ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΛΑΟΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ
ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΗΣ
Αρχαία χώρα της Ασίας, στην ανατολική Μεσόγειο Αρχαία χώρα της Ασίας, στην ανατολική Μεσόγειο. Την αποτελούσε μια στενή λωρίδα γης, παραλιακή και αμμώδης, που εκτεινόταν ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στη Συρία σε μήκος 320 χλμ. περίπου. Η Φοινίκη, εκτός από την εύφορη παράκτια πεδινή λωρίδα, ήταν ορεινή (Λίβανος, Αντιλίβανος) και ακατάλληλη για καλλιέργεια Επειδή αυτή η στενή διάβαση μεταξύ της Μεσογείου και της ερήμου της Συρίας επικοινωνούσε διαμέσου του Ευφράτη με τη Μεσοποταμία και συνόρευε βόρεια με τη Μικρά Ασία, έγινε γρήγορα πλούσιο εμπορικό σταυροδρόμι.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός, που κατοικούσε στην περιοχή της Φοινίκης, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου. Η μεγαλύτερη έκταση της Φοινίκης σήμερα καλύπτεται από το κράτος του Λιβάνου και από το Ισραήλ.
Σύμφωνα με τη μυθολογία πήρε το όνομά της από τον Φοίνικα, που ήταν αδερφός του Κάδμου, είτε από τη λέξη "φοινός" (= ερυθρός), εξαιτίας της κατεργασίας και του εμπορίου της πορφύρας, που ήταν η κύρια απασχόληση του λαού αυτού, είτε από τα φοινικόδεντρα που αφθονούσαν στη χώρα αυτή. Οι Φοίνικες ήταν απόγονοι του Χαναάν, γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε (Γένεσις 10,15). Κατά τον Ηρόδοτο οι Φοίνικες προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ.
Η διαμόρφωση του εδάφους της Φοινίκης ευνόησε τη δημιουργία μικρών πόλεων - κρατών, που διατήρησαν πάντα κάποια τοπική αυτονομία. Αρχικά ίδρυσαν κατά μήκος της παραλίας της Φοινίκης τις γνωστές πόλεις - κράτη Βύβλο, Άραδο, Βηρυτό, Σιδώνα, Τύρο, Τρίπολη, Άκκα, Γάβαλα κ.ά. Αρχηγός κάθε "κρατιδίου" οριζόταν ο κληρονομικός βασιλιάς.
Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα π. Χ Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ. οι Αιγύπτιοι επέβαλαν την επικυριαρχία τους στις Φοινικικές πόλεις. Μετά την εισβολή των Χετταίων (14ος αιώνας), ο αιγυπτιακός έλεγχος εξασθένισε σταδιακά και οι πόλεις της Φοινίκης κατοχύρωσαν την ανεξαρτησία τους.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΟΙΝΙΚΩΝ Οι Φοίνικες ήκμασαν ως πολιτισμός από το 1200 π.Χ. έως το 900 π.Χ.. Επειδή η καλλιεργήσιμη έκταση της περιοχής ήταν μικρή, οι Φοίνικες εκμεταλλεύτηκαν την πλούσια ξυλεία του βουνού Λίβανος και στράφηκαν στη θάλασσα. Την περίοδο αυτή εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο, ιδρύοντας αποικίες και ασχολήθηκαν με το εμπόριο, ενώ οι φοινικικές πόλεις γνώρισαν περίοδο σχετικής ειρήνης και ευημερίας.
Ελάχιστα ίχνη έχουν σωθεί σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φοινικικού πολιτισμού. Οι Φοίνικες θεωρούνταν από τους Έλληνες πλούσιο και εμπορικό έθνος, αλλά δόλιο στις συναλλαγές του. Πραγματικά, οι Φοίνικες αναδείχτηκαν πρώτοι θαλασσοπόροι της αρχαιότητας και επεκτάθηκαν υπερπόντια, ιδρύοντας αποικίες και διανοίγοντας θαλάσσιους δρόμους, που παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτω από τον αποκλειστικό τους έλεγχο.
