Νεώτερη Ελληνική Ιστορία Β´ (ΙΙ 31) Διδάσκων: Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης
Το κίνημα του 1909 Αίτια και αφορμές του κινήματος: κακή κατάσταση της κρατικής μηχανής, υπερδιόγκωση του κράτους, κομματισμός/βουλευτοκρατία, πολιτική ολιγαρχία, κακή οικονομική κατάσταση της οικονομίας/υπερβολική φορολογία, χρεωκοπία 1893/ΔΟΕ 1898, ταπεινωτική ήττα του 1897/η «άψογος στάσις» των θεοτοκικών και ραλλικών κυβερνήσεων απέναντι στην Τουρκία, το Κρητικό και το Μακεδονικό Ζήτημα, βασιλικός νεποτισμός και αναξιοκρατία στον στρατό. Γενικευμένο αίσθημα δυσαρέσκειας. Διαταξικό κίνημα με πρωτοπόρα τα μικροαστικά στρώματα και τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο των νεαρών και κατώτερων αξιωματικών και υπαξιωματικών. Κυρίαρχο αίτημα/σύνθημα: «ανόρθωσις». «ειρηνική επανάστασις» (Ακρόπολις του Βλάσση Γαβριηλίδη) Αναλογίες με «επανάστασιν» του 1843 και «μεταπολίτευσιν» 1862. Το κίνημα κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας και δεν αμφισβητήθηκε επίσημα το κοινοβουλευτικό πολίτευμα ή ο θεσμός της βασιλείας.
Αναλογίες με παράλληλες εξελίξεις: Ιούλιο-Αύγουστος 1903 εξέγερση του Ίλιντεν στη Μακεδονία 11 Ιουνίου 1903 δολοφονία του Αλεξάνδρου Οβρένοβιτς της Σερβίας Ιανουάριος 1905 επανάσταση στη Ρωσία Μάιος 1905 δολοφονία του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη Ιούλιος 1908 επανάσταση των Νεοτούρκων Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1909 κήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας και κρίση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Εξέλιξη των γεγονότων: Υπόμνημα των συντεχνιών της 18ης Φεβρουαρίου 1909: ζήτησαν από τον βασιλιά να απαιτήσει από την κυβέρνησή του «πρόγραμμα ρητόν κατά του συστήματος της συναλλαγής και της φορομανίας, όπερ έφθειρε τα πάντα και απειλεί καταστροφάς». 18 Μαρτίου: συλλαλητήριο των εμπόρων της πρωτεύουσας κατά των βαρύτατων φόρων της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου. 20 Ιουνίου η εφ. Χρόνος του Τάκη Χαιρόπουλου διαδήλωσε −καθ’ υπαγόρευση του Συνδέσμου− ότι «θέλομεν νέον άνδρα δια τον αγώνα» και πρότεινε ευθέως στον ελληνικό λαό «ο Ελευθέριος Βενιζέλος να τεθή επικεφαλής» του κινήματος της ανόρθωσης.
21 Ιουνίου – 5 Ιουλίου «δημοψήφισμα» του Χρόνου: χιλιάδες επιστολές «ανθρώπων όλων των τάξεων και επαγγελμάτων» από όλες τις πόλεις της Ελλάδας, οι οποίες τάσσονταν υπέρ της πρωθυπουργοποίησης του Βενιζέλου, κατακλύζουν τα γραφεία της εφημερίδας. 25 Ιουνίου: επίσημη ίδρυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου από 270 αξιωματικούς (πρώτες συνωμοτικές συναντήσεις τον Οκτώβριο του 1908). 4 Ιουλίου: παραίτηση κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη – άνοδος κυβέρνησης Δ. Ράλλη. 13 Αυγούστου: η αρχηγία του Στρατιωτικού Συνδέσμου ανατίθεται στον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά. νύκτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου: περισσότεροι από 400 μυημένοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και οι περίπου 2.500 οπλίτες της φρουράς Αθηνών συγκεντρώθηκαν στους στρατώνες του Γουδή. Παραίτηση της κυβέρνησης Ράλλη και ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. 14 Σεπτεμβρίου: «μέγα» συλλαλητήριο των συντεχνιών στο Πεδίον του Άρεως. Συμμετείχαν 50.000 άνθρωποι (60 σύλλογοι, συντεχνίες και σωματεία της Αθήνας και 27 του Πειραιά). 28 Δεκεμβρίου ο Ελ. Βενιζέλος καταφθάνει στην Αθήνα κατόπιν πρόσκλησης του Συνδέσμου ως «σύμβουλος της Επαναστάσεως».
«Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η θρησκεία μας υψωθή εις τον πρέποντα ιερόν προορισμόν της, όπως η διοίκησις της χώρας καταστή χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμεται ταχέως μετ’ αμεροληψίας και ισότητος προς άπαντας εν γένει τους πολίτας αδιακρίτως τάξεως, όπως η εκπαίδευσις του στρατού καταστή λυσιτελής δια τον πρακτικόν βίον και τας στρατιωτικάς ανάγκας της χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθώσι και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθώσι λαμβανομένων των απαιτουμένων μέτρων προς λελογισμένην διαρρύθμισιν των εσόδων και εξόδων του Κράτους, ώστε αφ’ ενός μεν, ο σχεδόν πενόμενος ελληνικός λαός ν’ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής, αφ’ ετέρου δε καθορισθώσι θετικώς τα όρια εντός των οποίων δύνανται ν’ αυξηθώσιν αι δαπάναι δια την στρατιωτικήν της χώρας παρασκευήν και συντήρησιν του στρατού και του στόλου εν ειρήνη.» Το κίνημα του 1909 ήταν στρατιωτικό κίνημα, πραξικόπημα ή επανάσταση; Το συλλαλητήριο της 14 Σεπτεμβρίου προσέδωσε στο προνουντσιαμέντο χαρακτήρα λαϊκής επανάστασης. Επανάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί το ίδιο το στρατιωτικό κίνημα (η πρώτη αμιγώς στρατιωτική συνωμοσία), αλλά το σύνολο των εξελίξεων, που αυτό πυροδότησε.
Ο βενιζελισμός της ανόρθωσης Ο Βενιζέλος εξέφραζε τη μετριοπαθή τάση της «επαναστάσεως». Ο Ελ. Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων διοχέτευσαν το κίνημα του 1909 (το «αποτελούν κατ’ αρχάς έκφρασιν αορίστου τάσεως μεταβολής των κακώς εχόντων») και την «ακαθόριστον μεταρρυθμιστικήν κίνησιν» στο συνταγματικό κανάλι (Αλ. Σβώλος 1972) και στην μεταρρυθμιστική πολιτική του αστικού εκσυγχρονισμού. Γι’ αυτό ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν το κίνημα του 1909 ως σημείο εκκίνησης του ελληνικού 20ού αιώνα (δηλαδή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στη μακρά διάρκεια). Εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 για την Α´ Αναθεωρητική Βουλή: ο Βενιζέλος εκλέγεται πρώτος σε ψήφους βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Τα «παλαιά κόμματα» κατεβάζουν κοινούς συνδυασμούς σε όλη της επικράτεια, καταλαμβάνοντας 210 από τις 362 έδρες. Οι συντεχνίες και σύλλογοι προωθούν πληθώρα ανεξάρτητων υποψηφίων. Συμμετέχουν οι «Κοινωνιολόγοι» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και οι Συντακτικοί και Αγροτικοί (αγροτιστές πολιτικοί) της Θεσσαλίας. 5 Σεπτεμβρίου 1910: Προεκλογικός λόγος του Βενιζέλου στο Σύνταγμα υπέρ Αναθεωρητικής (και όχι Συντακτικής Συνέλευσης). Η λύση της αναθεώρησης χρησιμοποιήθηκε «μάλλον ως ευφυής διέξοδος» για την υπέρβαση της οξείας πολιτειακή κρίσης.
Εκλογές της 28 Νοεμβρίου 1910 για τη Β´ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή: ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού του ελληνικού κοινοβουλίου· 307 από τις 362 έδρες κατακτώνται από το νεοϊδρυθέν Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 87% των βουλευτών δεν είχε εκλεγεί πριν την 8η Αυγούστου. Οι Συντακτικοί (Ριζοσπάστες) του Γεωργίου Φιλάρετου και οι σοσιαλίζοντες «Κοινωνιολόγοι» του Αλ. Παπαναστασίου αποκλείστηκαν από τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων. Το Σύνταγμα του 1911 (27 Μαΐου), που αποτελεί αναθεώρηση των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1864, κατοχύρωνε και επέκτεινε τις αρχές της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου και εξασφάλιζε την ομαλή λειτουργία της κρατικής μηχανής. Εξέφραζε την άνοδο του αστικού στοιχείου και το αίτημά του να κυριαρχήσει ο νόμος έναντι των αυθαιρεσιών της «ολιγαρχίας». Αναθεωρήθηκαν συνολικά 54 άρθρα. Ενίσχυε τις ατομικές ελευθερίες, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ελευθερία του Τύπου με την παροχή περισσότερων νομικών εγγυήσεων έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας. Θέσπιζε πρόσθετες εγγυήσεις για τη φορολογική ισότητα, την προσωπική ασφάλεια, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και το άσυλο κατοικίας.
Καθιέρωνε την δωρεάν παροχή δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης, η οποία και θεσπιζόταν ως υποχρεωτική. Ειδικότερα, το άρθρο 17 του Συντάγματος (με την αλλαγή μιας λέξης, ανάγκης – ωφελείας) άνοιξε τον δρόμο για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. 6 Μαρτίου 1910 αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ (παναγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας). Απομάκρυνε τους στρατιωτικούς από την εξουσία, υποχρεώνοντάς τους να παραιτηθούν από το στράτευμα, προτού κηρυχθούν υποψήφιοι βουλευτές. Κατοχύρωνε την μονιμότητα και την ισοβιότητα των δημοσίων διοικητικών και δικαστικών υπαλλήλων. Επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο. Καθιέρωνε το ασυμβίβαστο του βουλευτικού αξιώματος και του εργολάβου ιδιωτικών έργων. Απλούστευσε τη νομοθετική διαδικασία, περιορίζοντας την κωλυσιεργία. Απλοποιούσε τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία ως τότε ήταν πολύπλοκη.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 ήταν προϊόν συμβιβασμού και πολιτικού ρεαλισμού. Οι διατάξεις του δεν ήταν ριζοσπαστικές, αλλά κινούνταν στα όρια του εφικτού. Η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου βελτίωσε τα δημόσια οικονομικά, αναμόρφωσε το φορολογικό σύστημα και εξύψωσε την διεθνή πίστη της χώρας. Ψήφισε μέτρα για την προστασία της εργατικής τάξης (νόμος ΔΚΘ´ του 1912 «περί προστασίας γυναικών και ανηλίκων» και 601 του 1915 «περί χρονικών ορίων εργασίας»). Θέσπισε τα σύγχρονα σωματεία και επιμελητήρια και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς (1914). Ίδρυσε το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Γεωργίας (1911), το Υπουργείο Συγκοινωνίας (1914) και το Υπουργείο Προνοίας (1917). Αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες και την αριθμητική δύναμη του στρατού (ο αριθμός των μεραρχιών αυξήθηκε από τρεις σε οκτώ την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων). Το θωρηκτό «Αβέρωφ» εντάχθηκε στη δύναμη του ελληνικού ναυτικού και παραγγέλθηκαν νέα πυροβόλα και τυφέκια. Ο ελληνικός στρατός κατέστη για πρώτη φορά αξιόμαχος, αξιόπιστη μηχανή για την πραγμάτωση των σκοπών της Μεγάλης Ιδέας.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων ήταν ο πρώτος μακρόβιος πολιτικός σχηματισμός με συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, πειθαρχημένη κοινοβουλευτική ομάδα και οργανωμένη κομματική βάση ακόμη και σε μη προεκλογικές περιόδους. Ήταν το πρώτο σύγχρονο ελληνικό κόμμα αρχών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Έως τότε οι κομματικοί σχηματισμοί χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ιδεολογικής συνοχής, ήταν προσωποπαγής (περιστρέφονταν γύρω από πρόσωπα), ενώ οι βουλευτές τους είχαν αυξημένη κινητικότητα και τάσεις διαρροής προς τον κυβερνητικό συνασπισμό ή το συνασπισμό που έτεινε να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα την πολιτική ασάφεια και ρευστότητα. Η θριαμβευτική νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 12ης Μαρτίου 1912, κατά τι οποίες απέσπασε 151 από τις 181 έδρες (έναντι μόλις 27 των παλαιών πολιτικών κομμάτων και 3 ανεξάρτητων), δείχνει το μέτρο της απήχησης που βρήκε στην κοινή γνώμη το ανορθωτικό έργο των πρώτων κυβερνήσεων του Ελ. Βενιζέλου. Το έργο αυτό έλαβε νέα, θριαμβευτική διάσταση μετά τη νικηφόρα έκβαση των δύο Βαλκανικών Πολέμων (1912-13), στους οποίους η Ελλάδα διπλασίασε σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της. Το ανορθωτικό έργο του Βενιζέλου ανέκοψε η προσωπική σύγκρουσή του με τον Κωνσταντίνο το 1915 και ο Εθνικός Διχασμός.
Το Μικρασιατικό Ζήτημα (1891-1922) Η συμπερίληψη της Δυτικής Μικράς Ασίας (και του Πόντου) στον ελληνικό «εθνικό» χώρο ήταν κοινός τόπος των Νεοελλήνων. Ο «χάρτης της όλης Ελλάδος» (Totius Graeciae Descriptio) του Νικολάου Σοφιανού, ο οποίος δημοσιεύθηκε στη Ρώμη το 1540 (αναδημοσιεύθηκε από τον Ανδρέα Μουστοξύδη το 1843) και είχε σημαντική επιρροή στη χαρτογραφία του ελληνικού χώρου έως τον 18ο αιώνα, συμπεριελάμβανε ευκρινώς ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Η Δυτική Μικρά Ασία συμπεριλαμβάνεται επίσης εντός των ορίων της Χάρτας της Ελλάδος του Ρήγα Βελεστινλή (Βιέννη 1797). Το ίδιο συνέβαινε με τον «εθνοκρατικό» χάρτη των Βαλκανίων («Πίναξ των ελληνικών χωρών») του Heinrich Kiepert, τον οποίον εκτύπωσε ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων (ίδρ. 1869) το 1878. Έως το 1907 ωστόσο το πολιτικό ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για τον μικρασιατικό ελληνισμό ήταν ισχνό έως ανύπαρκτο. Για παράδειγμα, η Επιτροπήςπρος Ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας (ΕΕΕΠ), η οποία συστήθηκε το 1886 υπό την άμεση διεύθυνση του επί των Εξωτερικών υπουργού, με σκοπό τη διάθεση πιστώσεων (από τον προϋπολογισμό του ΥΠΕΞ) «προς θεραπείαν παντός ό,τι συντελεί εις την εξέγερσιν, ανάπτυξιν και ενίσχυσιν του θρησκευτικού και εθνικού αισθήματος παρά τοις καθ’ όλον το Οθωμανικόν Κράτος Έλλησι», δεν ανέγραψε κανένα ποσό για τα σχοελία και τους μητροπολίτες της Μικράς Ασίας.
