Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ΠΕΝΝΕΔ 28 VI 2007
Ο δρόμος προς το Ρίο(1992). Οι σημαντικές διασκέψεις για το περιβάλλον
Η σχετικά πρόσφατη γένεση αλλά κυρίως η ταχεία εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος έχουν να επιδείξουν δύο σημαντικούς σταθμούς. Πρώτος σταθμός υπήρξε η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης για το Ανθρώπινο Περιβάλλον (1972), από την οποία υιοθετήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Περιβάλλοντος (Διακήρυξη και Σχέδιο Δράσης)
Ενώ δρομολογήθηκε η διαδικασία ίδρυσης του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP). Η σύσταση αυτού του θεσμικού πλαισίου υπαγορεύθηκε από την ανάγκη εφαρμογής περιβαλλοντικής πολιτικής τόσο σε διεθνές όσο και σε εσωτερικό επίπεδο.
Ως δεύτερος σταθμός στην εξελικτική πορεία του Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος θεωρείται η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UNCED), που πραγματοποιήθηκε στο Rio de Janeiro (Ιούνιος 1992). Αιτία της μεγάλης αυτής συνάντησης δεν ήταν μόνο ο εορτασμός της συμπλήρωσης εικοσαετίας από τη Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη αποτελεσματικών διαδικασιών προστασίας του περιβάλλοντος. Για τον λόγο αυτό στη Συνδιάσκεψη του Ρίο συμμετείχαν εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας, μη κυβερνητικών οργανώσεων αλλά και επιστημονικών φορέων.
Στη διάρκεια της εικοσαετίας που μεσολάβησε από τη Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης έως τη Συνδιάσκεψη του Ρίο έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές παγκόσμια σε οικολογικό, πολιτικό οικονομικό κλπ. επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές διαφοροποιούν σε μεγάλο βαθμό και τις δύο Συνδιασκέψεις, όχι μόνο ως προς το ουσιαστικό τους περιεχόμενο αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις και προοπτικές υλοποίησης των αποφάσεων τους.
Σε περιβαλλοντικό επίπεδο γενικά υπάρχει σαφής επιδείνωση η οποία μάλιστα έχει πλέον σχέση και με πλανητικής εμβέλειας προβλήματα όπως η μείωση του όζοντος στη στρατόσφαιρα και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Περαιτέρω, στη δεκαετία του '80 έγινε ευρύτερα κατανοητό το οικονομικό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο της «παραδοσιακής» αναπτυξιακής διαδικασίας.
Ειδικότερα όμως ως προς τη διαφοροποίηση των δύο Συνδιασκέψεων επισημαίνεται ότι η μεν Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης ανέδειξε την κοινωνική σκοπιά ως κυρίαρχο στοιχείο του ενδιαφέροντος για το περιβάλλον, η δε αντίστοιχη συνάντηση στο Ρίο, συνδέοντας την αναπτυξιακή διαδικασία με το περιβάλλον, θίγει πλέον την ουσία του προβλήματος, δηλαδή τις οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους που καθορίζουν περαιτέρω το επίπεδο της περιβαλλοντικής προστασίας.
Οι αδυναμίες και οι αναστολές που απέδειξε η διεθνής κοινότητα στη Στοκχόλμη φαίνεται να ξεπεράστηκαν —θεωρητικά τουλάχιστον και σε μεγάλο βαθμό— είκοσι χρόνια αργότερα στη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1992). Έτσι ενώ στη δεκαετία του '70 η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης ανέδειξε την κοινωνική σκοπιά ως κυρίαρχο στοιχείο του ενδιαφέροντος για το περιβάλλον, η επόμενη δεκαετία προχώρησε στην εμβάθυνση του προβλήματος της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης προσεγγίζοντας την ουσία του ζητήματος, δηλαδή τις πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους κυρίως όπως εκφράζονται στα πλαίσια της κρατούσας αναπτυξιακής διαδικασίας.
Η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Στοκχόλμη για το Ανθρώπινο Περιβάλλον (1972) ήταν η απαρχή και βέβαια το κορυφαίο γεγονός, σε παγκόσμιο κυβερνητικό επίπεδο, για την προστασία του περιβάλλοντος. Στη Στοκχόλμη συγκεντρώθηκαν εθνικές αντιπροσωπείες από 113 Κράτη (ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα) και οριοθέτησαν τα «δικαιώματα» των ανθρώπινων κοινωνιών και των πολιτών τους σ' ένα υγιές και παραγωγικό περιβάλλον.
Τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης στη Στοκχόλμη ήταν πολύ σημαντικά και υπήρξαν στη συνέχεια σημείο αναφοράς αλλά και αφετηρία περιβαλλοντικής δράσης σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για την περίφημη Διακήρυξη, το Σχέδιο Δράσης με 109 Συστάσεις και τη δρομολόγηση δημιουργίας της UNEP η οποία συστήθηκε τον ίδιο χρόνο μετά από σχετική Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Αντιμετωπίζοντας κριτικά τη Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης επισημαίνουμε την αδυναμία της να υιοθετήσει νομικά κείμενα υποχρεωτικού χαρακτήρα (hard law) και κυρίως την έλλειψη επαρκούς εμβάθυνσης στις ουσιαστικές αιτίες της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης.
Το σημαντικότερο γεγονός στην εικοσαετή διαδρομή από τη Στοκχόλμη στο Ρίο, δηλαδή από την επιφάνεια στην ουσία του περιβαλλοντικού προβλήματος, είναι η δημοσίευση της Έκθεσης «Το Κοινό μας Μέλλον» (Our Common Future) που συνέταξε η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (WCED). Πρόκειται για την «Έκθεση Brundtland» όπως είναι ευρύτερα γνωστή από την Πρόεδρο της Επιτροπής Dr. Gro Harlem Brundtland.
Η Έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη είναι ένα μακροσκελές πολιτικό κείμενο το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως «το πλέον σημαντικό ντοκουμέντο της δεκαετίας του '80 για το μέλλον του κόσμου».
Η αξία της Έκθεσης έχει δύο όψεις. Η πρώτη αφορά την επιστημονική της εγκυρότητα ως προς την περιγραφή και ανάλυση των βασικών παραμέτρων που συνθέτουν το περιβαλλοντικό πρόβλημα παγκόσμια και βέβαια αφορά επίσης την πρόταση για επαναπροσδιορισμό της ανάπτυξης και υλοποίηση του στόχου της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης.
Όμως η ιδιαίτερη αξία της Έκθεσης έγκειται στις καταλυτικές της θετικές επιπτώσεις σε παγκόσμιο κυβερνητικό επίπεδο. Συγκεκριμένα η δημοσίευση της Έκθεσης είναι και η αφετηρία για διεργασίες σε διεθνείς κυβερνητικούς οργανισμούς (ΟΗΕ κλπ.), κυβερνήσεις κλπ. με αντικείμενο τους προβληματισμούς και τις προτάσεις των συντακτών του κειμένου.
Η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη ως πρόταση αρμονικής σύζευξης περιβάλλοντος και ανάπτυξης Υπάρχει αρκετά διαδεδομένη η πεποίθηση πως η πρόταση της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης (sustainable development) ως επίλυσης των περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών αδιεξόδων οφείλεται αποκλειστικά στην Έκθεση Brundtland.
Η Έκθεση περιέχει ένα γενικό εισαγωγικό μέρος και περαιτέρω το κυρίως μέρος της εργασίας αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο μέρος, με τίτλο «Κοινά Ενδιαφέροντα», περιέχει εκτιμήσεις και προτάσεις σε σχέση με τη σαφώς διαγραφόμενη προοπτική περιβαλλοντικής και αναπτυξιακής κρίσης, με την τεκμηρίωση της πρότασης για αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη και με την ανάλυση του ρόλου της παγκόσμιας οικονομίας.
Το δεύτερο μέρος, με τίτλο «Κοινές Προκλήσεις», περιέχει την προσέγγιση βασικών θεμάτων που, κατά την Επιτροπή, αποτελούν τις σημαντικότερες παραμέτρους για την υλοποίηση του στόχου της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης. Συγκεκριμένα η θεματολογία του δεύτερου μέρους αναφέρεται στα εξής ζητήματα: πληθυσμιακό, επάρκεια τροφίμων, προστασία ειδών και οικοσυστημάτων, ενεργειακό, βιομηχανία και αστικές συγκεντρώσεις.