Αναζητώντας νέες αγορές για τα εμπορεύματά τους και μεταλλεύματα για τη βιομηχανία τους, πέρασαν τις Ηράκλειες Στήλες (σημερινά στενά του Γιβραλτάρ). Η ανακάλυψη του Ατλαντικού αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματά τους. Αργότερα, πραγματοποίησαν τον περίπλου της Αφρικής (614 π.Χ.) με εντολή του Αιγύπτιου Φαραώ Νεκώ.
Πρώτοι αυτοί χρησιμοποίησαν τον Πολικό αστέρα για τη νυχτερινή ναυσιπλοΐα, τον οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν Αστέρα των Φοινίκων. Τα τέσσερα βασικά προϊόντα που εμπορεύονταν οι Φοίνικες, ήταν η ξυλεία, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί. Εμπορεύονταν επίσης λιβάνι, μπαχαρικά και αρώματα της νότιας Αραβίας, βαμβάκι των Ινδιών, αιγυπτιακά είδη από γυαλί και μέταλλο, υφάσματα και κυρίως πορφύρα.
Στη βιοτεχνία, η Φοινίκη είχε σχεδόν το μονοπώλιο της πορφύρας (περίφημη κόκκινη βαφή), που έβγαινε από ένα κοχύλι των ακτών της Φοινίκης. Με την πορφύρα έβαφαν τα περίφημα υφαντά, για τα οποία φημίζονταν.
Η πορφύρα είναι χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου Haustellum brandaris και η οποία δίνει ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα. Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη λόγω της δυσκολίας παρασκευής και της σπανιότητας των οστράκων από τα οποία παράγεται, οπότε η χρήση ενδυμάτων βαμμένων με πορφύρα ήταν από την κλασσική αρχαιότητα ένδειξη πλούτου και εξουσίας.
Έτσι, με το χρώμα της πορφύρας βάφονταν μεταξύ άλλων ορισμένα ενδύματα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων. Γνωστές άλλωστε οι λέξεις πορφυρογέννητος και πορφυρογέννητη, για τα παιδιά που γεννήθηκαν όταν ο πατέρας τους ήταν αυτοκράτορας, σε ένα ειδικό δωμάτιο με πορφυρούς τοίχους. Κατά την συνήθεια της εποχής τα νεογέννητα παιδιά των αυτοκρατόρων τα ακουμπούσαν σε ύφασμα πορφυρού χρώματος[
Η πορφύρα θεωρήθηκε ευγενές χρώμα, σύμβολο των θεών και των βασιλιάδων Η πορφύρα θεωρήθηκε ευγενές χρώμα, σύμβολο των θεών και των βασιλιάδων. Σύμφωνα με την παράδοση η πορφύρα ανακαλύφθηκε από το σκύλο του Ηρακλή που έφαγε τέτοια κοχύλια και το στόμα του βάφτηκε κόκκινο. Αυτά τα κοχύλια έχουν ένα αδένα, μια μικρή φουσκίτσα με την πολύτιμη χρωστική ουσία, που ήταν για τους αρχαίους η πιο ακριβή βαφή, ισάξια με το χρυσάφι. Αυτό τον αδένα τον αφαιρούσαν τσακίζοντας το κοχύλι ενόσω ήταν ακόμα ζωντανό. Οι Φοίνικες, που εμπορεύονταν την πορφύρα, λέγεται ότι οργάνωσαν στα Κύθηρα, στην περιοχή του Αυλαίμονα και της Σκανδειας, περιώνυμα εργαστήρια επεξεργασίας της πορφύρας.
Πορφυρό της Τύρου Το συγκεκριμένο χρώμα της πορφύρας, όπως και τα περισσότερα χρώματα, δεν αποδίδονται με ακρίβεια στην οθόνη του ηλ. υπολογιστή. Επιπλέον, οι χρωματικές αποκλίσεις του, που παρατηρούνται σε διάφορα ιστορικά έργα τέχνης (ψηφιδωτά, υφάσματα, βιβλιοδεσίες κλπ), καθιστούν τη σύγχρονη αναπαραγωγή του κατά προσέγγιση.
