Χρηματοοικονομικές Αγορές Κεφάλαιο 6 Χρηματοοικονομικές Αγορές
Το παρόν κεφάλαιο επιδιώκει την παρουσίαση και ανάλυση συγκεκριμένων θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων, αναφορικά με τη λειτουργία των διαφόρων χρηματοοικονομικών αγορών.
Η αγορά και η οικονομική αξία Η έννοια της αγοράς, ορίζεται ως ο τόπος και ο χρόνος όπου υλοποιείται η διαπραγμάτευση και η μεταβολή ιδιοκτησιακού καθεστώτος επί ενός αγαθού ή τίτλου με συγκεκριμένη οικονομική αξία. Η οικονομική αξία παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς προσδιορίζει την αιτιακή σχέση της θέλησης του ιδιοκτήτη και του επίδοξου αγοραστή να προβούν στη μεταβολή της θέσης τους.
Τα χαρακτηριστικά των αγορών Η ρευστοποίηση της θέσης του πωλητή επιβάλλεται όταν κατά την υποκειμενική του εκτίμηση, η κατοχή περιουσιακών στοιχείων με υψηλότερη ρευστότητα, όπως το χρήμα, συνεπάγεται αύξηση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων. Πολλές φορές η τάση αυτή διαμορφώνεται κατόπιν συγκεκριμένης συνάρτησης χρησιμότητας του πωλητή και των επιλογών οι οποίες συνεπάγονται.
Τα χαρακτηριστικά των αγορών Η επιλογή μεταξύ αγοράς & πώλησης πραγματοποιείται κατόπιν εκτιμήσεων, οι οποίες στηρίζονται σε μία σειρά από προβλέψεις σχετικά με τη μελλοντική τιμή των διαπραγματεύσιμων στοιχείων.
Τα χαρακτηριστικά των αγορών Οι συγκεκριμένες προβλέψεις, επηρεάζονται από την ποιότητα και την έκταση της πληροφόρησης, που διακατέχει ο εκάστοτε οικονομικός παράγοντας. Η πληροφόρηση, ουσιαστικά, προσδιορίζει την υποκειμενικότητα των επιλογών, καθώς είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι ο σκοπός της δραστηριότητας του οικονομικού παράγοντα είναι η μεγιστοποίηση των κερδών του και ο περιορισμός του αναληφθέντος βαθμού κινδύνου.
Τα χαρακτηριστικά των αγορών Στα πλαίσια των αγορών επέρχεται σύμπτωση απόψεων και το απόφθεγμα των κλασσικών οικμεταξύ αγοραστών και πωλητών κατά τρόπο που να διαμορφώνεται μία ενιαία τιμή. Η διαμόρφωση των τιμών δεν είναι ένα στατικό φαινόμενο αλλά δυναμικό αποτέλεσμα της σχέσης ανάμεσα στην προσφορά και ζήτηση. Το τελευταίο αποτελεί ονομικών, το οποίο συνοψίζεται στο αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ.
Τα χαρακτηριστικά των αγορών Από τη στιγμή που η λειτουργία της αγοράς πραγματοποιείται κάτω από καθεστώς πλήρους πληροφόρησης και η διαμόρφωση των τιμών εκφράζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπό διαπραγμάτευση αξιών, τότε αναφερόμαστε στην έννοια των «τέλειων αγορών». Ο παραπάνω ορισμός είναι θεωρητικός, καθώς στην πραγματικότητα η κατάσταση επηρεάζεται από διαταρακτικούς παράγοντες κατά τρόπο που να αναφερόμαστε στην ύπαρξη ατελών και μόνο αγορών.
Πρωτογενείς & Δευτερογενείς Αγορές Αφορά στο κατά πόσο διακινούνται οικονομικά πλεονάσματα τα οποία για πρώτη φορά μετατρέπονται σε χρηματοοικονομικά στοιχεία ή κατά πόσο διακινούνται υπάρχοντα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Με βάση το κριτήριο αυτό δημιουργούνται πρωτογενείς και δευτερογενείς αγορές χρηματοοικονομικών τίτλων.
Πρωτογενείς & Δευτερογενείς Αγορές Οι συναλλασσόμενοι στις πρωτογενείς αγορές ασχολούνται με τη συγκέντρωση πρωτογενών παραγόντων και εξαρτώνται σημαντικά από το δίκτυο συγκέντρωσης των κεφαλαίων αυτών. Αποτελεσματικές είναι οι πρωτογενείς αγορές όταν βρίσκουν ελλειμματικές μονάδες με μικρό κόστος. Αντίθετα, οι συναλλασσόμενοι στις δευτερογενείς αγορές δεν εξαρτώνται τόσο από το δίκτυο τους, αλλά περισσότερο από το κόστος ανεύρεσης των συναλλασσομένων.
