Ο Φρειδερίκος Νίτσε
Bιογραφία ΌνομαΦρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε Γέννηση15 Οκτωβρίου 1844 Θάνατος25 Αυγούστου 1900 (55 ετών) Περίοδος19ος αιώνας ΠεριοχήΔυτική φιλοσοφία Σχολή θεωρείται πρόδρομος του υπαρξισμού Κύρια ΕνδιαφέρονταΗθική, Επιστημολογία, Αισθητική, Ψυχολογία, Οντολογία, Φιλοσοφία της ιστορίας Επιδράσεις Σοπενχάουερ, Σπινόζα, Πλάτωνας, Βάγκνερ, Γκαίτε
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, από κτύπημα στο κεφάλι έπειτα από πτώση το 1849 όταν ο μικρός Φρήντριχ ήταν μόλις 5 ετών, και τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ο θάνατος του μόλις 2 ετούς αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ. Μετά από τους δύο αυτούς θανάτους, η μητέρα του μετακόμισε για οικονομικούς και συναισθηματικούς λόγους στο σπίτι της μητέρας της στο Νάουμπουργκ.
Στο Νάουμπουργκ ο μικρός Νίτσε παρακολούθησε από το 1854 μαθήματα σε ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο, το «Ντομγκυμνάζιουμ» («Domgymnasium», όπου αφού εξετάστηκε από τον διευθυντή, εντάχθηκε εξαρχής στην δεύτερη τάξη), ενώ τον Οκτώβριο του 1858 κέρδισε μία υποτροφία για το «Σούλπφορτα» («Schulpforta» ή «Pforta»), ένα από τα σπουδαιότερα οικοτροφεία των προτεσταντών της Γερμανίας. Οι οικείοι του τον προόριζαν να σπουδάσει Θεολογία, ωστόσο ο ίδιος, από την στιγμή που διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, στράφηκε συνειδητά προς την Φιλοσοφία, καθώς από το φθινόπωρο του 1862 είχε ήδη απορρίψει μέσα του τον Χριστιανισμό.
Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό του Νάουμπουργκ, αλλά τον Μάρτιο του 1868 η στρατιωτική του σταδιοδρομία έληξε άδοξα μετά από σοβαρό τραυματισμό του στον θώρακα και επέστρεψε στην Λειψία, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως κριτικός όπερας στην εφημερίδα «Deutsche Allgemeine» και ως βιβλιοκριτικός στο περιοδικό «Literarisches Zentralblatt».
Μετά από τέσσερις δημοσιεύσεις του στο ακαδημαϊκό περιοδικό «Reinisches Museum» του καθηγητή του Ριτσλ και με τις άριστες συστάσεις του τελευταίου,ο οποίος διαβεβαίωνε σε επιστολή του ότι στα 40 χρόνια της πανεπιστημιακής του καριέρα δεν είχε συναντήσει κάποιον τόσο ευφυή σαν τον Νίτσε, διορίστηκε τελικά σε ηλικία μόλις 25 ετών έκτακτος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, όπου αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και για τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου και μετά από λίγο ξεκίνησε το τεράστιο συγγραφικό έργο του. Από την συγκεκριμένη θέση παραιτήθηκε έπειτα από 10 χρόνια, το έτος 1879, για λόγους υγείας, έχοντας εν τω μεταξύ γίνει τακτικός καθηγητής και λάβει την ελβετική υπηκοότητα, ενώ το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα.
Ο Φρ. Νίτσε σε ηλικία 18 ετών (1862) Υπηρέτησε ως εθελοντής νοσοκόμος στον πρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου ( ), καθώς η ουδέτερη Ελβετία δεν του επέτρεψε να γίνει μάχιμος στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Ως νοσοκόμος στο Στρασβούργο ήλθε σε άμεση επαφή με την αγριότητα και φρίκη του πολέμου, ενώ η υγεία του επιδεινώθηκε αρκετά. Τον Οκτώβριο του 1870 επέστρεψε στα διδακτικά του καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και από το 1873 έως το 1876 συνέγραψε 4 δοκίμια που εκδόθηκαν αργότερα ως συλλογή υπό τον τίτλο «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί» και εξέταζαν τον γερμανικό πολιτισμό του 19ου αιώνα.
Σε όλο του πρώϊμο έργο του της Βασιλείας διακρίνεται η έντονη επιρροή από τον Βάγκνερ, επιρροή που έγινε εντονότερη στο βιβλίο «Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie»), στο οποίο ο Νίτσε ερμηνεύει την αρχαία Ελληνική Τραγωδία μέσα από την κατ’ αυτόν,αντίθεση μεταξύ «απολλωνίου» και «διονυσιακού» πνεύματος. Το τολμηρό εκείνο έργο όμως, έγινε ελάχιστα αποδεκτό από τους πανεπιστημιακούς κύκλους, που στην 32σέλιδη μπροσούρα του «Zukunftsphilologie!» («Φιλολογία του μέλλοντος!») κατηγόρησε τον Νίτσε για «αμάθεια και παντελή έλλειψη αγάπης για την αλήθεια» και του πρώην φιλόλογου καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Χέρμαν Ούζενερ (Hermann Carl Usener), που, όλος εμπάθεια, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το σύνολο του βιβλίου ως «μία απόλυτη ηλιθιότητα».