Το πολιτικό ενδιαφέρον ξεκίνησε με ιδιωτική πρωτοβουλία Το πολιτικό ενδιαφέρον ξεκίνησε με ιδιωτική πρωτοβουλία. Κομβικό ρόλο στην προώθηση και τη διασπορά του μικρασιατικού αλυτρωτισμού στην ελληνική κοινωνία διαδραμάτισε ο Σύλλογος των Μικρασιατών η «Ανατολή». Ο Σύλλογος ιδρύθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα τον Νοέμβριο του 1891. Σύμφωνα με το καταστατικό του (άρθρο 2), το οποίο συντάχθηκε την 2 Δεκεμβρίου 1891, πρωταρχικός σκοπός του συλλόγου ήταν «α´) η αδελφική συνένωσις πάντων των ενταύθα Μικρασιατών, [και] β´) η ιστορική και η πραγματική μελέτη της εαυτών πατρίδος και η κατά το ενόν θεραπεία των αναγκών αυτής». Εξέχοντα ιδρυτικά μέλη του ήταν ο (τότε) υφηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (Μηχανιώνα Κυζίκου 1850 – Αθήνα 1932), ο οποίος διατέλεσε σταθερά πρόεδρος του συλλόγου από την ίδρυσή του έως το 1925, ο (τότε) υφηγητής της Ιστορίας Παύλος Καρολίδης (Ανδρονίκειον της Καππαδοκίας 1849 – Αθήνα 1930), ο οποίος διατέλεσε βουλευτής Σμύρνης (1912-14), ο δημοσιογράφος Ανδρέας Καβαφάκης (Αϊδίνι 1873 – Αθήνα 1922), διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου (ίδρ. 1916), του κυρίου οργάνου Τύπου του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και ο δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας Επαμεινώνδας Κυριακίδης (Κωνσταντινούπολη 1861 – Αθήνα 1939), ο οποίος αρθρογραφούσε στο βενιζελικό Έθνος.
Πρωταρχικό μέλημα του συλλόγου ήταν η αντιμετώπιση του προσηλυτιστικού έργου των προτεσταντών και ρωμαιοκαθολικών μισσιοναρίων στις ορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας. Βασικό εργαλείο αυτής της εκστρατείας κατά του θρησκευτικού προσηλυτισμού ήταν το ιεροδιδασκαλείο η «Ανατολή», το οποίο ίδρυσε ο μικρασιατικός σύλλογος, αρχικά στην Πάτμο (1900) και κατόπιν μετέφερε στη Σάμο (1906). Το διάστημα 1906-1914 αποφοίτησαν από το ιεροδιδασκαλείο της Σάμου 132 δημοδιδάσκαλοι ή/και ιερείς. Έτερο μέσο για τη μεταλαμπάδευση των ιδεών του συλλόγου ήταν το περιοδικό Ξενοφάνης, του οποίου όμως η έκδοση ανεστάλη τον Δεκέμβριο του 1910 (μετά τη συμπλήρωση επτά τόμων) «ένεκεν ιδία των συνεχών ελλειμμάτων». Παρά τις προσπάθειες του Συλλόγου των εν Αθήναις Μικρασιατών, στην αυγή του 20ού αιώνα η Μικρά Ασία και ιδιαίτερα το εσωτερικό της παρέμενε κυριολεκτικώς terra incognita για τους κατοίκους του ελληνικού βασιλείου. Το ενδιαφέρον των ελλαδιτών και των ιθυνόντων του ελληνικού κράτους κέντρισε ο διπλωμάτης Σταμάτιος Αντωνόπουλος, πρώην γενικός Πρόξενος Σμύρνης με τη μελέτη του Μικρά Ασία (εν Αθήναις 1907). Σύμωνα με τον Π. Καρολίδη, που προλόγισε το βιβλίο του, πρώτος ο Σταμάτιος Αντωνόπουλος, «ως Αντιπρόσωπος του Ελληνικού κράτους πολιτικός, εθνικός και ηθικός, διέδραμε πολλά των ένδον της Μικράς Ασίας [μέρη] και εμελέτησε τας τύχας του ενταύθα Ελληνισμού».
Ο Στ. Αντωνόπουλος πραγματοποίησε το 1901 και το 1902 δύο περιοδείες «ανά το εσωτερικόν της Μικράς Ασίας», κατά τις οποίες επισκέφθηκε το Αϊδίνι, τη Φιλαδέλφεια, το Ουσάκ, το Αφιόν Καραχισάρ, το Εσκί Σχεχίρ, το Ικόνιο και την Άγκυρα, όπου συνέλεξε «ακριβεστάτας πληροφορίας και περί Καισαρείας», καθώς και άλλα μέρη. Κατά τον ίδιο, μέχρι τότε «περί του κατά την Μικράν Ασίαν Ελληνισμού πολύ ασαφείς ιδέαι» υπήρχαν στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα «περί των εις τα ενδότερα Ελληνικών κοινοτήτων» στην Ελλάδα επικρατούσε «πλήρης άγνοια». Ο Αντωνόπουλος πρότεινε την πύκνωση του ελληνικού προξενικού δικτύου στη μικρασιατική χερσόνησο και ιδίως την επέκτασή του στα βιλαέτια Ικονίου και Αγκύρας, καθώς και στην Καισάρεια. Οι εισηγήσεις του Αντωνόπουλου βρήκαν κάποια απήχηση στους ιθύνοντες της κυβέρνησης και του Υπουργείου, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1908 να διορισθεί πρόξενος Α´ τάξεως στο Ικόνιο. Η επέκταση του προξενικού δικτύου στο Ικόνιο δεν σήμανε ότι η Ελλάδα απέκτησε επεκτατικές διεκδικήσεις στην ανατολική ακτή του Αιγαίου. Τα αρχειακά τεκμήρια των Υπουργείων Εξωτερικών και Στρατιωτικών δείχνουν ότι μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) η εκστρατεία στη μικρασιατική χερσόνησο δεν βρισκόταν εντός των στόχων της Επιτελικής Υπηρεσίας του ελληνικού Στρατού.
Το ελληνικό πολιτικό ενδιαφέρον για τη Μικρά Ασία προκάλεσε ο πρωτοφανής ανθελληνικός διωγμός που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι το 1914. Ο διωγμός αυτός, που ισοδυναμούσε πρακτικά (βάσει σύγχρονων ορισμών) με εθνοκάθαρση (και από το 1915 έλαβε κατά τόπους, ιδίως στις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας, διαστάσεις μερικής γενοκτονίας), ήταν μια οργανωμένη, συστηματική και κεντρικά σχεδιασμένη επιχείρηση της νεοτουρκικής τριανδρίας (Τζεμάλ, Ταλαάτ και Εμβέρ πασά). Οι διωγμοί κατά των Ελλήνων Ορθοδόξων της Μικράς Ασίας ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη και την παράλιο μικρασιατική χώρα τον Ιανουάριο του 1914 κατόπιν επεκτάθηκαν εντονότεροι το εσωτερικό του βιλαετίου (της «Γενικής Διοικήσεως») Αϊδινίου και στη μικρασιατική ενδοχώρα. Ο εμπορικός αποκλεισμός («μποϋκοτάζ»), οι απειλές κατά της ζωής, οι δαρμοί, η αρπαγή περιουσιών και κτηνών «κατά χιλιάδας» και άλλες ληστρικές πράξεις, οι εμπρησμοί, η εγκατάσταση προσφύγων στις αγροικίες και στα καταστήματα των Ελλήνων και, τελευταίως, οι σποραδικοί φόνοι και οι πυροβολισμοί προς εκφοβισμό προκάλεσαν τελικά τον αθρόο εκπατρισμό των Ελλήνων Ορθοδόξων της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας. Αλώβητες έμειναν μόνον η Σμύρνη, το Αϊβαλί και τα Βουρλά.
Η διάσωση των Κυδωνιών και της Σμύρνης οφείλεται στην έγκαιρη διπλωματική επέμβαση του ελληνικού κράτους αλλά και στα διαβήματα των κυβερνήσεων της Αγγλίας και της Ρωσίας. Οι Κυδωνίες επείχαν ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τον Ελληνισμό, καθόσον (σύμφωνα με τον μητρ. Κυδωνιών Γρηγόριο Ωρολογά) ήταν «η μόνη αμιγής Ελληνική Πόλις καθ’ άπασαν την [ασιατικήν] Τουρκίαν με Εθνικήν δράσιν περίλαμπρον». Συγκεκριμένα, στις 29 Μαΐου 1914 ο Βενιζέλος προέβη σε κοινοβουλευτική δήλωση η οποία ισοδυναμούσε με απειλή κήρυξης προς την Τουρκία. Ταυτόχρονα, ο πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Δημήτριος Πανάς εξουσιοδοτήθηκε από τον πολιτικό προϊστάμενό του να δηλώσει προς τον Μεγάλο Βεζύρη ότι «μια επίθεση κατά του Αϊβαλιού –μιας ανθούσας ελληνικής πόλης που κατοικείτο από έναν φιλήσυχο πληθυσμό– από ένοπλες ομάδες, με τον αντίκτυπο που αυτή θα είχε στην Ελλάδα, θα έφερνε τις ελληνοτουρικές σχέσεις σε κρίσιμο σημείο». Μία ημέρα πριν την επίδοση του ελληνικού διαβήματος, οι πρέσβεις της Αγγλίας και της Ρωσίας είχαν συναντήσει από κοινού τον Μεγάλο Βεζύρη και είχαν απαιτήσει, σε αυστηρούς τόνους, «την άμεσον παύσιν των διωγμών», λαμβάνοντας σχετικές διαβεβαιώσεις από την τουρκική κυβέρνηση για την αποκατάσταση της τάξης.
Η εξαπόλυση του ανθελληνικού διωγμού δεν οδήγησε αυτόματα στην έκρηξη ενός νέου ελληνοτουρκικού πολέμου. Η Ελλάδα δεν είχε αντικειμενικά τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο, και ο Έλληνας πρωθυπουργός (Ελ. Βενιζέλος) δεν είχε την πρόθεση και την επιθυμία να ξεκινήσει μια καινούργια πολεμική εκστρατεία. Η λύση που αρχικά προτιμήθηκε ήταν η αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών. Στις 9/22 Μαΐου 1914 ο Βενιζέλος αποδέχθηκε κατ’ αρχήν την έγγραφη πρόταση της τουρκικής πλευράς, που του είχε υποβληθεί δύο ημέρες νωρίτερα, για αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών, ανάμεσα στους χριστιανούς του βιλαετίου της Σμύρνης και της τουρκικής Θράκης και στους μουσουλμάνους της ελληνικής Μακεδονίας και της Ηπείρου (οι οποίοι συνυπολογίσθηκαν σε περίπου 150.000 Ελληνορθοδόξους έναντι 52.000 μουσουλμάνων)· οι προϋποθέσεις που τέθηκαν από την ελληνική πλευρά ήταν ότι η ανταλλαγή θα έπρεπε να είναι εθελουσία, να αφορά αποκλειστικά σε αγροτικούς (και όχι σε αστικούς και περιαστικούς) πληθυσμούς, και να προβλέπει τη ρευστοποίηση των περιουσιών τους. Τον Ιούνιο υπογράφθηκε η προκαταρκτική συμφωνία και συγκροτήθηκε τετραμελής ελληνοτουρκική Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής των πληθυσμών και των κτημάτων τους με αρχική έδρα τη Σμύρνη. Η έκρηξη όμως του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και η έντονη αντίδραση των Μικρασιατών προσφύγων στον διωγμό ακύρωσαν τελικά την εφαρμογή της ανταλλαγής.
Με επιστολές τους προς τον Βενιζέλο, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες εξέφραζαν την «θλίψιν» τους για το γεγονός, ότι «η μήτηρ Ελλάς» προτίθετο να τους «ανταλλάξη ως ευτελή ανδράποδα», και υποδείκνυαν ρητά στον Έλληνα πρωθυπουργό, ως μόνη πρέπουσα λύση, την παλιννόστησή τους στις εστίες τους. Ο μητρ. Σμύρνης Χρυσόστομος ήταν εξίσου κάθετα αντίθετος στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών, την οποία παρομοίασε με «ανθρωπεμπορία», «ανθρωποπαζάρευμα» και «επαίσχυντον ανθρωπομάζεμα». Η συσσώρευση μιας μεγάλης μάζας προσφύγων στην Ελλάδα δημιούργησε νέες πολιτικές πραγματικότητες και πιέσεις. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Ορθοδόξων που αναζήτησαν το 1914 καταφύγιο στην Ελλάδα διΐστανται. Στα μέσα Ιουνίου του 1914 ο μητρ. Χρυσόστομος υπολόγισε τους εκδιωχθέντες από τη Μικρά Ασία σε 100.000-120.000, ενώ σε άλλους 30.000-40.000 τους Έλληνες Ορθοδόξους οι οποίοι είχαν κατέλθει «εκ του εσωτερικού» και βρίσκονταν φιλοξενούμενοι «εν τοις διαφόροις οίκοις εν Σμύρνη». Σύμφωνα με πληροφορίες του πολιτικού γραφείου του Έλληνα πρωθυπουργού (Ελ. Βενιζέλου), ο αριθμός των Μικρασιατών προσφύγων που είχε καταφύγει στη χώρα ανερχόταν στο τέλος του 1918 σε 100.000 – 120.000. Η σύγχρονη επιστημονική ιστοριογραφία θεωρεί τον αριθμό των 150.000 – 200.000 προσφύγων ως πλησιέστερο προς την πραγματικότητα.
Η έλευση της συμπαγούς μάζας των Μικρασιατών προσφύγων ήταν αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την εκκίνηση Μικρασιατικού Ζητήματος στην ελληνική πολιτική σκηνή. Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε το τηλεγράφημα Grey (δηλ. το τηλεγράφημα που απέστειλε ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Grey προς τον πρεσβευτή του στην Αθήνα [Sir Francis Elliot] στις 10/23 Ιανουαρίου 1915, με τελικό παραλήπτη τον Έλληνα πρωθυπουργό) . Στο τηλεγράφημα αυτό, το οποίο μεταβιβάστηκε αυθημερόν στον Βενιζέλο, η βρετανική πλευρά υποσχόταν στην Ελλάδα, σε περίπτωση που αυτή τίθετο στο πλευρό της Σερβίας και συμμετείχε στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, «πολύ σπουδαίας εδαφικές παραχωρήσεις επί των παραλίων της Μικράς Ασίας» (des concessions territorriales très importantes sur la côte de l’Asie Mineure). Το τηλεγράφημα Grey έθεσε για πρώτη φορά σε ρεαλιστική βάση (εντός ενός συστήματος ισχυρών συμμαχιών, που θεωρούσε προαπαιτούμενο ο Βενιζέλος) την εδαφική διεκδίκηση της Δυτικής Μικράς Ασίας από το ελληνικό κράτος. Παρά τις δελεαστικές υποσχέσεις του, το τηλεγράφημα Grey είχε ωστόσο ένα πολύ τρωτό σημείο: ζητούσε από την Ελλάδα, εις αντάλλαγμα των εδαφικών προσκτήσεων στη Μικρά Ασία, να διαβεβαιώσει τη Βουλγαρία ότι θα λάμβανε «ικανοποιητικές εδαφικές παραχωρήσεις στη Μακεδονία» (des concessions territoriales très satisfaisantes en Macédoine), στην περίπτωση βεβαίως που η Βουλγαρία θα λάμβανε μέρος στον πόλεμο κατά της Τουρκίας ή τουλάχιστον θα τηρούσε μιαν ουδετερότητα «μη κακόβουλη» στάση προς τις Δυνάμεις της Τριπλής Συνεννοήσεως.
Η επιχειρηματολογία του Βενιζέλου υπέρ της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αναπτύχθηκε σε τρία διαδοχικά υπομνήματά του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο (11, 17 Ιανουαρίου και 17 Φεβρουαρίου 1915). Κεντρική θέση σε αυτά επείχε η επιτακτική ανάγκη προστασίας και παλιννόστησης των Μικρασιατών προσφύγων. Ένα δεύτερο σημαντικό επιχείρημα υπέρ της εκστράτευσης στη Μικρά Ασία ήταν η φοβία, πως «η αθρόα δίωξις των εν Τουρκία βιούντων εκατομμυρίων Ελλήνων» δεν θα κατέστρεφε μόνον τούτους, αλλά κινδύνευε να συμπαρασύρει «εις οικονομικόν ναυάγιον και όλην την Ελλάδα» Ο Βενιζέλος εισηγήθηκε τη διεκδίκηση μιας ευρείας περιοχής που θα εκτεινόταν παραλιακά από το ακρωτήριο της Φοινίκης (Finike) προς Νότον (έναντι του Καστελλόριζου) έως τον κόλπο του Αδραμυττίου (Edremit) προς Βορράν (έναντι της Λέσβου). Όπως επισήμανε στο δεύτερο υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο και σε κατοπινή επιστολή του προς τον διάδοχό του στο Υπουργείο των Εξωτερικών Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο, η επιφάνεια της διεκδικούμενης χώρας (της Δυτικής Μικράς Ασίας) υπερέβαινε «τα 125.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ήτοι» ήταν «ίση προς την εκ των [Βαλκανικών] πολέμων διπλασιασθείσαν Ελλάδα» και η ενδεχόμενη προσάρτησή της θα δημιουργούσε μιαν Ελλάδα η οποία θα είχε συνολική έκταση 265.000 τ.χλμ.