Δημόσιες & Ιδιωτικές Αγορές Δημόσιες αγορές, είναι αυτές οι οποίες έχουν ένα σημαντικό μέγεθος, διακινούνται γνωστά σε όλους χρηματοοικονομικά εργαλεία (π.χ. μετοχές γνωστών εταιριών) και η πληροφόρηση έχει αρκετά καλή διασπορά. Οι ιδιωτικές αγορές είναι εκείνες οι οποίες δημιουργούνται από τη διακίνηση χρηματοοικονομικών στοιχείων μεταξύ λίγων συμμετεχόντων και βάσει πληροφόρησης, που αναπτύσσεται εντός των συμφωνιών. Κατά συνέπεια, εδώ η πληροφόρηση δεν κατανέμεται ισότιμα.
Underwriting Η γνωστότερη διαδικασία πρωτογενούς αγοράς είναι αυτή του underwriting, που σημαίνει την ανάληψη ευθύνης από ένα χρηματοοικονομικό οργανισμό της επιτυχούς έκδοσης νέων μετοχών από μία ελλειμματική μονάδα. Πρόκειται ουσιαστικά για την εγγύηση συγκέντρωσης των απαιτούμενων κεφαλαίων από πλεονασματικές μονάδες. Έτσι εάν κατά την αναγγελία έκδοσης των νέων μετοχών τρέξουν πλεονασματικές μονάδες τότε ο ίδιος ο οργανισμός που εγγυάται το underwriting τις αγοράζει.
Μεσίτες & Διαπραγματευτές Οι μεσίτες (brokers). Οι μεσίτες βρίσκουν τους συναλλασσόμενους, διευκολύνοντάς τους να πραγματοποιήσουν τις συναλλαγές τους. Οι διαπραγματευτές (dealers). Οι διαπραγματευτές, παίρνουν και οι ίδιοι θέσεις στα χρηματοοικονομικά εργαλεία, πουλώντας και αγοράζοντας και για το απόθεμά τους σε κεφαλαιακά στοιχεία. Οι θέσεις που παίρνουν γίνονται γνωστές από τη διαφορά της τιμής προσφοράς και ζήτησης (bid-ask spread), που προσφέρουν στην αγορά.
Μεσίτες & Διαπραγματευτές Η βασική οικονομική διαφορά μεταξύ μεσιτών και διαπραγματευτών σχετίζεται με τον κίνδυνο αποθεματοποίησης (και κατά συνέπεια ρευστοποίησης) των κεφαλαιακών στοιχείων. Όσο μεγαλύτερη είναι η σχέση του κινδύνου αποθεματοποίη-σης, σε σχέση με τα κόστη συναλλαγών, τόσο είναι προτιμότερο τα συγκεκριμένα κεφαλαιακά στοιχεία να τα χειρίζονται μεσίτες (π.χ. αγοραπωλησίες γης και ακινήτων). Όσο συμβαίνει το αντίθετο (π.χ. ομόλογα δημοσίου ή μετοχές εταιριών), τόσο ευκολότερο είναι τις συναλλαγές αυτές να τις χειρίζονται διαπραγματευτές.
Πληροφόρηση & ο μηχανισμός της αγοράς Οι χρηματοοικονομικές αγορές λειτουργούν μέσω του μηχανισμού των τιμών που διαμορφώνονται σε αυτές. Στις τιμές αυτές ενσωματώνονται όλες οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες και αφορούν τις χρηματοοικονομικές συμφωνίες και τους συναλλασσόμενους.
Πληροφόρηση & ο μηχανισμός της αγοράς Η μέγιστη δυνατή ικανότητα ενσωμάτωσης των πληροφοριών, επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας του arbitrage και της άσκησης της λειτουργίας της διαμεσολάβησης. Η λειτουργία των αγορών εξαρτάται από το κόστος συναλλαγών και από ορισμένους παράγοντες που καθορίζουν το βαθμό ενοποίησης των αγορών. Οι παράγοντες αυτοί είναι ο όγκος και η συχνότητα των συναλλαγών, η κατανομή της πληροφόρησης, ο βαθμός τυποποίησης των πληροφοριών, ο βαθμός πληρότητας των συμβολαίων και τέλος η παροχή εγγυήσεων για τις τιμές από τρίτα μέρη.
Διαχωρισμένες αγορές Όταν η ποιότητα έχει συγκεκριμένες διαβαθμίσεις, τότε προκύπτουν διαχωρισμένες αγορές. Ο διαχωρισμός των αγορών μπορεί να παίρνει γεωγραφική ή ποιοτική μορφή. Ο διαχωρισμός έχει ποιοτική μορφή όταν για το ίδιο χρηματοοικονομικό εργαλείο, για το οποίο θεωρητικά λειτουργεί μία αγορά (π.χ. δάνεια), υπάρχουν λόγοι για τους οποίους επικρατεί διαχωρισμός και οι τιμές δεν είναι δυνατό να επιτελέσουν το ρόλο τους (adverse selection).
