[16] Εμείς, με ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαμε τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βαδίζαμε με τα πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου και ετοιμαζόμασταν για ναυμαχία και εκλέξαμε νέους στρατηγούς επιπλέον από αυτούς που είχαμε, το Μένανδρο δηλαδή και τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. [17] Κι είχαμε βγει από τη Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και εμείς. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική για μας. [20] Εμείς, που τους ακολουθούσαμε από κοντά, αγκυροβολήσαμε στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που εμείς τρώγαμε εκεί για μεσημέρι, μας ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοιχτήκαμε στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό. Νιώσαμε φόβο. Δε ξέραμε τι θα συνέβαινε στην πατρίδα μας.
[21] Αφού εφοδιαστήκαμε με τρόφιμα, αμέσως αποκεί πλεύσαμε για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ' αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου δεκαπέντε στάδια. Εκεί, ετοιμαζόμασταν για δείπνο. Είχαμε τόσο πολύ ανάγκη να ξεκουραστούμε και να φάμε, αν και η υποχρέωση για την πατρίδα δεν άφηνε στιγμή το μυαλό μας. [23] Εμείς με την ανατολή του ηλίου παραταχτήκαμε στο λιμάνι κατά μέτωπο, για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να μας αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γυρίσαμε πάλι στους Αιγός ποταμούς. Αναρωτιόμασταν τι θα συνέβαινε και πότε ο Λύσανδρος θα αποφάσιζε να μας αντιμετωπίσει.
Τελικά, μετά από πέντε ημέρες ο Λύσανδρος έκανε την επίθεσή του. Η νίκη των Σπαρτιατών ήταν σίγουρη καθώς ήμασταν απροετοίμαστοι. Βρισκόμασταν στο τέταρτο κουπί από την πλώρη, δεξιά, στο πάνω κατάστρωμα. Ήμασταν τέσσερις σ' εκείνο το κουπί, όλοι μας αλυσοδεμένοι. Έπειτα κολλήσαμε πλάι στο άλλο καράβι και όλοι οι πολεμιστές του πηδήσανε πάνω από την κουπαστή μας, ο πάγκος μου έσπασε και βρέθηκα χάμω, πρέπει να είχα τραυματιστεί εκείνη τη στιγμή αλλά έπρεπε να συνεχίσω την μάχη ακόμα και με τους άλλους τρεις από πάνω μου, και το βαρύ κουπί που μας είχε πλακώσει. Δεν ξέρω πώς πολεμήσαμε. Έπειτα, οι κωπηλάτες μας από αριστερά πάντα κι αυτοί δεμένοι στα κουπιά άρχισαν να στριγκλίζουν από πανικό και να τραβάνε ευθεία.
Άκουγα το νερό να σφυρίζει, και κατάλαβα, πως μια τριήρης ερχότανε καταπάνω μας να μας χτυπήσει με το έμβολο. Μόλις μπορέσαμε να στρίψουμε λιγάκι, η τριήρης που είχαμε δεξιά είχε γαντζωθεί απάνω μας και παράλυσε κάθε μας κίνηση. Τότε, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Τα κουπιά μας από τη ζερβιά πάντα σπάζανε και από το δεύτερο κατάστρωμα κουτουλήσανε πάνω στο σανίδωμα. Η τριήρης που ήρθε καταπάνω μας τα 'σπρωξε με την πλώρη της μέσ' από τις μπουκαπόρτες και δε σταματούσε ο σαματάς από τα ξύλα που σπάζανε και γίνονταν κομμάτια. Το έμβολό της μας χτύπησε σχεδόν καταμεσής κι οι άλλοι μέσα στην τριήρη που 'χαμε δεξιά μας ξαγκιστρώσανε τους γάντζους και τα παλαμάρια τους και ρίχναν στο κατάστρωμά, καυτή πίσσα και κάτι άλλο που βρωμούσε, και η ζερβιά μας πάντα όλο ανέβαινε, ανέβαινε ψηλά, κι η δεξιά μας όλο βούλιαζε, γύρισα το κεφάλι μου και είδα το νερό να στέκεται ακούνητο στα χείλια πια της κουπαστής κι έπειτα να την καβαλάει και να πέφτει απάνω μας. Ένιωθα πως πλησίαζε το τέλος..
[28] μόνο η τριήρης του Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και η Πάραλος. Έτσι καταφέραμε να σωθούμε. [29] Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ εμείς αποπλεύσαμε για την Αθήνα, για να αναγγείλουμε τη συμφορά. Ήμασταν συντετριμμένοι. Δεν υπερασπιστήκαμε την πατρίδα μας όσο θα έπρεπε. Θα πρέπει να ανακοινώσουμε τα γεγονότα στην Αθήνα, πράγμα που απαιτεί τεράστια ψυχική δύναμη.