ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μια εργασία των: ΜΕΛΙΝΑ ΣΤΑΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΤΣΕΛΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΚΩΣΤΗΣ ΣΕΪΝΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ Στη Μακεδονία υπάρχουν πολλές ενδείξεις που μας βεβαιώνουν για την ανθρώπινη παρουσία στο χώρο της από τη παλαιολιθική εποχή (σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής) καθώς και κατά τη νεολιθική εποχή (Όλυνθος, Ορμύλια, Σέρβια κ.α.). Όμως το κενό ανάμεσα στην προϊστορία και στα πρώτα ιστορικά χρόνια δεν καλύπτεται αρκετά από όσα ως σήμερα έχει στη διάθεσή της η ιστορική επιστήμη (παραδόσεις, κείμενα, ευρήματα). Υποστηρίζεται ότι η Μακεδονία είναι η κατοικία των πρώτων ανθρώπων που έζησαν στον ελλαδικό χώρο, καθώς και των Πρωτοελλήνων. Οι Έλληνες, αφού αποσπάστηκαν από τους άλλους Ινδοευρωπαίους, στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. εμφανίστηκαν στη Μακεδονία, στην οποία ως τότε κατοικούσαν οι Πελασγοί. Η αρχαιολογία, η ιστορία, η γλωσσολογία κ.ά. πηγές βεβαιώνουν ότι η ευρύτερη Δυτική ή Άνω Μακεδονία είναι η αρχαία κοινή κατοικία των Πρωτοελλήνων. Το 2000-1900 π.Χ., στη διάρκεια του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος των ελληνικών φύλων, οι Ίωνες, οι Αιολείς, οι Αχαιοί κ.ά. κινήθηκαν προς τα νότια. Στη Μακεδονία παρέμειναν οι Μακεδνοί. Κατά τη μυθολογία, ο γενάρχης των Μακεδόνων ήταν γιος του Δία. Μητέρα του ήταν η Θυία, κόρη του Δευκαλίωνα, αδερφός του Έλληνα. Κύριος θεός των Μακεδόνων ήταν ο Ζευς Ύψιστος, μυθικός ήρωάς τους ο Ηρακλής, στους οποίους ήταν αφιερωμένες πολλές μακεδονικές πόλεις (Δίον, Ηράκλεια) και ιερά.
Κατά το 13ο π.Χ. αι. οι Μακεδόνες κατοικούσαν στην περιοχή της Πίνδου και ήταν ένα από τα ελληνικά φύλα. Σύμφωνα με αρχαία κείμενα, που περιλαμβάνουν αποσπάσματα από το έργο «Αιγιμιός», ένα πολύ παλιό έπος που έχει χαθεί, αναφέρεται ότι ο ήρωας του έπους, βασιλιάς των Δωριέων, ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή για να αποκρούσει τις επιθέσεις των Λαπιθών. Οι Δωριείς σ’ αυτήν την περίπτωση ταυτίζονται με τους Μακεδνούς, δηλαδή τους Μακεδόνες, και τοποθετούνται στην περιοχή της Ιστιαιώτιδας. Από άλλες δωρικές παραδόσεις που διασώζονται από αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Πίνδαρο και τον Ηρόδοτο, μαθαίνουμε ότι πρόγονοι των Δωριέων ήταν οι Μακεδνοί, που μετανάστευσαν από την Πίνδο, συγκεκριμένα από το όρος Λάκμος, στη Δωρίδα. Η αλήθεια είναι πως από τους Μακεδνούς προήλθαν οι Δωριείς, οι Μάγνητες και οι Μακεδόνες. Αργότερα πλάστηκε ο μύθος, που αναφέρει και ο Ηρόδοτος, ότι οι Μακεδόνες κατάγονταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ήταν απόγονοι των Τημενιδών.
Ως ιδρυτής του κράτους των Μακεδόνων αναφέρεται ο Περδίκκας Α’ Ως ιδρυτής του κράτους των Μακεδόνων αναφέρεται ο Περδίκκας Α’. Αυτός στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. αι. εγκατέστησε την πρωτεύουσά του στις Αιγές, τη σημερινή Βεργίνα. Από εκεί οι Μακεδόνες άρχισαν να απλώνονται στην Εορδαία, έπειτα προς τη Βοττιαία, την Πιερία και την Αλμωπία. Ο γιος του Περδίκκα Α’ Αργαίος (7ος αι. π.Χ.), καθώς και οι διάδοχοί του Φίλιππος Α’ (7ος-6ος αι. π.Χ.) και Αέροπος (6ος αι. π.Χ.), απέκρουσαν συχνές επιδρομές Ιλλυριών και άλλων βαρβάρων. Στη συνέχεια βασίλεψαν ο Αλκέτας (6ος αι. π.Χ.) και ο Αμύντας Α’ (6ος-5ος αι. π.