Το τεστ (test) Ο όρος τεστ (test) είναι αγγλικός. Παράγεται από τη λατινική λέξη testis (=μάρτυρας) και σημαίνει λεπτομερή δοκιμασία και εξέταση, αξιόπιστη μαρτυρία. Ως ψυχολογικός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ψυχολόγο J. McKeen Cattell ( ), ο οποίος δημοσίευσε το 1890 άρθρο σχετικό με τη δυνατότητα μέτρησης των διανοητικών ικανοτήτων. Με τον όρο τεστ ο Cattell δήλωνε τις δοκιμασίες για τη μέτρηση του χρόνου αντίδρασης, δηλαδή της ταχύτητας των ανακλαστικών κινήσεων του ατόμου. Ο όρος καθιερώθηκε στο λεξιλόγιο της Ψυχολογίας και σημαίνει κάθε είδους ψυχομετρική δοκιμασία. 1
Τεστ είναι μια ορισμένη δοκιμασία, η οποία συνίσταται στην εκτέλεση ενός έργου, ταυτόσημου για όλα τα εξεταζόμενα υποκείμενα, με μια ακριβή τεχνική για την εκτίμηση της επιτυχίας και αποτυχίας ή για την αριθμητική βαθμολόγηση της επιτυχίας. Το έργο μπορεί να περιλαμβάνει μια εφαρμογή είτε αποκτημένων γνώσεων (τεστ παιδαγωγικό) είτε αισθησιοκινητικών ή διανοητικών λειτουργιών (τεστ ψυχολογικό). Μια αυστηρά καθορισμένη δοκιμασία ως προς τις συνθήκες εφαρμογής και τον τρόπο της βαθμολογίας της, η οποία επιτρέπει να προσδιορίζεται η θέση ενός υποκειμένου σε σχέση με έναν πληθυσμό που είναι βιολογικά και κοινωνικά επακριβώς καθορισμένος 2
Τα πιο σπουδαία χαρακτηριστικά για τον καθορισμό μιας δοκιμασίας ως τεστ είναι τα εξής: 1. Η τυποποίηση (standardization) της δοκιμασίας. Μια δοκιμασία, άξια του ονόματος τεστ, πρέπει να ικανοποιεί τη συνθήκη της τυποποίησης των συνθηκών εφαρμογής και βαθμολογίας της. Το τεστ έχει ενιαία μορφή χρησιμοποίησης, ομοιόμορφο τρόπο επίδοσης και διόρθωσης. Το ιδεώδες είναι όλα τα υποκείμενα να εξετάζονται κάτω από ταυτόσημες συνθήκες, η πειραματική κατάσταση της δοκιμασίας να είναι κοινή και ομοιόμορφη για όλα τα υποκείμενα, ώστε τα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα. 3
2. Η στάθμιση. Τεστ χωρίς στάθμιση δε νοείται. Στάθμιση του τεστ σημαίνει μετατροπή της δοκιμασίας σε όργανο μέτρησης. Αυτό απαιτεί: α) έναν πληθυσμό, β) μια μέθοδο επεξεργασίας των αποτελεσμάτων και γ) διάταξη των υποκειμένων του δείγματος από εκείνο που έχει το μικρότερο βαθμό προς εκείνο που έχει το μεγαλύτερο, δηλαδή διαβάθμιση του δείγματος με βάση την επίδοση των υποκειμένων του. 4
Πριν απ’ όλα η στάθμιση είναι εφαρμογή του τεστ σ’ ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, με σκοπό την επεξεργασία στατιστικών γνωμόνων (normes), δηλαδή κλιμάκων βαθμολογικής επίδοσης των υποκειμένων του δείγματος. Τα υποκείμενα του δείγματος αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγκριση της επίδοσης ενός δεδομένου ατόμου, αποβαίνουν ένα είδος «μέτρων ή σταθμών» για τη σύγκριση της αξίας δεδομένου ατόμου. 5
3. Η αξιοπιστία. Η αξιοπιστία του τεστ, όπως και κάθε οργάνου μέτρησης, αφορά τη σταθερότητα, με την οποία αξιολογεί αυτό που μετρά. Με τον όρο αξιοπιστία δηλώνεται η σταθερότητα που παρουσιάζουν δύο ισοδύναμες μορφές του τεστ, αν δηλαδή το τεστ δίνει την ίδια ή σχεδόν την ίδια ένδειξη, εφόσον φυσικά επιδοθεί και για δεύτερη φορά. Η αξιοπιστία μπορεί να εκφραστεί ως το ελάχιστο μέρος της διαφοράς που παρατηρείται στη διακύμανση δύο διαδοχικών και διαφορετικών μετρήσεων. 6