Η επιχειρηματολογία του Βενιζέλου προσέκρουσε στις έντονες αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου και του γενικού Επιτελείου. Η διαφωνία βασιλιά – Βενιζέλου στο Μικρασιατικό προκάλεσε την παραίτηση του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία και αποτέλεσε και την αφορμή του Εθνικού Διχασμού, που ταλάνισε τον ελληνικό πολιτικό βίο μέχρι το 1922. Ο πόλεμος κατά της Τουρκίας έγινε πραγματικότητα μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία τον Ιούνιο του 1917. Στο ενδιάμεσο, οι Μικρασιάτες αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του στρατού της Εθνικής Αμύνης (δύναμης περ. 60.000 ανδρών), που πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Τον επόμενο χρόνο, λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, σημειώθηκε η πρώτη εκδήλωση αλυτρωτικών αισθημάτων εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης με αφορμή τον είσπλου ενός αγγλικού πολεμικού (ονόματι Messenger) στον λιμένα της πόλης την 24 Οκτωβρίου. «Επί τη θέα του συμμαχικού σκάφους, όπερ το πρώτον διήνοιγε την τετραετή πολιορκίαν της πολυπαθούς πόλεως, αληθής φρενίτις κατέλαβε το ομογενές κοινόν, όπερ σπεύδον επί της προκυμαίας, ήρχισε να ανευφημή τους ελευθερωτάς». Κατά την εκπνοή λοιπόν του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, η Δυτική Μικρά Ασία είχε πλέον μετατραπεί, όπως σημειώνει στις αναμνήσεις του ο Αμερικανός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη Henry Morgenthau (1918), σε Graecia Irredenta.
Η επιβίωση των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας θεωρείτο πλέον δυνατή μόνον υπό την αιγίδα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η διεκδίκηση της Δυτικής Μικράς Ασίας τέθηκε επίσημα στο Συνέδριο της Ειρήνης με το υπόμνημα του Βενιζέλου (La Grèce devant le Congrès de la Paix, Paris, le 30 December 1918). Οι ελληνικές αξιώσεις επί της Δυτικής Μικράς Ασίας παρέμειναν έκτοτε σταθερές ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1920 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε λόγους της εσωτερικής πολιτικής. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις δεν αμφισβήτησε ουδόλως τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών και την παρουσία της Ελλάδας στη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Η θριαμβολογία των Φιλελευθέρων κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1920 και η απόλυτη σιωπή των αντιπάλων τους όσον αφορά τα εξωτερικά ζητήματα της χώρας προκάλεσαν εφησυχασμό στο σώμα των ψηφοφόρων. Τελικά, ο εφησυχασμός λειτούργησε πολιτικά εις βάρος των Φιλελευθέρων. Μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες της αντιβενιζελικής Αντιπολίτευσης. Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το 1922 οφείλεται κυρίως στην κόπωση των Ελλήνων πολεμιστών από τη μακρόχρονη παραμονή τους στο χαράκωμα και την παράταση της διπλωματικής εκκρεμότητας στο Μικρασιατικό. Η Ελλάδα πολεμούσε επί διετία χωρίς συμμάχους και υπό στρατιωτική ηγεσία η οποία δεν διέθετε εμπειρία του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η μνήμη των εθνικών πολέμων (1912-22) στην Ελλάδα Η δεκαετία 1912-22 έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων ως η περίοδος των εθνικών πολέμων. Ήταν μία δεκαετής περίοδος κατά την οποία η Ελλάδα αγωνιζόταν να πετύχει την εθνική (εδαφική) ολοκλήρωσή της. Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (το Μακεδονικό Μέτωπο) και η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-22) αποτέλεσαν τα γεγονότα – σταθμούς σε αυτήν τη διαδικασία. Οι ριζικές τομές, που προκάλεσαν οι «εθνικοί πόλεμοι» των Ελλήνων, διαίρεσαν την ελληνική ιστορία σε «προπολεμική» και «μεταπολεμική» (δηλ. μεσοπολεμική, 1922-40). Οι μεταβολές αυτές εντός της νεοελληνικής κοινωνίας δεν ήταν μοναδικές και ξέχωρες από αντίστοιχες εξελίξεις στις γειτονικές χώρες και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως παρατηρεί ο Βρετανός ιστορικός John Davies, η μνήμη του πολέμου είναι κομμάτι της πρωτογενούς κοινωνικοποίησης των Ευρωπαίων: στην Ευρώπη ο 20ός αιώνας οριοθετείται με αναφορές στον πόλεμο (προπολεμική, μεσοπολεμική, μεταπολεμική περίοδος). Βέβαια, όπως διευκρινίζει ο ίδιος, το γεγονός ότι η «εμπειρία του πολέμου», ιδίως του Μεγάλου Πολέμου είναι βαθιά ριζωμένη στη ζωή των Ευρωπαίων, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι φιλοπόλεμες (bellicose) κοινωνίες, αλλά «έμπειρες του πολέμου» (bellicognisant)
Ο Μεγάλος (ευρωπαϊκός) Πόλεμος του 1914-18, καθώς λίγο νωρίτερα οι δύο πόλεμοι των συνασπισμένων βαλκανικών κρατών κατά της οθωμανικής Τουρκίας είχαν χαρακτήρα «εθνικό», δηλαδή διεξήχθησαν από υπερμεγέθεις στρατούς οι οποίοι προέκυψαν από τη μαζική, γενική επιστράτευση των Ευρωπαίων πολιτών. Η καθολική στράτευση του έθνους (levée en masse), η οποία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και (κυρίως) των Ναπολεοντείων Πολέμων (1792-1815), προσέδωσε έναν χαρακτήρα «εθνικό» ή ακριβέστερα πανεθνικό στις πολεμικές συγκρούσεις. Στην αυγή του 20ού αιώνα, οι Ευρωπαίοι (άρρενες) πολίτες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων των χριστιανικών εθνικών κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) μετεβλήθησαν σε πολίτες/οπλίτες. Ο μαζικός πόλεμος οδήγησε στον «μαζικό θάνατο». Οι νεκροί αξιωματικοί και οπλίτες κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανήλθαν π.χ. στις ΗΠΑ σε 114.000, στη Ρουμανία σε 300.000, στην Ιταλία σε 578.000, στο Ηνωμένο Βασίλειο σε 723.000, στη Γαλλία σε 1.398.00 και στη Γερμανία σε 2.037.000. Αντίστοιχα, οι ελληνικές πολεμικές απώλειες σε «φονευθέντες» (κατά τις μάχες) και αγνοουμένους («εξαφανισθέντες») αξιωματικούς και οπλίτες κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1917-18) και τη Μικρασιατική Εκστρατεία συμποσούνται σε 47.973.
Η φονικότητα του Μεγάλου Πολέμου, η οποία αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη συγκλονιστική εμπειρία για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν οφειλόταν μόνον στην καθολική στράτευση. Οι τρομακτικές απώλειες στα πεδία των μαχών οφείλονται στη «βιομηχανική» φύση του πολέμου στο κατώφλι του 20ού αιώνα, η οποία με τη σειρά της ήταν αποτέλεσμα της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών στη διάρκεια του προηγούμενου, «μακρού» 19ου αιώνα. Το εξελιγμένο βαρύ πυροβολικό, το πολυβόλο, το συρματόπλεγμα, τα χημικά αέρια, τα φλογοβόλα και τα πρώτα τεθωρακισμένα, που έκαναν τότε την εμφάνισή τους, δημιούργησαν μια νέα, «βιομηχανική» πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη αιματοχυσία που είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή η ανθρωπότητα. Ο «μαζικός θάνατος» και ο κλονισμός που αυτός προκάλεσε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες αποτέλεσαν το θεμέλιο της συγκρότησης της συλλογικής μνήμης του Μεγάλου Πολέμου. Ο Βρετανός ιστορικός Alan Taylor παρατήρησε το 1966 ότι: «Αν η μεγαλοσύνη ενός γεγονότος μπορεί να κριθή από τον αριθμό των μνημείων που ανεγείρονται προς τιμήν του, [τότε] ο Μεγάλος Πόλεμος [...] υπήρξε το μεγαλύτερο γεγονός που συνέβη ποτέ». Παντού σε κάθε άκρη της Ευρώπης (σε κάθε πόλη, χωριό και ενορία) κατασκευάστηκαν μνημεία. Στη Βρετανία κτίστηκαν περίπου 54.000 μνημεία. Στη Γαλλία τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ο αριθμός των μνημείων άγγιξε τις 36.000. Στη Ρουμανία ο αντίστοιχος αριθμός ξεπέρασε τα 3.500.
Ο εθελοντισμός και η μαζικότητα του θανάτου, που αποτυπώθηκαν υλικά στη μαζικότητα των μνημείων, επέφεραν αναπότρεπτα τον εκδημοκρατισμό της μνήμης. Ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος απέβαλε οριστικά τον κοινωνικό ελιτισμό των μαυσωλείων και των αψίδων, που ανέγραφαν μόνον τα ονόματα αριστοκρατών αξιωματικών που φονεύθηκαν οδηγώντας τη μονάδα τους στη μάχη, και δημιούργησε κυριολεκτικά μια ολόκληρη νέα «λατρεία» και μυθολογία με σημείο αναφοράς τη μνήμη των νεκρών πολιτών/οπλιτών. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, η «λατρεία» αυτή τέθηκε στο επίκεντρο της «θρησκείας» του εθνικισμού, και τα στρατιωτικά νεκροταφεία και λοιπά ταφικά μνημεία έγιναν τα «ιερά» του εθνικού προσκυνήματος. Την επαύριο του πολέμου η Ευρώπη «γέμισε» από μνημεία «εθνομαρτύρων» (οβελίσκους/ηρώα, στρατιωτικά νεκροταφεία, κενοτάφια, τύμβους κτλ.) που εξυμνούσαν το πνεύμα αυτοθυσίας των «ανώνυμων»/κοινωνικά άσημων στρατιωτών. Η μαζική λατρεία του ηρωϊκού θανάτου και η «υλοποίηση» (δηλαδή η αναπαράστασή του με τα υλικά μέσα της αρχιτεκτονικής) τής εμπειρίας του Μεγάλου Πολέμου ξεκίνησαν με την κατασκευή και τα εγκαίνια του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στο Παρίσι (11 Νοεμβρίου 1919) υπό την Αψίδα του Θριάμβου (Arc de Triomphe) και σύντομα (ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, το 1920, εγκαινιάστηκε το βρετανικό Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Westminster Abbey του Λονδίνου) επεκτάθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Στην ελληνική περίπτωση, ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης εντοπίζει ως πρώτο κεντρικό ελληνικό «ιερό» της λατρείας των ηρωϊκών νεκρών την αναθηματική στήλη των 28 φοιτητών πεσόντων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η οποία αποκαλύφθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 25 Μαρτίου 1901. Το πρώτο μνημείο πεσόντων κατά τους εθνικούς πολέμους του 20ού αιώνα (τον ελληνοτουρκικό και τον ελληνοβουλγαρικό του 1912-13) είναι οι δύο αναθηματικές στήλες εις μνήμην των πεσόντων εθελοντών φοιτητών, που κοσμούν την είσοδο του κεντρικού κτιρίου του Εθνικού Πανεπιστημίου από το 1914 . Η πρώτη θεσμική εκδήλωση μνήμης των εθνικών πολέμων, που φάνηκαν προς στιγμήν πως ολοκληρώνονταν, ήταν τα «Επινίκεια» («Αι Εορταί της Νίκης των [πολεμικών] αγώνων» της Ελλάδος), που τελέστηκαν με μεγαλοπρέπεια στο Παναθηναϊκό Στάδιο την 14 Σεπτεμβρίου 1920. Η πρώτη «μεταπολεμική» (δηλ. μεσοπολεμική) απόφαση για ανέγερση μνημείων («εις Κιλκίς, Μποέμιτσαν, Λαχανάν, Μπιζάνι, Δοϊράνι και Γενιτσά») προς τιμήν των πεσόντων κατά τους πολέμους της εθνικής ολοκλήρωσης (1912-22) λήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1925, επί δικτατορίας του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου.
Τον Μάρτιο του 1926, επίσης επί δικτατορίας Θ Τον Μάρτιο του 1926, επίσης επί δικτατορίας Θ. Πάγκαλου, προκηρύχθηκε η μελέτη κατασκευής του Μνημείου (επί λέξει, όπως προσδιορίστηκε γλωσσικά τότε, του «τάφου») του Αγνώστου Στρατιώτη «εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων πλατείαν». Το ελληνικό μνημείο θα ακολουθούσε το γαλλικό πρότυπο, το οποίο είχε τον χαρακτήρα «τάφου» (Tombe du Soldat Inconnu). Σύμφωνα με τη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη «εγγυάτο το άγνωστον και το απρόσωπον», δηλαδή αντανακλούσε τη μαζικότητα και συνεπώς την ανωνυμία του θανάτου. Παρά τις προφανείς ομοιότητες με το γαλλικό πρότυπο, στην ελληνική περίπτωση η καλλιτεχνική σύλληψη και απεικόνιση, ακόμη και η κεντρική επιγραφή του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη («μία κλίνη φέρεται εστρωμένη των αφανών») παρέπεμπε στο αρχαιοελληνικό πρότυπο της δημοκρατικής Αθήνας των κλασικών χρόνων (η περιγραφή της μνημονικής πρακτικής υπέρ των άγνωστων πεσόντων Αθηναίων οπλιτών από τον Θουκυδίδη είχε συγκεκριμένα ως εξής: «μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν εις αναίρεσιν»). Σε αντίθεση μάλιστα με αντίστοιχα Μνημεία άλλων εθνικών κρατών, το ελληνικό Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι κενοτάφιο , κατ’ απομίμηση της «εστρωμένης κενής κλίνης» των Αθηναίων της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ο ανάγλυφος ιδεότυπος του Έλληνα στρατιώτη αποτυπώθηκε «εις την αρχαϊκήν μορφήν Περσομάχου οπλίτου». Το αρχαίο κλασικό πρότυπο ερμηνεύει και την προσθήκη της Επιτάφιας ρήσης του Περικλέους: «ανδρών επιφανών πάσα γης τάφος». Τα εγκαίνια του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη έγιναν την 25η Μαρτίου 1932. Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (τότε πρόεδρος της Βουλής), στον λόγο του κατά τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου, υπογράμμισε την πρωτοφανή μαζικότητα του θανάτου, ως αποτέλεσμα των εθνικών πολέμων («η Ελλάς όλη είχε μεταβληθή τω όντι εις ευρύ τάφον»). Η επιλογή και η χρήση του κλασικού αρχαιοελληνικού προτύπου εμπεριείχε και άλλα νεωτερικά πολιτικά συνδηλούμενα. Οι αναφορές στη δημοκρατική Αθήνα των κλασικών χρόνων και στον Επιτάφιο του Περικλέους (431 π.Χ.) συνδήλωναν ακριβώς τον εκδημοκρατισμό της μνήμης. Η άμεση γειτνίαση του «ταφικού μνημείου» με το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων ήταν συνειδητή απόφαση, η οποία πάρθηκε οριστικά από την κυβέρνηση Βενιζέλου (1929) και υποδήλωνε την άμεση ιδεολογική συσχέτιση του μνημείου με το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα (εναλλακτικά είχαν προταθεί παλαιότερα ως τοποθεσίες ανέγερσης του Μνημείου το πεδίον του Άρεως, το Στάδιο, ο λόφος του Αρδηττού, ο λόφος του Φιλοπάππου, η Ακρόπολη, ο Κεραμεικός, ο προαύλιος χώρος του Πανεπιστημίου κ.ά.).