Χ.). Τότε οι Μακεδόνες περνώντας τον Αξιό έφτασαν ως τα όρια της Χαλκιδικής. Οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου Α’ στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ. διεύρυναν περισσότερο τη Μακεδονία. Ο Αλέξανδρος Α’ ήταν εκείνος που πληροφόρησε στις Πλαταιές τους Έλληνες του Νότου για τα σχέδια του Ξέρξη, παρόλο που αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του κατά των Ελλήνων. Για το λόγο αυτόν οι τελευταίοι του έστησαν και ανδριάντα στους Δελφούς. Ο ίδιος έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Περδίκκας Β’ (5ος αι. π.Χ.) συμμάχησε με τους Αθηναίους κατά της Αμφίπολης. Γενικά, η βασιλεία του Περδίκκα Β’ ήταν γεμάτη ταραχές. Από τη μια οι δυσχέρειες που του δημιουργούσαν οι διάφοροι άρχοντες της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και ο αδερφός του Φίλιππος, σχετικά με τον προσδιορισμό της εξουσίας και από την άλλη ο ανταγωνισμός μεταξύ Μακεδονίας και Αθηνών για τον έλεγχο της περιοχής του κάτω Στρυμόνα έφεραν στο κράτος μια γενική αναταραχή.
Ο νόθος γιος και διάδοχος του Περδίκκα Β’, Αρχέλαος Α’ (τέλη 5ου-αρχές 4ου αι. π.Χ.), δε συνάντησε τις δυσκολίες του πατέρα του, τουλάχιστον ως προς τις σχέσεις του με τους Αθηναίους έπειτα από την καταστροφή των τελευταίων στις Συρακούσες. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Αρχέλαος Α’ αντιμετώπισε μια αποστασία της Πύδνας, εύκολα όμως κατάφερε να την καταπνίξει. Έπειτα από πρόσκληση των Αλευαδών αναμείχτηκε στα πράγματα της Θεσσαλίας καταφέρνοντας έτσι να αυξήσει την επιρροή του και σ’ αυτήν την περιοχή. Ο Αρχέλαος προχώρησε σε μια πλατιά μεταρρύθμιση: χώρισε τη χώρα σε περιφέρειες πόλεων. μετέφερε την πρωτεύουσα στην Πέλλα, που τότε επικοινωνούσε με τη θάλασσα, και τη διακόσμησε με μεγαλόπρεπα οικοδομήματα. Επίσης οργάνωσε στρατιωτικά το κράτος του περισσότερο από κάθε άλλον προκάτοχό του. Γενικά, ο Αρχέλαος έδωσε στο μακεδονικό βασίλειο μια εκπληκτική για την εποχή εκείνη λάμψη. Μετά τη δολοφονία του άρχισε μια περίοδος όλο ταραχές, που κράτησε ως τα χρόνια της βασιλείας του Φίλιππου Β’ (4ος αι. π.Χ.), που οδήγησε στο μεγαλείο της Μακεδονίας.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ (386-336 π.Χ.) Βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος του Αμύντα Γ΄ και πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου. Από τους πρωτεργάτες του μεγαλείου των Μακεδόνων, ανέβηκε στην εξουσία 23 χρονών ως αντιβασιλιάς-κηδεμόνας του ανήλικου ανιψιού του Αμύντα Δ΄, τον οποίο εκθρόνισε σύντομα (359 π.Χ.). Η μεγαλοφυΐα του, η εμπειρία του και η στρατιωτική τέχνη που του είχε διδάξει ο Επαμεινώνδας στη Θήβα, του έδωσαν τη δυνατότητα να αναδιοργανώσει γρήγορα το κράτος, να κυριαρχήσει σύντομα στο σύνολο του μακεδονικού χώρου, να επιβληθεί άνετα στους Έλληνες του νότου και να ενώσει τους Έλληνες κάτω από το σκήπτρο του, για μία πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ Σε σύντομο χρονικό διάστημα (359-354 π.Χ.) εξασφάλισε την εσωτερική τάξη και ασφάλεια του κράτους του, απομάκρυνε τους Ιλλυριούς από τις μακεδονικές περιοχές και εξουδετέρωσε τους γείτονες των Μακεδόνων Θράκες, Παίονες και Οδρύσες. Παράλληλα, έθεσε σε εφαρμογή τα επεκτατικά του σχέδια. Αφού κυρίευσε την Αμφίπολη (357 π.Χ.) και την Πύδνα (356 π.