Διαχωρισμένες αγορές Μεταξύ των διαφόρων αγορών οι αποδόσεις μπορούν να παίξουν ενοποιητικό ρόλο. Παρόμοιο ρόλο μπορούν να έχουν οι αποδόσεις και μεταξύ διαφορετικών αγορών (π.χ. αγορά ομολόγων και αγορά χρήματος) και μεταξύ διαχωρισμένων αγορών του αυτού χρηματοοικονομικού εργαλείου. Ο διαχωρισμός των αγορών δημιουργεί αναποτελεσματικότητα των πόρων και απομάκρυνση από την ισορροπία.
Αγορές Χρήματος & Κεφαλαίου Οι χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές αποτελούν αγορές οι οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους στο γεγονός ότι οι οικονομικοί παράγοντες πραγματοποιούν κέρδη από τις πραγματοποιούμενες συναλλαγές. Οι κυριότερες συναλλαγές αφορούν χρηματοοικονομικούς τίτλους όπως μετοχές και άλλα αξιόγραφα.
Λειτουργίες της αγοράς Ο λόγος για την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων συναλλαγών, εντός των πλαισίων μιας συγκεκριμένης αγοράς, οφείλεται στην ανάγκη περιορισμού του κόστους και του χρόνου συναλλαγών. Επομένως, τα πλεονεκτήματα της ύπαρξης μιας ενιαίας κεντρικής χρηματαγοράς συνίσταται στην καλύτερη αντιμετώπιση του λειτουργικού κόστους (όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των συναλλαγών, τόσο μεγαλύτερα είναι τα έσοδα των αρχών διαχείρισης των αγορών) και την αποτελεσματικότερη λειτουργία.
Λειτουργίες της αγοράς Στα πλαίσια των διάφορων αγορών συναλλάσσονται μετοχές επιχειρήσεων, οι οποίες εισρέουν με σκοπό την άντληση κεφαλαίων για μεγέθυνση του ενεργητικού τους και μεγαλύτερη επιχειρηματική ανάπτυξη. Μια τέτοια στρατηγική κίνηση αυτόματα συνεπάγεται τη συνεχή μεταβολή της αξίας της επιχείρησης κατόπιν των συνεχών διαπραγματεύσεων που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της αγοράς. Για το σκοπό αυτό, η έννοια της διάχυσης της πληροφόρησης παίζει καθοριστικό ρόλο, έτσι ώστε μια επιχείρηση να διατηρεί όσο το δυνατό υψηλότερα την αξία της
Λειτουργίες της αγοράς Έτσι, μία ενιαία & ισχυρή αγορά, μπορεί να εκπληρώσει σε μεγαλύτερο βαθμό τις συγκεκριμένες οικονομίες πληροφόρησης και να προσελκύει εντονότερα το ενδιαφέρον των επιχειρηματικών φορέων. Παράλληλα με τα παραπάνω και με βάση τη λογική των ευρύτερων οικονομιών κλίμακας, το μέγεθος των αγορών αποτελεί θετική συνάρτηση της αποτελεσματικής τους λειτουργίας.
Διαφοροποίηση στα είδη συναλλαγών Το πρώτο σύστημα συναλλαγών διακρίνεται από το γεγονός ότι οι επίσημοι διαπραγματευτές (dealers) ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ανταλλαγή οποιουδήποτε αξιόγραφου, καθορίζοντας τις σχετικές τιμές. Η δεύτερη κατηγορία διακρίνεται από το γεγονός ότι η δραστηριότητα των διαπραγματευτών είναι ανεξάρτητη από αν το οποιοδήποτε αξιόγραφο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή μη.
Διαφοροποίηση στα είδη συναλλαγών Η ύπαρξή τους οφείλεται στο ότι τα συγκεκριμένα άτομα έχουν προκαταβάλει την αντίστοιχη αποθεματική εγγύηση του κινδύνου μη πραγματοποίησης των προκαθορισμένων συναλλαγών. Παράλληλα, η σημαντική βελτίωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αποτέλεσε την αιτία της διάδοσης του συγκεκριμένου τύπου συναλλαγών, ενώ συντέλεσε θετικά στην όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις οργανωμένες αγορές.
Τύποι Συναλλαγών - Χρηματοοικονομικά Εργαλεία Όλα τα χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους.
Χρηματοοικονομικά Εργαλεία Χρηματοοικονομικά Εργαλεία Τα χρηματοοικονομικά εργαλεία έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: Η χρονική διάρκειά τους εκτείνεται από 1 - 180 μέρες με την προοπτική της μετάθεσής τους έως 1 χρόνο. Υπάρχει υψηλή αξιοπιστία των εκδοτών τους, ή τουλάχιστον του εκάστοτε εγγυητή. Παρουσιάζουν υψηλή ρευστότητα, σε βαθμό που να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής πολύ νωρίτερα από τη λήξη τους. Εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας των συναλλαγών και του βαθμού ολοκλήρωσης των αγορών, οι οποιεσδήποτε παρατηρούμενες διαφορές επί των επισυναπτόμενων επιτοκίων, οφείλονται σε διαφοροποιήσεις λόγω του κινδύνου, του βαθμού ρευστότητας και του φορολογικού συντελεστή.