Ο Ιουστινιανός Α΄ ντυμένος τον πορφυρό μανδύα του Αυτοκράτορα Ο Ιουστινιανός Α΄ ντυμένος τον πορφυρό μανδύα του Αυτοκράτορα
Πορφυρό Χρώμα Το πορφυρό χρώμα συνδέεται με τον πλούτο και την ηγεμονία. Η πορφυρή βαφή των αρχαίων είναι μία από τις παλαιότερες γνωστές χρωστικές ουσίες, με τη χρήση της να εντοπίζεται ήδη από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Ορισμένα είδη κοχυλιών έχουν ένα όργανο που ονομάζεται υποβραγχιακός αδένας το οποίο εκκρίνει μια βλέννα, την Τυρρηνική πορφύρα που εκχυλίζεται σε μικρές ποσότητες.
ήταν τόσο εξαιρετικά σπάνιο που άξιζε το βάρος του σε χρυσό ήταν τόσο εξαιρετικά σπάνιο που άξιζε το βάρος του σε χρυσό. Για να μαζέψουν την χρωστική από το συγκεκριμένο κοχύλι οι ειδικοί έπρεπε να ανοίξουν το κέλυφός του, να βγάλουν την βλέννα του και να την αφήσουν στο φως του ήλιου για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
Χρειάζονταν περίπου 9.000 όστρακα για να δώσουν μόλις ένα γραμμάριο βαφής, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια ζωντανή και σταθερή απόχρωση του μοβ-πορφυρού (βαθυκόκκινο) χρώματος.
Τα ρούχα από την χρωστική αυτή ήταν πολυδάπανα, ένα κιλό μωβ μαλλί κόστιζε περισσότερο απ’ ό,τι κέρδιζε η πλειοψηφία των ανθρώπων σε ένα χρόνο και ως εκ τούτου έγινε το σήμα κατατεθέν των πλούσιων και ισχυρών.
Ιστορικά, η Tυρρηνική πορφύρα εξαγόταν από τα οστρακοειδή του γένους Murex, όπως το Hexaplex trunculus και το Murex brandaris. Το όνομα της προέρχεται από τον οικότοπο των μαλακίων αυτών, που παραδοσιακά συγκομίζονταν κοντά στην Τύρο στην ανατολική Μεσόγειο.
Η εξαγωγή της πορφυρής βαφής από οστρακοειδή ήταν μια δεξιότητα που δεν περιοριζόταν μόνο σε εκείνους που ζούσαν στις όχθες της Μεσογείου. Το γνωστό με αυτό το όνομα χρώμα παραγόταν και αλλού, αλλά η Φοινίκη (σημερινός Λίβανος) φημιζόταν για την Τυρρηνική πορφύρα και ήταν ένα μεγάλο κέντρο παραγωγής της.
Το βαμμένο πορφυρό ύφασμα είχε εκτιμηθεί ως ακριβό από τους Ρωμαίους, και χρησιμοποιήθηκε στα ενδύματα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων.
Οι σύγχρονοι υπολογισμοί και τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν μας λένε ακριβώς πώς παραγόταν το πολύτιμο "μαυριδερό πήγμα αίματος" (όπως το χαρακτήριζαν). Γνωρίζουμε ότι η παραγωγή του γινόταν σε μεγάλη κλίμακα και ξεκινούσε με την τρομακτικά δύσοσμη διαδικασία της τοποθέτησης των μαλακίων σε τεράστιους κάδους ώστε να αποσυντεθούν από τον ήλιο.
Η πιο εκλεπτυσμένη απόχρωση της Τυρρηνικής πορφύρας θεωρείται ότι ήταν ένα προϊόν διπλής διαδικαστικής φάσης. Δύο διαφορετικοί τύποι κοχυλιών βρέθηκαν κοντά στην Τύρο, και οι δύο παράγουν ελαφρώς διαφορετικά χρώματα. Το ύφασμα εμβαπτιζόταν μία φορά σε μια βαφή χρώματος ίντιγκο (μπλε-μωβ) που προερχόταν από τον ένα τύπο των θαλάσσιων κοχυλιών και μία φορά στη μωβ-κόκκινη βαφή του άλλου τύπου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σηματοδότησε το τέλος της σε μεγάλη κλίμακα παραγωγής της βαφής αυτής, και φθηνότερες βαφές φτιάχτηκαν από άλλες πρώτες ύλες, όπως ριζάρι (ερυθρόδανο ή άλλως ‘ρουβία η βαφική’) και μωβ λειχήνες.
