Θεωρίες Συμπεριφορών και Υγεία ΨΥΧ-258 ftp://ftp.soc.uoc.gr/psycho/manola/
Η Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης (Κοινωνική Γνωστική Θεωρία) Social Learning Theory (Social Cognitive Theory) (SLT,SCT; Bandura, 1977, 1992, 2000) Education Bandura graduated with a B.A. from the University of British Columbia with the Bolocan Award in psychology, and then obtained his M.A. in 1951 and Ph.D. in 1952 from the University of Iowa. Arthur Benton was his academic adviser at Iowa. [1] Upon graduation, he participated in a clinical internship with the Wichita Kansas Guidance Center. The following year, he accepted a teaching position at Stanford, the same position he holds today. [edit] Academic career Bandura joined the faculty of the Department of Psychology at Stanford University in 1953, where he has remained to pursue his career. In 1974 the American Psychological Association elected him to its presidency. [edit] Research Bandura was initially influenced by Robert Sears' work on familial antecedents of social behavior and identificatory learning, Bandura directed his initial research to the role of social modeling in human motivation, thought, and action. In collaboration with Richard Walters, his first doctoral student, Bandura engaged in studies of social learning and aggression. Their joint efforts illustrated the critical role of modeling in human behavior and led to a program of research into the determinants and mechanisms of observational learning (part of which has become known in the history of psychology as the "Bobo doll experiment"). The program also led to Bandura's first book, Adolescent Aggression in 1959, and to a subsequent book, Aggression: A Social Learning Analysis in 1973. In 1963 Bandura published his second book, Social Learning and Personality Development. In 1974 Stanford University awarded him an endowed chair and he became David Starr Jordan Professor of Social Science in Psychology. In 1977, Bandura published the ambitious Social Learning Theory, a book that altered the direction psychology took in the 1980s.[citation needed] In the course of investigating the processes by which modeling alleviates phobic disorders in snake-phobics, Bandura found that self-efficacy beliefs (which the phobic individuals had in their own capabilities to alleviate their phobia) mediated changes in behavior and in fear-arousal. He then launched a major program of research examining the influential role of self-referent thought in psychological functioning. Although he continued to explore and write on theoretical problems relating to myriad topics, from the late 1970s he devoted much attention to exploring the role that self-efficacy beliefs play in human functioning. In 1986 Bandura published Social Foundations of Thought and Action: A Social Cognitive Theory, a book in which he offered a social cognitive theory of human functioning that accords a central role to cognitive, vicarious, self-regulatory and self-reflective processes in human adaptation and change. This social cognitive theory has its roots in an agentic perspective that views people as self-organizing, proactive, self-reflecting and self-regulating, not just as reactive organisms shaped by environmental forces or driven by inner impulses. In his 1997 book, Self Efficacy: The Exercise of Control, Bandura set forth the tenets of his theory of self-efficacy and its applications to fields as diverse as life-course development, education, health, psychopathology, athletics, business, and international affairs. Bandura has lectured and written on topics such as escaping homelessness, deceleration of population growth, transgressive behavior, mass communication, substance abuse, and terrorism. He has explored the manner in which people morally disengage when they perpetrate inhumanities, and he has traced the psychosocial tactics by which individuals and societies selectively disengage moral self-sanctions from inhumane conduct. He desires and works for a civilized life with humane standards buttressed "by safeguards built into social systems that uphold compassionate behavior and renounce cruelty". A 2002 survey ranked Bandura as the fourth most-frequently cited psychologist of all time, behind Sigmund Freud, Jean Piaget, and Hans Eysenck and the most cited living one.[2] [edit]
"Whether you think that you can or you can't, you're usually right "Whether you think that you can or you can't, you're usually right." ~ Henry Ford ~
Εισαγωγικά Δεκαετία ’40 – εισαγωγή θεωρίας προκειμένου να ερμηνεύσει τη μίμηση συμπεριφοράς στα ζώα και τον άνθρωπο Αρχές ’60 – ο Bandura έδειξε ότι τα παιδιά από τη φύση τους μιμούνται τη συμπεριφορά άλλων παιδιών, χωρίς να χρειάζονται ή να λαμβάνουν άμεση ανταμοιβή για τη νέα συμπεριφορά Ο Bandura θεωρείται ο ‘αρχιτέκτονας’ της θεωρίας Social Learning Theory (SLT) was originally introduced in the 1940s to explain the phenomenon of animals and humans imitating behavior. In the early 1960s, Albert Bandura began contributing to the development of theory by showing that children naturally imitate the behavior of other children — without needing or receiving a direct reward for the new behavior. Bandura continued to study human behavior and make major contributions to the development of SLT. Over the decades many researchers made important contributions to the development of theory, but Albert Bandura is considered to be the chief architect of SLT.
Ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς Τριαδική αμοιβαία αλληλεπίδραση : Γνωστικοί (ή προσωπικοί) παράγοντες Γνώση, προσδοκίες, στάσεις) Περιβαλλοντικοί παράγοντες Κοινωνικές νόρμες, πρόσβαση στην κοινότητα, επίδραση στους άλλους (ικανότητα αλλαγής του ίδιου περιβάλλοντος Συμπεριφορικοί παράγοντες Δεξιότητες, εξάσκηση, αυτο-αποτελεσματικότητα
Θεωρίες κοινωνικής μάθησης Learning theories attempt to explain how people think and what factors determine their behavior. Social Learning Theory (SLT) is a category of learning theories which is grounded in the belief that human behavior is determined by a three-way relationship between cognitive factors, environmental influences, and behavior. In the words of its main architect, Albert Bandura, "Social learning theory approaches the explanation of human behavior in terms of a continuous reciprocal interaction between cognitive, behavioral, and environmental determinants" (Social Learning Theory, 1977). This three-way reciprocal relationship is presented in the graphic below:
Θεωρίες Κοινωνικής Μάθησης 1. Γνωστική Συμπεριφορική Θεωρία (Cognitive Behavioural Theory) Έμφαση: εξατομίκευση γνώσης, απόκτηση δεξιοτήτων, ενίσχυση αυτοαποτελεσματικότητας 2. Θεωρία Κοινωνικής Αποευαισθητοποίησης (social inoculation theory) Έμφαση: πρόβα συμπεριφοράς, το άτομο ανοσοποιείται με την εξάσκηση της αντίστασης στην πίεση των άλλων (πχ συνομήλικοι) να εμπλακεί σε μία επιβλαβή/επικίνδυνη συμπεριφορά 3. Θεωρία Κοινωνικής Επίδρασης (social influence theory) Έμφαση: αλλαγή της συμπεριφοράς μέσω της αλλαγής των κοινωνικών νορμών (του τι επιθυμεί το κοινωνικό σύνολο, οι σημαντικοί άλλοι) Social Learning Theory (SLT) is an umbrella for a host of more specific learning theories. These theories can be used alone or in combination with other learning theories. The four most common SLTs, and example curricula which are based on them, are explained below. 1. Cognitive Behavioral Theory emphasizes the learner personalizing knowledge, gaining skills, and having self-efficacy. 2. Social Inoculation Theory emphasizes behavioral rehearsal, where learners become "immunized" by practicing resisting future peer pressure to engage in risky behavior. 3. Social Influence Theory emphasizes changing social norms as a way to change the individual.
4. Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory Έμφαση: απόκτηση γνώσης κινητοποίηση προσδοκία αποτελέσματος αυτοαποτελεσματικότητα 4. Social Cognitive Theory, a term often used interchangeably with SLT, emphasizes the learner having knowledge, motivation, outcome expectancy and self-efficacy.