Χ.), καταπατώντας έτσι τα συμφέροντα των Αθηναίων στη Χαλκιδική χωρίς αντίδραση από μέρους τους, και αφού προώθησε τα σύνορά του από το Στρυμόνα στο Νέστο, εξασφαλίζοντας τον πακτωλό των χρυσωρυχείων του Παγγαίου, αφιερώθηκε, μαζί με το στρατηγό του Παρμενίωνα, στην αναδιοργάνωση του στρατού του, που τον μετέτρεψε σε μόνιμο με κανονική θητεία. Συγκρότησε βαρύ ιππικό (εταίροι), ελαφρό ιππικό (πρόδρομοι), βαρύ πεζικό (πεζέταιροι), ελαφρό πεζικό (ψιλοί) και μηχανικό (μηχανοποιοί) με σύγχρονα πολιορκητικά μηχανήματα (καταπέλτες, χελώνες κ.ά.).Εφεύρε το νέο όπλο που ονομάστηκε σάρισα (δόρυ μήκους 5-6 μ.) και επινόησε τη μακεδονική φάλαγγα (μετωπική παράταξη του στρατού).
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ Με 30.000 στρατού έστρεψε τις βλέψεις του προς το Νότο. Αφορμή πήρε από τον γ’ ιερό πόλεμο των Φωκέων και των Βοιωτών σχετικά με την κτήση του μαντείου των Δελφών, στον οποίο ο Φίλιππος πήρε μέρος υπέρ της Θήβας και κατά της Φωκίδας, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Αφού νίκησε τους Φωκείς κοντά στο Βόλο (353 π.Χ.) και έγινε κυρίαρχος της Θεσσαλίας, έφτασε ως τις Θερμοπύλες (353 π.Χ.), όπου είχαν παραταχθεί Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και Αχαιοί. Δε θέλησε να δώσει εκεί τη μάχη και γύρισε πίσω στην Πέλλα, από όπου άρχισε να εργάζεται για την κατάκτηση της Ολύνθου, κέντρου της Χαλκιδικής ομοσπονδίας (κοντά στο σημερινό Μυριόφυτο) και συμμάχου των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, παρά τις εκκλήσεις που έκανε ο Δημοσθένης με τους τρεις «Ολυνθιακούς» του, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν έγκαιρα τους Ολυνθίους και η Όλυνθος καταστράφηκε από το Φίλιππο το 348 π.Χ. Τον ίδιο χρόνο οι Αθηναίοι έχασαν και την Εύβοια και έτσι αναγκάστηκαν να αρχίσουν διπλωματικές επαφές με το Φίλιππο, οι οποίες κατέληξαν στη λεγόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.), την οποία όμως ο Φίλιππος δεν σεβάστηκε: επενέβη πάλι στον « Ιερό Πόλεμο», εξασφάλισε απόφαση του Αμφικτιονικού Συνεδρίου στους Δελφούς για παραδειγματική τιμωρία των Φωκέων ως ιερόσυλων και μαζί με τους Θηβαίους «κατέσκαψε» όλες τις πόλεις της Φωκίδας.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ Μετά απ’ αυτό γύρισε στη Μακεδονία, τακτοποίησε τα ζητήματά του στην Ήπειρο και την Ελλάδα, επιβλήθηκε στον Ελλήσποντο και προχώρησε προς το Βόσπορο. Στο μεταξύ η πολιτική διαμάχη στην Αθήνα ανάμεσα στους φιλιππίζοντες (Αισχίνης, Φιλοκράτης, Εύβουλος, Δημάδης, Φωκίωνας), που έβλεπαν το Φίλιππο ως τον αρχηγό όλων των Ελλήνων κατά του πατροπαράδοτου εχθρού, των Περσών, και στους αντιφιλιππικούς (Δημοσθένης), που θεωρούσαν χρέος τους εθνικό να μην αφήσουν να υποδουλωθεί η Ελλάδα στο «βάρβαρο» Φίλιππο, έπαιρνε δραματικές διαστάσεις με τους πολύπλοκους πολιτικοδικαστικούς αγώνες του Δημοσθένη, του Αισχίνη και του Ισοκράτη. Από το 346 π.Χ., η αντιφιλιππική παράταξη του Δημοσθένη άρχισε να κερδίζει έδαφος στην εκκλησία του δήμου. Αναδιοργανώθηκε ο αθηναϊκός στόλος και συγκροτήθηκαν ισχυρές συμμαχίες με άλλες πόλεις. Έτσι, όταν ο Φίλιππος, ενώ βρισκόταν στο Βόσπορο, πολιόρκησε το Βυζάντιο (340 π.Χ.) κόβοντας τον επισιτισμό των Αθηναίων, αντιμετώπισε τον αθηναϊκό στόλο και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στη Μακεδονία. Ο νότος τον ενδιέφερε περισσότερο τώρα, που τα βορειοανατολικά σύνορα του κράτους του είχαν φτάσει στον Εύξεινο και τον Ίστρο. Με πρόφαση λοιπόν την αμφικτιονική δίκη της Άμφισσας στους Δελφούς για ιεροσυλία, επενέβη για τρίτη φορά στον «Ιερό Πόλεμο» και κυρίεψε την Ελάτεια (339 π.