Η μνήμη των νεκρών των εθνικών πολέμων είχε και μια άλλη εργαλειακή χρήση: εξέφραζε και εξυπηρετούσε τη λεγόμενη «παλαιοπολεμιστική και εφεδροπολεμιστική ιδεολογία». Κεντρική θέση στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη είχαν οι ποικίλες εφεδροπολεμιστικές οργανώσεις: η Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών Ελλάδος, η Εθνική Οργάνωσις Εφέδρων Ελλάδος, η Εθνική Ένωσις Εφέδρων Πολεμιστών «Υψηλάντης», η Εθνική Οργάνωσις Εφέδρων Πειραιώς, η Γενική Ένωσις Αναπήρων Πολέμου Αττικής, η Πανελλήνιος Ένωσις Εφέδρων Οπλιτών κ.ά. Με όχημα τον ρόλο τους στη διαδικασία της εθνικής ολοκλήρωσης (όπως τόνισε ένας πολιτευόμενος Παλαιός Πολεμιστής: «τα όρια της Πατρίδος μας τα οποία με τόσας θυσίας και με τόσον αίμα είχον χαράξει οι Παλαιοί Πολεμισταί») οι Έλληνες βετεράνοι συγκροτούσαν πληθώρα σωματειακών ομάδων πίεσης, με σκοπό τη νομιμοποίηση, τη θεσμοθέτηση και κατοχύρωση υλικών αιτημάτων, διεκδικώντας κυρίως μερίδιο στη νομή του κράτους και στον αγροτικό εποικισμό.
Η πρώτη νομοθετική μέριμνα υπέρ των Παλαιών Πολεμιστών ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των εθνικών πολέμων. Το 1916 θεσπίστηκε «η περίθαλψις των οικογενειών των στρατευομένων ανδρών δια της παροχής εις αυτάς χρηματικών επιδομάτων, αφ’ ετέρου δε η χορήγησις επαρκούς γεωργικού κλήρου εις τους οπλίτας εκείνους οίτινες ήθελον διακριθή κατά τας μάχας». Ταυτόχρονα λήφθηκαν τα πρώτα μέτρα υπέρ των αναπήρων πολέμου, με την παροχή σε αυτούς συντάξεων και επιδομάτων και την παραχώρηση προς εκμετάλλευση περιπτέρων, καθώς και με την εκμίσθωση καφενείων «ή άλλων πρατηρίων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών καταστημάτων». Ουσιαστικός, ωστόσο, «θεμελιωτής της Εφεδρικής Ιδέας» στην Ελλάδα ήταν ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος τον Ιούνιο του 1926 υιοθέτησε τα πρώτα συστηματικά «προστατευτικά μέτρα» υπέρ των Εφέδρων, των Παλαιών Πολεμιστών και των αναπήρων πολέμου. Το 1934 συνήλθε στην Αθήνα το Α´ Πανελλήνιο Συνέδριο των Παλαιών Πολεμιστών, στο οποίο συμμετείχαν «140 και πλέον» αντιπρόσωποι 71 παλαιοπολεμιστικών οργανώσεων και εφεδροπολεμιστικών συλλόγων και συνδέσμων της χώρας.
Το 1940 κυκλοφόρησε ένα Εγκόλπιον προστασίας Παλαιών Πολεμιστών και Αναπήρων Πολέμου, μια κωδικοποίηση της σχετικής νομοθεσίας (για την αγροτική αποκατάσταση, τον διορισμό σε Οργανισμούς και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, την απόλυση, τη μισθολογία, τις ατέλειες, τις προσαυξήσεις των μισθών και των συντάξεων κλπ.). Εκτός των κύριων νομοθετικών ωφελημάτων, οι Παλαιοί Πολεμιστές απολάμβαναν και άλλων πλεονεκτημάτων, όπως την «ανέγερσιν ευθηνών οικιών», την υποχρεωτική πρόσληψη εφέδρων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις «οιασδήποτε μορφής ή τύπου» και από τα τραπεζιτικά ή κοινωφελή ιδρύματα (π.χ. εφόσον μια ιδιωτική επιχείρηση απασχολούσε προσωπικό άνω των χιλίων υπαλλήλων, υποχρεούτο να προσλάβει Παλαιούς Πολεμιστές σε ποσοστό 3%). Επιπλέον, άποροι Παλαιοί Πολεμιστές, όπως και μέλη των οικογενειών τους, εισάγονταν κατά προτίμηση στα νοσοκομεία, στα σανατόρια και στα θεραπευτήρια παντός είδους, καθώς και στα κρατικά άσυλα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα έναντι των λοιπών πολιτών. Δημιουργήθηκε έτσι μια νέα διακριτή κοινωνική κατηγορία με ιδιαίτερα προνόμια και με βασικό εργαλείο νομιμοποίησής τους τη μνήμη των εθνικών πολέμων. Η θεσμική συγκρότηση, η διαχείριση και η αναπαραγωγή της μνήμης των εθνικών πολέμων αποτελούσε ζωτικό διακύβευμα για την επιβίωση αυτής της καινούργιας «μεταπολεμικής» κοινωνικής κατηγορίας.
Σύνταγμα της Ελλάδος του 1911 Άρθρον 17: Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφελείαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως. Άρθρον 21: Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα. Άρθρο 82: Εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ανήκουσιν ιδίως: α´) Η επεξεργασία των προτάσεων νόμων και κακονιστικών διατάξεων∙ β´) Η εκδίκασις των υπό του νόμου υποβαλλομένων αυτώ διαφορών αμφισβητουμένου διοικητικού∙ γ´) Η κατ’ αίτησιν ακύρωσις δια παράβασιν νόμου των πράξεων των διοικητικών αρχών κατά τα ειδικώτερον εν τω νόμω οριζόμενα∙ δ´) Η ανωτέρα πειθαρχική δικαιοδοσία επί των απολαυόντων μονιμότητος υπαλλήλων της διοικήσεως, κατά τους περί τούτου νόμους. Άρθρον 102: Τα προσόντα των διοικητικών εν γένει υπαλλήλων ορίζονται δια νόμου. Μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι υπάλληλοι ούτοι από του οριστικού αυτών διορισμού εισί μόνιμοι [...].
«Δεν έρχομαι ενταύθα ως αρχηγός νέου και εσχηματισμένου κόμματος «Δεν έρχομαι ενταύθα ως αρχηγός νέου και εσχηματισμένου κόμματος. Έρχομαι απλώς σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών και υπό την σημαίαν ταύτην καλώ πάντας εκείνους, οίτινες συμμερίζονται τας ιδέας ταύτας, εμπνέονται από τον ιερόν πόθον ν’ αφιερώσωσι πάσας τας δυνάμεις της ψυχής και του σώματος, να συντελέσωσιν εις την επιτυχίαν των ιδεών τούτων. [...] Αναγνωρίζων την ανάγκην της διαπαιδαγωγήσεως του Ελληνικού Λαού και της χειραφετήσεως αυτού από του προσωπικού κομματισμού, θα εργασθώ μετ’ εκείνων προς τους οποίους η εξέλιξις των εργασιών της Βουλής ήθελεν αποδείξει ότι συμπίπτουν αι ιδέαι μου, δια την οργάνωσιν πολιτικού συλλόγου, διακλαδουμένου καθ’ όλον το Κράτος, την ανόρθωσιν του οποίου αναμένει ο λαός» (Λόγος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πλατεία Συντάγματος, 5 Σεπτεμβρίου 1910) «Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το Κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό τον τουρκικόν ζυγόν χριστιανών, όπως δια των όπλων θέσει τέρμα εις την δυστυχίαν, την οποίαν ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων» (Πολεμικό διάγγελμα του Ελ. Βενιζέλου προς τον ελληνικό λαό, 2 Οκτωβρίου 1912)
Κορυφαίος διαμορφωτής της βενιζελικής μνήμης είναι ο δημοσιογράφος Γεώργιος Βεντήρης (Η Ελλάς του 1910-1920: Ιστορική μελέτη, τόμ. Α´, εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1931, σσ. 74-89). Θεωρεί τον Βενιζέλο «πρώτο αρχηγό των Ελλήνων αστών» καθώς επίσης ότι ο Βενιζέλος στήριξε το έργο του «και επί μιας άλλης βάσεως εξ ίσου στερεάς με την κοινωνικήν: επί του έθνους». Τοποθετεί τον Βενιζέλο στη χορεία της χορείας των μεταρρυθμιστών πρωθυπουργών, ως συνεχιστή του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και του Χαριλάου Τρικούπη, αλλά και «αρχηγό του πρώτου μετά το 1821 αστικού εθνικού κράτους των Ελλήνων». Και διευκρινίζει: «Η κοινοβουλευτική ολιγαρχία κατελύθη. Εις την θέσιν της ιδρύθη λαοκρατία. Διά να εξασφαλίσουν οι αστοί το νεαρόν αυτών καθεστώς έδωκαν εις τον Βενιζέλον δύναμιν λαϊκού δικτάτορος. Αυτήν την έννοιαν έχουν και η μείωσις του πανισχύρου έως τότε βουλευτού και η επί συνεχή έτη ασάλευτος εμπιστοσύνη των αστών μαζί με τους αγρότας προς τους φιλελευθέρους.» «Η πολιτική όμως όλων των κρατών επηρεάζεται και από παράγοντες ευρισκομένους έξω των ορίων των. Διά την Ελλάδα η αρχή αυτή ίσχυεν απολύτως. Άμεσος σκοπός του ελληνικού κράτους ήτο, προ είκοσι ετών, η απελευθέρωσις του έθνους. Αυτόν τον προορισμόν είχεν επί της ολιγαρχίας, τον ίδιον διετήρει και μετά την άνοδον των αστών. Το έθνος απετέλει τον ενωτικόν κρίκον μεταξύ ολιγαρχικού και αστικού κράτους. Το δεύτερον εσυνέχιζεν αναγκαίως τον δρόμον του πρώτου.»
«Έτσι προέκυψε, «το αστικόν – εθνικόν κράτος», με κυριώτατον αντιπρόσωπον τον Βενιζέλον.» «Αι γενικαί αυταί προϋποθέσεις περιορίζουν την επιρροήν των προσώπων εις την πραγματικήν της αναλογίαν και φωτίζουν την περίοδον 1910-1920. Διά τούτων εξηγείται το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν εφάνη ούτε απολύτως ριζοσπαστικός ούτε αρκετά συντηρητικός. Θα ήτο δύσκολον και επικίνδυνον να κάμη αλλιώτικα. Ώφειλε να οργανώση το κράτος επί της αστικής του βάσεως, χωρίς να παραβλέψη εντελώς τα ολιγαρχικά στοιχεία, τα οποία ήσαν χρήσιμα και αναγκαία διά την πολιτικήν του έθνους.» Όσον αφορά το «εθνικόν πρόγραμμα του αρχηγού των αστών» σημειώνει: «Χαρακτηρίζεται από προνοητικότητα διά την οργάνωσιν αξιομάχου στρατού και από την έλλειψιν της ολιγαρχικής αδιαλλαξίας, η οποία καθίστα χιμαιρικάς τας ελληνικάς αξιώσεις. […] Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος άφηνε τα σύννεφα. Η ελληνική ρητορική ήτο συνήθως λυρική και ηχηρά. Πλούτος λέξεων, πτωχεία ιδεών, απουσία εκτελέσεως έργων. Ο νέος πρωθυπουργός εγκατέλειπε τα καθιερωμένα. […] Και δεν επαγιώνετο εσωτερικώς μόνον το νέον καθεστώς. Ομόφωνοι επήρχοντο η εμπιστοσύνη και η αναγνώρισις του εξωτερικού. Η επανάστασις του Γουδί είχε δώσει την εντύπωσιν ότι εσχηματίζεο εις την Ελλάδα, καθώς και εις την Τουρκίαν, στρατιωτικόν κόμμα με πολεμικήν πολιτικήν.»
«Αι πρώται ενέργειαι του Βενιζέλου απεκάλυπταν άνδρα θετικόν και αποφασιστικόν, προικισμένον διά σπανίας ευρύτητος βλέψεων. […] Εννοείται ότι η νέα κυβέρνησις δεν έφευγεν από την εντολήν της. Αν δεν προσεχώρει εις τας ανατρεπτικάς διαθέσεις των στοιχείων της άκρας λαϊκής αριστεράς, διετήρει ζηλοτύπως τον αστικόν, φιλοαγροτικόν και ριζοσπαστικόν χαρακτήρα του καθεστώτος». «Η αναθεώρησις του 1911 δεν «είναι πράξις εξελίξεως, προόδου μεταρρυθμίσεως, αλλ’ όχι καθιέρωσις επαναστάσεως. Δεν έγιναν μεταβολαί ριζικαί. Ουδέ καν περιωρίσθησαν τα δικαιώματα του στέμματος κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την απόλυτον υπεροχήν του λαού, ως κυριάρχου ρυθμιστού της πολιτείας. Το νέον σύνταγμα ήτο προϊόν συμβιβαστικότητος των κυβερνώντων. […] Η μεσότης του νέου συντάγματος ήτο γεγονός χαρακτηριστικόν». «Η ουσιωδεστέρα μεταρρύθμισις του πολιτεύματος υπήρξεν η τροποποίησις του περί ιδιοκτησίας άρθρου». Όταν συζητείτο στη Βουλή το άρθρο 17 περί ιδιοκτησίας, ο Βενιζέλος απάντησε σε βουλευτή της αντιπολίτευσης: Όταν ο κύριος βουλευτής (Τ. Ηλιόπουλος) νομίζη ότι η δύναμις του αστικού καθεστώτος είναι να μη βλέπη παντάπασι τον κίνδυνον, όστις έρχεται κατά τον εικοστόν αιώνα εκ των κάτω, κίνδυνον τον οποίον προλαμβάνει μόνον διά της εγκαίρου ικανοποιήσεως των τάξεων εκείνων των εργατών, των αποκλήρων της κοινωνίας, δεν εκπλήσσομαι διά τας ιδέας του.
Η ελληνική αγροτική οικονομία τον 19ο αιώνα Καθ’ όλον τον «μακρό» 19ο αιώνα (1830-1909) ο αγροτικός πληθυσμός (γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα, αλιεία) παρέμεινε η μεγάλη πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας: 76,24% (1845), 70,56% (1887), 66,25% (1911), 57,10% (1928), 43,80% (1961), 35,14% (1971). Η συμβολή της γεωργίας στο ΑΕΠ ήταν ιδιαίτερα υψηλή, αν και διαρκώς έβαινε μειούμενη: 83,97% (1845), 66% (1887), 58,98% (1911), 49,57% (1928), 23,87% (1961), 17,24% (1971). Κατά τον 19ο αιώνα η ταχύτητα μείωσης του μεριδίου της γεωργίας στο ΑΕΠ είναι διπλάσια από την αντίστοιχη ταχύτητα μείωσης του μεριδίου του πληθυσμού της υπαίθρου (αντίστοιχα -0,58% και -0,24% ετησίως την περίοδο 1860-1911). Αυτό υποδηλώνει ότι στην ύπαιθρο διογκωνόταν η υποαπασχόληση (31,75% το 1911). Τον 19ο αιώνα η Ελλάδα εξήγαγε γεωργικά προϊόντα έντασης εργασίας (όπως σταφίδα, λάδι, κουκούλια) και εισήγαγε προϊόντα έντασης γης (δημητριακά, ζώα) και κεφαλαίου (βιομηχανικά προϊόντα). Η Ελλάδα είχε μόνιμο έλλειμμα σιτηρών και οσπρίων και άλλων διατροφικών και ζωικών προϊόντων. Η διατροφική όμως ανεπάρκεια της ελληνικής οικονομίας έγινε αισθητή μόνον μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση (1932).
