Έργο Παιδαγωγικής, κλάδοι, βασικοί παιδαγωγικοί όροι Έργο Παιδαγωγικής: να βοηθήσει το παιδί και τον έφηβο να διανύσει ομαλά την εξελικτική του πορεία και να μεταβεί από την κοινωνία των μικρών στην κοινωνία των ωρίμων, εφοδιασμένος με τις απαραίτητες δεξιότητες και ικανότητες και γενικά την πείρα, που οι κοινωνικές συνθήκες απαιτούν για να ενταχθεί χωρίς προβλήματα στο κοινωνικό σύνολο με αυθυπαρξία και αυτοτέλεια. Παιδαγωγική: εξετάζει τον άνθρωπο κυρίως στην παιδική και εφηβική ηλικία, υπό το πρίσμα των παιδαγωγικών επιδράσεων της διαδικασίας αγωγής και μάθησης. Περιλαμβάνει το σύνολο των γνώσεων και των αρχών σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να γίνεται η αγωγή των παιδιών.
Ικανότητες: προσωπικές δυνατότητες κάθε ατόμου, κλίσεις, προδιαθέσεις Ικανότητες: προσωπικές δυνατότητες κάθε ατόμου, κλίσεις, προδιαθέσεις. Π.χ. προφορικής και γραπτής έκφρασης, παρατηρητικότητας, καλλιτεχνικές, δημιουργικές. Δεξιότητες: ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε και αντιμετωπίζουμε διάφορα θέματα στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή. Π.χ. ευελιξίας, επικοινωνίας, καινοτομίας, αυτοπαρουσίασης.
Κλάδοι Παιδαγωγικής Επιστήμης: Θεωρητική Επιστήμη: - Γενική ή Συστηματική Παιδαγωγική/ Θεωρία της Αγωγής - Ιστορία της Παιδαγωγικής/ Ιστορική Παιδαγωγική - Συγκριτική Παιδαγωγική - Διδακτική Μεθοδολογία Εφαρμοσμένη (Πρακτική) Παιδαγωγική - Προσχολική Παιδαγωγική - Σχολική Παιδαγωγική/ Παιδαγωγική του Σχολείου - Επαγγελματική Παιδαγωγική - Παιδαγωγική Ενηλίκων/ Δια Βίου Παιδεία - Ειδική (ή Θεραπευτική) Παιδαγωγική - Κοινωνική Παιδαγωγική
Βασικοί παιδαγωγικοί όροι Αγωγή: αλλαγή ή μεταβολή, που ασκείται στον αναπτυσσόμενο άνθρωπο. Α. μόνο οι επιδράσεις από συστηματικές και σκόπιμες ενέργειες ενηλίκων. Β. σύνολο γενικά επιδράσεων, που δέχεται ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος χωρίς να εξετάζονται αν αυτές προέρχονται από μεθοδευμένες ή μη συστηματικές ενέργειες ενηλίκων ή συνομηλίκων ή από το άψυχο περιβάλλον. Μόρφωση: αποτέλεσμα διαδικασίας αγωγής. Συνεχείς επιδράσεις αναπτυσσόμενου ανθρώπου, ανεξάρτητα αν προέρχονται από σκόπιμες και μεθοδευμένες ή μη συστηματικές ενέργειες ή και από προσωπική προσπάθεια του υποκειμένου (αυτοαγωγή): προσδίδουν στην ανθρώπινη προσωπικότητα μια συγκεκριμένη μορφή. Η μορφή αυτή αποτέλεσμα των συνολικών επιδράσεων αποτελεί τη μόρφωση. Μορφώνω: δίνω μορφή, διαπλάθω. Εσωτερική διάπλαση και καλλιέργεια.
Αυτοαγωγή: άτομο παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος Αυτοαγωγή: άτομο παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος. Αναζητεί εξωτερικά πρότυπα που τον εμπνέουν. Συνειδητοποιεί ελλείψεις και κενά, που αισθάνεται σε σχέση με τα πρότυπα αυτά. Προϋποθέσεις: κριτική ικανότητα, ικανότητα αυτογνωσίας, ύπαρξη ισχυρής βούλησης. Μάθηση: άμεση σχέση με την αγωγή. Διαδικασία κατά την οποία τα παιδιά και οι έφηβοι αποκτούν με δική τους δραστηριότητα γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, εμπειρίες για να βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους, να αναπτύξουν την προσωπικότητα τους και να αντιμετωπίσουν με αυτοτέλεια τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος τους. Διδασκαλία: οι ενέργειες και οι χειρισμοί στους οποίους προβαίνει ο εκπαιδευτικός για να βοηθήσει τον μαθητή στην οικοδόμηση γνώσεων και καλλιέργεια δεξιοτήτων. Προϋποθέτει συνεργασία εκπαιδευτικού και μαθητή. Σχολείο: παρέχεται διδασκαλία και παράγεται μάθηση.
Εκπαίδευση: Η Πολιτεία για την παροχή της αγωγής και της μάθησης δημιουργεί θεσμούς και ιδρύματα ή αναθέτει τη δημιουργία τους σε άλλο φορέα. Αυτή η οργανωμένη αγωγή και μάθηση ονομάζεται εκπαίδευση και ο τρόπος με τον οποίο έχει οργανωθεί αποτελεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Παιδεία: άλλοτε χρησιμοποιείται με την έννοια της εκπαίδευσης, αγωγής και μάθησης, μόρφωσης. Όρος: γενικός. Περιέχει σκοπούς, στόχους, αναλυτικά προγράμματα, σχολικά εγχειρίδια. Κατάρτιση: απόκτηση, εκσυγχρονισμός (επικαιροποίηση) γνώσεων, κυρίως τεχνικής φύσης (π.χ. καταρτιζόμενος: παρακολουθεί επιμορφωτικά σεμινάρια στη χρήση των νέων τεχνολογιών για να γίνει πιο αποτελεσματικός στην παραγωγή).