1. Έντοκα Γραμμάτια (Treasury Bills) Όλα τα κρατικά χρεόγραφα τα οποία εκδίδονται με τη μορφή της προεξοφλημένης έκπτωσης και λήγουν εντός ενός έτους, ονομάζονται Έντοκα Γραμμάτια Η αρχική τους έκδοση και διάθεση στην αγορά αναλαμβάνονται από τις νομισματικές αρχές του εκάστοτε κράτους, ενώ η διαπραγμάτευσή τους πραγματοποιείται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές. Ο τρόπος αξιολόγησης και διάθεσής τους στην αγορά πραγματοποιείται μέσω του συστήματος των πλειστηριασμών (και ενίοτε μέσω δημοσίων εγγραφών), οι οποίοι διεξάγονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Αποτελούν τα πιο δημοφιλή χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία διαπραγματεύονται στην αγορά χρήματος, ενώ διαθέτουν από τους υψηλότερους βαθμούς ρευστότητας.
2. Εμπορικά Έγγραφα (Commercial Papers) Τα εμπορικά έγγραφα εκδίδονται με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις βραχυχρόνιες δανειακές ανάγκες χρηματοοικονομικών οργανισμών, επιχειρήσεων, δήμων και τοπικών κυβερνήσεων. Οι εκάστοτε επιλογές πραγματοποιούνται με βάση το ανταγωνιστικό κόστος για το δανειζόμενο. Οι δανειστές οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις χορηγήσεις και για το σκοπό αυτό επιλέγουν πελάτες με υψηλό δείκτη πιστωτικής φερεγγυότητας. Τα εμπορικά έγγραφα αποτελούν ατελή υποκατάστατα των εντόκων γραμματίων. Η διαφοροποίηση στα έντοκα των εν λόγω χρηματοοικονομικών εργαλείων οφείλεται: Στο βαθμό ρευστότητάς τους. Στο γεγονός ότι είναι πολύ μικρή η δραστηριότητα στη δευτερογενή αγορά εμπορικών εγγράφων. Τον υψηλότερο βαθμό κινδύνου, τον αναλαμβάνει ο εκδότης τους.
3. Τραπεζικές Αποδοχές (Banker’s Acceptances) Οι τραπεζικές αποδοχές αποτελούν ένα είδος βραχυχρόνιων τίτλων όπου ο εκδότης τους, συνήθως επιχειρήσεις, υπόσχεται να αποδώσει συγκεκριμένο ποσό, με την εγγυητική υποστήριξη ενός πιστωτικού ιδρύματος. Η αβεβαιότητα αφορά τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και αυτή είναι που καθορίζει τη διαφορά ανάμεσα στην απόδοση που προσφέρουν οι τραπεζικές αποδοχές και τα έντοκα γραμμάτια. Η χρήση των τραπεζικών αποδοχών είναι ιδιαίτερα ευρύς στο εισαγωγικό εμπόριο, όπου οι πιθανότητες αποδοχής τους από έναν εξαγωγέα, ως μέσο πληρωμής, είναι μεγαλύτερη απ’ ότι μία εμπορική πίστωση χωρίς καμία εγγύηση.
4. Πιστοποιητικά Καταθέσεων (Certificates of Deposits) Τα πιστοποιητικά καταθέσεων αποτελούν εκδόσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων με συγκεκριμένη απόδοση προς τους κατόχους τους.
4. Πιστοποιητικά Καταθέσεων (Certificates of Deposits) Πλεονεκτήματα: Ο κάτοχός τους μπορεί να προβεί στην πώλησή τους στην αγορά, ανεξάρτητα από το αν ο εκδότης τους δύναται ή μη να τηρήσει την υπόσχεση πληρωμής του αναγραφόμενου ποσού. Τα επιτόκια των πιστοποιητικών καταθέσεων μπορεί να είναι σταθερά και μεταβλητά, ενώ ο κίνδυνος που τα διακατέχει αποτελεί συνάρτηση της φερεγγυότητας του εκδοτήριου πιστωτικού ιδρύματος. Απαιτούν πολύ μικρή παρακράτηση για ρευστά διαθέσιμα, αφού σε κάθε περίπτωση ο κάτοχος εισπράττει το αντίτιμό τους μέσω της πώλησής τους στην αγορά και όχι ως συνεχή απαίτηση προς τον εκδότη. Μειονέκτημα: Από την άλλη μεριά όμως, σε πολλές χώρες τα πιστοποιητικά καταθέσεων δεν καλύπτονται από εγγυητική ασφάλιση, γεγονός που αποτελεί πηγή κινδύνου προς τους κατόχους τους.