Στο τελευταίο μέρος της Έκθεσης, με τίτλο «Κοινές Προσπάθειες», προσεγγίζονται τα θέματα της ειρήνης και της ασφάλειας, της διαχείρισης των εκτός εθνικής δικαιοδοσίας χώρων και φυσικών πόρων («commons») και τέλος διατυπώνονται προτάσεις για θεσμικές και νομικές αλλαγές με στόχο την κοινή δράση. Επίσης στο Παράρτημα 1 της Έκθεσης περιέχεται περίληψη νομικών αρχών για περιβαλλοντική προστασία και αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη.
Ειδικότερα διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή Brundtland δεν θεωρεί την Έκθεση ως πρόβλεψη οικολογικής κατάρρευσης αλλά προσβλέπει σε μια νέα εποχή οικονομικής ανάπτυξης που θα βασίζεται σε πολιτικές στήριξης και επέκτασης του περιβαλλοντικού υπόβαθρου.
Όπως ήδη αναφέρθηκε η Έκθεση «Το Κοινό μας Μέλλον» είχε ευρεία απήχηση διεθνώς σε κυβερνητικό επίπεδο, όπου κυρίως λαμβάνονται και οι κρίσιμες αποφάσεις. Μάλιστα πέντε χρόνια αργότερα η Συνδιάσκεψη του Ρίο υιοθέτησε αυτούσια την πρόταση της Έκθεσης για αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη. Βέβαια η εκδοχή της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης που διατυπώθηκε από την Έκθεση Brundtland και υιοθετήθηκε στο Ρίο έχει υποστεί έντονη κριτική, κυρίως από κύκλους της πολιτικής και επιστημονικής οικολογίας.
Η Συνάντηση Κορυφής για τον Πλανήτη Γη (3-14 Ιουνίου 1992, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία) Η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, ευρύτερα γνωστή και ως Συνδιάσκεψη του Ρίο, πραγματοποιήθηκε από 3-14 Ιουνίου 1992, δηλαδή είκοσι χρόνια μετά την αντίστοιχη «Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης για το Ανθρώπινο Περιβάλλον» (1972) και περίπου την ίδια ημερομηνία. Βέβαια ως χώρος για τη νέα Συνδιάσκεψη προτιμήθηκε το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, μία από τις σημαντικότερες αστικές συγκεντρώσεις των αναπτυσσόμενων χωρών.
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο λειτούργησε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο και σημαντικότερο αφορά την κυβερνητική Συνδιάσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε στο «Rio Centro», ένα κτιριακό σύνολο που δημιουργήθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό. Παράλληλα υπήρξε ιδιαίτερη δραστηριοποίηση των ΜΚΟ (Global Forum), με επίκεντρο το Ξενοδοχείο Gloria, καθώς και των αυτοχθόνων πληθυσμών (indigenous peoples) σε χώρο έξω από το Ρίο.
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο θεωρήθηκε ως ευκαιρία επεξεργασίας στρατηγικών και σφαιρικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος. Κύριο άξονα αυτής της τάσης αναστροφής θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς την αναδιάρθρωση των διεθνών και εθνικών μηχανισμών, που στοχεύουν στην προαγωγή της αυτοσυντηρούμενης και οικολογικά συμβατής ανάπτυξης σε όλα τα κράτη της υδρογείου.
Η συνάντηση του Ρίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια απλή Σύνοδος Κορυφής με σκοπό τη συζήτηση περιβαλλοντικών προβλημάτων, που είναι συνέπειες του επαναπροσδιορισμού των αλληλεξαρ τώμενων οικονομικών και οικολογικών σχέσεων Βορρά-Νότου. Η σχετική Συνδιάσκεψη υπήρξε μια σοβαρή προσπάθεια της οργανωμένης διεθνούς κοινότητας να ενημερώσει όλα τα μέλη της γύρω από τη διαχείριση αυτών των σύνθετων αναπτυξιακών παραμέτρων.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών μέσω της Συνδιάσκεψης για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη δοκίμασε να προωθήσει ένα σχέδιο δράσης (τον Οδηγό/Agenda 21) με σκοπό τη ρύθμιση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των οικονομικών, τεχνολογικών και θεσμικών συστημάτων, έτσι ώστε ο 21ος αιώνας να επιτρέψει στους κατοίκους του Πλανήτη να επιβιώσουν και να συμβιώσουν μέσα σε ένα ισόρροπο περιβάλλον.