Βέβαια, είναι αδύνατον ένα τεστ να παρουσιάζει απόλυτη αξιοπιστία, αλλά είναι σημαντικό να διατηρεί ένα πολύ υψηλό βαθμό αξιοπιστίας, γιατί διαφορετικά δεν επιτρέπει τη διατύπωση ακριβών προβλέψεων. Η αξιοπιστία εκφράζεται με ένα συντελεστή συσχέτισης, που αναφέρεται στο εγχειρίδιο χρήσης του τεστ, και πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ.90 και.96. 7
4. Η εγκυρότητα. Εγκυρότητα του τεστ είναι η ιδιότητά του να μετρά πραγματικά αυτό για το οποίο έχει κατασκευαστεί και όχι κάτι άλλο διαφορετικό. Με τον όρο «εγκυρότητα του τεστ» δηλώνεται το πόσο καλά μετρά αυτό για το οποίο προορίζεται, ο βαθμός με τον οποίο το τεστ μετρά καλά αυτό που υποτίθεται ότι μετρά. Το έγκυρο τεστ προλέγει αυτό που θεωρείται ότι είναι κατασκευασμένο να προλέγει. 8
Η εγκυρότητα του τεστ προσδιορίζεται: α) Με την παρακολούθηση των επιδόσεων των υποκειμένων, για να διαπιστωθεί αν η επίδοση στο τεστ προλέγει την επιτυχία τους σ’ ένα συγκεκριμένο κύκλο σπουδών ή σε μια ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα. Η εγκυρότητα αυτή χαρακτηρίζεται προγνωστική, επειδή εκφράζει το βαθμό επαλήθευσης της πρόγνωσης που διατυπώνεται. β) Με τη διαπίστωση της συμφωνίας του τεστ με άλλα έγκυρα μέτρα της ίδιας ιδιότητας που λαμβάνονται ταυτόχρονα. 9
Ο βαθμός της εγκυρότητας του τεστ εκφράζεται με ένα συντελεστή συσχέτισης, ο οποίος αναφέρεται στο εγχειρίδιο της χρήσης του, μαζί με τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του. Ένα τεστ ικανότητας ή επίδοσης που έχει συντελεστή εγκυρότητας μικρότερο από +.90 δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται. 10
Κάθε τεστ συνοδεύεται από το εγχειρίδιο εφαρμογής του. Το εγχειρίδιο αυτό θα πρέπει απαραιτήτως να δίνει πληροφορίες για τα εξής: α. Το όνομα του τεστ και του συντάκτη- δημιουργού του. β. Την ημερομηνία δημοσίευσης ή αναθεώρησής του. γ. Τον πληθυσμό για τον οποίο προορίζεται και τους στόχους που επιδιώκει. 11
δ. Τη διάρκεια της εξέτασης, τον τρόπο και τα υλικά που απαιτούνται για την εξέταση. ε. Τη διόρθωση των απαντήσεων (τα μέτρα και τη διάρκεια). στ. Τους γνώμονες και τους πληθυσμούς-δείγματα, πάνω στους οποίους υπολογίστηκαν. ζ. Τους συντελεστές αξιοπιστίας και εγκυρότητας που υπολογίστηκαν. η. Σχετική βιβλιογραφία. 12
Είδη τεστ α. Τα τεστ νοημοσύνης ή γενικής ικανότητας θέτουν το υποκείμενο μπροστά σε μια σειρά προβλημάτων. Από τις απαντήσεις εκτιμάται η επίδοσή του σ’ έναν ευρύ τομέα δράσης. Τα προβλήματα αφορούν αναγνώριση λέξεων, επανάληψη αριθμών, διάκριση εικόνων, εκτέλεση εντολών, εύρεση ομοιοτήτων κτλ. Είναι διαβαθμισμένα σε επίπεδα προοδευτικής δυσκολίας και, με βάση τον αριθμό των προβλημάτων που το υποκείμενο λύνει ορθά, εκτιμάται η πνευματική του ηλικία. 13
Εκτός από τα τεστ γενικής ικανότητας υπάρχουν και τεστ ειδικών ικανοτήτων ή δεξιοτήτων. Τα τεστ αυτά μετρούν την επίδοση των υποκειμένων σε συγκεκριμένες περιοχές δράσης και προλέγουν την πιθανή επιτυχία του υποκειμένου σε μελλοντικό κύκλο σπουδών ή σε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα. Τα τεστ ειδικών ικανοτήτων επινοούνται, κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται για να διαπιστώνονται και να μετρούνται οι ειδικές ικανότητες που έχει το υποκείμενο σε σχέση με εκείνες που χρειάζονται για μια επιτυχή δραστηριότητα σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα, σ’ έναν ορισμένο κύκλο σπουδών. 14