Το δημογραφικό πλεόνασμα της υπαίθρου δεν τροφοδότησε επαρκώς το εργατικό δυναμικό των πόλεων. Η πλεονάζουσα εργασία απασχολήθηκε στη γεωργία και η γεωγραφική του κίνηση προσανατολίστηκε στον εποικισμό των αραιοκατοικημένων πεδινών και άδειων παράλιων περιοχών της σταφιδοπαραγωγού βόρειας και δυτικής Πελοποννήσου. Μόνον στο τέλος του αιώνα και παράλληλα με τη σταφιδική κρίση εμφανίστηκε ένα σοβαρό κύμα μετανάστευσης, κυρίως υπερατλαντικής (προς την Αμερική) αλλά και εσωτερικής (προς τα γειτονικά αστικά κέντρα). Το κεφάλαιο που συσσωρευόταν στα χέρια των επαρχιακών εμπόρων και των κτηματιών- προεστών δεν χρησιμοποιήθηκε για βιομηχανικές επενδύσεις στις πόλεις ούτε για επενδύσεις στην ύπαιθρο, αλλά μεταφέρθηκε στην αστική οικονομία, μέσω της αγοράς οικιών και οικοπέδων και της εγκατάστασης εκεί νεαρών γόνων τους ως εμπόρων, ελευθέρων επαγγελματιών (ιατρών, δικηγόρων) ή δημοσίων λειτουργών. Την περίοδο 1890-1920 περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες μετανάστευσαν (προσωρινά ή μόνιμα) στην Αμερική (μικρός αριθμός σε σχέση με την υπερατλαντική εκροή άλλων χωρών, π.χ. της Ιταλίας, όπου μιλάμε για 10 εκατομμύρια). Ένα ποσοστό 60% παρέμεινε εγκατεστημένο εκεί (ΗΠΑ). Οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονταν από τα νότια Ιόνια νησιά, από την Πελοπόννησο (σε ποσοστό 56,51% την περίοδο 1890-1911) και τη Δυτική Στερεά και κατόπιν την υπόλοιπη Ελλάδα και τις οθωμανοκρατούμενες ελληνικές χώρες).
Όσον αφορά το γαιοκτητικές σχέσεις, η Επανάσταση του 1821 οδήγησε σε ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς του έγγειου καθεστώτος της Παλαιάς Ελλάδας. Το 1823, στη Β´ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, θεσπίστηκαν οι εθνικές γαίες, με συνέπεια το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος να βρεθεί να κατέχει το 35% των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας. Το ήμισυ του αγροτικού πληθυσμού της χώρας καλλιεργούσε τις εθνικές γαίες. Θύλακες μεγάλης γαιοκτησίας παρέμειναν (ή διαμορφώθηκαν εκ του μηδενός) στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στη βόρεια Εύβοια, αλλά παρέμειναν περιθωριακής σημασίας. Την ίδια στιγμή (1833) τα 5/6 των Ελλήνων αγροτών ήσαν ακτήμονες. Η οριστική εκκαθάριση των «εθνικών γαιών» έγινε την 25 Μαρτίου 1871 από την κυβέρνηση Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (άλλα 280.000 στρέμματα είχαν διανεμηθεί νωρίτερα). Η πρώτη αυτή αγροτική μεταρρύθμιση (η οποία ολοκληρώθηκε το 1911) αφορούσε στη διανομή 2.650.000 στρεμμάτων, κατανεμημένων σε 357.217 κλήρους. Το σύνολο των Ελλήνων χωρικών, εντός των ορίων της Ελλάδας του 1880, εγκαταστάθηκαν ως μικροκτηματίες ιδιοκτήτες. Για πρώτη φορά ωστόσο δημιουργήθηκε ένας συμπαγής πυρήνας μεγάλης γαιοκτησίας στην Ελλάδα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881). Την κατάσταση των κολλίγων επιβάρυνε η φορολογία των αροτριώντων ζώων (αντί της φορολογίας της δεκάτης).
Η Θεσσαλία (ο υποτιθέμενος σιτοβολώνας) δεν εξασφάλισε τελικά την επισιτιστική αυτάρκεια της χώρας. Η καλλιεργούμενη με δημητριακά έκταση των θεσσαλικών τσιφλικιών μεταξύ 1881 και 1895 σημείωση οριακή μόνον αύξηση (10%), ενώ την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (1900-1910) η επέκταση των καλλιεργούμενων εδαφών με σιτηρά στο σύνολο της Θεσσαλίας ήταν μόλις της τάξης του 7%. Η αύξηση του δασμού επί του εισαγόμενου σίτου αύξησε την τιμή του ψωμιού στις πόλεις και εξασφάλισε μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στους γαιοκτήμονες της Θεσσαλίας. Μετά το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία, οι αλλεπάλληλες κρίσεις του εμπορίου της σταφίδας ήταν το σημαντικότερο οικονομικό (και κοινωνικό) πρόβλημα της Ελλάδας στον 19ο αιώνα. Η σταφίδα είχε ονομασθεί «χρυσός της Κορινθίας», υπό την έννοια ότι ήταν το κύριο ελληνικό εξαγωγικό προϊόν και η κυριότερη πηγή χρυσού και συναλλάγματος για τη χώρα. Το προϊόν αυτό έφθασε να καλύπτει το 50-75% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της Ελλάδας. Παράλληλα, το 70% του ξένου συναλλάγματος που απέφερε στη χώρα η ετήσια εξαγωγή σταφίδας δαπανάτο στο εξωτερικό για την αγορά και την εισαγωγή σιτηρών. Οι μεταβολές του διεθνούς εμπορίου προκαλούσαν περιοδικές σταφιδικές κρίσεις. Το 1879 ξέσπασε η μεγάλη επιδημία της φυλλοξήρας στη Γαλλία, η οποία είχε καταλυτικές συνέπειες για την ελληνική παραγωγή.
Τα γαλλικά αμπέλια καταστράφηκαν και η κορινθιακή σταφίδα εμφανίστηκε στους Γάλλους οινοπαραγωγούς σαν από μηχανής θεός. Οι καλλιεργούμενες με σταφιδάμπελο εκτάσεις στην Ελλάδα συνέχισαν να αυξάνονται αλματωδώς. Το 1878 τα καλλιεργούμενα στρέμματα με αμπέλια στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 435.000, ενώ ως το 1891 αυξήθηκαν σε 670.000. Παράλληλα, αυξανόταν η εξαγωγή: Έτος Καλλιεργούμενες επιφάνειες Εξαγωγές σε ενετικά λίτρα σε στρέμματα 1878 435.000 210.000.000 1881 500.000 ________ 1888 600.000 297.000.000 1891 670.000 324.000.000 Η αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική σταφίδα άρχισε το 1890, όταν οι γαλλικές αμπελοφυτείες άρχισαν να αναρρώνουν από τη φυλλοξήρα. Από 69.500 αγγλικά βαρέλια το 1889 οι ελληνικές εξαγωγές σταφίδας στη Γαλλία μειώθηκαν το 1890 σε 37.800 βαρέλια. Από το φθινόπωρο του 1892 η γαλλική κυβέρνηση επέβαλε δρακόντειους δασμολογικούς φραγμούς στις εισαγωγές ξένης σταφίδας και άλλων οινοποιητικών πρώτων υλών. Η διεθνής τιμή της σταφίδας κατρακύλησε από 300 γαλλικά φράγκα (τα χίλια ενετικά λίτρα) το 1890 σε 42 φράγκα το 1894.
Η ελληνική σταφιδοκαλλιέργεια, απροειδοποίητη από το ελληνικό κράτος, αντιμετώπισε κρίση υπερπαραγωγής. Από το 1890 διαμορφώθηκε ένα μόνιμο πλεόνασμα, το οποίο υπερέβαινε σταθερά το 20% της ετήσιας παραγωγής. Από τον Ιούλιο του 1893 το αδιάθετο πλεόνασμα της ελληνικής σταφίδας έλαβε χρόνιο χαρακτήρα και μόνον η σταφίδα ανώτερης ποιότητας διέφυγε από τις χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης. Τα επόμενα χρόνια η κρίση υπερπαραγωγής οδήγησε πολλούς εμπορικούς οίκους (της Καλαμάτας, του Πύργου και των Πατρών) σε χρεωκοπία. Περιορίστηκαν δραστικά οι πιστώσεις προς τους σταφιδοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι καταχρεωμένοι να κινδυνεύουν να χάσουν τα υποθηκευμένα κτήματά τους. Η ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας το 1899 φιλοδοξούσε να λύση το πρόβλημα της πιστωτικής κρίσης. Αποτελεσματικότερη λύση έδωσε η ίδρυση της «Ενιαίας» με κεφάλαια της Τράπεζας Αθηνών, η οποία ανέλαβε το 20ετές προνόμιο της μονοπωλιακής εξαγοράς και χρήσης του παρακρατήματος (10%-24% της σταφιδοπαραγωγής σε τιμές ασφαλείας). Το 1925 ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Σραφιδικός Οργανισμός (Α.Σ.Ο.). Η σταφιδική κρίση οδήγησε στην εξαγωγή των μόνων διαθέσιμων πόρων της χώρας: της σχολάζουσας εργασίας. Η υπερατλαντική μετανάστευση ανακούφισε τους χειμαζόμενους αγροτικούς πληθυσμούς χάρη στα διογκούμενα εμβάσματα και μετέθεσε την κρίση της γεωργίας στον Μεσοπόλεμο.
Το μείζον γεγονός στον γεωργικό τομέα στον 20ό αιώνα ήταν η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, η οποία συντελέστηκε την περίοδο 1917-25, και η αγροτική αποκατάσταση μεγάλου μέρους των προσφύγων. Η αγροτική μεταρρύθμιση νομοθετήθηκε από τη βενιζελική Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1917 (με πρώτο Υπουργό Γεωργίας τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο) και εφαρμόσθηκε από την «επαναστατική» κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά το 1922. Το 1923 απαλλοτριώθηκαν αρχικά 642 τσιφλίκια και ώς το 1925 άλλα 561. Οι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν με κρατικά ομόλογα με επιτόκιο 6%, η αξία των οποίων όμως εξανεμίστηκε με την επέλευση της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930. Η ελληνική αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 ήταν μεταξύ των πλέον ριζοσπαστικών που εφαρμόστηκαν κατά την ίδια περίοδο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων ήταν ιδιόκτητες. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση βασίστηκε στο άρθρο 17 του Συντάγματος του 1911 («Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως»).
«[...] κρίνω αναγκαίον, όπως κηρύξω από της πρωτευούσης της Θεσσαλίας προς τον Ελληνικόν Λαόν το πρόγραμμα της ανορθώσεως προς εφαρμογήν του οποίου εκλήθη η παρούσα Κυβέρνησις [...] Η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει επιδιώξει την δικαιοσύνην εν τη φορολογία. [... Θα] παράσχη την αναγκαίαν προστασίαν και εις πάσαν βιώσιμον εθνικήν βιομηχανίαν. [...] Η Χώρα ημών δεν είναι πτωχή, αλλ’ είναι ανεκμετάλλευτος. Η από 1ης Ιανουαρίου λειτουργία του Υπουργείου του Εμπορίου και της Γεωργίας, το οποίον δυνατόν να ονομασθή καλλίτερον Υπουργείον της Παραγωγής [...] Η Κυβέρνησις θέλει μεριμνήσει, όπως νομοθετικώς ρυθμισθώσιν από τούδε οι σχέσεις των καλλιεργητών προς τους ιδιοκτήτας, επί τη βάσει του τε γραπτού και του εθνικού δικαίου του ισχύοντος προ της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας, [...] διότι τούτο αποτελεί την αναγκαίαν βάσιν της ριζικωτέρας ρυθμίσεως του αγροτικού ζητήματος. [...] Δεν έρχομαι να σας υποσχεθώ ότι η Κυβέρνησις θα λάβη τα κτήματα των ιδιοκτητών δια να τα δώση εις τους καλλιεργητάς. Δεν έρχεται η Κυβέρνησις να εξασκήση δημαγωγίαν. [...]». (Ο πρώτος προεκλογικός λόγος του Βενιζέλου στη Λάρισα, 13 Νοεμβρίου 1910).
Σύνταγμα της Ελλάδος του 1911 «[...] εκείνο, το οποίον επιδιώκεται να ασφαλισθή σήμερον δια της νέας διατυπώσεως, την οποίαν λαμβάνομεν την τιμήν να προτείνωμεν, ότι ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας του, άνευ προηγουμένης ευλόγου αποζημιώσεως, [...] η αφαίρεση της ιδιοκτησίας ταύτης δεν δύναται να γίνη δια λόγους δευτερεύοντας, αλλά πρέπει να γίνηται, οσάκις δια της αφαιρέσεως ταύτης πρόκειται να εξυπηρετηθή το κοινόν συμφέρον. [...] το Κράτος κακήν οικονομικήν και γεωργικήν πολιτικήν θα μετήρχετο, αν προέβαινεν εις ολοσχερή απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων τούτων. Ο συνδυασμός της μικράς μετά της μεγάλης ιδιοκτησίας [...] είναι εκείνος, ο οποίος εξυπηρετεί τα μάλα το κοινωνικόν συμφέρον. [...] εκ δε του άρθρου 17 του Συντάγματος ουδέν υπάρχει συνταγματικόν κώλυμα κατά της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως μέρους των θεσσαλικών τσιφλικίων προς αποκατάστασιν των ακτημόνων γεωργών εις μικροϊδιοκτήτας» (αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή, 19 Μαΐου 1911) Σύνταγμα της Ελλάδος του 1911 Άρθρον 17: Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφελείαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως.
«Έχομεν καθήκον, όχι μόνον τους ομογενείς καλλιεργητάςτης γης να αποκαταστήσωμεν εις ιδιοκτήτας και τους πολυαρίθμους αλλογενείς πληθυσμούς, οι οποίοι περιελήφθησαν εντός των Ελληνικών ορίων. [...] Δια την διδασκαλίαν, κύριοι, των ανατρεπτικών στοιχείων πανταχού του κόσμου και παρ’ ημίν∙ δια την διδασκαλίαν, λέγω περί του οξυτάτου πλέον αγώνος, των τάξεων, δέον να ληφθή φροντίς, εάν δεν στέργωμεν να ίδωμεν τας ανατρεπτικάς ταύτας θεωρίας αναπτυσσομένας και παρ’ ημίν [...] τούτο [σ.σ. την λύσιν του αγροτικού ζητήματος] επιβάλλει το ειδικόν συμφέρον της κοινωνίας και το γενικώτερον του Έθνους. [... δεν θα] αφίσω να διακινδυνεύση η κοινωνική τάξις, δια της χαλαρώσεως των ηνίων και της παραδόσεως αυτών εις την διάθεσιν των μπολσεβικικών στοιχείων» (Αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή, 27 Ιανουαρίου 1920).
Ώς το 1938 απαλλοτριώθηκαν συνολικά 1 Ώς το 1938 απαλλοτριώθηκαν συνολικά 1.724 μεγάλα αγροκτήματα συνολικής έκτασης 12 εκατομμυρίων στρεμμάτων, τα οποία διανεμήθηκαν σε 130.000 οικογένειες γηγενών καλλιεργητών. Το 85% των καλλιεργητών αυτών εγκαταστάθηκε στις Νέες Χώρες και μόνον το 15% στην Παλαιά Ελλάδα. Παράλληλα, 8,3 εκατομμύρια στρέμματα διατέθηκαν σε 145.758 οικογένειες προσφύγων καλλιεργητών (ήτοι 578.824 πρόσφυγες)· τα κτήματα αυτά ανήκαν κατά 80% σε ανταλλάξιμους μουσουλμάνους και Βουλγάρους. Οι προσφυγικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν αγροτικά κατά 93% στις επαρχίες της βόρειας Ελλάδας (η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων συντελέστηκε κατά 81% στη Μακεδονία και κατά 10% στη Δυτική Θράκη) και μόνον 7% στην Παλαιά Ελλάδα. Παράλληλα με την επίλυση ενός χρονίζοντος κοινωνικού προβλήματος, επιδιώχθηκε η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας και η επέκταση των καλλιεργούμενων γαιών (μέσω αποξηράνσεων, εκχερσώσεων κλπ.). Την περίοδο 1928-38 ο συνολικό όγκος της αγροτικής παραγωγής υπερδιπλασιάστηκε, ενώ η παραγωγή των σιτηρών αυξήθηκε κατά 142%. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις από 12,4 εκατομμύρια στρέμματα το 1922 αυξήθηκαν σε 27 εκατομμύρια στρέμματα το 1938.