Ενώ ήδη από τις αρχές του 1876 ο Νίτσε είχε για λόγους υγείας αναγκαστεί να σταματήσει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο.Κύρια αιτία της σύγκρουσης ήταν η συνεχής ερωτοτροπία του Βάγκνερ με χριστιανικά θέματα σε συνδυασμό με έναν έντονο σωβινισμό και αντισημιτισμό, τρία πράγματα που κατ’ εξοχήν αποστρεφόταν ο Νίτσε. Μέσα στο ίδιο έτος (1878) εξέδωσε και το αφοριστικό βιβλίο του «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο».(«Menschliches, Allzumenschliches», το οποίο δέχθηκε τα μαζικά πυρά αποδοκιμασίας από την κατεστημένη διανόηση της εποχής)
Από τον Μάϊο του 1879, όταν για λόγους υγείας παραιτήθηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έναντι μίας πολύ μικρής σύνταξης, μέχρι το έτος 1888 ο Νίτσε λειτούργησε ως ανεξάρτητος φιλόσοφος, έχοντας επιλέξει να ζει μόνος ή με πολύ σπάνια επικοινωνία με τους ανθρώπους. Τα κείμενά του διακρίνονται για το οξύ και επιθετικό ύφος τους και την εκτεταμένη χρήση αφορισμών, ενώ το όλο φιλοσοφικό έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους φιλοσόφους.
Στις 3 Ιανουαρίου 1889 ο Νίτσε εισήχθη σε κλινική του Τορίνο μετά από εκδήλωση νευρικής κατάρρευσης, όταν ενώ περιδιάβαινε την πλατεία Καρόλου Αλμπέρτου είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει ένα άλογο, προκάλεσε επεισόδιο για να το προστατέψει και συνελήφθη από 2 αστυνομικούς.Μετά από έναν περίπου χρόνο παραμονής του στο ψυχιατρείο, όπου συχνά ξεσπούσε βίαια υπό αλλεπάλληλες παραισθήσεις μεγαλείου, πήρε τελικά εξιτήριο στις 24 Μαρτίου 1890 και κατέληξε με την μητέρα του πίσω στο Νάουμπουργκ.
Μέχρι τον θάνατό του, έπειτα από 10 χρόνια, έζησε σε κατάσταση άνοιας μετά από εγκεφαλική παράλυση. Το τραγικό στην όλη ιστορία ήταν ότι την εποχή ακριβώς που κατέρρευσε ο Νίτσε έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο το έργο του και η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε κατακόρυφα, γεγονός που ο ίδιος όμως δεν ήταν σε θέση να χαρεί.
Το 1898 και 1899 ο Νίτσε υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που επιδείνωσαν την κατάστασή του, καθιστώντας τον ανήμπορο πια να μιλήσει και να περπατήσει και τελικά πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900 από συνδυασμό πνευμονίας και εγκεφαλικού και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Ραίκεν, δίπλα στον τάφο του κληρικού πατέρα του.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του, η οποία αργότερα έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, μετά τον θάνατό του και στην επιλεκτική δημοσίευση «πειραγμένων» κειμένων του υπό τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη», ένα βιβλίο το οποίο ο διαπρεπής Ιταλός φιλόλογος Μοντινάρι κατήγγειλε ευθέως είναι ότι «δεν είναι βιβλίο του Νίτσε».
Η υπέρβαση του τωρινού ανθρώπου, την οποία πρότεινε μέσω του «Υπερανθρώπου» στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» στοχεύει στην ολοκλήρωση του ανθρώπινου όντος και όχι στην απανθρωπιά: ο «Υπεράνθρωπος» δεν είναι το μοντέλο ενός κυρίαρχου και αφέντη, αλλ’ απλώς ο πραγματικός άνθρωπος που μπορεί να αποδέχεται την ζωή σε όλη την τραγική της διάσταση, όπως οι αρχαίοι Έλληνες.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ:
«Από την ζωή μου» («Aus meinem Leben», 1858) «Πάνω στην μουσική» («Uber Musik», 1858) «Ο Ναπολέων Γ ως πρόεδρος» («Napoleon III als Praesident», 1862) «Πεπρωμένο και Ιστορία» («Fatum und Geschichte», 1862) «Ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο» («Willensfreiheit und Fatum», 1862) «Μπορεί ο ζηλόφθονος στ’ αλήθεια να ευτυχήσει;» («Kann der Neidische je wahrhaft glucklich sein?», 1863) «Πάνω στις κλίσεις» («Uber Stimmungen», 1864)
«Η ζωή μου» («Μein Leben», 1864) «Ο Όμηρος και η κλασική Φιλολογία» («Homer und die klassische Philologie», 1868) «Πέντε πρόλογοι σε πέντε άγραφα βιβλία» («Funf Vorreden zu funf ungeschriebenen Buchern», 1872) «Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», 1872) «Πάνω στην αλήθεια και τα ψέματα» («Uber Wahrheit und Luge», 1873)
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ : ΠΡΑΣΣΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΤΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΙΝΑΡΕΤΖΗ ΣΤΕΛΛΑ