Εκτός από την Τυρρηνική πορφύρα, οι Φοίνικες παρήγαγαν επίσης μια βαφή χρώματος ίντιγκο, που εξαγόταν από ένα στενά συγγενές με τα άλλα είδος θαλάσσιου κοχυλιού. Αυτό το χρώμα ήταν γνωστό ως βασιλικό μπλε ή το μωβ του υακίνθου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Αγγλος Χημικός William Perkin δημιούργησε κατά λάθος, όταν προσπαθούσε να φτιάξει κινίνη, το φάρμακο κατά της ελονοσίας, ένα συνθετικό πορφυρό χρώμα που έγινε γνωστό ως μωβίνη, φέρνοντας το μωβ στο προσκήνιο και την απόκτησή του από τους απλούς αστούς.
Παρατήρησε πως η ένωση που δημιούργησε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη βαφή υφασμάτων κι έτσι κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη χρωστική ουσία, της έδωσε το όνομα ανιλίνη μωβ και πορφύρα της Τύρου και έβγαλε μια περιουσία.
Το όνομα του χρώματος που μέχρι τότε ονομαζόταν «πορφυρό» άλλαξε το 1859 σε «μωβ» με βάση το γαλλικό όνομα για ένα μωβ λουλούδι, με τους χημικούς να αποκαλούν την ένωση βαφής «μωβεΐνη». Ετσι, χάρη σε ένα αποτυχημένο πείραμα ενός νεαρού επιστήμονα το μέχρι τότε βασιλικό χρώμα έγινε ευρέως διαθέσιμο και προσιτό και τους… κοινούς θνητούς.
Το διαδραστικό χημικό συστατικό της Τυρρινικής πορφυρής χρωστικής, 6,6′-διβρωμοΐντιγγο, απομονώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Φοίνικες υπήρξαν άφταστοι στη χαλκουργία και λέγεται ότι υπήρξαν οι πρώτοι που διακόσμησαν μεταλλικά αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις. Τα χρυσά και αργυρά αγγεία των Φοινίκων εξαίρονται από τον Όμηρο. Αποδείχτηκαν επίσης εξαιρετικοί τεχνίτες στη γλυπτική διακόσμηση αντικειμένων από ελεφαντόδοντο και από πολύτιμους λίθους.
Οι Φοίνικες μιλούσαν τη Φοινικική Οι Φοίνικες μιλούσαν τη Φοινικική. Από τις φοινικικές επιγραφές που ανακαλύφτηκαν φαίνεται ότι οι Φοίνικες είχαν διαμορφώσει από το δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. το πρώτο αλφάβητο. Αυτό ήταν ένα αλφαβητικό σύστημα γραφής με 22 σύμβολα, το καθένα από τα οποία απέδιδε ένα μόνο φθόγγο.
Το γεγονός αυτό υπήρξε σημαντικότατο για τον πολιτισμό, γιατί αντικατέστησε τις πολύπλοκες και δύσκολες συλλαβικές γραφές. Πολλά στοιχεία μαρτυρούν την προέλευση του ελληνικού αλφάβητου από το φοινικικό (ομοιότητα σε σχήμα, αριθμό, σειρά, ονόματα και φορά των γραμμάτων), καθώς και μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων.
Κατά παλαιότερες απόψεις, οι Φοίνικες ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στη βόρεια Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ. και πλάτους μόλις 30 χλμ. του σημερινού Λιβάνου -τμήμα της αρχαίας χώρας ανήκει σήμερα και στο Ισραήλ και στη Συρία. Κατά τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ., ωστόσο ως διακριτή πολιτισμική οντότητα άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς της Χαναάν γύρω στο 1200 π.Χ..
Από τότε και έως το 700 π.Χ. περίπου χρονολογείται η μέγιστη ακμή τους, κατά την οποία εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ιδρύοντας αποικίες, αναπτύσσοντας το εμπόριο και φέρνοντας σε επαφή τους πολιτισμούς όλης της Μεσογείου. Ανάμεσα στις πόλεις που άκμασαν ως κέντρα φοινικικού πολιτισμού συγκαταλέγονται η Τύρος, η Σιδώνα και η Βύβλος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα.