Εισαγωγικά Βασίζεται στη δουλειά του Albert Bandura αναφορικά με το ρόλο της κοινωνικής μοντελοποίησης (social modelling) στην ανθρώπινη κινητοποίηση, σκέψη και δράση Οι άνθρωποι επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από το περιβάλλον τους Η παρουσίαση αυτή εξετάζει τον ρόλο της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας στην υιοθέτηση, την έναρξη, και τη διατήρηση των συμπεριφορών υγείας. Ιστορικά, η θεωρία ξεκίνησε να αναπτύσσεται στη δεκαετία του 70, όταν υπήρξε η μετακίνηση στην επιστημονική κοινότητα από την έμφαση στην συμπεριφορά στην έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες (cognition). Το 1ο βιβλίο του Bandura το 1953 διαπραγματεύονταν την εφηβική επιθετικότητα (Adolescent Aggression) και ακολουθήθηκε το 1959 από το Aggression: A Social Learning Analysis. Και τα δύο αυτά βιβλία εξακολουθούσαν να βασίζονται στην συμπεριφορική ανάλυση και εξέταζαν μοντέλα ρόλου (role models). Αφού έριξε φώς στο πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της παρατήρησης, ο Bandura επέκτεινε την ιδέα αυτή στην αφηρημένη μοντελοποίηση της συμπεριφοράς που ρυθμίζεται από κανόνες (abstract modelling of rule-governed behaviour) και στην αποευαισθητοποίηση μέσω της άμεσης (σοκαριστικής) εμπειρίας (disinhibition through vicarious experience). Στη συνέχεια, το 1977, εξέδωσε το βιβλίο Social Learning Theory, το οποίο άλλαξε την κατεύθυνση της ψυχολογίας για τις επόμενες δεκαετίες. Το άρθρο σταθμός για την έννοια της αυτεπάρκειας (self-efficacy) επίσης δημοσιεύθηκε εκείνη τη χρονιά (Bandura, 1977). Ως εκείνη τη στιγμή οι ερευνητές στο χώρο της ψυχολογίας έδιναν βαρύτητα στην μάθηση μέσω των συνεπειών της συμπεριφοράς (behaviourism). Με τη δουλειά του Bandura οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν τον εξέχοντα ρόλο της κοινωνικής μοντελλοποίησης (social modelling) στην ανθρώπινη κινητοποίηση, σκέψη και δράση. Ο Bandura έδειξε ότι η επικίνδυνη και ανιαρή (μονότονη) διαδικασία της μάθησης με δοκιμή και πλάνη μπορεί να παρακαμφθεί μέσω της κοινωνικής μοντελοποίησης της γνώσης και των ικανοτήτων. Η κοινωνική μοντελοποίηση δεν αποτελεί μία απλή μίμηση αντιδράσεων (response mimicry). Αντίθετα, το άτομο φαίνεται να παράγει καινούριους τύπους συμπεριφοράς (new behaviour patterns) με το να προχωρά πέρα από αυτό που είδε ή άκουσε. Παράλληλα με την καλλιέργεια νέων ικανοτήτων, η κοινωνική μοντελοποίηση επηρεάζει την κινητοποίηση (motivation) με το να εγκαθιδρύει (μέσω της επανάληψης) προσδοκίες για τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς (instillation of behavioural outcome expectation). Στο βιβλίο του (1986) Social Foundations of Thought and Action: A Social Cognitive Theory, ο Bandura ανέπτυξε πλήρως την κοινωνική γνωστική θεωρία του για την ανθρώπινη λειτουργία. Στο μοντέλο του για την τριαδική αμοιβαία αιτιότητα (triadic reciprocal causation), οι άνθρωποι αποτελούν δράστες αλλά και και προϊόν του περιβάλλοντος τους (actors as well as products of their environment). Αυτή η δουλειά επισφραγίστηκε από το βιβλίο του 1997 Self-Efficacy: The Exercise of Control (Bandura, 1997). Σύμφωνα με την κοινωνική γνωστική θεωρία, η αλλαγή συμπεριφοράς είναι δυνατή μέσω μίας προσωπικής αίσθησης ελέγχου. Αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να αναλάβουν δράση και να επιλύσουν στην πράξη (instrumentally) ένα πρόβλημα, γίνονται περισσότερο προδιατεθειμένοι για να το κάνουν και αισθάνονται περισσότερο δεσμευμένοι στην απόφαση αυτή. Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια συνδέεται με την προσωπική δράση και έλεγχο (personal action and agency). Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν γεγονότα μπορεί να ζούν περισσότερο δραστήριες και αυτο-καθοριζόμενες ζωές. Αυτή η σκέψη ‘μπορώ να το κάνω’ (‘can do’ cognition) αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου ως προς το περιβάλλον. Αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της ικανότητας κυριαρχίας στις προκλήσεις του περιβάλλοντος μέσω της προσαρμοστικής δράσης (belief of being able to master challenging demands by means of adaptive action). Κατά τον Bandura η αυτεπάρκεια επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι νιώθουν, σκέπτονται και ενεργούν. Χαμηλή αίσθηση αυτεπάρκειας συνδέεται με κατάθλιψη, άγχος, και αίσθημα αβοήθητου. Έχει βρεθεί ότι μία ισχυρή αίσθηση προσωπικής επάρκειας σχετίζεται με καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση. Αναφορικά με τη σκέψη, μία ισχυρή αίσθηση ικανότητας διευκολύνει τη γνωστική διαδικασία και επίδοση σε μία ποικιλία περιστάσεων, όπως για παράδειγμα την ποιότητα της λήψης αποφάσεων (quality if decision-making) η θέτηση στόχων (goal setting) και η ακαδημαϊκή επιτυχία. Η προσδοκίες των αποτελεσμάτων (outcome expectancies) είναι η άλλη σημαντική μεταβλητή του μοντέλου. Αναφέρεται στις πεποιθήσεις σχετικά με τις συνέπειες της ενέργειας κάποιου. Διακρίνονται σε φυσικές, κοινωνικές και προσδοκίες αυτο-αξιολόγησης (physical, social and self-evaluative). Η συμπεριφορά κάποιου μπορεί να προκαλέσει αλλαγές του σώματος, αντιδράσεις των άλλων, ή αισθήματα για τον ίδιο τον εαυτό. Μαζί με την αυτεπάρκεια επηρεάζουν την θέτηση και εκπλήρωση των στόχων (goal setting and goal pursuit). Η θεωρία έχει εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος περιοχών της ψυχολογίας, όπως σχολική επίδοση, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχική και σωματική υγεία, επιλογή καριέρας, και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Αποτελεί καθοριστική θεωρία για την κλινική, την εκπαιδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής, ψυχολογίας υγείας και ψυχολογία προσωπικότητας.
Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Social Cognitive Theory (πηγή: Luszczynka & Schwarzer, 2005) Outcome expectations Physical Social Self-evaluative Behaviour Self-efficacy Goals Η θεωρία έχει εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος περιοχών της ψυχολογίας, όπως σχολική επίδοση, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχική και σωματική υγεία, επιλογή καριέρας, και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Αποτελεί καθοριστική θεωρία για την κλινική, την εκπαιδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής, ψυχολογίας υγείας και ψυχολογία προσωπικότητας. Sociostructural factors Facilitators Impediments
Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Κοινωνιογνωστική Θεωρία (πηγή: Luszczynka & Schwarzer, 2005) Προσδοκίες αποτελέσματος Physical Social Self-evaluative Συμπεριφορά Αυτο- αποτελεσματικότητα Στόχοι Κοινωνιοδομικοί παράγοντες Ευκαιρίες Εμπόδια
Αυτοαποτελεσματικότητα Αυτεπάρκεια (self-efficacy) ‘Μπορώ’ (‘can do this’) Αντίληψη της επάρκειας των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του ατόμου προκειμένου να επιτύχει ένα στόχο Η πεποίθηση κυριαρχίας επί των προκλήσεων του περιβάλλοντος μέσω της ανάληψης προσαρμοστικής δράσης Αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου στο περιβάλλον Σύμφωνα με την κοινωνική γνωστική θεωρία, η αλλαγή συμπεριφοράς είναι δυνατή μέσω μίας προσωπικής αίσθησης ελέγχου. Αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να αναλάβουν δράση και να επιλύσουν στην πράξη (instrumentally) ένα πρόβλημα, γίνονται περισσότερο προδιατεθειμένοι για να το κάνουν και αισθάνονται περισσότερο δεσμευμένοι στην απόφαση αυτή. Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια συνδέεται με την προσωπική δράση και έλεγχο (personal action and agency). Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν γεγονότα μπορεί να ζούν περισσότερο δραστήριες και αυτο-καθοριζόμενες ζωές. Αυτή η σκέψη ‘μπορώ να το κάνω’ (‘can do’ cognition) αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου ως προς το περιβάλλον. Αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της ικανότητας κυριαρχίας στις προκλήσεις του περιβάλλοντος μέσω της προσαρμοστικής δράσης (belief of being able to master challenging demands by means of adaptive action). Κατά τον Bandura η αυτεπάρκεια επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι νιώθουν, σκέπτονται και ενεργούν. Χαμηλή αίσθηση αυτεπάρκειας συνδέεται με κατάθλιψη, άγχος, και αίσθημα αβοήθητου. Έχει βρεθεί ότι μία ισχυρή αίσθηση προσωπικής επάρκειας σχετίζεται με καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση. Αναφορικά με τη σκέψη, μία ισχυρή αίσθηση ικανότητας διευκολύνει τη γνωστική διαδικασία και επίδοση σε μία ποικιλία περιστάσεων, όπως για παράδειγμα την ποιότητα της λήψης αποφάσεων (quality if decision-making) η θέτηση στόχων (goal setting) και η ακαδημαϊκή επιτυχία. (σημείωση: οι όροι αυτοαποτελεσματικότητα και αυτεπάρκεια χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και αποτελούν μετάφραση του όρου self-efficacy)