Χ.). Τώρα πια ο κίνδυνος για την Αθήνα ήταν άμεσος. Τρομοκρατημένος ο Δημοσθένης πήγε ο ίδιος στη Θήβα και πέτυχε να εξασφαλίσει τη συμμαχία της για την αναχαίτιση του κοινού εχθρού. Αλλά ο Φίλιππος, αφού κυρίευσε τα στενά του Μπράλου και την Άμφισσα (338 π.Χ.), κατατρόπωσε τους δύο μεγάλους στρατούς στην περίφημη μάχη της Χαιρώνειας (Αύγουστος του 338 π.Χ.), στην οποία ο 18χρονος Αλέξανδρος με το ιππικό του εξολόθρευσε τον ιερό λόχο των Θηβαίων.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ Ο Φίλιππος έγινε τώρα ηγεμόνας όλων των Ελλήνων που αποτέλεσαν συνομοσπονδία («Συμμαχίαν») με κοινό αντιπροσωπευτικό διοικητικό όργανο το «Συνέδριον των Ελλήνων» που είχε έδρα την Κόρινθο και σκοπό έναν πανελλήνιο πόλεμο κατά των Περσών. Αυτό που μισό αιώνα τώρα λαχταρούσε ο Ισοκράτης, έγινε πραγματικότητα, όταν, το 336 π.Χ., ο Παρμενίωνας με 10.000 Μακεδόνες, πέρασε τον Ελλήσποντο και έφτασε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας, περιμένοντας εκεί το Φίλιππο με τους άλλους Έλληνες. Αλλά εκείνος δεν πήγε ποτέ. Δολοφονήθηκε στο θέατρο των αρχαίων Αιγών από κάποιον ευγενή Μακεδόνα, τον Παυσανία, κατά των εορτασμό των γάμων της κόρης του Κλεοπάτρας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ (356-323 π.Χ.) Βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος του Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας. Γεννήθηκε στην Πέλλα και είναι ο άνθρωπος που κατά το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα κατέκτησε μεγάλο τμήμα της Ανατολής και έκανε τον ελληνικό πολιτισμό κοινό κτήμα του τότε γνωστού κόσμου. ΠΡΩΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε στη Μακεδονία, σε μια εποχή γεμάτη από εξωτερικούς κινδύνους και εσωτερικές ταραχές, και σε περιβάλλον που έβραζε από ακατάσχετα πάθη. Εσωτερικοί αγώνες και φόνοι για το θρόνο είχαν φέρει τον τόπο στο χείλος της καταστροφής. Αλλά και το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν ανάλογο. Οι γονείς του δε ζούσαν αρμονικά. Τον ανάθρεψαν ωστόσο με πολύ μεγάλη φροντίδα και αγάπη. Ο Φίλιππος Β΄ εξάλλου –έξοχος στρατιώτης– ήταν μια μεγάλη μορφή στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Υπήρξε ο αναμορφωτής του μακεδονικού στρατού και εξαίρετος πολιτικός και διπλωμάτης. Μητέρα του Αλέξανδρου ήταν η Ολυμπιάδα, κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά των Μολοσσών, μια ισχυρή γυναικεία μορφή. Ήταν φιλόδοξη, φίλαρχη, αδίστακτη και ανυποχώρητη. Πρόσφορη σε θεϊκές καταληψίες και ενθουσιασμούς υπήρξε μέλος ενός ορφικού θιάσου, που τελούσε στα βουνά οργιαστικές τελετές για το Διόνυσο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ – ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ Την πρώτη του εμπειρία, σε ό,τι αφορά την πολεμική τέχνη, την απέκτησε ο Αλέξανδρος σε ηλικία 16 χρόνων, όταν ο Φίλιππος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Βυζαντίου, εμπιστεύτηκε στο γιο του την αντιβασιλεία, γεγονός που έδωσε στο νεαρό πρίγκιπα την ευκαιρία να επιτεθεί κατά του θρακικού φύλου των Μαίδων και να ιδρύσει την πρώτη πόλη που έφερε το όνομά του («Αλεξάνδρου Πόλις»). Αλλά και στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος έδωσε στο 18χρονο Αλέξανδρο την ευκαιρία να διευθύνει την επίθεση των 2.000 «εταίρων» του διαλεχτού ιππικού του. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, το 336 π.Χ., ο Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε από τη συνέλευση του στρατού ως διάδοχος του θρόνου και επομένως ως νόμιμος βασιλιάς. Ο νεαρός Αλέξανδρος δήλωσε αμέσως στους Μακεδόνες ότι μόνο το όνομα του βασιλιά άλλαξε στο κράτος και τίποτε άλλο. Το παρελθόν του εξάλλου και κυρίως ορισμένα χαρακτηριστικά γεγονότα, όπως η διπλωματικότητα με την οποία είχε αντιμετωπίσει ως αντιβασιλιάς, 16 μόλις χρόνων, την πρεσβεία των Περσών στην αυλή της Πέλλας, η νίκη που πέτυχε μόνος εναντίον των Μαίδων αργότερα και ιδιαίτερα η σπουδαία συμβολή του στη μάχη της Χαιρώνειας, είχαν ήδη εδραιώσει το κύρος του στο μακεδονικό στρατό. Οι ανταπαιτητές του θρόνου, που θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι για τον Αλέξανδρο κατά τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον των Περσών, παραμερίστηκαν και ο ίδιος εκδικήθηκε τη δολοφονία του πατέρα του με τη εκτέλεση των ενόχων.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΓΡΑΝΙΚΟ ΠΟΤΑΜΟ (334 π.Χ.) Την άνοιξη του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος έφτασε επικεφαλής του στρατού του στον Ελλήσποντο, απ’ όπου και έγινε η διάβαση στην Ασία. Οι σατράπες τον περίμεναν στην ανατολική όχθη του Γρανικού ποταμού. Ο Αλέξανδρος, μη χάνοντας ευκαιρία, ανέπτυξε αμέσως το στρατό του από τη θέση πορείας σε παράταξη μάχης και όρμησε –εφαρμόζοντας τη λοξή φάλαγγα–, επικεφαλής των Μακεδόνων ιππέων του της δεξιάς πτέρυγας, μέσα από το ποτάμι προς το εχθρικό ιππικό της αριστερής πτέρυγας. Την έκβαση της μάχης την έκρινε ακριβώς αυτή η επιτυχημένη προέλαση της δεξιάς πτέρυγας. Καταδιώκοντας τους Πέρσες ιππείς, ο Αλέξανδρος προσέκρουσε στους έως τότε αμέτοχους μισθοφόρους, που περικυκλώθηκαν κατά μεγάλο μέρος και σκοτώθηκαν. Η λαμπρή νίκη του Αλέξανδρου, στην πρώτη του αυτή σύγκρουση με τον περσικό στρατό στο Γρανικό, ήταν το προμήνυμα και των άλλων θριάμβων του, που οδήγησαν στην κατάλυση του περσικού κράτους. Έτσι εισβάλλει στην Ασία όχι μόνο ως στρατηγός της συμμαχίας, αλλά προπαντός ως βασιλιάς της Μακεδονίας που ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του. Γι’ αυτό άρχισε να κυβερνά αμέσως τα εδάφη που είχε καταλάβει, ως βασιλιάς.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΙΣΣΟΥ (333 π.Χ.) Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος προχώρησε ως την Κιλικία. Προηγουμένως, στο Γόρδιο της Φρυγίας, έκοψε με το ξίφος του, σύμφωνα με την παράδοση, το «γόρδιο δεσμό». Εκεί όμως αρρώστησε εξαιτίας του λουτρού που έκανε στα παγωμένα νερά του ποταμού Κύδνου και διέκοψε για αρκετό διάστημα την εκστρατεία. Μετά την ανάρρωσή του, κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα της Ισσού. Εκεί, ο στρατός του και εκείνος των Περσών βρέθηκαν ο ένας παράλληλα με τον άλλο, χωρίς να το έχουν καταλάβει. Ο Αλέξανδρος, με την απεριόριστη πίστη του στη νίκη, είχε αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο της ήττας. Γεμάτος ορμητικότητα, εφαρμόζοντας τη λοξή φάλαγγα, άρχισε ο ίδιος την επίθεση περνώντας το ποτάμι μαζί με τους εταίρους του της δεξιάς πτέρυγας. Αποφασιστική σημασία για την έκβαση της μάχης είχε το γεγονός ότι ο Δαρείος, που βρισκόταν στο κέντρο με το πολεμικό του άρμα, τρομοκρατημένος και ανήσυχος από την έφοδο του Αλέξανδρου, τράπηκε σε φυγή και άφησε το στρατό του χωρίς ηγεσία. Έτσι ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαλύσει τον τεράστιο σε όγκο στρατό του Πέρση βασιλιά. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και η περσική βασιλική οικογένεια, προς την οποία ο νικητής συμπεριφέρθηκε με σεβασμό.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ Μετά την αποφασιστική νίκη του στη μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος προέλασε στη Φοινίκη και την Παλαιστίνη, για να εδραιώσει την κατοχή των παραλίων της ανατολικής Μεσογείου. Πράγματι, αφού κυρίευσε, ύστερα από πολιορκία δύο μηνών, τη Γάζα, το 332 π.Χ., κατέλαβε την Αίγυπτο χωρίς να συναντήσει καμία απολύτως αντίσταση. Οι περσικές δυνάμεις κατοχής παραδόθηκαν άνευ όρων και ο λαός της Αιγύπτου, με τους ιερείς επικεφαλής, υποδέχτηκε τον Αλέξανδρο ως σωτήρα από τον περσικό ζυγό. Κέρδισε αμέσως τη συμπάθεια των Αιγυπτίων κυρίως χάρη στη θρησκευτική του ανεκτικότητα. Οι Αιγύπτιοι τον έστεψαν Φαραώ. Ο δρόμος για τον ελληνισμό ανοίχτηκε για πάντα στην Αίγυπτο με την ίδρυση της Αλεξάνδρειας στις αρχές του 331 π.Χ. Από τη Μέμφιδα έκανε ο Αλέξανδρος τη «ρομαντική» εκείνη πορεία προς την όαση του Άμμωνος Σίβα, η οποία είχε ήδη κατά την αρχαιότητα περιβληθεί με τους πιο διαφορετικούς μύθους και τις φανταστικές διηγήσεις. Στην πραγματικότητα η πορεία του αυτή δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα στρατηγικά σχέδια του Αλέξανδρου, αλλά οφείλεται στη βαθιά θρησκευτική του ανάγκη, πριν από τον επικείμενο αποφασιστικό αγώνα με το Δαρείο, να ρωτήσει για το μέλλον του το θεό Άμμωνα. Ο χαρακτηρισμός του, ως γιος του Άμμωνα, που του απηύθυνε ο προφήτης στο ιερό, εξ ονόματος του θεού, ήταν, όπως πίστευε ο Αλέξανδρος, αποκάλυψη του ίδιου του θεού. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, έχοντας εξασφαλίσει ο Αλέξανδρος απόλυτα τα νώτα του, στράφηκε προς το εσωτερικό του περσικού κράτους για την τελική αναμέτρηση με το Δαρείο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ (331 π.Χ.) – Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ Το 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο για να εισβάλει πια στο εσωτερικό της Ασίας. Από τη Θάμψακο πορεύτηκε, χωρίς κανένα εμπόδιο, προς τον Ευφράτη. Στη συνέχεια, αφού διέσχισε τη βόρεια Μεσοποταμία, πέρασε τον ποταμό Τίγρη και παρέταξε το στρατό του σε θέση μάχης κατά του Δαρείου, στη μεγάλη πεδιάδα κοντά στο χωριό Γαυγάμηλα, την 1η Οκτωβρίου του 331 π.Χ. Η περσική στρατιά στρατοπέδευσε κοντά στον ποταμό Βούμωδο. Ο Αλέξανδρος τοποθέτησε στα δύο άκρα της παράταξής του πλαγιοφυλακές από ιππείς και πίσω από την κύρια γραμμή μια δεύτερη τάξη από πεζούς. Στην αρχή της μάχης ο Αλέξανδρος, καθώς προχωρούσε με το σύνολο των δυνάμεών του προς τα δεξιά, δέχθηκε από το ιππικό του Βήσσου ισχυρή επίθεση, την οποία αντιμετώπισε μόνο με τις δυνάμεις της πλαγιοφυλακής. Στη συνέχεια, εισδύοντας με τις κύριες δυνάμεις του, εξαπέλυσε ορμητική επίθεση εναντίον των θέσεων του Δαρείου. Ο Πέρσης βασιλιάς υποχρεώθηκε να τραπεί σε φυγή. Από την πλευρά του αντίπαλου στρατού, Ινδοί και Πέρσες ιππείς εκμεταλλεύθηκαν αντίστοιχα το κενό που σχηματίστηκε στη μακεδονική φάλαγγα, πέρασαν από τη δεύτερη γραμμή και επιτέθηκαν στη φρουρά των σκευοφόρων. Σύντομα όμως τμήματα της δεύτερης αυτής γραμμής του Αλέξανδρου τους προσέβαλαν και τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν. Η μάχη στα Γαυγάμηλα, από τις σπουδαιότερες της αρχαίας ιστορίας, ήταν η μάχη «υπέρ ξυμπάσης της Ασίας», κατά την έκφραση του ίδιου του Αλέξανδρου. Μετά τη νίκη του στα Γαυγάμηλα, ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε «βασιλεύς της Ασίας».