. E. Hall, Subjectivity Routledge: Λονδίνο & Ν. Υόρκη, 2004).