Προσδοκίες αποτελεσμάτων (outcome expectancies) Προσδοκίες σχετικά με τα αποτελέσματα της ανάληψης μιας δράσης Φυσικές (physical) Κοινωνικές (social) Προσωπικές (αυτο-αξιολόγηση) (self-evaluative) Η προσδοκίες των αποτελεσμάτων (outcome expectancies) είναι η άλλη σημαντική μεταβλητή του μοντέλου. Αναφέρεται στις πεποιθήσεις σχετικά με τις συνέπειες της ενέργειας κάποιου. Διακρίνονται σε φυσικές, κοινωνικές και προσδοκίες αυτο-αξιολόγησης (physical, social and self-evaluative). Η συμπεριφορά κάποιου μπορεί να προκαλέσει αλλαγές του σώματος, αντιδράσεις των άλλων, ή αισθήματα για τον ίδιο τον εαυτό. Μαζί με την αυτεπάρκεια επηρεάζουν την θέτηση και εκπλήρωση των στόχων (goal setting and goal pursuit). Προσδοκίες αποτελεσμάτων (outcome expectancies): οι πεποιθήσεις του ατόμου για τις πιθανές συνέπειες των ενεργειών τους. Μπορούν να οργανωθούν κατά μήκος 3 διαστάεων: α) περιοχή επιπτώσεων (consequences), β) θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις, γ) βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Διακρίνονται τρείς τύποι: α) φυσικές προσδοκίες αποτελέσματος (physical outcome expectations). Έχουν να κάνουν με την προσδοκία του τί θα βιώσει το άτομο (βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα) μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς. πχ προσδοκίες δυσφορίας ή συμπτωμάτων ασθένειας. Πχ αμέσως μετά τη διακοπή του καπνίσματος, το άτομο μπορεί να παρατηρήσει μείωση του βήχα (θετική συνέπεια) και υψηλότερο επίπεδο μυική έντασης (αρνητική συνέπεια). β) κοινωνικές προσδοκίες αποτελέσματος (social outcome expectations). Αναφέρονται στις αναμενόμενες κοινωνικές αντιδράσεις μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς. Πχ καπνιστές που εξακολουθούν να καπνίζουν μπορεί να αναμένουν την επίκριση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ή εάν το διακόψουν, θα αναμένουν ότι θα δεχτούν την επιβράβευση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. γ) αυτο-αξιολογητικές προσδοκίες αποτελέσματος (self-evaluative outcome expectancies). Αναφέρονται στην προσδοκία εμπειριών μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς, λόγω εσωτερικών κριτηρίων. Πχ αίσθημα ντροπής, υπερηφάνιας, ικανοποίησης. Αυτές οι τρείς διαστάσεις έχουν επιβεβαιωθεί εμπειρικά (Dijkstra et al., 1997). Οι προσδοκίες σχετικά με τα αποτελέσματα της προσωπικής δράσης και οι πεποιθήσεις σχετικά με την ικανότητα κάποιου περιλαμβάνουν την επιλογή να αντιμετωπίσουν πρακτικά τις απειλές υγείας με την ανάληψη προληπτικής δράσης. Αυτές οι πεποιθήσεις δράσης και οι πεποιθήσεις προσωπικών μέσων αντικατοπτρίζουν ένα λειτουργικό οπτιμισμό. Οι έννοιες της αυτεπάρκειας και των προσδοκιών αποτελέσματος είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και εμπειρικά είναι δύσκολο να διακριθούν επειδή λειτουργούν συνδιαστικά. Η αντίληψη της αυτεπάρκειας μπορεί να περιλαμβάνει προσδοκίες αποτελέσματος γιατί τα άτομα πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν τις αντιδράσεις που είναι απαραίτητες για τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά και οι προσδοκίες αποτελέσματος περιλαμβάνουν την έννοια της αυτεπάρκειας, καθώς υποθέτουν ότι το άτομο θα είναι σε θέση να αναλάβει τις απαραίτητες δράσεις για να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά οι δύο αυτές έννοιες έχουν απόσταση μεταξύ τους σε πολλές περιπτώσεις. Πχ ένας καπνιστής μπορεί να πιστεύει ότι η διακοπή του καπνίσματος θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα υγείας, αλλά να μην νιώθει αυτοπεποίθηση στην ικανότητά του να διακόψει το κάπνισμα. Τόσο οι πεποιθήσεις αυτεπάρκειας όσο και αυτές προσδοκίας αποτελέσματος παίζουν σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση νέων συμπεριφορών υγείας, την εξάλειψη ανθυγειινών έξεων, και για τη διατήρηση των συμπεριφορών που έχουν επιτευχθεί. Αυτές οι μεταβλητές προβλέπουν άμεσα τη συμπεριφορά. Επιπλέον, λειτουργούν μέσω έμμεσων οδών, επηρεάζοντας την επιβολή στόχων και την αντίληψη κοινωνικοδομικών παραγόντων.