Οι επιδόσεις του υποκειμένου σε μια σειρά τεστ ειδικών ικανοτήτων δίνουν μια κατατομή (profile) των ικανοτήτων και των αδυναμιών του. Τα τεστ αυτά χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση και την επιλογή των υποκειμένων στους κατάλληλους τομείς σχολικής και επαγγελματικής δράσης. Στα υποκείμενα που παρουσιάζουν αδυναμίες υποδείχνεται είτε να κάνουν συμπληρωματική άσκηση στον τομέα αυτό είτε να μην καταπιαστούν με αυτήν τη δραστηριότητα. 15
Τα παιδαγωγικά τεστ. Κάνοντας λόγο για παιδαγωγικά τεστ εννοούμε τα όργανα, τα οποία έχουν επινοηθεί και κατασκευαστεί για τον αντικειμενικό έλεγχο των τροποποιήσεων και αλλαγών που επιφέρει στη συμπεριφορά του παιδιού η επίδραση του σχολείου με την εφαρμογή ενός ορισμένου προγράμματος σπουδών. Με τα παιδαγωγικά τεστ επιδιώκεται η μέτρηση των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των στάσεων και γενικά των διαφόρων όψεων της συμπεριφοράς των μαθητών, που ο εκπαιδευτικός προσπάθησε σκόπιμα να δημιουργήσει, να τροποποιήσει ή να ενδυναμώσει και να αναπτύξει. 16
Τα τεστ επίδοσης ή απολογισμού. Σκοπός των τεστ αυτής της κατηγορίας είναι η καταγραφή και μέτρηση της μάθησης σ’ έναν ή στο σύνολο των επιστημονικών κλάδων κατά το διάστημα μιας βραχείας ή μακράς περιόδου. Χρησιμεύουν ως βάση για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας. Υποκαθιστούν τις εξετάσεις του παραδοσιακού τύπου και γίνονται μέσα για πραγματικό απολογισμό των σχολικών γνώσεων. 17
Η επίδοσή τους γίνεται είτε πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της διδασκαλίας ενός γνωστικού αντικειμένου. Αν επιδοθούν πριν από την έναρξη της διδασκαλίας μιας ύλης, η οποία αποτελεί συνέχεια προηγούμενης, μας επιτρέπουν να ξέρουμε αν έχει αφομοιωθεί η προηγούμενη και αν είναι δυνατόν να γίνει επιτυχής προσέγγιση της επόμενης. Συνήθως όμως επιδίδονται μετά τη διδασκαλία μιας διδακτικής ενότητας, για να διαπιστωθεί ο βαθμός αφομοίωσης τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη. Με τα τεστ αυτής της κατηγορίας γίνεται δηλαδή απογραφή και έλεγχος των γνώσεων. 18
Τα αντικειμενικά τεστ προσωπικότητας είναι δοκιμασίες επίδοσης που τα αποτελέσματά τους επιτρέπουν τη συναγωγή συμπερασμάτων για τους βουλητικούς και συναισθηματικούς παράγοντες της προσωπικότητας. Τα προβολικά τεστ φέρουν το υποκείμενο «αντιμέτωπο» με μια κατάσταση, στην οποία θα αντιδράσει σύμφωνα με τη σημασία που έχει η κατάσταση αυτή για το άτομο και τα συναισθήματα που δοκιμάζει κατά τη διάρκεια της αντίδρασης αυτής. 19
Τα διαγνωστικά ή αναλυτικά τεστ. Τα τεστ της κατηγορίας αυτής έχουν σκοπό να ανακαλύψουν τις αδυναμίες και δυσκολίες σ’ έναν ορισμένο γνωστικό τομέα. Να προσδιορίσουν το επίπεδο, τον τρόπο και την αιτία της σχολικής ανεπάρκειας, δηλαδή των ελλείψεων του μαθητή σε μια διαδικασία ή των αδυναμιών ορισμένων γνωστικών διεργασιών του, όπως λόγου χάρη η επαγωγική, η απαγωγική, η αναλογική κτλ. σκέψη. Τα διαγνωστικά τεστ λέγονται και αναλυτικά, γιατί κάνουν ανάλυση των διανοητικών διεργασιών που απαιτούνται για την πραγμάτωση των διαφόρων μαθήσεων (γνώσεων και δεξιοτήτων). 20