Βασικά χαρακτηριστικά τής Κατωιταλικής διαλέκτου Γραικάνικη διάλεκτος Βασικά χαρακτηριστικά τής Κατωιταλικής διαλέκτου Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φωνολογικά χαρακτηριστικά Ουράνωση και τσιτακισμός τού -κ- (και του -ξ-) προ των φωνηέντων /e/ και /i/ (λ.χ. š-šύddo «σκύλος», š-šύλο «ξύλο»). Σίγηση του τελικού -ς (λ.χ. ο άντρα, ο κόσμο, ο αφ-φαλό). Συχνή σίγηση των ενδοφωνηεντικών συμφώνων β, γ, δ, σ, τ με διαφορετικά προϊόντα ανάλογα με το ιδίωμα (λ.χ. ας < ά(γι)ος). Το συμφωνικό σύμπλεγμα κβ (και το γβ) τρέπεται σε /gu/, (λ.χ. guαίν-νω < εκβαίνω, αguά < αγβά < αβγά). Διατήρηση λειψάνων τού αρχαίου δωρικού -α- σε ορισμένες λέξεις (λ.χ. λανό «ληνός», νασίd-dα «νησίδα»).
Ορισμένα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Διατήρηση του απαρεμφάτου κυρίως στον ενεργητικό και μεσοπαθητικό αόριστο και εν μέρει στον ενεστώτα (λ.χ. ’ε σ-σών-νω γερτή «δεν μπορώ να σηκωθώ (να εγερθώ)»). Διατήρηση μετοχής ενεργητικού ενεστώτα και αορίστου με άκλιτο κοινό τύπο για όλα τα γένη (λ.χ. εμπαίν-νει κλόντα «αρχίζει να κλαίει»). Η κλίση του ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό έχει ως εξής: (Ενεστώτας) είμ-μαι, είσαι, έναι, είμ-μεστα, είστε, έναι, (Παρατατικός) ήμ-μο(ν), ήσ-σο, ήτο(ν), ήμ- μεστα, ήστε, ήσ-σα.
Λεξιλογικά χαρακτηριστικά Δωρισμοί. Πρόκειται για δωρικά λεξιλογικά στοιχεία, συχνά ήδη από τους Δωριείς αποίκους των αρχαίων χρόνων, τα οποία διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την εξάπλωση της ελληνιστικής Κοινής (λ.χ. κυσπάλα < δωρ. κυψάλα «κυψέλη»). Αρχαϊσμοί. Λ.χ. γέρ-ρω «σηκώνω» < εγείρω (> ν.ελλ. γέρνω), σώτζω / σών-νω «μπορώ» < σώζω. Λατινικά δάνεια. Λ.χ. κροτέddι «τετράγωνη πέτρα οικοδομής» < κοδρέλλι(ον) < υστλατ. *quadrellum < λατ. quadrum. Ιταλικά δάνεια. Λ.χ. λούτσι «φως – φωτιά» < διαλεκτ. ιταλ. luci, ανιμάλε «ζώο» < ιταλ. animale.