Κοινωνικοδομικοί παράγοντες (sociostructural factors) Ευκαιρίες (facilitators, opportunities) Εμπόδια (impediments, barriers) Η αντίληψη αυτοαποτελεσματικότητας επηρεάζει την αντίληψη των ευκαιριών και εμποδίων Η θέτηση στόχων επίσης εξαρτάται από τους αντιλαμβανόμενους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Αυτοί αναφέρονται σε εμπόδια ή ευκαιρίες που υπάρχουν στις συνθήκες διαβίωσης, στα συστήματα υγείας, στα πολιτικά, οικονομικά και περιβαντολλογικά συστήματα. Οι αισιόδοξες συτοπεποιθήσεις για την αυτεπάρκεια κάποιου επίσης ελέγχουν το πώς αυτός θα αντιληφθεί τα εμπόδια και τις ευκαιρίες. Η αυτεπάρκεια επηρεάζει το αν οι άνθρωποι θα δίνουν περισσότερη σημασία στις ευκαιρίες ή τα εμπόδια στη ζωή τους. Άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια αναγνωρίζουν ότι είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια, και να επικεντρωθούν στις ευκαιρίες. Πιστεύουν ότι έιναι ικανοί να ασκήσουν έλεγχο, ακόμα κι αν το περιβάλλον προκαλεί εμπόδια παρά ευκαιρίες. Η αντίληψη αυτεπάρκειας αποτελεί την κεντρική έννοια του μοντέλου. Αν οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους ως άτομα που μπορούν να αυτο-οργανωθούν, να σκεφτούν, να ρυθμίσουν τον εαυτό τους και τη συμπεριφορά τους, και να έχουν μία τάση για δράση, ΄δρώντας επάνω και επηρεάζοντας το περιβάλλον τους, αλλά και αποτελώντας προϊόν του περιβάλλοντος τους, τότε θα πρέπει να καθοδηγούνται από πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό τους που τους επιτρέπουν να κρίνουν τα πράγματα και να ασκούν έλεγχο όποτε αυτό είναι απαραίτητο.
Στόχοι (goals) Κίνητρα και οδηγοί της συμπεριφοράς Αποτελούν απαραίτητη αλλά όχι επαρκή συνθήκη για τη πρόβλεψη της μετέπειτα δράσης (το άτομο μπορεί να έχει μία θετική πρόθεση τελικά να πραγματοποιήσει ένα στόχο) Ταυτίζονται με την έννοια της πρόθεσης Στόχοι (goals): η μεταβλητή αυτή ταυτίζεται με την έννοια της πρόθεσης (οι στόχοι που θέτει το άτομο). Προκειμένου να υιοθετήσουν την επιθυμητή συμπεριφορά, τα άτομα αρχικά θέτουν ένα στόχο και στη συνέχεια επιχειρούν να εκτελέσουν τη δράση. Οι στόχοι λειτουργούν ως κίνητρα και οδηγοί για τη συμπεριφορά. Οι στόχοι διακρίνονται μεταξύ απώτερων (distal) και εγγύτερων (proximal) στόχων. Οι εγγύτεροι στόχοι ρυθμίζουν το ποσό της επενδυόμενης προσπάθειας και καθοδηγούν τη δράση. Οι εγγύτεροι στόχοι είναι περισσότερο κοντά στην έννοια της πρόθεσης. Η έννοια αυτή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο συγκεκριμένη προκειμένου να διευκολύνει την μετέπειτα δράση. Υπάρχει ένα συνεχές μεταξύ απώτερων και εγγύτερων προθέσεων, και μεταξύ προθέσεων στόχων και προθέσεων εφαρμογής. Οι προσδοκίες αποτελέσματος ενθαρρύνουν την απόφαση για την αλλαγή της συμπεριφοράς το ατόμου. Το άτομο ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, που σημαίνει ότι διαθέτουν και θετικές και αρνητικές προσδοκίες αποτελεσμάτων. με βάση αυτή την διαδικασία λήψης απόφασης, μπορεί να διαμορφώσει μία πρόθεση για δράση ή μία πρόθεση να μην δράσει. Οι άνθρωποι δεν θα έθεταν στόχους, αν δεν πίστευαν ότι η επίτευξη αυτών των στόχων δεν θα είχε περισσότερα πλεονεκτήματα από μειονεκτήματα. Επομένως, οι προσδοκίες αποτελέσματος θεωρούνται σημαντικές προβλεπτικές μεταβλητές στο αρχικό στάδιο της διαμόρφωσης των προθέσεων, αλλά λιγότερο σημαντικές για το επόμενα στάδιο του ελέγχου της δράσης. Από την άλλη μεριά, η αυτεπάρκεια φαίνεται πολύ σημαντική, ιδιαίτερα μετά τη διαμόρφωση για την υιοθέτηση της συμπεριφοράς υγείας, όταν το τασκ είναι η μετάφραση της πρόθεσης σε δράση και η αυτο-ρύθμιση της διαδικασίας ακολούθησης του στόχου. Σύμφωνα με την κοινωνιογνωστική θεωρία η διαμόρφωση ενός στόχου είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την επίτευξη ενός στόχου. Είναι μία προσυνθήκη, αλλά δεν διασφαλίζει το ότι το άτομο θα ακολουθήσει τελικά τον στόχο. Η πεποιθήσεις αυτεπάρκειας επηρεάζουν τη συμπεριφορά έμμεσα, μέσω της επίδρασής τους στους στόχους. Η αυτεπάρκεια μεταξύ άλλων παραγόντων, επηρεάζει ποιές προκλήσεις αποφασίζουν να αναλάβουν τα άτομα, και πόσο υψηλά θέτουν τους στόχους τους. Άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια σε ένα συγκεκριμένο χώρο θα επιλέξουν περισσότερο προκλητικούς και φιλόδοξους στόχους. Αισιόδοξες αυτοπεποιθήσεις σχετικά με την ικανότητα κάποιου να ασκήσει έλεγχο στη συμπεριφορά του επηρεάζουν το πώς θα ανταποκριθεί στην ύπαρξη απόστασης μεταξύ των προσωπικών του στόχων και της απόδοσής (προσπάθειας) του. Σε σύγκριση με αυτούς με μη αισιόδοξες αυτοπεποιθήσεις , τα άτομα με υψηλότερη αυτεπάρκεια επενδύουν περισσότερη προσπάθεια όταν η απόσταση μεταξύ στόχων και απόδοσης (DeVellis & DeVellis, 2000). Η υψηλή αυτεπάρκεια βελτιώνει την θέτηση στόχων, αλλά και οδηγεί σε πεισσότερη επιμονή στην ακολούθηση του στόχου. Επιπλέον ενισχύει την αποτελεσματική χρήση γνωστικών μέσων, διαγιγνώσκοντας τα προβλήματα και αναζητώντας αποτελεσματικές λύσεις (Maddux & Lewis, 1995).
Εφαρμογές θεωριών κοινωνικής μάθησης Διερεύνηση ευρέους φάσματος συμπεριφορών υγείας Πρόβλεψη συμπεριφοράς Έρευνες παρέμβασης Εφαρμογές σε προγράμματα προαγωγής υγείας (εκπαίδευσης υγείας κλπ) Εκπαίδευση υγείας: σε δεξιότητες που προστατεύουν/ωφελούν την υγεία
Εφαρμογή της θεωρίας σε προγράμματα προαγωγής υγείας Το άτομο ενθαρρύνεται να συμμετέχει σε διάφορες διαδικασίες: Παρατήρηση και μίμηση της συμπεριφοράς άλλων Παρακολούθηση προτύπου να πραγματοποιεί θετικές συμπεριφορές Ενίσχυση της ικανότητας και της αυτοπεποίθησης στην εφαρμογή νέων δεξιοτήτων Βίωση υποστήριξης από το περιβάλλον στη χρήση των νέων δεξιοτήτων In the application of SLT, the learner is encouraged to: observe and imitate the behaviors of others, see positive behaviors modeled and practiced, increase their own capability and confidence to implement new skills, gain positive attitudes about implementing new skills, and experience support from their environment in order to use their new skills. SLT is a valuable and effective tool for health educators who want to assist their students in gaining new health supporting skills. SLT can help educators determine why certain learning activities work, and why other activities aren’t very effective. Many health educators feel that SLT is consistent with their own experience and "hunches" of what works in prevention programs. But SLT has more than "hunches" to back up its efficacy. Many prevention programs, based on SLT and other theories, have undergone rigorous research-based evaluations to determine if they have been effective in positively changing health behavior. In the arena of sexuality and prevention alone, only a handful of programs have been shown to significantly and positively change sexual risk taking behavior. The majority of those programs (six out of eight) are based totally or in part on SLT.