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης Η αγροτική κρίση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και η αντιμετώπισή της
Η αγροτική κρίση στη διεθνή αγροτική οικονομία είχε προηγηθεί κατά περίπου μία δεκαετία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η κρίση στην αγροτική οικονομία κορυφώθηκε το έτος 1928 και συνέβαλε καταλυτικά στο ξέσπασμα της κρίσης στον χρηματοπιστωτικό και τον βιομηχανικό τομέα έναν χρόνο αργότερα. Η γεωργική κρίση του Μεσοπολέμου οφείλεται κατεξοχήν στην υπερπαραγωγή γεωργικών προϊόντων σε υπερπόντιες χώρες (σίτου στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ερίων στην Αυστραλία, καφέ στη Βραζιλία, δημητριακών στην Ανατολική Ευρώπη κ.ά.) κατά την πολεμική περίοδο (1914-18). Οι βασικές παράμετροι της αγροτικής κρίσης της μεσοπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα ήταν οι εξής: α´) Η πτωτική πορεία των στρεμματικών αποδόσεων της γεωργίας, β´) η κάθετη πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων, γ´) η στασιμότητα της αξίας της γεωργικής παραγωγής, δ´) η συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος και η υπερχρέωση των αγροτών, ε´) η ενδυνάμωση του ρεύματος της αστυφιλίας.
Πίνακας 1: Πτώση των τιμών των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων το 1930 εν συγκρίσει προς τον Σεπτέμβριο του 1929 (σε τρέχουσες τιμές) Πηγή: Χρυσός Ευελπίδης, Η γεωργική κρίσις ιδία εν Ελλάδι, Αθήναι 1931, σ. 11. Γεωργικό προϊόν Ποσοστό μείωσης (%) Σταφίδα 9 Καπνά 13 Ελιές 14 Οίνος 15 Ελαιόλαδο 18 Σύκα 23 Μούστος 34 Εσπεριδοειδή Κουκούλια 43
Έτη Εκατομμύρια Δραχμές 1927 15.256 1928 16.255 1929 13.006 1930 Πίνακας 2 Διακύμανση του αγροτικού εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές, 1927-39 Πηγή: Χρυσός Ευελπίδης, Η γεωργία της Ελλάδος. Οικονομική και κοινωνική άποψις, Αθήναι 1944, σ. 169. Έτη Εκατομμύρια Δραχμές 1927 15.256 1928 16.255 1929 13.006 1930 12.522 1931 11.568 1932 15.535 1933 18.318 1934 19.698 1935 21.353 1936 21.594 1937 — 1938 1939 29.720
Η ελληνική αγροτική οικονομία υφίστατο σαφώς «τον αντίκτυπον των τιμών των εις τα μεγάλα κέντρα παραγωγής και καταναλώσεως», αλλά επιβαρυνόταν πολύ περισσότερο από την εκτεταμένη, κατά περιφέρειες, μονοκαλλιέργεια (π.χ. σίτου στη Θεσσαλία, της σταφίδας στην Πελοπόννησο, βάμβακος στην Κωπαΐδα, καπνού στην Ανατολική Μακεδονία κλπ.), η οποία περιόριζε τα περιθώρια αυτοκατανάλωσης, διατροφικής αυτάρκειας και κατ’ επέκτασης αυτοάμυνας των γεωργών απέναντι στη διεθνή κρίση. Τα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα (καπνός, σταφίδα, ελαιόλαδο, ελιές, εσπεριδοειδή κτλ.), ως «είδη πολυτελείας μάλλον», πλήττονταν ακόμη περισσότερο από την κρίση. Η αύξηση των εργατικών ημερομισθίων και του κόστους παραγωγής στην Ελλάδα από τον Μεγάλο Πόλεμο και εξής μείωνε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά τους. Η θέση των γεωργών της Ελλάδας δυσχεραίνετο ακόμη περισσότερο από την απουσία ανεπτυγμένης βιομηχανίας, που να είναι σε θέση να απορροφά το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, και από τη φραγή στην υπερπόντια μετανάστευση, που έθεσαν το 1922 οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Χρυσός Ευελπίδης, όπως και άλλοι γεωπόνοι, καταλόγιζε στους Έλληνες νέους γεωργούς, που είχαν αποκατασταθεί μετά την αγροτική μεταρρύθμιση και τον προσφυγικό εποικισμό, έλλειψη της «απαιτουμένης τεχνικής πείρας» και κυρίως απουσία «γεωργικής συνειδήσεως», με συνέπεια την έντονη τάση αστυφιλίας.
Κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της αγροτικής κρίσης διαδραμάτισαν οι γεωπόνοι. Οι επιστήμονες γεωπόνοι κλήθηκαν να αναλάβουν την τεχνική οργάνωση της ελληνικής γεωργίας και να πετύχουν την ανάκαμψη και την ανάπτυξή της· επίσης, κλήθηκαν να προτείνουν μέτρα για την προστασία και την ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος και την ανάσχεση της αστυφιλίας των γεωργών και τη συγκράτησή τους «στους αγρούς». Οι γεωπόνοι αποτελούσαν μια νέα ελίτ «ειδικών διανοουμένων», οι οποίοι θεωρούσαν το επάγγελμά τους περισσότερο σαν κοινωνική αποστολή παρά ως απλή τεχνική εφαρμογή. Η ανάγκη παρέμβασης του ελληνικού κράτους στη γεωργία αποτέλεσε το όχημα των γεωπόνων για δυναμική είσοδο στη δημόσια σφαίρα. Στην αντίληψη πολλών εξ αυτών η γεωπονία είχε ευρύτερη εννοιολογική διάσταση και περιελάμβανε την οικονομική επιστημονική κατάρτιση: δεν ήταν «πρακτική επιστήμη, αλλά Οικονομική Επιστήμη, ασχολουμένη με την πραγματοποίησιν όσον το δυνατόν μεγαλυτέρων κερδών δια πολυπλόκων συνδυασμών από την γην». Οι γεωπόνοι ανέπτυξαν ένα πολύπλευρο δημόσιο λόγο (στα επίπεδα της οικονομικής επιστήμης, της πολιτικής και του κοινωνικού προβληματισμού), ο οποίος νομιμοποιούσε την εισδοχή τους στο ανώτερο στρώμα των (κατά τον Α. Γκράμσι) «οργανικών διανοουμένων».
Βασικό (τεχνικό αλλά και διανοητικό) εργαλείο σε αυτήν τη «φιλοαγροτική εκστρατεία» κατά τη δεκαετία του 1920 αποτέλεσαν τα αγροτι(στι)κά περιοδικά, όπως τα Νέα Γεωπονικά (1900-1927) του Σπύρου Χασιώτηκαι το διάδοχο Αγροτική Ζωή και Νέα Αγροτική Ζωή (ίδρ. Φεβρουάριος 1927 – Μάρτιος 1935) της Ελένης Πολιτάκη. Εκτός από ειδικά επιστημονικά και τεχνοκρατικά ζητήματα (εδαφολογικά, φυτοπαθολογικά, το κλάδεμα, τη λίπανση, τη βελτίωση σπόρων και άλλες πρακτικές οδηγίες και παρατηρήσεις), οι συνεργάτες των Νέων Γεωπονικών τοποθετήθηκαν με πληρότητα και σαφήνεια σε μια σειρά από άλλα ευρύτερα ζητήματα που άπτονταν της γεωργίας και της αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας. Κορυφαία ζητήματα τα οποία προβλημάτισαν τους Έλληνες γεωπόνους ήταν: α´) το «καπνικό». β´) το «σιτικό», δηλαδή το πάγιο έλλειμμα της Ελλάδας σε δημητριακά και ιδίως σιτάρι. γ´) η ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας. δ´) το πρόβλημα της αστυφιλίας και της διαρκούς συρρίκνωσης του αγροτικού πληθυσμού της χώρας.
Ο προβληματισμός των γεωπόνων βρήκε ενεργή ανταπόκριση από μερίδα προοδευτικών πολιτικών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Γεώργιος Καφαντάρης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Στις 29 Αυγούστου – 1 Σεπτεμβρίου 1927 συνήλθε στην Αθήνα, υπό την προεδρία του Αλ. Παπαναστασίου, το Ανώτατον Συμβούλιον της Γεωργίας με τη συμμετοχή 150 μελών, προερχόμενων κατά το έν τρίτον «από τας τάξεις των Δημοσίων Γεωπονικών υπαλλήλων». Εκεί συζητήθηκε «όλως ιδιαιτέρως» η «προαγωγή της σιτοκαλλιεργείας μέχρι του βαθμού της επιτεύξεως της σιταρκείας της Χώρας». Το 1927 νομοθετήθηκαν τα πρώτα μέτρα για τη συγκέντρωση των σιτηρών (σε τιμές ασφαλείας) και αναγγέλθηκε η ίδρυση της Γεωργικής Τράπεζας. Τα φιλοαγροτικά μέτρα υλοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-32). Για πρώτη φορά από το 1928 η αγροτική πολιτική του ελληνικού κράτους κινήθηκε όχι μόνο επί «θεωρητικών» όσο επί «πρακτικών και τεχνικών γεωργικών κατευθύνσεων». Η δραστηριοποίηση των Ελλήνων γεωπόνων και η δυναμική κρατική παρέμβαση στη γεωργία, που επακολούθησε το 1927-32 μετέτρεψαν την οικονομική κρίση σε εφαλτήριο για αναδημιουργία και ανάπτυξη. Η γόνιμη σκέψη και οι ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες προτάσεις που κατέθεσαν οι γεωπόνοι βοήθησαν την προοδευτική πολιτική τάξη της χώρας σε δημιουργική αξιοποίηση της κρίσης προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνικής σταθερότητας.
Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου Η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, γνωστή και ως Μεγάλη Ύφεση (Great Depression) η οποία ήταν κρίση οικονομικής πολιτικής, ήταν και παραμένει «η μητέρα» όλων των κρίσεων ανά την ιστορία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1929. Η κρίση αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς σημαντικών λαθών και παραλείψεων στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής εκ μέρους τόσο της τότε κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Bank). Τα λάθη αυτά ήταν: η επίμονη προσπάθεια ισοσκέλισης του προϋπολογισμού, η πάση θυσία υπεράσπιση του κανόνα του χρυσού εις βάρος της εγχώριας οικονομίας και η παντελής απροθυμία παροχής ρευστότητας στις απειλούμενες τράπεζες , με συνέπεια την εκδήλωση γενικευμένου πανικού των καταθετών. Συνέπεια της κρίσης ήταν να πτωχεύσουν 10.000 αμερικανικές ιδιωτικές τράπεζες (40%) και η ανεργία στις ΗΠΑ να εκτιναχθεί από το 7,9% το 1929 στο 26,1% το 1938. Το 1932 η αμερικανική βιομηχανική παραγωγή κατέγραψε συρρίκνωση μεγαλύτερη του 40% σε σχέση με το 1929.
Η κρίση μεταδόθηκε ταχύτατα στην ηπειρωτική Ευρώπη, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και πτώσεων των τιμών. Ο πανικός των καταθετών και η μείωση του εισοδήματος οδηγούν τους αποταμιευτές να αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες. Η πρώτη ευρωπαϊκή τράπεζα που επλήγη από την κρίση ήταν η Kredit Anstalt της Βιέννης, η οποία πτωχεύει τον Μάιο του 1931. Η χώρα που επλήγη σκληρότερα από την κρίση ήταν η Γερμανία, η οποία το 1932 κατέγραψε 6.000.000 ανέργους (το 1/3 της εργατικής δύναμης, από 8,5% που ήταν το 1929). Η μαζική ανεργία ήταν μία από τις βασικότερες αιτίες για τη σαρωτική νίκη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στις εκλογές του Ιουλίου 1932 (με ποσοστό 37,27%) και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία (Ιανουάριος 1933). Η απάντηση στην κρίση ήλθε (καθυστερημένα) με το New Deal του προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ το 1933. Ο Ρούσβελτ προσανατολίστηκε στην αναδιανομή του πλούτου υπέρ των πτωχών (αλλά και μέσω ισοσκελισμένων προϋπολογισμών). Με βάση την προεκλογική δέσμευση του New Deal (δηλ. του «νέου συμβολαίου» με τον αμερικανικό λαό) ψηφίστηκε σωρεία νομοθετημάτων με στόχο την αύξηση των κρατικών δαπανών και την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, την ανακούφιση των περισσότερο πληγέντων και οικονομικά ασθενέστερων, και τη ρύθμιση της λειτουργίας των αγορών.
Τον Μάρτιο του 1933 το δολλάριο αποδεσμεύεται από τον κανόνα του χρυσού και η αξία του υποτιμάται. Το 1935 εξαγγέλθηκε ένα δεύτερο New Deal, με εφαρμογή προγράμματος κοινωνικής ασφάλισης (με επιδόματα ανεργίας για πρώτη φορά) και με τη μόνιμη λειτουργία του Οργανισμού Εγγύησης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation). Η ταχύτητα της ανάκαμψης των πληγέντων χωρών εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την άμεση ή καθυστερημένη έξοδο από τον κανόνα του χρυσού. Ωστόσο, η οριστική λύση στην κρίση, η οποία επανέκαμψε το 1937 με νέα εκτίναξη της ανεργίας, έδωσε ο επανεξοπλισμός (1936-39) και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που απορρόφησε ολικά τον ανδρικό πληθυσμό στα παγκόσμια πεδία των μαχών. Με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο τον Δεκέμβριο του 1941, το εγχώριο ποσοστό της ανεργίας έπεσε σύντομα κάτω από το 10%. Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση του διεθνούς προστατευτισμού μείωσε τον όγκο του διεθνούς εμπορίου και τις διεθνείς χρηματικές συναλλαγές. Η παγκόσμια οικονομία κατακερματίστηκε σε αυτάρκεις εθνικές οικονομίες. Η Ελλάδα, που είχε συνδέσει τη δραχμή με τη βρετανική λίρα (στερλίνα), κατόρθωσε να διατηρήσει τη σταθεροποίηση του 1928 (1 λίρα = 375 δραχμές) για όσο διάστημα η αγγλική λίρα παρέμενε μετατρέψιμη σε χρυσό. Η εγκατάλειψη της χρυσής βάσης από την Αγγλία (21 Σεπτεμβρίου 1931) δεν άφησε άλλα περιθώρια στην Ελλάδα.
Μπροστά στον κίνδυνο τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος να εξανεμισθούν, η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου αναγκάστηκε να θεσπίσει (Οκτώβριος 1931, Φεβρουάριος 1932) μια σειρά συναλλαγματικών περιορισμών και περιορισμών επί των εισαγωγών για την προστασία του εθνικού νομίσματος. Επιπλέον, με επιστολή του προς τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών ζήτησε από τους κύριους πιστωτές της Ελλάδας (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) να δεχθούν την αναστολή επί πενταετία της καταβολής των χρεωλυσίων του εξωτερικού χρέους της χώρας (το εξωτερικό χρέος απορροφούσε τότε πάνω από το 40% του κρατικού προϋπολογισμού και το 81% του συναλλάγματος, που απέφεραν στη χώρα οι εξαγωγές) και τη χορήγηση ενός νέου δανείου ύψους 50 εκατομμυρίων δολλαρίων. Όμως το Συμβούλιο της ΚτΕ, στην κρίσιμη συνεδρίασή του της 11 Απριλίου 1932, αρνήθηκε να ασχοληθεί με το ελληνικό αίτημα. Στις 26 Απριλίου 1932 ο Βενιζέλος παραδέχθηκε, από το βήμα της Βουλής, τη χρεωκοπία της χώρας (προέβη σε μονομερή διακοπή των πληρωμών εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της χώρας). Από την 1 Μαΐου 1932 ανεστάλησαν επ’ αόριστον οι πληρωμές των τοκοχρεωλυσίων των εξωτερικών δανείων του κράτους (ενώ για τα εσωτερικά μειώθηκαν διοικητικά κατά 25%).