5. Συμφωνίες Επαναγοράς (Repurchase Agreements) Οι συμφωνίες επαναγοράς αποτελούν συμβόλαια πώλησης συγκεκριμένου τίτλου, με τη ρήτρα της επαναγοράς τους από τον πωλητή σε προκαθορισμένη τιμή και χρονική στιγμή. Πρακτικά, οι συμφωνίες επαναγοράς είναι μία εναλλακτική μορφή εγγυητικού δανείου, όπου το ρόλο της εγγύησης τον παίζει ο υπό συναλλαγή τίτλος. Ο πιο δημοφιλής τίτλος για τέτοια μορφή συναλλαγών είναι τα κρατικά ομόλογα. Ουσιαστικά ο κίνδυνος που απορρέει από τα συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία συνίσταται, όχι στο γεγονός ότι ο πωλητής τους αδυνατεί να προβεί σε επαναγορά, όσο στο ότι σε μία τέτοια περίπτωση ο κάτοχος χάνει από τη μεταβολή στην αξία του τίτλου που λειτουργεί ως εγγύηση.
Αγορά Κεφαλαίων Ο τρόπος μεταβίβασης των μετοχών μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ανάμεσα σε δύο κατηγορίες: Στις λιανικές διαπραγματεύσεις οι οποίες αφορούν μικρά επενδυτικά πακέτα μετοχών τα οποία βρίσκονται στην κυριότητα μεμονωμένων επενδυτών. Στις χονδρικές διαπραγματεύσεις εκτελούνται κυρίως από χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αφορούν μεγάλο όγκο μεταβιβάσεων.
Διαπραγματευτές της αγοράς κεφαλαίων Οι κύριοι διαπραγματευτές επί των αγορών κεφαλαίων είναι δύο ειδών: Απλοί χρηματιστηριακοί πράκτορες, οι οποίοι εκπροσωπώντας τους πελάτες τους, προβαίνουν στην αγορά και πώληση συγκεκριμένου όγκου τίτλων. Ειδικοί διαπραγματευτές (specialists) ή δημιουργοί αγοράς (market makers). Οι δημιουργοί αγοράς αποτελούν συνήθως μεμονωμένα άτομα, υπεύθυνα για συγκεκριμένο τίτλο, όπου έργο τους είναι να διαμεσολαβήσουν μεταξύ των αγοραστών και πωλητών έτσι ώστε να προωθείται η αγοροπωλησία τίτλων στις δευτερογενείς διαπραγματεύσεις (δηλαδή, κατόπιν της αρχικής εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση στα χρηματιστήρια). Κύρια επιδίωξή τους είναι η προσφορά ρευστότητας στην αγορά.
Πολλές φορές εντός των μεγάλων χρηματιστηρίων τελούν υπό λειτουργία οι λεγόμενες δευτερογενείς αγορές, στις οποίες τελούν υπό διαπραγμάτευση τίτλοι νέοεισηγμένων και μικρών επιχειρήσεων και λειτουργούν ως προθάλαμος για την εισαγωγή των μετοχών των επιχειρήσεων στις κύριες αγορές Κύρια επιδίωξη της λειτουργίας τους είναι: Προώθηση της ρευστότητας των συγκεκριμένων τίτλων, Η δημιουργία και ωρίμανση της πληροφόρησης σχετικά με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν Ηδιασφάλιση της ποιότητας των κύριων αγορών.
Έξωχρηματιστηριακές συναλλαγές Πέρα από τις αγορές κεφαλαίων, ένα μεγάλο εύρος επί των διαπραγματεύσεων μετοχών, μεταβιβάζεται με βάση διαδικασίες που εκτελούνται «πίσω από τον πάγκο» (εξωχρηματιστηριακές, over the counter). Οι διαδικασίες αυτές αφορούν κυρίως τίτλους επιχειρήσεων οι οποίες αδυνατούν να καλύψουν τις προδιαγραφές ένταξής τους στις οργανωμένες αγορές κεφαλαίων. Παράλληλα, αντικείμενο διαπραγματεύσεων μπορούν να αποτελέσουν και άλλα χρηματοπιστωτικά εργαλεία, όπως τα ομόλογα, κ.α.
Θεσμικές Διαπραγματεύσεις & Θεσμικοί Επενδυτές Ως θεσμικές διαπραγματεύσεις εννοούμε την αγορά και πώληση τίτλων, εφόσον αυτές πραγματοποιούνται σε μεγάλο αριθμό και ποικιλία μετοχών, από εξειδικευμένα κυρίως χρηματοοικονομικά και πιστωτικά ιδρύματα.
«Πακέτα μετοχών» Για να χαρακτηριστεί μία διαπραγμάτευση ως πακέτο μετοχών, πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει αριθμό μετοχών άνω των 10.000. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο, οι τιμές των συναλλασσόμενων μετοχών εντός των μετοχικών πακέτων να διαφέρουν από τις αντίστοιχες στην αγορά κατά τη χρονική στιγμή της διαπραγμάτευσης. Ως εξήγηση δίδεται το γεγονός ότι οι συναλλασσόμενοι τέτοιων πακέτων διαθέτουν σχετική διαπραγματευτική δύναμη με τα ανάλογα αποτελέσματα.