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ – Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ Αφήνοντας τα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς τη Βαβυλώνα. Όταν πλησίασε στην πόλη, παρέταξε το στρατό του σε σχηματισμό μάχης. Ο Πέρσης σατράπης της Βαβυλώνας Μαζαίος, που είχε αγωνιστεί με γενναιότητα στη μάχη των Γαυγαμήλων, αποφάσισε να παραδώσει την πόλη. Όπως στην Αίγυπτο, έτσι και εδώ ο Αλέξανδρος έγινε δεκτός ως «βασιλεύς» της χώρας. Στη Βαβυλώνα άφησε το στρατό του να αναπαυθεί περίπου ένα μήνα. Ο ίδιος έδειχνε καθημερινά το σεβασμό του προς τους Βαβυλώνιους ιερείς και φρόντιζε την πόλη. Ασφαλώς η στάση του αυτή πρέπει να προξένησε στους εντόπιους μεγάλη εντύπωση. Είναι χαρακτηριστικό πως τον υποδέχτηκαν με μεγάλη επισημότητα οι άρχοντες, οι ιερείς και γενικά όλος ο πληθυσμός της πόλης. Η τεράστια εντύπωση που έκανε στον Αλέξανδρο η Βαβυλώνα και η σημαντική γεωγραφική της θέση τον οδήγησαν στην απόφαση να την κάνει πρωτεύουσα του απέραντου βασιλείου του. Η παλιά πρωτεύουσα των Χαλδαίων, με τα λαμπρά κτίριά της, με την περίφημη Πύλη της Ιστάρ, το παλάτι του Ναβουχοδονόσορα και τους κρεμαστούς κήπους, προκάλεσε θαυμασμό και στους Έλληνες στρατιώτες. Μετά τη Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα Σούσα και στη συνέχεια την Περσέπολη. Κύριος πλέον των αμύθητων θησαυρών των Περσών βασιλέων, ο Αλέξανδρος οργανώνει την κεντρική διοίκηση του απέραντου κράτους του και προελαύνει προς βορρά καταδιώκοντας το Δαρείο, αφού προηγουμένως καταλαμβάνει τις Πασαργάδες. Φτάνοντας στην περιοχή της Εκατομπύλου ο Αλέξανδρος βρίσκει το Δαρείο ήδη νεκρό, θύμα της προδοσίας των ηγεμόνων των ανατολικών σατραπειών. Στη συνέχεια, αφού έφερε το στρατό του στα Εκβάτανα, απέλυσε όλα τα στρατιωτικά τμήματα που προέρχονταν από τη νότια Ελλάδα. Αυτό σήμαινε ότι είχε εκπληρωθεί ο σκοπός της πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών, και είχε πάψει να ισχύει η ειδική εκείνη εξουσία που του είχε δοθεί από τους Έλληνες.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΗΣ Ο Αλέξανδρος, κατά το τέλος της άνοιξης του 327 π.Χ., αφού σταθεροποίησε τη θέση του, στράφηκε προς την Ανατολή, αρχίζοντας νέα μεγάλη εκστρατεία προς την Ινδία. Η εκστρατεία στην Ινδία, που αναμφίβολα στάθηκε το τελευταίο και το θρυλικότερο από τα κατορθώματα του Αλέξανδρου, μετά την εκστρατεία στο σημερινό Ιράν το 327 π.Χ., δείχνει ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με την κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας στα τότε σύνορά της. Ο μαθητής του Αριστοτέλη είχε το πάθος του εξερευνητή για την ανακάλυψη νέων χωρών και το ζήλο του επιστήμονα για τη διεύρυνση των γεωγραφικών και άλλων γνώσεων της εποχής του. Επιθυμούσε να δει τον ωκεανό, τον οποίο θεωρούσε σύνορο του κόσμου, και να εξακριβώσει ιδιαίτερα αν ο Ινδός ποταμός ήταν πραγματικά ο Άνω Νείλος και αν η Ινδία ενωνόταν με την Αιθιοπία. Ο Αλέξανδρος επιδόθηκε με επιμέλεια στην προετοιμασία της εκστρατείας. Αφού συγκέντρωσε πληροφορίες για τη χώρα, κατέστρωσε το πλάνο των πολεμικών επιχειρήσεων και προχώρησε στη συγκρότηση ισχυρού εκστρατευτικού