ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ STRUCTURED WIRING
ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ TI EINAI ;
ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ
ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ ΓΙΑΤΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ;
Ο εφοδιασμός των κτηρίων με ένα συνεχώς επεκτεινόμενο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο είναι η αιτία που δημιουργήθηκε το πρότυπο της Δομημένης Καλωδίωσης
ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ ΤΙ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ;
Τοπολογίες καλωδιώσεων Επιτρεπτά μήκη καλωδίων Πρίζες και φις Κατανεμητές και μικτονομίσεις Απαιτούμενοι χώροι Δίαυλοι (κανάλια) και απαιτήσεις όδευσης των καλωδιακών συστημάτων
ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ;
Να υποστηρίζει συσκευές ανεξάρτητα από κατασκευαστή και εφαρμογή
ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ ΔΙΚΤΥΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗΣ
Τηλεφωνικό Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Data) Συστημάτων Αυτομάτου Ελέγχου Συστημάτων Ασφαλείας Συστημάτων ανακοινώσεων, μουσικής, Video κλπ
ΚΥΡΙΩΤΕΡΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗΣ
ΑΓΩΓΟΣ (DUCT) Μονός κλειστός οχετός για σύρματα ή καλώδια
ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ (EQUIPMENT ROOM) Αίθουσα που εξυπηρετεί ανάγκες για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό
ΓΕΙΩΣΗ-ΓΗ (GROUND-GΝD) Αγώγιμη σύνδεση (σκόπιμη-τυχαία) μεταξύ ηλεκτρικού κυκλώματος ή εξοπλισμού και της γης
ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ (CROSSOVER) Σύνδεση του σημείου διασταύρωσης δυο καλωδίων, οχετών ή σωληνώσεων σε διαφορετικά επίπεδα
ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ (INTERCONNECTION) Απ’ ευθείας σύνδεση ενός καλωδίου με ένα άλλο χωρίς μικτονομήσεις
ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ (PATHWAY) Εξοπλισμός για τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών καλωδίων
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ALTERNATE ENTRANCE) Συμπληρωματική εισαγωγή σε ένα κτήριο με διαφορετική δρομολόγηση για ποικιλία υπηρεσιών και για εξασφάλιση αδιάλειπτης εξυπηρέτησης
ΕΜΠΕΔΟΝ (CAMPUS) Κτήρια και ελεύθεροι χώροι συγκροτήματος υπό ενιαία ιδιοκτησία (πανεπιστημιούπολη, βιομηχανική περιοχή, στρατιωτικές εγκαταστάσεις)
ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΚΑΤΑΝΕΜΗΤΗΣ (INTRMEDIATE CROSS- CONNECT) Κατανεμητής μεταξύ πρώτου και δευτέρου επιπέδου καλωδίωσης κορμού
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (TELECOMMUNICATIONS SERVICE ENTRANCE) Σημείο εισόδου ή εξόδου των τηλεπικοινωνιακών διαδρόμων του κτηρίου
ΕΣΧΑΡΑ (TROUGH) Αγωγός ή κανάλι εφοδιασμένο με μετακινήσιμο κάλυμμα τοποθετημένο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους για τη συγκράτηση του υπογείου καλωδίου
ΖΕΥΞΗ (LINK) Οδός μετάδοσης μεταξύ δύο σημείων που δεν περιέχει τερματικό εξοπλισμό, καλώδια χώρου εργασίας ή καλώδια εξοπλισμού
ΖΥΓΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΓΕΙΩΣΗΣ (TELECOMMUNICATIONS GROUNDING BUSBAR) Κοινό σημείο σύνδεσης τηλεπικοινωνιακού συστήματος με τη γη που βρίσκεται στο τηλ/κό κιβώτιο ή στην αίθουσα εξοπλισμού
ΗΛΕΚΤΡΟΔΙΟ ΓΕΙΩΣΗΣ (GROUNDING ELECTRODE) Ένας αγωγός (συνήθως βέργα), σωλήνας ή λαμαρίνα (ή σύνολο αγωγών) σε απ’ ευθείας σύνδεση με τη γη, με σκοπό την παροχή σύνδεσης χαμηλής αντίστασης με τη γη
ΘΩΡΑΚΙΣΗ (SHIELD – SCREEN) Μεταλλικό στρώμα τοποθετημένο γύρω από ένα ή ομάδα αγωγών
ΙΣΧΥΣ ΑΝΑΓΚΗΣ (EMERGENCY POWER) Αυτόνομη πηγή ηλεκτρικής ισχύος η οποία δεν προέρχεται ούτε εξαρτάται από την βασική πηγή ενεργείας
ΙΝΟΟΠΤΙΚΟ ΚΑΛΩΔΙΟ (FIBER OPTICAL CABLE) Σύνολο αποτελούμενο από μία ή πολλές οπτικές ίνες
ΚΟΡΜΟΣ (BACKBONE) Ένα μέσον (διάδρομος, καλώδιο ή αγωγοί) μεταξύ τηλ/κών κιβωτίων, τερματικών διανομής ορόφων εξοπλισμού εισαγωγής και αιθουσών εξοπλισμού μέσα στο κτήριο ή μεταξύ κτηρίων
ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ (CABLING) Συνδυασμός καλωδίων συρμάτων και συνδετήριου εξοπλισμού
ΚΑΝΑΛΙ (CHANNEL) Η διαδρομή μετάδοσης μεταξύ δυο σημείων στα οποία είναι συνδεδεμένος εξοπλισμός για συγκεκριμένη εφαρμογή
ΚΑΛΩΔΙΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ (EQUIPMENT CABLE) Καλώδιο ή καλωδιακή διάταξη χρησιμοποιούμενο για σύνδεση του τηλ/κού εξοπλισμού με την οριζόντια ή κορμική καλωδίωση
ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ (VERTICAL WIRING) Παρέχει συνδέσεις μεταξύ κατανεμητών ορόφων, χώρου τηλεπικοινωνιακών συσκευών και σημείου εισαγωγής κτηρίου. Κατά τη χάραξη των οδεύσεων πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να αποφεύγεται η γειτνίαση με πηγές υψηλού επιπέδου ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών. Σε περίπτωση που αυτό είναι αδύνατο, τότε πρέπει να χρησιμοποιούνται οπτικές ίνες.
ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑΝΕΜΗΤΗΣ (MAIN CROSS-CONNECT) Κατανεμητής για καλώδια κορμού πρώτου επιπέδου, καλώδια εισαγωγής και καλώδια εξοπλισμού
ΚΟΡΔΟΝΙ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ (PATCH CORD) Ένα μήκος καλωδίου με συνδέσμους στο ένα ή και στα δύο άκρα που συνδέει τηλ/κά κυκλώματα ή ζεύξεις στον κατανεμητή
ΟΡΟΦΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ (CEILING DISTRIBUTION SYSTEM) Σύστημα διανομής που χρησιμοποιεί το μικρό διάστημα μεταξύ μίας αναρτημένης ή ψεύτικής οροφής και της οικοδομικής κατασκευής πάνω από αυτήν
ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ (HORIZONTAL CABLING) Η καλωδίωση μεταξύ της τηλ/κής εξόδου και του οριζόντιου κατανεμητή. Περιλαμβάνει την πρίζα, το μηχανικό τερματισμό των οριζοντίων καλωδίων και τις μεικτονομίσεις στον κατανεμητή του ορόφου
ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΣ ΚΑΤΑΝΕΜΗΤΗΣ (HORIZONTAL CROSS- CONNECT) Κατανεμητής της οριζόντιας καλωδίωσης με άλλη καλωδίωση ή εξοπλισμό
ΟΧΕΤΟΣ (RACEWAY) Κάθε κανάλι σχεδιασμένο να συγκρατεί σύρματα ή καλώδια
ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ (PATCH PANNEL) Σύστημα διασύνδεσης συμβατών συνδέσμων που διευκολύνει τη διοίκηση (διαχείριση – διασύνδεση)
ΣΗΜΕΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ (ENTRANCE POINT) Το σημείο εισόδου των τηλ/κών αγωγών από έναν εξωτερικό τοίχο, μία πλάκα δαπέδου ή από ένα μεταλλικό σωλήνα βαθέως ή μεσαίου τύπου
ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ ΑΣΤΕΡΑ (STAR TOPOLOGY) Τοπολογία στην οποία κάθε τηλ/κή έξοδος ή σύνδεσμος καλωδιώνεται απ’ ευθείας στον κατανεμητή
ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΚΙΒΩΤΙΟ (TELECOMMUNICATIONS CLOSET) Κλειστός χώρος για στέγαση τηλ/κού εξοπλισμού, τερματισμών καλωδίων και καλωδίωσης κατανεμητή
ΤΕΡΜΑΤΙΚΟ (TERMINAL) α) Σημείο στο οποίο πληροφορίες εισέρχονται ή εγκαταλείπουν ένα τηλ/κό δίκτυο β) Συσκευή με την οποία σύρματα μπορούν να ενωθούν μεταξύ τους γ) Εξοπλισμός εισόδου – εξόδου
ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ (TOPOLOGY) Φυσική ή Λογική αποτύπωση ενός συστήματος τηλ/νιών
ΥΒΡΙΔΙΚΟ ΚΑΛΩΔΙΟ (HYBRID CABLE) Σύνολο δύο ή περισσοτέρων καλωδίων του ιδίου ή διαφορετικού τύπου ή κατηγορίας περικλειόμενο από κοινό μανδύα
ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (WORK PLACE SUBSYSTEM) Εκτείνεται από το τέλος της οριζόντιας καλωδίωσης (πρίζα) έως τον εξοπλισμό της θέσης εργασίας (τ/φ, Η/Υ κλπ). Επειδή η καλωδίωση αυτή είναι συνήθως προσωρινή πρέπει να σχεδιάζεται έτσι ώστε να μπορεί εύκολα να αλλαχθεί.
ΦΑΤΝΩΜΑ Ή ΚΥΨΕΛΗ (CELL) Απλός οχετός από ένα κυψελοειδές ή υποδαπέδιο σύστημα αγωγών
ΧΩΡΟΣ ΠΕΛΑΤΗ (CUSTOMER PREMISES) Κτήριο ή κτήρια με οικόπεδο και δουλεία της δικαιοδοσίας του συνδρομητή
ΧΩΡΟΣ/ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (WORK AREA/STATION) Κτηριακός χώρος όπου οι ένοικοι αλληλεπιδρούν με τηλ/κό τερματικό εξοπλισμό
ΨΕΥΔΟΔΑΠΕΔΟ (ACCES FLOOR) Σύστημα υλικών πατώματος αποτελούμενα από πλήρως μετακινήσιμα και αντικαταστάσιμα πλαίσια δαπέδου τα οποία υποστηρίζονται από ρυθμιζόμενα δοκάρια για πρόσβαση στον από κάτω χώρο