Arbitrage & συστάσεις σε αξιόγραφα Εκτός από τις παραπάνω τύπου συναλλαγές, οι θεσμικοί επενδυτές προβαίνουν στην αγορά και πώληση ειδικών μετοχικών πακέτων, με συγκεκριμένη σύσταση σε τίτλους και αξιόγραφα. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση εξειδικευμένων επενδυτικών στρατηγικών, όπως η δημιουργία χαρτοφυλακίων δεικτών (index portfolio) και η σχετική πραγματοποίηση arbitrage.
Μεμονωμένοι τίτλοι & χαρτοφυλάκια Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης μορφής συναλλαγών επηρεάστηκε σημαντικά από τη διάδοση της θεωρίας του χαρτοφυλακίου (του Markovich) καθώς και από μία σειρά από εμπειρικές μελέτες οι οποίες καταδείκνυαν ότι επενδύσεις σε μεμονωμένους τίτλους, σπάνια μπορούν να υπερκεράσουν τις αποδόσεις χαρτοφυλακίων δεικτών και ειδικότερα εκείνου της αγοράς.
Μεμονωμένοι τίτλοι & χαρτοφυλάκια Σχετικά με το τελευταίο, είναι χαρακτηριστικό το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Malkiel (1985), ότι: Ακόμα και τα πολύ διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, υστερούν σε απόδοση σε σχέση με την αγορά εφόσον εξομαλυνθούν ως προς τον κίνδυνο που εμπεριέχουν και το κόστος συναλλαγών.
Αγορά Ομολόγων Τα διαπραγματευόμενα ομόλογα μπορεί να έχουν εκδοθεί, είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε από το κράτος και δημόσιους οργανισμούς. Ανάμεσα στους παραπάνω εκδότες διάκριση επέρχεται από το βαθμό φερεγγυότητάς τους και τον αντίστοιχο κίνδυνο που συνεπάγεται.
Κρατικά Ομόλογα Συνήθως, τα κρατικά ομόλογα κατέχουν το μικρότερο βαθμό κινδύνου, καθώς το μέγεθος και η δύναμη του κρατικού τομέα αποτελούν τον καλύτερο εγγυητή. Ωστόσο, ο βαθμός ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, η διεθνή της ανταγωνιστικότητα, η ισχύς του εθνικού νομίσματος και το συνολικό ύψος του δημοσίου αλλά και εθνικού χρέους, αποτελούν παράγοντες διάκρισης του κινδύνου των κρατικών ομολόγων ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες έκδοσης.
Επιχειρηματικά Ομόλογα Αντίθετα, τα επιχειρηματικά ομόλογα διέπονται από υψηλότερο βαθμό κινδύνου, ο οποίος ουσιαστικά ταυτίζεται με τον επιχειρηματικό κίνδυνο, δηλαδή από την αβεβαιότητα διαμόρφωσης των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης. Σε σχέση τώρα μεταξύ των επιχειρηματικών ομολόγων και των μετοχών η διαφορά τους έγκειται σε δύο κυρίως παράγοντες. Στο γεγονός ότι τα ομόλογα συνεπάγονται σταθερές πληρωμές, σε σχέση με τα απροσδιόριστα μερίσματα των μετοχών Στον υψηλότερο βαθμό αβεβαιότητας που διέπει τις μετοχές
Εταιρικά ομόλογα & μετοχικές αξιές Συγκεκριμένα η υψηλότερη επικινδυνότητα των μετοχών απορρέει από το ότι τα μερίσματα έπονται των πληρωμών των τόκων των ομολόγων, στους οποίους η επιχείρηση έχει πλήρη και αναγκαστική υποχρέωση. Από την άλλη μεριά, εξαιτίας του υψηλότερου βαθμού κινδύνου που διέπει τις μετοχές, παρουσιάζεται αντίστοιχα, μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Αναφορικά λοιπόν με το διαφορετικό βαθμό κινδύνου που συνεπάγονται τα δύο χρηματοοικονομικά εργαλεία, οφείλουμε να επισημάνουμε και την αντίστοιχη διαμάχη ανάμεσα στους εκάστοτε επενδυτές. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κάτοχοι των ομολόγων ερίζουν με τους μέτοχους, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι ακολουθούν πολιτική περιορισμένης ευθύνης (ή χρήσης των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης), με συνέπεια ο κίνδυνος των ομολόγων να είναι ιδιαίτερα υψηλός.
Σημασία των αγορών ομολόγων Υφίσταται σημαντική διαφορά, αναφορικά με τον τρόπο διάθεσης των ομολόγων και ιδιαίτερα των κρατικών. Η διάθεσή των κρατικών ομολόγων προσδιορίζεται με βάση τις εκάστοτε χρηματοδοτικές ανάγκες του κρατικού τομέα αλλά, σε κάθε περίπτωση ο όγκος των χρηματοδοτικών κεφαλαίων που απορροφούν είναι εξαιρετικά μεγάλος.