Παρότι οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής δεν διέθεταν επαρκείς πόρους για τα επιτεύγματά τους, από άλλες πηγές (κυρίως ελληνικές) είναι γνωστό ότι υπήρξαν εξαιρετικοί έμποροι και θαλασσοπόροι. Σε αυτούς επίσης ανάγεται η πλειονότητα των σημερινών αλφαβήτων, αφού μέσω κυρίως του ελληνικού και δευτερευόντως του αραμαϊκού, το αλφάβητό τους αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο των σημερινών αλφαβήτων. Θεωρείται επίσης ότι προήγαγαν την εριουργία, τη βαφική και τη βιομηχανία διαφανούς υάλου.
Ναυσιπλοΐα και σχέσεις με άλλους λαούς Καθώς οι εμπορικές συναλλαγές και οι αποικίες τους εξαπλώθηκαν στη Μεσόγειο, οι Φοίνικες και οι Έλληνες φαινόταν να έχουν χωρίσει τη θάλασσα σε δύο: οι Φοίνικες διέσχισαν και τελικά κυριάρχησαν στη νότια ακτή, ενώ οι Έλληνες ήταν ενεργοί κατά μήκος των βόρειων ακτών. Οι δύο πολιτισμοί σπάνια συγκρούστηκαν, κυρίως στους Σικελικούς Πολέμους.
Κατά τους αιώνες μετά το 1200 π. Χ Κατά τους αιώνες μετά το 1200 π.Χ., οι Φοίνικες ήταν η σημαντικότερη ναυτική και εμπορική δύναμη της περιοχής. Οι ανασκαφές του James B. Pritchard στη Σαρέπε (σημερινό Λίβανο) αποκάλυψαν θρυμματισμένα κοχύλια πορφύρας και δοχεία αγγειοπλαστικής που χρωματίστηκαν με τη βαφή που παράγεται στην περιοχή. Οι Φοίνικες δημιούργησαν ένα δεύτερο κέντρο παραγωγής της βαφής στο Μογκαντόρ, στο σημερινό Μαρόκο. Τα λαμπρά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αποτελούσαν μέρος του φοινικικού πλούτου
Οι Φοίνικες του 8ου αιώνα, πουλούσαν κρασί στους Αιγύπτιους, καθώς δεν υπήρχαν αμπελώνες εκεί. Το εμπόριο κρασιού με την Αίγυπτο τεκμηριώνεται από τα ναυάγια που βρέθηκαν το 1997 στην ανοιχτή θάλασσα 50 χιλιόμετρα δυτικά της Ασκελόν. Από την Αίγυπτο, οι Φοίνικες αγόραζαν χρυσό.
Επιπλέον, παρείχαν στους Αιγύπτιους μεγάλα ποσοστά ξυλείας λόγω της ανεπάρκειας ξυλείας στην Αίγυπτο, για σημαντικά ποσά. Κάποια στιγμή μεταξύ 1075 και 1060 π.Χ., ένας Αιγύπτιος απεσταλμένος, με το όνομα Ουεναμούν, επισκέφθηκε τη Φοινίκη και εξασφάλισε επτά μεγάλους κορμούς δέντρων, σε αντάλλαγμα για ένα μικτό φορτίο που περιλάμβανε «4 κροκάλες και 1 kek-men χρυσό · 5 ασημένιες κανάτες · 10 ενδύματα βασιλικών λευκών ειδών, 10 κουρτ καλά λευκά από την Άνω Αίγυπτο, 500 ρολά παπύρου, 500 δέρματα αγελάδων, 500 σχοινιά, 20 σακούλες φακές και 30 καλάθια ψαριών». Αυτοί οι κορμοί μεταφέρθηκαν στη συνέχεια με πλοίο από τη Φοινίκη στην Αίγυπτο.
Οι Φοίνικες δημιούργησαν εμπορικά φυλάκια σε όλη τη Μεσόγειο, τo πιο στρατηγικά σημαντικό ήταν η Καρχηδόνα στη Βορειοδυτική Αφρική, νοτιοανατολικά της Σαρδηνίας, στη χερσόνησο της σημερινής Τυνησίας. Άλλοι Φοίνικες ταξίδευαν επίσης νότια, κατά μήκος των ακτών της Αφρικής.
Ονομαστός υπήρξε ο βασιλιάς της Τύρου Χιράμ Α΄ (960 π. Χ Ονομαστός υπήρξε ο βασιλιάς της Τύρου Χιράμ Α΄ (960 π.Χ.), που έστειλε στο βασιλιά Σολομώντα τεχνίτες και ξυλεία από κέδρους για να χτίσει στην Ιερουσαλήμ τον περίφημο Ναό του (Β' Βασιλειών 2,11, Γ' Βασιλειών 5,9. 17-18). Γενικά, όταν βασίλευε ο Χιράμ, οι εμπορικές σχέσεις των Φοινίκων με τους Ιουδαίους αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα
Αργότερα όμως (αρχές 8ου αιώνα π. Χ Αργότερα όμως (αρχές 8ου αιώνα π.Χ.), οι Φοίνικες άρχισαν πόλεμο ενάντια στο Ισραήλ, λεηλατώντας με το στόλο τους τις ιουδαϊκές ακτές και αρπάζοντας νέους για δούλους. Την ίδια περίοδο άρχισαν να επεκτείνονται προς τα δυτικά και οι Ασσύριοι, πολιόρκησαν επανειλημμένα φοινικικές πόλεις, υποτάσσοντας και καταστρέφοντας πολλές απ' αυτές. Μετά την κατάρρευση του ασσυριακού κράτους, οι Φοίνικες συμμάχησαν με την Αίγυπτο ενάντια στους Βαβυλώνιους.
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΩΝ ΦΟΙΝΙΚΩΝ Η παρακμή του Φοινικικού πολιτισμού άρχισε όταν ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας βάδισε το 587 π.Χ. ενάντια στη Φοινίκη, κατέλαβε τη Σιδώνα και έσφαξε τους κατοίκους της. Αργότερα το Βαβυλωνιακό κράτος καταλύθηκε το 538 π.Χ. από τον Κύρο το Μέγα και οι Φοίνικες υποτάχτηκαν στους Πέρσες.
Οι Φοίνικες, χάρη στη θαλάσσια δύναμή τους, έγιναν το ευνοούμενο έθνος των Περσών και ανέπτυξαν ακόμα περισσότερο την εμπορική τους δραστηριότητα. Το 525 π.Χ. εκστράτευσαν μαζί με τον Καμβύση ενάντια στην Αίγυπτο. Στους ελληνοπερσικούς πολέμους συμμάχησαν με τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες.
Διέλυσαν το στόλο των Ιωνικών πόλεων στη ναυμαχία της Λάδης (496 π. Χ Διέλυσαν το στόλο των Ιωνικών πόλεων στη ναυμαχία της Λάδης (496 π.Χ.), με συνέπεια την άλωση της Μιλήτου από τους Πέρσες και την καταστροφή της. Τα φοινικικά πλοία αποτελούσαν τη μισή ναυτική δύναμη των Περσών. Αργότερα οι Φοίνικες βοήθησαν τους Αθηναίους ενάντια στη Σπάρτη (ναυμαχία της Κνίδου). Από την εποχή αυτή (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.), οι Φοίνικες ήρθαν σε στενότερη επικοινωνία με τους Αθηναίους και πολλοί Φοίνικες έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.
Η Φοινίκη κατόρθωσε να απαλλαγεί από την περσική υποτέλεια στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον οποίο όλες σχεδόν οι φοινικικές πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους και τον υποδέχτηκαν σαν ελευθερωτή. Εξαίρεση αποτέλεσε η Τύρος, που αρνήθηκε να παραδοθεί. Ύστερα από επτάμηνη πολιορκία, η Τύρος εκπορθήθηκε και οι περισσότεροι κάτοικοί της είτε σκοτώθηκαν, είτε πουλήθηκαν ως δούλοι.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π. Χ Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), η Φοινίκη αποτέλεσε το μήλο της έριδας μεταξύ των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών. Με τη ρωμαϊκή επέκταση και την καταστροφή της Καρχηδόνας, του τελευταίου φοινικικού κράτους της Μεσογείου, οι Φοίνικες περιήλθαν σε πλήρη αφάνεια.
Φοινικικά πλοία Οι Έλληνες είχαν δύο ονόματα για τα φοινικικά πλοία: ίπποι (άλογα) και γάλλοι (σωλήνες). Αυτά τα ονόματα εξηγούνται εύκολα από απεικονίσεις φοινικικών πλοίων στα ανάκτορα των βασιλιάδων των Ασσυρίων από τον 7ο και τον 8ο αιώνα, καθώς τα σκάφη σε αυτές τις εικόνες έχουν σωληνωτό σχήμα και άλογα στα άκρα τους.
