Το λεξιλόγιο του νερού νερό
νερό Αλμυρό νερό των θαλασσών. Το νερό της βροχής. Γλυκό νερό των πηγών, των ποταμών, των λιμνών. Αλμυρό νερό των θαλασσών. Το νερό της βροχής.
παγωμένο, καθαρό τρεχούμενο, στάσιμο, υπόγειο, νερό πόσιμο, μεταλλικό, αποσταγμένο , θολό, διαυγές. παγωμένο, καθαρό τρεχούμενο, στάσιμο, υπόγειο, ιαματικά νερά μαλακό ή σκληρό, με λίγα ή με πολλά άλατα.
νερό Το νερό τρέχει. Ο χρόνος κυλάει σαν νερό, πολύ γρήγορα. Μια κοπέλα σαν το κρύο το νερό. Ένα ποτήρι νερό . Ένα νερό, παρακαλώ. Σαν δυο σταγόνες νερό.
Ρηχά ή βαθιά ή απότομα νερά. νερό Το αθάνατο νερό. Ήπιε το αμίλητο νερό. Πίνω νερό στο όνομα κάποιου, (τον σέβομαι, τον εκτιμώ). Λέω το νερό νεράκι, (για μεγάλη έλλειψη νερού). Ξέρω το μάθημά μου νεράκι Χάνομαι σε μια κουταλιά νερό. Tα γαλανά νερά Tα παγωμένα νερά Tα ορμητικά νερά Ρηχά ή βαθιά ή απότομα νερά. Πηγή: Πύλη για την ελληνική γλώσσα