Ήρθη η ελεύθερη μετατρεψιμότητα της δραχμής σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα και το εθνικό νόμισμα επανήλθε σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας. Η δραχμή άρχισε έτσι να υποτιμάται και μέχρι το τέλος του 1932 είχε χάσει το 60% της αξίας της. Καταργήθηκε η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος και η Τράπεζα της Ελλάδος ανέλαβε κατ’ αποκλειστικότητα τον έλεγχο και τη διάθεσή του. Οι γενικοί δασμοί επί της εισαγωγής αυξήθηκαν κατά 70%-200%. Η στενότητα του εξωτερικού συναλλάγματος υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να καταφύγει επιπλέον στην εφαρμογή δύο καινοφανή μέτρα οικονομικού εθνικισμού: α´) του συστήματος των ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών (οι περιορισμοί μείωσαν την αξία των εισαγωγών κατά 30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος 1931), και β´) της μεθόδου των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών με βάση τον διμερή εμπορικό συμψηφισμό σε είδος (clearing/«Κλήριγκ»), χωρίς την παρεμβολή πληρωμών σε συνάλλαγμα (ή με μερική αποπληρωμή σε συνάλλαγμα). Εισηγητής αυτών των μέτρων ήταν ο οικονομολόγος και ακαδημαϊκός Κυριάκος Βαρβαρέσος, με την ιδιότητα του Υπουργού Οικονομικών. Η πρώτη συμφωνία «κλήρινγκ» υπεγράφη εκείνη τη χρονιά (1932) με τη Γερμανία. Μέχρι το 1938 η Ελλάδα είχε υπογράψει συμφηφιστικούς λογαριασμούς σχεδόν με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (πλην της Αγγλίας και της Ολλανδίας).
Τα μέτρα του πάρθηκαν το 1932 ευνόησαν την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας (δημιούργησαν, κατά τον Ξ. Ζολώτα, μια «θερμοκηπικήν ατμόσφαιραν ζωηράς βιομηχανικής αναπτύξεως»). Η ελληνική βιομηχανία ανέκαμψε ταχύτατα, ήδη από το 1933 (ο ρυθμός ανάπτυξης έφθασε το 5,7%) και από το 1934 σημείωσε αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης (8% κατά μέσο ετήσιο όρο). Σύμφωνα με στοιχεία της ΚτΕ, η Ελλάδα σημείωσε (1929-38) την υψηλότερη αύξηση του όγκου της βιομηχανικής παραγωγής στον κόσμο (65%), μετά τη Σοβιετική Ένωση (877%) και την Ιαπωνία (73%). Ο κρατικός προστατευτισμός (κυρίως η ύψωση δασμολογικών τειχών και οι ποσοτικοί περιορισμοί) οδήγησε στην «εθνικοποίηση» της εγχώριας αγοράς, δηλαδή την υποκατάσταση των εισαγωγών με εγχώρια προϊόντα. Το 1928 η ελληνική παραγωγή κάλυπτε το 58% των αναγκών της εγχώριας αγοράς, ενώ το 1938 το 78,84%. Ωστόσο, η «θερμοκηπική ατμόσφαιρα» δεν επέτρεψε στην ελληνική βιομηχανία (και στην οικονομία γενικότερα) να αναπτύξει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της: τη δεκαετία 1928-38 οι ελληνικές βιομηχανικές εξαγωγές αυξήθηκαν μόνον κατά 16%. Στον Μεσοπόλεμο δεν αναπτύχθηκαν ενεργοβόροι κλάδοι της βαριάς βιομηχανίας (χαλυβουργία, υψικάμινοι). Ο πιο αντιπροσωπευτικός κλάδος της ελληνικής εκβιομηχάνισης την περίοδο αυτή ήταν η κλωστοϋφαντουργία.
Στον γεωργικό τομέα, μετά την πτώχευση του 1932 και τη συνακόλουθη αδυναμία εξεύρεσης συναλλάγματος, βασική κατευθυντήριος γραμμή της αγροτικής πολιτικής ήταν η επίτευξη της «γεωργικής αυταρκείας», δηλ. της αυτάρκειας της χώρας σε διατροφικά γεωργικά προϊόντα, ιδίως σε σιτηρά. Η εφαρμογή συμψηφιστικών λογαριασμών στο εξωτερικό εμπόριο είχε και μια άλλη αρνητική συνέπεια: τη μονομερή εξάρτηση της Ελλάδας (και πολύ περισσότερο των υπολοίπων βαλκανικών χωρών) από τη ναζιστική Γερμανία. Την περίοδο 1932-38 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία αυξήθηκαν (σε αξία) από 14% σε 40% του συνόλου. Αντίστοιχα, οι γερμανικές εισαγωγές στην Ελλάδα ανέβηκαν από το 9% στο 30% της συνολικής αξίας. Το 1937 η Γερμανία απορροφούσε περισσότερο από το 40% της εξαγωγής των ελληνικών καπνών και της ελληνικής σταφίδας και προμήθευε το 63% του μηχανολογικού εξοπλισμού και το 50% των γαιανθράκων που εισήγαγε η Ελλάδα (σε αντίθεση με το μόλις 5% που προμήθευε η Βρετανία). Αντίστοιχο ήταν το αποτέλεσμα και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Το 1938 η ναζιστική Γερμανία είχε φθάσει να ελέγχει κατά μέσο όρο το 35% του εξαγωγικού εμπορίου των βαλκανικών χωρών. Ιδιαίτερα απέναντι στη Βουλγαρία ο γερμανικός οικονομικός έλεγχος ήταν απόλυτος. Το 1938 η Γερμανία απορροφούσε το 75% των βουλγαρικών εξαγωγών και προμήθευε σχεδόν το σύνολο των πιστώσεων και του στρατιωτικού εξοπλισμού της χώρας.
Ο στρατός στην ελληνική πολιτική Πρώτο τακτικό σώμα στρατού το Τακτικόν του Φαβιέρου. Ο Καποδίστριας συγκρότησε τις Χιλιαρχίες και τα Ελαφρά Τάγματα. Η συγκρότηση τακτικού στρατού ξεκίνησε ουσιαστικά επί Αντιβασιλείας, αποκλείοντας έτσι την πλειοψηφία των ατάκτων και εξωθώντας τους στην παρανομία και τη ληστεία. Το 1833 ιδρύθηκαν το «πεζικό της γραμμής» και τα «τάγματα των ακροβολιστών», ενώ παράλληλα περίπου 5.000 Βαυαροί εθελοντές εντάχθηκαν στον νεοσύστατο ελληνικό στρατό καταλαμβάνοντας όλες τις καίριες θέσεις (του Υπουργού των Στρατιωτικών, του Γενικού Επιθεωρητή, του Γενικού Διοικητή των φρουρίων και των ναυστάθμων, του διοικητή του μηχανικού και του διοικητή του πυροβολικού). Όλοι οι Έλληνες άρρενες υπέκειντο σε υποχρεωτική στράτευση με διαδικασία επιλογής με κλήρο (κληρωτοί). Μεταξύ 1837 και 1879 ο τακτικός στρατός αριθμούσε μόλις 10.000 άνδρες κατά μέσο όρο, διατηρούσε την εσωτερική τάξη και κατέστελλε τις τοπικές εξεγέρσεις, αλλά δεν μπορούσε να στηρίξει τα αλυτρωτικά οράματα του κράτους.
Κατά την εξέγερση της Ηπειροθεσσαλίας και της Χαλκιδικής το 1854 χρησιμοποιήθηκε η τακτική του κλεφτοπολέμου. Οι πρώτες στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν από τον Αλ. Κουμουνδούρο και τον Χ. Τρικούπη για την αντιμετώπιση της Ανατολικής Κρίσης (1875-78) και την (ειρηνική) κατάληψη της Θεσσαλίας και της Άρτας: τότε αρχίζει να δημιουργείται μία γενιά συνειδητοποιημένων επαγγελματιών αξιωματικών. Μεταξύ 1879-1882 θεσπίστηκε η γενική στρατολογία και ο τακτικός στρατός εκσυγχρονίσθηκε και η δύναμή του εν καιρώ ειρήνης αυξήθηκε στους 30.000 άνδρες. Το 1881 η Ελλάδα ανέπτυξε 80.000 άνδρες για την κατάληψη της Θεσσαλίας. Η πτώχευση του 1893 είχε ως συνέπεια τη μείωση των κονδυλίων για στρατιωτικές δαπάνες και της οροφής του στρατεύματος από 31.000 το 1885 σε 14.200 το 1893. Ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ανέδειξε τις παθογένειες του ελληνικού στρατεύματος και τον ουτοπικό ρομαντισμό της Μεγάλης Ιδέας: η Τουρκία αντιπαρέταξε δεκαπλάσιο αριθμό (800.000) ανδρών στο θεσσαλικό μέτωπο. Η στρατιωτική εκπαίδευση ήταν ελλιπής και οι αξιωματικοί ξημεροβραδιάζονταν στις λέσχες, τις εσπερίδες και τα καφενεία.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους η σύνθεση του σώματος των αξιωματικών ήταν αριστοκρατική, καθώς η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων προϋπέθετε την καταβολή υψηλών διδάκτρων. Δίκτυο πατρωνείας από το Στέμμα. Όσοι απολάμβαναν την εύνοια του Διαδόχου (Γενικού Διοικητή) αποκτούσαν τιμές και αξιώματα (Βίκτωρ Δούσμανης, Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης, Ιωάννης Μεταξάς, Ξενοφών Στρατηγός). Τομή στα στρατιωτικά πράγματα της χώρας αποτέλεσε η ίδρυση του Ο Στρατιωτικού Συνδέσμου τον Ιούνιο του 1909, ο οποίος ζητούσε τον επαρκή εξοπλισμό και την ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού και ναυτικού, ούτως ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός σύγχρονου πολέμου. 15 Αυγούστου 1909: στρατιωτικό κίνημα (προνουντσιαμέντο) στο Γουδί. Πρώτη αμιγής στρατιωτική επέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Τότε ξεκινά η αυτονόμηση της στρατιωτικής εξουσίας. Ο στρατός ωστόσο δεν διεκδικεί την κατάληψη ή την άσκηση της στρατιωτικής εξουσίας ούτε την κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρωτεργάτης ο (υπολοχαγός τότε) Θεόδωρος Πάγκαλος. Μέλη του νεαροί ανθυπολοχαγοί και υπολοχαγοί (Χρήστος Χατζημιχάλης, Δημήτριος Καθενιώτης, Κωνσταντίνος Σάρρος κ.ά.), οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι από την ευνοιοκρατία που επικρατούσε στο στράτευμα.
Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί αποκτούν συντεχνιακή συνείδηση (δρουν ως «στρατιωτική τάξη») και προβάλλουν επαγγελματικά αιτήματα, το κυριότερο από τα οποία μετά το 1897 ήταν η απομάκρυνση των βασιλόπαιδων/πριγκίπων από ηγετικές θέσεις (Γενικού Διοικητή και Γενικού Επιθεωρητή) στο στράτευμα. Τα αιτήματα δεν ήταν ριζοσπαστικά. Ο στρατός δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη τη δύναμή του και επανέρχεται στους στρατώνες. Το κύρος και η αυτοεκτίμηση των στρατιωτικών αυξάνεται κάθετα μετά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) και κυρίως τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13). Παράλληλα, λόγω των πολεμικών αναγκών η δύναμη του στρατού αυξάνεται κάθετα (από 26.512 σε καιρό ειρήνης το 1900 σε 150.000 άνδρες υπό τα όπλα το 1912 και 250.000 το 1920-22) και το σώμα των αξιωματικών διογκώνεται με μαζική κατάταξη εφέδρων στο σώμα των μονίμων αξιωματικών, το οποίο αποκτά πλέον αγροτική και μικροαστική σύνθεση. Το 1914 μόλις το 14% των αξιωματικών ήταν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων. Μαζικότερη μονιμοποίηση εφέδρων και προαγωγή υπαξιωματικών στο σώμα των αξιωματικών σημειώνεται στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού (1916-17). Ο Εθνικός Διχασμός, λόγω των μαζικών αποτάξεων (1.554) και προαγωγών, διέλυσε τη συνοχή και κάθε έννοια επαγγελματισμού στο σώμα των αξιωματικών.
Τον Ιούνιο του 1917 αίρεται η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και αποτάσσονται ή συνταξιοδοτούνται πρόωρα 1.550 βασιλόφρονες αξιωματικοί. Τότε προκύπτει και το ζήτημα της Επετηρίδας: σύμφωνα με νόμο του έτους εκείνου, οι αξιωματικοί που είχαν αγωνισθεί με την «Εθνική Άμυνα», λάμβαναν δέκα μήνες ενεργού υπηρεσίας και αρχαιότητας στην ιεραρχία, μια διευθέτηση με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο σώμα των αξιωματικών. Η κατάσταση αντιστρέφεται με την νίκη των Αντιβενιζελικών το Νοέμβριο του 1920, οπότε αποτάσσονται περίπου 400 βενιζελικοί αξιωματικοί. Η Μικρασιατική Καταστροφή καταλύτης των εξελίξεων, καθώς απαξιώνει τους πολιτικούς στη συνείδηση του λαού και των στρατιωτικών. Την περίοδο του Μεσοπολέμου παγιώνεται η ενεργός ανάμειξη του στρατού στην πολιτική και διαμορφώνεται ένα πλέγμα προστασίας-πελατείας ανάμεσα σε πολιτικούς και σε στρατιωτικούς. Ο επαγγελματισμός και η ιεραρχία στον μεσοπόλεμο υπονομεύτηκαν από τις πελατειακές σχέσεις. Οι στρατιωτικές οργανώσεις, όπως ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» του Ν. Ζορμπά, τα «Δημοκρατικά Τάγματα» του Θ. Πάγκαλου, οι «Κυνηγοί» του Γ. Κονδύλη, οι Επίστρατοι του Ι. Μεταξά, η «Δημοκρατική Άμυνα» του Ν. Πλαστήρα, η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» των Χρ. και Ι. Τσιγάντε κλπ. αποτελούσαν κάθετα πελατειακά δίκτυα σωματειακής οργάνωσης με ασθενείς ιδεολογικούς δεσμούς και κάθε αλλαγή στις σχέσεις προστάτη-πελάτη τις απειλούσε με διάλυση.
πρώτο πραξικόπημα το 1922 (Πλαστήρα – Γονατά), διαδοχικά πραξικοπήματα και συνωμοσίες το 1923 (Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη), το 1925/26 (Πάγκαλου, Κονδύλη), το 1933 (Πλαστήρα), δις το 1935 (Πλαστήρα και Κονδύλη). Οι επεμβάσεις στην πολιτική μεταξύ του 1923 και του 1935 ήταν έργα αξιωματικών με προσωπικά κίνητρα, ενώ οι πολίτες έμεναν συνήθως αδιάφοροι. Πρωταγωνιστές των εξελίξεων η κατηγορία των μονιμοποιηθέντων εφέδρων, η οποία το 1922 αποτελούσε το 3/4 του σώματος των αξιωματικών. Το έντονο ενδιαφέρον των εξ εφέδρων αξιωματικών για τις συνωμοσίες εξηγείται από την από την επαγγελματική τους ανασφάλεια. Ως η λιγότερο σταθερή ομάδα αξιωματικών, αποτελούσαν ένα είδος θερμοστάτη: όταν οι αριθμοί πλεόναζαν στην επετηρίδα, αυτοί ήταν οι πρώτοι που αποστρατεύονταν. Η εξάρτησή τους από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς προστάτες ήταν απαραίτητη προκειμένου να επιβιώσουν. Οι εξ εφέδρων αξιωματικοί υποστήριζαν το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων τους βασιλόφρονες αντιβενιζελικούς. Το 1932, μετά την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων ανακινείται ο Εθνικός Διχασμός. Ο Ν. Πλαστήρας, με πρόσχημα την προστασία του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος, τερμάτισε τον Μάρτιο του 1933 τη σύντομη περίοδο αδράνειας του στρατού.