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο δεν θα πρέπει να κριθεί ως αποτυχημένη. Δεν είναι σκόπιμο να απλουστεύσουμε τη σημασία της και να την καταχωρίσουμε στις ανάξιες λόγου συναθροίσεις των μελών της διεθνούς κοινότητας. Πάντως, θα πρέπει να αποφεύγεται ο υπερτονισμός του γεγονότος ότι, ενώ δόθηκε η ευκαιρία για μια ανοικτή σύγκρουση μεταξύ Βορρά και Νότου, οι χώρες που συνθέτουν το δεύτερο στρατόπεδο δεν κατόρθωσαν να επιβάλλουν τις θέσεις τους.
Η σύγκληση αυτής της Συνόδου από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ένα κομβικό σημείο στην προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να προσεγγίσει αποτελεσματικά τα παγκόσμια οικολογικά προβλήματα, να αναζητήσει άξονες σύγκλισης των επιλογών της, κυρίως ως προς τη σύσταση συγκεκριμένου δεσμευτικού νομικού και θεσμικού πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος και, τέλος, να αναπτύξει μια ενιαία πολιτική για την επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Στο Ρίο δεν τελείωσε τίποτε. Ακόμη και για τον πιο αισιόδοξο παρατηρητή, δεν θα μπορούσαν να εξευρεθούν οριστικές λύσεις για τα κρίσιμα οικολογικά προβλήματα στη διάρκεια μιας μόνο δεκαπενθήμερης πανηγυρικής Συνδιάσκεψης. Η συνάντηση όμως αυτή έφερε πιο κοντά στην πρακτική εφαρμογή τη φιλοσοφία που διατυπώθηκε μέσω της Έκθεσης Brundtland για την Ανάπτυξη και το Περιβάλλον
Κατανοήθηκε η αναγκαιότητα σχεδιασμού ενός πλαισίου όπου όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να κινήσουν την αναπτυξιακή και παραγωγική πολιτική τους. Παράλληλα, οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά και τεχνολογικά χώρες φαίνεται να συνειδητοποίησαν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των οικονομικών επιλογών τους για να μην αντιμετωπίσουν δυσάρεστες εκπλήξεις στο μέλλον.
Η έρευνα αυτή αποτελεί μια απόπειρα προσέγγισης και ανάλυσης του νομικού και θεσμικού πλαισίου που προέκυψε από τη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο της Βραζιλίας. Η ερευνητική προσπάθεια μεθοδεύεται μέσα από τρία κύρια μέρη τα οποία περαιτέρω διαιρούνται σε εννέα τμήματα.
Στις 14 Ιουνίου, η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, μετά από πρόταση της Βραζιλίας, υιοθέτησε με σχετική απόφαση (resolution): α) τη Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη β) τον Οδηγό 21 (Agenda 21) και γ) τη Δήλωση Αρχών για τη Διαχείριση, Διατήρηση και Αυτοσυντηρούμενη Ανάπτυξη των Δασών Όλων των Τύπων. Πρόκειται για νομικά κείμενα μη δεσμευτικού χαρακτήρα τα οποία υιοθετήθηκαν με consensus από τη Συνδιάσκεψη και σύμφωνα με τη σχετική απόφαση έπρεπε περαιτέρω να προωθηθούν στην επόμενη τακτική σύνοδο του ΟΗΕ για ανάλογη διαδικασία αποδοχής τους.
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο εκφράζει το αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, όπου η διεθνής κοινότητα σε κυβερνητικό επίπεδο αναγνωρίζει πλέον την απόλυτη αλληλεξάρτηση περιβάλλοντος-ανάπτυξης, τις κοινές αλλά διαφορετικές ευθύνες και υποχρεώσεις των Κρατών της διεθνούς κοινότητας κλπ
Επίσης εκτός από τα τρία προηγούμενα μη υποχρεωτικά κείμενα, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης τέθηκαν για υπογραφή και οι δύο Συμβάσεις, δηλαδή η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλομορφία και η Σύμβαση Πλαίσιο για την Αλλαγή του Κλίματος. Τα δύο κείμενα συγκέντρωσαν 153 υπογραφές Κρατών στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης, ενώ τα υπέγραψε και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο οπωσδήποτε αποτελεί ένα. σημαντικό ορόσημο για την παγκόσμια κοινότητα όσον αφορά την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού και αναπτυξιακού προβλήματος. Όμως οι αποφάσεις που ελήφθησαν στο Ρίο και περιέχονται κυρίως στα προηγούμενα πέντε κείμενα που προέκυψαν από τη Συνδιάσκεψη, απαιτούν περαιτέρω υλοποίηση. Η διαδικασία αυτή έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα.