σώματος. Το σχέδιο ήταν στις γενικές του γραμμές απλό: προέλαση από την κοιλάδα του Κωφήνα ως τον Ινδό ποταμό με συντριβή των αντιστάσεων, διάβαση του Ινδού και των άλλων ποταμών. Πράγματι, μετά τη συνάντηση των δύο τμημάτων του στρατού του, ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ινδό, από τη γέφυρα που είχαν από πριν κατασκευάσει οι μηχανικοί του. Έπειτα από σφοδρές μάχες και επίπονες πολιορκίες υπέταξε ολοκληρωτικά τους Ινδούς της Πενταποταμίας. Η προέλαση συνεχίστηκε ώσπου ο στρατός του Αλέξανδρου έφτασε στον ποταμό Ύφαση. Εκεί όμως ήρθε αντιμέτωπος με την αμετάκλητη απόφαση των στρατιωτών του να μην προχωρήσουν ανατολικότερα. Ο Αλέξανδρος μπροστά σε αυτά τα δεδομένα υπέκυψε. Ύψωσε δώδεκα βωμούς για τους δώδεκα Ολύμπιους θεούς και έδωσε τη διαταγή για την επιστροφή.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ο δρόμος της επιστροφής ήταν γεμάτος νέες περιπέτειες για τον Αλέξανδρο και τους συμπολεμιστές του. Έτσι, την άνοιξη του 323 π.Χ., αφού υπέταξε τους Κοσσαίους της οροσειράς του Ζάγρου, επέστρεψε στη Βαβυλώνα. Εκεί τον συνάντησαν πρέσβεις από όλα τα κράτη, ακόμα και από χώρες της μακρινής Δύσης, που είχαν έρθει για να υποβάλουν τα σέβη τους στο νέο κύριο της Ανατολής. Με πολύ εντατικούς ρυθμούς λαμβάνονταν τώρα τα τελευταία μέτρα για την αραβική εκστρατεία. Όχι μόνο στη Βαβυλώνα αλλά και στη Φοινίκη και την Κύπρο κατασκευάστηκαν νέα πλοία, τα οποία έπλευσαν κατά μήκος του Ευφράτη προς τη Βαβυλώνα, όπου κατασκευαζόταν μεγάλο πολεμικό λιμάνι. Ενώ λοιπόν η εκστρατεία προετοιμαζόταν με πυρετώδη ρυθμό, ο ακαταπόνητος βασιλιάς λάμβανε μέτρα για τη βελτίωση του αρδευτικού συστήματος, προκειμένου να ανακτήσει η Βαβυλωνία τη γονιμότητα του εδάφους που είχε πριν. Τελικά όλα ήταν έτοιμα ώστε να μπορεί να καθοριστεί η ημέρα της αναχώρησης. Ξαφνικά όμως αρρώστησε βαριά ο Αλέξανδρος από ελονοσιακό πυρετό. Αφού χαιρέτισε με νεύματα τους Μακεδόνες συμπολεμιστές του, που περνούσαν ο ένας μετά τον άλλο από το κρεβάτι του, πέθανε στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., ενώ δεν ήταν ακόμη 33 ετών. Στο επίσημο ημερολόγιό του, στις «Εφημερίδες», βλέπουμε πόσο σκεφτόταν ακόμη την εκστρατεία και εξακολουθούσε να οργανώνει σχέδια, μέχρις ότου ήταν αδύνατο πλέον να μιλήσει.
ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, την αρχηγεία πήρε ο στρατηγός Περδίκκας ( σ' αυτόν έδωσε λέει το δαχτυλίδι ο Αλέξανδρος πριν πεθάνει). Έγινε αντιβασιλέας με βασιλιά τον Αριδαίο, γιο του Φιλίππου και έκανε την εξής διανομή: α) ο Πτολεμαίος (γιος του Λάγου) πήρε την Αίγυπτο, β) ο Λαομεδων ο Μυτιληναίος την Συρία γ) ο Φιλώτας την Κιλικία δ) ο Πίθων την Μηδία, ε) ο Ευμένης την Παφλαγονία, τη Καππαδοκία και την γειτονική περιοχή, στ)ο Αντίγονος την Παμφυλία, την Λυκία και την μεγάλη Φρυγία, ζ) ο Άσανδρος την Καρια, η) ο Μενανδρος την Λυδία, θ) ο Λεοννατος την Φρυγία στον Ελλήσποντο, ι) ο Λυσίμαχος την Θράκη και γειτονικές φυλές στον Πόντο, ια) ο Αντίπατρος την Μακεδονία και τους τριγύρω λαούς, ιβ) ο Πώρος και ο Ταξίλης τα βασίλειά τους στην Ινδία, ιγ) ο Οξυάρτης, πατέρας της Ρωξάνης, τον Καύκασο, ιδ) ο Φίλιππος την Βακτριανή και Σογδιανή ιε) ο Τληπόλεμος την Καρμανία, ιστ) ο Άρχων την Βαβυλωνία, ιζ) ο Αρκεσίλαος την Μεσοποταμία και ιη) ο Σέλευκος έγινε διοικητής των εταίρων (ιππικό), διαδέχθηκε τον Περδίκκα που κι αυτός είχε διαδεχθεί τον Ηφαιστίονα.