Η αποκατάσταση των προσφύγων Σύμφωνα με τις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι ελληνορθόδοξοι της Μικράς Ασίας ανέρχονταν το 1912 σε 1.782.582. Κατά τους Stephen P. Ladas (The exchange of minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, New York 1932) και Dimitri Pentzopoulos (The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Paris 1962), ο αριθμός των προσφύγων από την κεμαλική Τουρκία (Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη) ανήλθε συνολικά σε 1.200.000-1.300.000. Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων (από την Τουρκία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία κ.ά.) υπολογίζεται σε 1,5 εκατομμύριο. Μετά το 1923 περίπου 355.000 μουσουλμάνοι της Ελλάδας ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. H συνθήκη της ανταλλαγής υπογράφθηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923. Το άρθρο 1 προέβλεπε την αναγκαστική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων ελληνορθόδοξου θρησκεύματος εγκατεστημένων σε τουρκικά εδάφη και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικού θρησκεύματος εγκατεστημένων σε ελληνικά εδάφη. Ήταν η πρώτη διεθνώς συνθήκη υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Οι ανταλλάξιμοι δεν μπορούσαν να επανεγκατασταθούν στην Τουρκία και την Ελλάδα αντίστοιχα χωρίς την εξουσιοδότηση της τουρκικής και της ελληνικής κυβέρνησης αντίστοιχα.
Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία, στη Θράκη, στην Κρήτη, στις περιοχές (Νέες Χώρες) από όπου είχαν αποχωρήσει ή επρόκειτο να αποχωρήσουν Τούρκοι και Βούλγαροι, καθώς και στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη). Η πρώτη βοήθεια προς τους πρόσφυγες δόθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και την αρτισύστατη Κοινωνία των Εθνών καθώς και το Ταμείο Ανταλλαξίμων του ελληνικού κράτους (ιδρ. Οκτώβριος 1922). Κομβικός ο ρόλος του Ύπατου Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους Λευκορώσους πρόσφυγες Νορβηγός Dr. Fritjof Nansen. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 συστήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Refugee Settlement Commission). Σκοπός της ΕΑΠ ήταν ο συντονισμός της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και της εγκατάστασης των προσφύγων, καθώς και η επίβλεψη της χρηστής διαχείρισης των εξωτερικών δανείων. Πρώτος πρόεδρος της τετραμελούς Επιτροπής διορίστηκε ο Henry Morgenthau, πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη. Τα υπόλοιπα μέλη ήταν ο Άγγλος Sir John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Το 1924 (καθαρής απόδοσης £10.000.000) και το 1928 (καθαρής απόδοσης £6.500.00) χορηγήθηκαν τελικά αγγλικά και αμερικανικά δάνεια για την εγκατάσταση και τη σταθεροποίηση των προσφύγων στις νέες εστίες τους.
Το έργο της ΕΑΠ υπήρξε πραγματικά επικό. Η αποκατάσταση διακρίνεται σε αγροτική και αστική. Το 47% των προσφύγων αποκαταστάθηκε γεωργικά, ενώ το 53% αστικά. Το ελληνικό κράτος διέθεσε αρχικά 5.000.000 στρέμματα για την αγροτική αποκατάσταση, κυρίως εκτάσεις ανταλλαξίμων μουσουλμάνων και Βουλγάρων «μεταναστών», καθώς και κτήματα του Δημοσίου, μοναστηριακά, ξένων υπηκόων κ.ά.. Τελικά, διατέθηκαν περίπου 8.500.000 στρέμματα αγροτικής γης (το 40% της καλλιεργήσιμης γης). η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων συντελέστηκε κατά 81% στη Μακεδονία και κατά 10% στη Δυτική Θράκη. Το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,83% του πληθυσμού της χώρας. Μέχρι τη διάλυσή της το 1930 η ΕΑΠ είχε κατασκευάσει 51.718 οικήματα (αγροικίες) στην ύπαιθρο χώρα. Σε αυτά προστέθηκαν 63.886 τουρκικά και βουλγαρικά οικήματα που επισκευάστηκαν, καθώς 13.447 που έκτισε το ελληνικό κράτος. Στα περίπου 130.000 αυτά οικήματα στεγάστηκαν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 145.127 οικογένειες, τουτέστιν 560.136 άτομα, που συγκρότησαν 2.085 αγροτικούς συνοικισμούς. Η ΕΑΠ ασχολήθηκε κυρίως με την αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων και προσπάθησε να αποφύγει το ακανθώδες πρόβλημα της εγκατάστασης στα αστικά κέντρα, όπου η παραγωγική αποκατάσταση ήταν δυσκολότερη.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για τη αστική στέγαση των προσφύγων πραγματοποιήθηκε από το Ταμείον Περιθάλψεως Προσφύγων (ίδρ. Σεπτέμβριος 1922) υπό την εποπτεία του βιομηχάνου Επαμεινώνδος Χαριλάου. Όταν διαλύθηκε το 1925, το ΤΠΠ είχε κατασκευάσει 4.000 κτίρια (9.283 δωμάτια), ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η κατασκευή άλλων 2.500 οικίσκων (περίπου έξι χιλιάδες δωμάτια). Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ένας αριθμός 18.337 οικημάτων, τα οποία κατασκεύασε το Υπουργείο Πρόνοιας την τριετία 1922- 24. Οι συνοικίες Παγκράτι, Νέα Ιωνία, Κοκκινιά και Καισαριανή είναι προσφυγικοί συνοικισμοί, τους οποίους συγκρότησε το ΤΠΠ. Από την πλευρά της η ΕΑΠ, έως το 1930 ανήγειρε 27.456 οικίες σε 125 αστικούς οικισμούς. Το έργο της αποκατάστασης δεν κάλυψε το σύνολο των «αστών» προσφύγων, καθώς μεγάλο μέρος του συνέχισε να διαμένει σε αυτοσχέδιες τρώγλες από τσίγκο και πισσόχαρτο. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Προνοίας, το 1952 υπήρχαν ακόμη 14.241 παραπήγματα. Από αυτά 6.730 εντοπίζονταν στην περιοχή των Αθηνών, 3.914 του Πειραιά και 3.597 στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες έλυσαν τα προβλήματά τους με παραγωγικό τρόπο, με την προσωπική τους ευρηματικότητα και ενεργητικότητα, διαπρέποντας σε πολλούς τομείς. Πάνω από 300.000 νέα χέρια προστέθηκαν στο ελληνικό εργατικό δυναμικό. Αποτελώντας φθηνή εργατική δύναμη, οι πρόσφυγες έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Μεταξύ του 1923 και του 1930 ιδρύθηκαν 918 νέες βιομηχανικές μονάδες. ταπητουργία: Από το 1922 ώς το 1929 ιδρύθηκαν 135 νέες ταπητουργίες. αγγειοπλαστική καπνοκαλλιέργεια σηροτροφία η καλλιεργήσιμη γη της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 55% μέσα σε μία δεκαετία. Η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων ήταν (από το 1915) φανατικοί οπαδοί του Βενιζέλου. Στις εκλογές του 1928 ψήφισαν μαζικά (σε ποσοστό πάνω από 90%) υπέρ του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που απείλησε με προλεταριοποίηση μεγάλο μέρος τους, και η υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (1930) από τον Βενιζέλο έστρεψε ένα μέρος τους προς το Λαϊκό Κόμμα και προς το ΚΚΕ.
Το καθεστώς Μεταξά (1936-41) Η δικτατορία Ι. Μεταξά δεν ήταν μια στρατιωτική δικτατορία, αλλά κάτι καινούργιο. Προέκυψε όχι από στρατιωτικό αλλά από βασιλικό πραξικόπημα (του Γεωργίου Β´) και φιλοδοξούσε να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Τομή το έτος 1938. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1938 μπορούμε να κάνουμε λόγο για βασιλική δικτατορία, μετά (έως τον Ιανουάριο του 1941) για καθεστώς Μεταξά. Το πολιτικό προσωπικό της δικτατορίας κατά τα 2/3 ήταν αξιωματικοί − απότακτοι του αποτυχημένου κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη (1923), στο οποίο είχε συμμετάσχει ο Μεταξάς, και μόλις οκτώ πρόσωπα ήταν επαγγελματίες πολιτικοί. Ιωάννης Μεταξάς: «Εθνικός Κυβερνήτης» και «Αρχηγός» (της Κυβερνήσεως), Υπουργός Εξωτερικών, Υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, προσωρινά Υπουργός Παιδείας (1938). Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος: αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών (1936-37). Κωνσταντίνος Μανιαδάκης: Υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας. Θεολόγος Νικολούδης: Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού.
Κωνσταντίνος Κοτζιάς: Υπουργός – Διοικητής Πρωτευούσης. Θεόδωρος Σκυλακάκης: Υπουργός Εσωτερικών (μέχρι τον Δεκέμβριο του 1936). Γεώργιος Κυριακός: Υπουργός Γεωργίας. Μπάμπης Αλιβιζάτος: Υφυπουργός Συνεταιρισμών (από τον Σεπτέμβριο του 1939). Ανδρέας Χατζηκυριάκος (πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών): Υπουργός Εθνικής Οικονομίας (έως τον Ιούλιο του 1937). Ιωάννης Αρβανίτης: Υπουργός Εθνικής Οικονομίας (διάδοχος του Α. Χατζηκυριάκου) και Υπουργός Οικονομικών. Αριστείδης Δημητράτος: Υφυπουργός Εργασίας. Αλέξανδρος Παπάγος: Αρχηγός ΓΕΣ και αρχιστράτηγος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. αντιστράτηγος Γεώργιος Φεσσόπουλος: διευθυντής της Υπηρεσίας Αμύνης του Κράτους. Αλέξανδρος Ν. Κανελλόπουλος: κυβερνητικός επίτροπος της ΕΟΝ (1937-41). Ιωάννης Διάκος: μυστικοσύμβουλος του Μεταξά (éminence grise του καθεστώτος).
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μια φασίζουσα (και φασιστοειδής) δικτατορία με ολοκληρωτικές τάσεις, η οποία δεν έφθασε ποτέ στο ώριμο στάδιο του φασισμού. Σε θεσμικό και πρακτικό επίπεδο, το κράτος της 4ης Αυγούστου ήταν αντικοινοβουλευτικό, αντικομμουνιστικό, αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο. Σύμφωνα με τον Μεταξά, η κυβέρνησή του εγκαθιδρύθηκε, για να απαλλάξει τη χώρα από τη «διπλή τυραννία των κομμάτων και του κομμουνισμού». Ο μειωτικός χαρακτηρισμός «βενιζελοκομμουνιστής», που το καθεστώς προσήπτε στους αντιπάλους του, είναι δηλωτικός του πολιτικού χαρακτήρα του. Ο Αναγκαστικός Νόμος (Α.Ν.) 1092 «περί Τύπου» του 1938 θέσπιζε τα «αδικήματα Τύπου», μεταξύ των οποίων την «κατάχρησιν ελευθεροτυπίας». Η Διεύθυνσις Εσωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού περιελάμβανε Τμήμα Παρακολουθήσεως Εσωτερικού Τύπου, Γραφείον Εποπτείας του Εσωτερικού Τύπου και Γραφείον Λαϊκής Διαφωτίσεως. Ο Κ. Κοτζιάς δημιούργησε τον Λαϊκό Κινητό Κινηματογράφο, ο οποίες προέβαλλε δωρεάν επίκαιρα, και τα βραχύβια Τάγματα Εργασίας. Η κορυφαία μορφή κρατικής καταστολής θεσπίστηκε με τον Α.Ν. 117 της 18 Σεπτεμβρίου 1936 «περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών» και τον Α.Ν. 1073 της 1938 «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των πολιτών».
Τον Νοέμβριο του 1936 ιδρύθηκε η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), η οποία στόχευε στο να δημιουργήσει το μαζικό λαϊκό έρεισμα που στερείτο το καθεστώς∙ επιπλέον, μέσα από τις τάξεις της το καθεστώς θα αναζητούσε μελλοντικά αφοσιωμένα πρόσωπα για τη στελέχωση του κρατικού οργανισμού. Τα πρώτα τμήματα παρουσιάστηκαν ενώπιον του Μεταξά στις 7 Νοεμβρίου 1937 στην Πάτρα. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο, σκοποί της οργάνωσης ήταν η «εθνική και ηθική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας»: «η επωφελής διάθεσις του ελευθέρου από της εργασίας ή των σπουδών χρόνου των νέων, προς προαγωγήν της σωματικής και πνευματικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του Εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν, δημιουργία πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, και έγκαιρον επαγγελματικόν προσανατολισμόν εκάστου, αναλόγως προς τας φυσικάς ιδιότητας αυτού». Σταθμός στην εξέλιξη της ΕΟΝ υπήρξε ο αναγκαστικός νόμος 1798 του Ιουνίου 1939, ο οποίος όριζε ότι «η Εθνική και ηθική αγωγή της Νεολαίας είναι έργον του Κράτους» (άρθρο 1). Με τον νόμο 1798 το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ, ίδρ. 1917), του οποίου ανώτατος αρχηγός ήταν ο διάδοχος του Θρόνου, συγχωνεύτηκε με την ΕΟΝ και απαγορεύτηκε η σύσταση οποιασδήποτε άλλης οργάνωσης, σωματείου ή ιδρύματος με τους ίδιους σκοπούς.
Παρότι τα μέλη της ΕΟΝ ορκίζονταν πίστη στον βασιλιά, στην πραγματικότητα μεταβάλλονταν σε «στρατιώτας και αγωνιστάς της ιδέας της 4ης Αυγούστου». Εάν δεν μεσολαβούσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η ΕΟΝ θα μπορούσε ενδεχομένως να εξελιχθεί σε «έν μέγα Κρατικόν Κόμμα». Η ιδεολογία του καθεστώτος Μεταξά χαρακτηριζόταν από εκλεκτικισμό και εμπειρισμό. Συνέθετε στοιχεία από ευρωπαϊκά ολοκληρωτικά πρότυπα στη βάση ενός εγχώριου νεωτεριστικού αμαλγάματος που άκουε στο όνομα «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός». «Πρέπει να είσθε ετοιμασμένοι δι’ αυτό που θα κάμετε. Τότε, εσείς θα ιδήτε τον τρίτον πολιτισμόν, τον ελληνικόν. Ο πρώτος επέρασε [...] είχε μεγάλο πνεύμα. Του έλειπεν όμως η θρησκευτική πίστις. Ήλθεν ο δεύτερος ελληνικός πολιτισμός (ο Βυζαντινός). Αυτός είναι δυνατόν να μη έκαμε μεγάλα έργα διανοίας. Είχε όμως βαθειά θρησκευτική πίστι. Και τώρα έρχεσθε σεις και θα ανανεώσετε και τους δύο αυτούς πολιτισμούς και από μέσα από μια βαθειά πολύ θρησκευτικήν πίστιν, θα κοιτάξετε πως θα ατενίσετε τα έργα των μεγάλων προγόνων σας [...]» (Λόγος του Μεταξά προς την περιφερειακή διοίκηση της ΕΟΝ, Ιωάννινα 13 Ιουνίου 1937) «Και εις την Ελλάδα [...] πνέει σήμερον ο άνεμος μιας αναγεννήσεως. Αποτέλεσμα τελικόν της αναγεννήσεως αυτής δεν ημπορεί παρά να είναι ένας νέος πολιτισμός, ο τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» (Θεολόγος Νικολούδης, «Το Νέον Κράτος» Το Νέον Κράτος 1 [Σεπτέμβριος 1937] σ. 5)