Ο όρος διαρκής επιλέγεται ως ο πλέον κατάλληλος και δόκιμος να αποδώσει τον αγγλικό sustainable και τον γαλλικό durable (οι γάλλοι επιχείρησαν ανεπιτυχώς και το soutenable) σε αντιδιαστολή με τον όρο συνεχής ή αειφόρος ανάπτυξη. Από τους τρεις αυτούς ελληνικούς όρους, ο δεύτερος είναι υποδεέστερος του πρώτου και εμπεριέχεται σε αυτόν, ο οποίος με τη σειρά του υποδηλώνει την απαιτούμενη αντοχή του αναπτυξιακού φαινόμενου, τη μονιμότητα του, τη συνέχεια σε σχέση με τις αλλεπάλληλες φάσεις εξέλιξης και τέλος την παράταση στις διαδικασίες ολοκλήρωσης του.
Ουδέποτε, έτσι, θα μπορούσε να περιγράψει την προαπαιτούμενη υπόθεση εκδημοκρατισμού των πολιτευμάτων πολλών χωρών αλλά και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, κύρια συνιστώσα της διαρκούς ανάπτυξης, στα πλαίσια της οποίας ολοκληρώνονται, αλληλοσυμπληρούμενες ως προϋποθέσεις, οι κύριες παράμετροι του φαινομένου, που έχουν σχέση με τη γενικότερη όσο και απόλυτα σημαντική πολιτική διάσταση της ανάπτυξης.
Ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την ελληνική ορολογία σε ίση βάση με τον όρο διαρκής ανάπτυξη, εάν θεωρηθεί ότι απευθύνεται στο αποτέλεσμα των διεργασιών για ολοκλήρωση του φαινόμενου που θα διαπνέονται από την ίση και παράλληλη εξέλιξη όλων των συνιστωσών και παραμέτρων του, κάτω από το πνεύμα της απόλυτης ανάμεσα τους αλληλεξάρτησης. Με άλλα λόγια ο όρος διαρκής συμπληρώνεται από τον όρο βιώσιμη ανάπτυξη στο σημείο που η χρήση των σωστών μεθόδων προοιωνίζει το επιθυμητό αποτέλεσμα κάτω από τη σφαιρική του όμως διάσταση.
Ο ΟΔΗΓΟΣ 21 (AGENDA) Πρόκειται για ένα, τόσο κατανοητό όσο και δυναμικό, Πρόγραμμα Δράσης για υιοθέτηση και υλοποίηση από τις κυβερνήσεις της UNCED. Προβλέπει δράση σε όλους τους τομείς της διαρκούς ανάπτυξης που αφορά τον Πλανήτη, από την ημέρα υιοθέτησης του μέχρι τον 21ο αιώνα.
Ο Οδηγός 21 αποτελεί ένα ιστορικό ήδη, όσο και μνημειώδες, τεχνοκρατικό κείμενο, με έντονη την πολιτική διάσταση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στα πλαίσια δρομολόγισης μέτρων για την επίλυση τους. Τα 40 κεφάλαια της χωρίζονται σε ένα περιεκτικό σε έννοιες προοίμιο και τέσσερεις μεγάλες ενότητες, μέσα από τις οποίες επιχειρείται ο συνδυασμός της ίσης και παράλληλης εξέλιξης όλων των συνιστωσών και παραμέτρων του αναπτυξιακού φαινόμενοι
Η Συνδιάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο, σε αντίθεση με την αντίστοιχη της Στοκχόλμης (1972) η οποία περιορίσθηκε στην υιοθέτηση κειμένων νομικά μη υποχρεωτικών (soft law), αποδείχθηκε περισσότερο αποφασιστική για την ουσιαστική επίλυση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Επιτεύχθηκε γενικότερη συναίνεση, προχώρησε και στην υπογραφή δύο συμβάσεων, δηλαδή νομικών κειμένων υποχρεωτικού χαρακτήρα (hard law). Πρόκειται για τη «Σύμβαση σχετικά με τη Βιολογική Ποικιλομορφία» και τη «Σύμβαση για την Αλλαγή του Κλίματος». Αντικείμενο δηλαδή και των δύο κειμένων είναι το φυσικό περιβάλλον στη στενή και την ευρεία του έννοια.