ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Γεννήθηκε το 1914 στα Γιάννενα. Φοίτησε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αλλά διέκοψε τις σπουδές του γιατί εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, λόγω της αριστερής του ιδεολογίας, έζησε από το 1949 έως το 1974 ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και το Ανατολικό Βερολίνο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του, πράλληλα με φιλολογικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Ένα χρόνο, πριν πεθάνει το 1981, είχε αρχίσει να εκδίδει το λγοτεχνικό περιοδικό «Πρίσμα». ΈΡΓΑ ΤΟΥ: Μυθιστορήματα - Η φωτιά (1946), Το Διπλό Βιβλίο (1976) Διηγήματα - Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης (1963), Ανυπεράσπιστοι (1966), Σπουδές (1976) και άλλες μελέτες. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους καθώς χρησιμοποιεί τη ρεαλιστική αφήγηση για να αναπλάσει τη σύγχρονη αστική κοινωνία με τα προβλήματά της και συμπάσχει με τους ήρωές του.
Ερμηνευτική προσέγγιση Το κείμενο είναι απόσπασμααπό το μυθιστόρημα «Το Διπλό Βιβλίο» (1976) και έχει επηρεαστεί από την αληθινή ιστορία του Κάσπαρ Χάουζερ, ενός αγοριού, που βρέθηκε μέσα σε δάσος της Γερμανίας και δεν ήξερε να μιλήσει καθόλου, καθως τόσα χρόνια ήταν απομονωμένος από το ανθρώπινο είδος / ο Κάσπαρ Χάουζερ παρουσιάζει ομοιότητες με τον Κώστα, τον αφηγητή της ιστορίας του αποσπάσματος, καθώς και ο δεύτερος ζει μετανάστης σε έναν ξένο τόπο και δεν μιλά με κανέναν, έχει χάσει την πατρίδα του και ζει ξεριζωμένος σε έναν τόπο, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στο απόσπασμα του βιβλίου ο Κώστας αφηγείται κάποιες από τις στιγμές του στη Γερμανία και εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Γλώσσα : απλή, λιτή, δημοτική, που έχει πολλές εκφράσεις του προφορικού λόγου, που αποπνέουν μία λαϊκή αίσθηση.. Ύφος : απλό και λιτό, σαν προφορκή αφήγηση / ο τόνος είναι προσωπικός και στοχαστικός, καθώς παρουσιάζονται οι ενδόμυχες σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή καθώς και εξομολογητικός, καθώς αναλύονται οι φοβίες, οι ανασφάλειες, η θλίψη και οι προβληματισμοι του αφηγητή - Κώστα.
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ Α’ ενότητα : «Για να πάω... Τα βλέπουν καλύτερα» - Η διαδρομή προς και από το εργοστάσιο. Β’ ενότητα: «Η λεωφόρος έρχεται...σ’αυτό το μίνι λαμπιόνι» – Οι σκέψεις του Κώστα μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος που πουλά τα προϊόντα του εργαστασίου, στο οποίο δουλεύει. Γ’ ενότητα: «Αφήνω το κατάστημα....των ξένων» – Τα συναισθήματα της απομόνωσης και αποξένωσης που κυριεύουν τον αφηγητή – Κώστα στην ξένη χώρα.
Α’ ενότητα Ο Κώστας, μετανάστης στη Γερμανία, μας μιλά για τον τρόπο που πηγαίνει και γυρίζει από την δουλειά του. Όταν επιστρέφει το βράδυ, μετά από πολύωρη εργασία μέσα σε σκληρές συνθήκες, μαγεύεται από τα χιλιάδες φώτα της πόλης, που δίνουν πνοή στη νύχτα. Ο Κώστας αισθάνεται συγκίνηση, προτίμηση και αγάπη για αυτά τα φώτα (πιο πολύ και από το φως της ημέρας), γιατί συμβολίζουν τον σύγχρονο ανεπτυγμένο πολιτισμό και την τεχνολογική ανάπτυξη, που έχει πραγματοποιηθεί και έχει εκμοντερνίσει τα πάντα. Μεσα από την ενότητα, φαίνεται ότι ο Κώστας απευθύνεται σε κάποιον ακροατή, για αυτό και ο λόγος είναι γεμάτος από προφορικές εκφράσεις. Σε όλη την ενότητα δεν διαφαίνεται καμμία άνθρώπινη παρουσία και ο Κώστας νιώθει μία απέραντη μοναξιά και απομόνωση καθώς μόνος του πηγαινοέρχεται στην δουλειά και βυθίζεται στις σκέψεις του.