Διοχέτευση ομολόγων στην αγορά Η επιλογή της μεθόδου διοχέτευσης των ομολόγων στην αγορά εξαρτάται από τις εκτιμήσεις του εκδότη σχετικά με τον κίνδυνο της μη συνολικής διοχέτευσης του όγκου των ομολόγων. Η απευθείας διαπραγμάτευση των ομολόγων στην αγορά συνεπάγεται την αβεβαιότητα, όπως το επενδυτικό κοινό να μην ανταποκριθεί πλήρως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εκδότη. Αντίθετα, η πώληση των ομολόγων εκτός αγοράς εξασφαλίζει με μεγαλύτερη σιγουριά καθώς ο εκδότης δε διατρέχει τον κίνδυνο να παραμείνει αδιάθετο κάποιο σημαντικό ποσοστό ομολόγων.
Διοχέτευση ομολόγων στην αγορά Όσον αφορά τα επιχειρηματικά ομόλογα, παρουσιάζουν και αυτά ταυτόσημα χαρακτηριστικά με εκείνα των κρατικών, ως προς τον τρόπο διάθεσής τους στους εκάστοτε επενδυτές. Εξαιτίας όμως του μικρότερου όγκου τους αλλά και του μικρότερου βαθμού φερεγγυότητας, που διέπει τις επιχειρήσεις σε σχέση με το κράτος, είναι αναπόφευκτη η ανάγκη ύπαρξης ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος θα εγγυάται ταυτόχρονα για την εκδότρια επιχείρηση. Αναφορικά με τη λειτουργία της αγοράς ομολόγων, πρέπει να επισημανθεί ότι διέπεται από τη δυναμική που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες αγορές που έχουμε αναφέρει.
Arbitrage στην αγορά ομολόγων Ωστόσο, έπεται διαφοροποίηση των επιτοκίων, όχι μόνο εξαιτίας του βαθμού φερεγγυότητας του εκδότη, αλλά και από τον τύπο του ομολογιακού συμβολαίου.
Όροι ομολόγων Πολλά ομόλογα περιέχουν ειδικούς όρους, οι οποίοι επιτρέπουν στον εκδότη την αναπροσαρμογή τόσο του επιτοκίου, όσο και άμεση ανάκληση του συνόλου των διατεθειμένων ομολόγων. Τέτοιου τύπου ομόλογα είναι: Οι τίτλοι κυμαινόμενου επιτοκίου, Τα μετατρέψιμα ομόλογα σε μετοχές Ειδικά χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία επιτρέπουν ακόμα και την αναγκαστική δέσμευσή τους από τον εκδότη.
Σχέση κινδύνου & απόδοσης Ουσιαστικά, ισχύει στην αγορά ομολόγων ο νόμος που επιβάλει σε τίτλους με υψηλότερο κίνδυνο, αντίστοιχες υψηλότερες αποδόσεις. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, είναι προϊόν συγκεκριμένης συμπεριφοράς, κατά την οποία ο επενδυτής αποστρέφεται τον κίνδυνο (risk averse) και ανάμεσα σε αποδόσεις με ίδιο συντελεστή κινδύνου επιλέγει τη μεγαλύτερη Τέλος, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία ομολογιακών τίτλων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τις πολύ υψηλές αποδόσεις τους (junk bonds-είναι ομόλογα που χρησιμοποιούνται κυρίως στις Η.Π.Α).
Σημασία της αγοράς ομολόγων Αυτοί οι τίτλοι είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί και ουσιαστικά εξυπηρετούν τις ιδιαίτερες ανάγκες του εκδότη σε ρευστότητα. Ως χρηματοοικονομική καινοτομία τα πλεονεκτήματα των ομολόγων υψηλότερων αποδόσεων πηγάζουν από το γεγονός ότι λειτουργούν ανταγωνιστικά με την τραπεζική χρηματοδότηση. Παράλληλα, επιτρέπουν στον εκδότη να κατέχει υψηλότερη διαπραγματευτική δύναμη στη διαμόρφωση του επιτοκίου, το οποίο είναι συνήθως μικρότερο από τα εναλλακτικά τραπεζικά δάνεια. Παρέχουν μια σειρά από εναλλακτικές δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων Βοηθούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των αγορών, η οποία επιτυγχάνεται από την επίτευξη υψηλότερου βαθμού κεφαλαιοποίησης (δηλαδή της διαπραγμάτευσης υψηλότερης αξίας κεφαλαίων).
Αγορά Ενυπόθηκων Τίτλων (Mortgage Market) Με την έννοια της αγοράς υποθηκών αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικές λειτουργίες. Η πρώτη αφορά τη διαπραγμάτευση ενυπόθηκων δανείων, τα οποία πραγματοποιούνται ανάμεσα στον πελάτη και στον αντίστοιχο διαμεσολαβητή Η δεύτερη αφορά τίτλους και αξιόγραφα στα οποία παρέχεται εγγύηση από μεγάλα πακέτα υποθηκών. Σε αυτή την περίπτωση, αναφερόμαστε στο αντικείμενο συναλλαγών των θεσμικών επενδυτών.