Τέχνες Η αιγυπτιακή και η βαβυλωνιακή τέχνη επηρέασαν σημαντικά την φοινικική τέχνη· ο φοινικικός λαός όμως, ήταν κατ εξοχήν εμπορικός και είχε μεγάλη παραγωγή ειδών, πράγμα που επέδρασε αρνητικά στην ανάπτυξη της τέχνης.
Οι Φοίνικες έδειξαν ιδιαίτερη ικανότητα στη σύνθεση ετερόκλητων στοιχείων που υιοθέτησαν από άλλους πολιτισμούς. Τα φοινικικά έργα αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, μεταλλοτεχνίας, διακρίνονται για το συγκερασμό θεμάτων και ιδεών από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Η τέχνη τους φαίνεται ότι σε ορισμένα διακοσμητικά θέματα δέχτηκε και επίδραση από την τέχνη του Αιγαίου, της Κρήτης και των Μυκηναίων.
Έχουν βρεθεί, σε φοινικικές πόλεις, έργα που διαθέτουν περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά αυτά έχουν σαφώς υποστεί επεξεργασία από άλλους λαούς. Ακόμη έχουν βρεθεί ξεχωριστά έργα και θεωρείται πως επιμελούνταν μία ιδιαίτερη τέχνη: τις σαρκοφάγους
Σαρκοφάγος της Βύβλου -Εθνικό Μουσείο Βηρυτού Σαρκοφάγος της Βύβλου -Εθνικό Μουσείο Βηρυτού
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, άκμασε η γλυπτική όπως και οι άλλες τέχνες. Στη Σιδώνα είχε βρεθεί ένας Ερμής, ο οποίος θεωρείται εξαιρετικό δείγμα λεπτής τέχνης, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται τότε στην περιοχή.
Η Αστάρτη ήταν σημαντική θεά των Φοινίκων, που λατρεύτηκε στην Τύρο και στη Σιδώνα, απ' όπου την πήραν οι Κυθήριοι και οι Κύπριοι. Ήταν θεά της γονιμότητας, του έρωτα και της γυναικείας χάρης. Για την Αστάρτη οι πληροφορίες προέρχονται από τη Βίβλο. Οι Έλληνες την ταύτιζαν με τη ουράνια θεά Αφροδίτη καθώς και με την Ήρα και τη Σελήνη.
Στους ναούς της Βύβλου, της Τύρου και της Σιδώνας λατρευόταν ένα θείο ζεύγος (Εσμούν και Αστάρτη), που φύλασσε και προστάτευε τον βασιλιά, τη δυναστεία του και την πόλη. Ο Εσμούν ήταν θεραπευτικός θεός, όπως μαρτυρούν οι αναθηματικές προσφορές στο ιερό του (Μποστάν ες-Σέιχ).
Στην ελληνιστική περίοδο ταυτίστηκε με τον Ασκληπιό, τον Ελληνα θεό της ιατρικής. Η πολυδιάστατη Αστάρτη με την όψη της ως θαλάσσιας θεάς απεικονίζεται σε σιδωνιακά νομίσματα να στέκεται στην πλώρη ενός καραβιού
Μωσαϊκό με αναπαράσταση του Bacchus, Εθνικού Μουσείου της Βηρυτού, Λίβανος
Η απαγωγή του μωσαϊκού Europa από το Byblos, Εθνικό Μουσείο της Βηρυτού, Λίβανος
Ρωμαϊκό πολύχρωμο μωσαϊκό με την αντιπροσώπευση της μεγαλοφυίας
Η γέννηση του μωσαϊκού Αλεξάντερ, Εθνικό Μουσείο της Βηρυτού, Λίβανος
Αν και οι Φοίνικες απώλεσαν σταδιακά τα εθνικά χαρακτηριστικά και τη γλώσσα τους με την έλευση των Ελλήνων και των Ρωμαίων στην περιοχή τους, οι αρχαίοι λαοί της παράκτιας Μεσογείου γνώριζαν πολύ καλά ότι κάποτε οι πόλεις τους υπήρξαν αγορές ενός ευφυούς και δεινού θαλάσσιου εμπορικού δικτύου.