Β’ ενότητα Ο Κώστας στέκεται μπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος που πουλάει λάμπες, τις οποίες παρασκευάζει το εργοστάσιο στο οποίο εργάζεται. Αρχίζει να σκέφτεται έντονα και διεισδυτικά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία μικρή λάμπα είναι το αποτέλεσμα της εργασίας χιλιάδων ανθρώπων μέσα στο εργοστάσιο της Αουτέλ. Η επισήμανση αυτή τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι εργάτες είναι γρανάζια, μικρά και ασήμαντα κομμάτια μίας καλοκουρδισμένης και συγχρονισμένης μηχανής, παγιδευμένοι μέσα σε αυτόματες και τυπικές κινήσεις, που επαναλαμβάνονται διαρκώς. Αποτελούν απλά νούμερα ενός σκληρού και απρόσωπου συνόλου, που εύκολα αντικαθιστούνται για αυτό και Κώστας χαρακτηρίζει τον εαυτό του με «μικρόβιο μέσα σε μία μικρή σταγόνα νερού». Το θέμα που θίγεται εδώ είναι η τυποποίηση και ο απρόσωπος χαρακτήρας της εργασίας μέσα στη βιομηχανική παραγωγή. Στην ενότητα διαφαίνεται επίσης και ένα στοιχείο της κοινωνικής ζωής του Κώστα, ο οποίος έχει παει σινεμά με άλλους Έλληνες εργάτες ( είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι ζουν στη ξενιτιά έχουν τη συνήθεια να γνωρίζονται και να περνούν χρόνο με ομοεθνείς ή συντοπίτες τους, καθώς με αυτούς μοιράζονται την ίδια γλώσσα και κουλτούρα και νιώθουν την ίδια ανάγκη επικοινωνίας και σύνδεσης με τον τόπο τους )
Γ’ ενότητα Γ’ ενότητα Περπατώντας στη λεωφόρο, ο Κώστας αναλογίζεται τη μονοτονία της ζωής, καθώς όλα συμβαίνουν καθημερινά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο σχολιάζει τις συνθήκες ζωής στος σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όπου η ζωή έχει τυποποιηθεί εντελώς, οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε συντονισμένες μηχανές και επικρατούν οι επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις. Παρόλο που ο αφηγητής αναζητά διακαώς αυτό το κάτι καινούργιο, το κάτι διαφορετικό, που θα αλλάξει τη ρουτίνα και την μονοτονία, δυστυχώς τίποτα δεν αλλάζει. Στην ενότητα, επίσης αναλύονται τα συναισθήματα μοναξιάς, απομόνωσης, αποξένωσης και αλλοτρίωσης στην ξένη χώρα μακριά από την πατρίδα. Ο Κώστας αναλογίζεται ότι οι άλλοι διαβάτες έχουν ένα σπίτι, μία οικογένεια, δικούς τους ανθρώπους, στους οποίους κατευθύνονται. Αντίθετα αυτός είναι απόλυτα και θλιβερά μόνος μέσα σε αυτήν την απέραντη ξένη πόλη και έχει μετατρέψει τους δρόμους στους οποίους περπατά μηχανικά σε δικό του σπίτι. Ο Κώστας συνειδητοποιεί ότι στις μεγάλες απρόσωπες και ψυχρές πόλεις, οι σχέσεις των ανθρώπων είναι τυπικές και επιφανειακές .
οι άνθρωποι έχουν αλλοτριωθεί και νιώθουν άγνωστοι και ξένοι μεταξύ τους - και με αυτή τη διαπίστωση ο αφηγητής _ Κώστας οδηγείται σε ένα συμπερασμα γεμάτο αυτοσαρκασμό και ειρωνεία : αφού όλοι είναι ξένοι μεταξύ τους, τότε αυτός, που είναι περισσότερο από κάθε άλλον ξένος σε αυτήν την απόμακρη χώρα, είναι και ο πιο γνήσιος κατοικός της – για αυτό και η πλάκα που θα τοποθετηθεί από τον ακροατή της ιστορίας του έξω από το σπίτι του θα γράφει ότι εκεί έζησε ο «ξενότερος από τους ξένους της πολιτείας των ξένων», αυτός που ένιωθε απόλυτα μόνος μέσα σε μία μεγαλούπολη με αλλοτρίωση, αποξένωση και υποκρισία.
Χαρακτηρισμός του αφηγητή – Κώστα: Ο ήρωας ζει στη Γερμανία ως οικονομικός μετανάστης και εργάζεται στο εργοστάσιο της ‘Αουτελ, που παρασκευάζει λάμπες.Έχει αρκετές ανησυχίες, διαθέτει ανήσυχο, σκεπτικό και διεισδυτικό μυαλό, ξέρει να εκτιμά καλά τις καταστάσεις και να αναγνωρίζει βασικά χαρακτηριστικά από το περιβάλλον του. Κατανοεί την ασημαντότητα και την μικρότητα του εαυτού του στη σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή. Διακατέχεται από απέραντη μοναξιά, αποξενωμένος από τους ανθρώπους, κάτι που τον γεμίζει με θλίψη, πίκρα και παράπονο. Τέλος,αυτοσαρκάζεται, καθώς κοροϊδεύει και ειρωνεύεται την δύσκολη και θλιβερή κατάσταση της απομόνωσης και αλλοτρίωσής του.
Απ τες Eννιά Κ. Π. Καβάφης Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα απ τες εννιά που άναψα την λάμπα, και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω, και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό. Το πιο πάνω είναι ένα απόσπασμα ποιήματος του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Έχοντας υπόψη σου και τον ήρωα του διηγήματος που μελετήσαμε, να συνεχίσεις σε πεζολογική ή σε έμμετρη μορφή τις σκέψεις του Κώστα, όπως τις καταγράφει σε μια σελίδα του ημερολογίου του.
...Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να’ ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα… Κώστας Ο Κώστας, ο ήρωας του διηγήματος, σας έστειλε μια κάρτα από τη Γερμανία. Να του απαντήσετε λαμβάνοντας υπόψη σας την ιστορία του, έτσι όπως παρουσιάζεται στο απόσπασμα [Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα] από το διήγημα Δ. Χατζή, Το Διπλό Βιβλίο.