Αγορά Ενυπόθηκων Τίτλων (Mortgage Market) Το κύριο χαρακτηριστικό των ενυπόθηκων δανείων είναι ότι η εγγύηση, βάση της οποίας εκδίδεται το δάνειο, είναι το ίδιο το αντικείμενο χρήσης των δανειακών κεφαλαίων. (στεγαστικά δάνεια, δάνεια που προορίζονται για την αγορά και εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων, ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, καραβιών, κ.ο.κ.)
Σημασία της αγοράς ενυπόθηκων τίτλων Ο δανειστή, εξασφαλίζει δεδομένη εγγύηση για την παραχώρηση των κεφαλαίων του. Με αυτό τον τρόπο περιορίζεται ο κίνδυνος, όπως ο δανειζόμενος να μην τηρήσει τις υποχρεώσεις του προς το δανειστή. Ο δανειζόμενος μπορεί να εξασφαλίσει με μεγαλύτερη ευκολία δανειοδότηση, καθώς κάτω από άλλες προϋποθέσεις θα ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει άλλου τύπου εγγυήσεις. Η λειτουργία των αγορών ενυπόθηκων δανείων, τουλάχιστον σε δευτερογενή βάση, βοηθάει στη λείανση των συναλλαγών και στην ταύτιση ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση. Πολλές φορές, εν όψη ιδιαίτερα αναπτυσσόμενων τομέων, όπου παρέχεται δανειοδότηση με υποθήκη, η ζήτηση κεφαλαίων υπερτερεί της αντίστοιχης προσφοράς. Από την άλλη μεριά, σε ώριμους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, παρουσιάζεται το φαινόμενο της υπερβάλλουσας προσφοράς των ενυπόθηκων δανειακών κεφαλαίων. Στα πλαίσια αυτά και εφόσον υπάρχουν εξειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να ερμηνευτούν σωστά τα μηνύματα της αγοράς έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η μετακίνηση κεφαλαίων από τον ένα τομέα στον άλλο. Ουσιαστικά, η ύπαρξη εξειδικευμένων αγορών, προωθεί σημαντικά το βαθμό ολοκλήρωσης της ενυπόθηκης δανειοδότησης.
Αγορές Συναλλάγματος Οι αγορές συναλλάγματος αποτελούν μία ιδιαίτερη μορφή αγοράς. Το στοιχείο που προσδίδει εξέχουσα σημασία στις αγορές αυτές είναι πως εκτός της δυναμικότητας που παρουσιάζουν, μέσα από μια συνεχή λειτουργία και επαναδιαπραγμάτευση των συναλλαγματικών ισοτιμιών με αγοραπωλησίες νομισμάτων, συνδυάζουν και όλες τις άλλες μορφές αγορών.
Αγορά Συναλλάγματος Η αγορά συναλλάγματος δε διαμορφώνει αξίες, αλλά λειτουργεί ως «ταχυδρομικός διαμεσολαβής», μετατροπής και διάθεσης των διαφόρων νομισμάτων, σε αυτό των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλή δυναμικότητα και οι οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις, αφορούν την παρουσία αβεβαιότητας και ιδιαίτερα υψηλού βαθμού κινδύνου.
Σύνοψη Η οικονομική έννοια της αγοράς ορίζεται ως ο τόπος και ο χρόνος, που υλοποιείται η διαπραγμάτευση και η μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος για ένα αγαθό ή τίτλο με συγκεκριμένη οικονομική αξία. Ανεξάρτητα από τη φύση του υπό διαπραγμάτευση αντικειμένου, υπάρχει μια σειρά από χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την αγορά. Οι αγορές διακρίνονται α) σε πρωτογενείς και δευτερογενείς και β) σε δημόσιες ή ιδιωτικές.
Σύνοψη Οι μεσίτες (brokers) φέρνουν σε επαφή τα δύο μέρη μιας συναλλαγής, ενώ οι διαπραγματευτές (dealers) παίρνουν θέσεις στα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Η λειτουργία των αγορών εξαρτάται από το κόστος συναλλαγών και το βαθμό ενοποίησης. Οι αγορές χρήματος προωθούν την καλύτερη αντιμετώπιση του λειτουργικού κόστους και την αποτελεσματικότερη λειτουργία. Η αγορά κεφαλαίων αποτελεί το οργανωμένο θεσμικό πλαίσιο, βάσει του οποίου οι μετοχές των εισηγμένων επιχειρήσεων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Σύνοψη Η αγορά ομολόγων αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο αγοράς και πώλησης τίτλων, οι οποίοι υπόσχονται ένα σταθερό εισόδημα ανά χρονική περίοδο στον αγοραστή τους. Οι αγορές συναλλάγματος αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύστημα συναλλαγών, βάσει του οποίου ανταλλάσσονται τα νομίσματα των διαφόρων κρατών κατά τρόπο που να διαμορφώνονται οι συναλλαγματικές τους αξίες.