Κύριες έννοιες (Social Cognitive Theory.doc) Προσδοκίες (expectations) Μάθηση μέσω παρατήρησης (observational learning) Ικανότητα συμπεριφοράς (behavioural capability) Αυτο-αποτελεσματικότητα (self-efficacy) Αμοιβαίος ντετερμινισμός (reciprocal determinism) Ενίσχυση (reinforcement) Έννοιες σημαντικές για τα προγράμματα προαγωγής υγείας (από τη γενικότερη μορφή της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης)
Σημεία προσοχής Σημαντικά τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτή (πίστη στη θεωρία, άνεση στην μοντελοποίηση, στο role play, κλπ) Εξασφάλιση κατάλληλου χώρου για τις συνεδρίες εκμάθησης δεξιοτήτων Εξασφάλιση αρκετού χρόνου Challenges and Considerations in Applying the Social Learning Theory Approach Challenges include: Educators may resist changing their teaching style, particularly if they are more comfortable lecturing to youth. Training and maintaining skilled educators who: believe in the efficacy of what they are teaching; can model desired behaviors; are skilled at leading role plays and other forms of behavioral practice; can keep students on task and cover all required content in a session. The need, in some cases, to make environmental changes in the school, such as: maintaining a low student to educator ratio to accommodate effective student skills practice and classroom management; obtaining school and parental permission for potentially controversial skill-building sessions (e.g., condom practice) and community activities; finding more classroom space to allow for student role play and participation in small group activities. Other special considerations include the following: Scheduling is often a consideration for programs incorporating SLT. Educators may need to schedule multiple education sessions for SLT-based programs since learning and practicing new behavioral skills requires more time than less engaging, didactic approaches. Grant support for programs based on SLT may be easier to elicit from funding agencies. Funders prefer to support programs that are carefully crafted and grounded in well-researched learning theories, such as SLT.
Συμβουλευτική εφαρμογή Ενίσχυση αυτοαποτελεσματικότητας 1. Παροχή ευκαιριών για απόκτηση απαραίτητων δεξιοτήτων 2. Επίδειξη εκτέλεσης συμπεριφοράς από κάποιο/κάποια μοντέλα 3. Πρόβα συμπεριφοράς και προσφορά feedback 4. Συζήτηση προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών και αναζήτηση προσωπικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορεί να συνέβαλλαν στην αποτυχία 5. Αναζήτηση επιτυχημένων αλλαγών στη συμπεριφορά και των τεχνικών που χρησιμοποίησε το άτομο οι οποίες θα μπορούσαν να γενικευθούν για τη στοχευόμενη αλλαγή Ενίσχυση των προσδοκιών αποτελέσματος (αποτελεσματικότητα) 6. Συζήτηση-ενημέρωση για την αποτελεσματικότητα της νέας συμπεριφοράς 7. Συζήτηση για τα θετικά αποτελέσματα (οφέλη) της νέας συμπεριφοράς 8. Παρουσίαση (ή γνωριμία) ατόμου που έχει την εμπειρία της συμπεριφοράς και πιστεύει στην αποτελεσματικότητά της Η κοινωνιογνωστική θεωρία δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς του ατόμου, μέσω διαδικασιών όπως η αυτοαποτελεσματικότητα και η προσδοκίες συμπεριφοράς (ή αποτελεσματικότητα αντίδρασης). Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης (πρόδρομος της κοινωνιογνωστικής θεωρίας) προσέθεσε την έννοια ‘περιβάλλον’ σε μία διαδικασία δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ τριών στοιχείων, δηλαδή ‘ατόμου’, ‘συμπεριφοράς’, και ‘περιβάλλοντος’. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ‘αμοιβαίος ντετερμινισμός’ (reciprocal determinism). Η εισαγωγή της έννοιας του περιβάλλοντος αντικατοπτρίζει τιε ρίζες της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης στην ανάλυση συμπεριφοράς (behaviour analysis). Για την πραγματοποίηση μιας αλλαγής στη συμπεριφορά είναι θεμελιώδες το να πιστεύει το άτομο ότι έχει τις απαραίτητες δεξιότητες να πραγματοποιήσει την εν λόγω συμπεριφορά, και στη συνέχεια να να κατέχει (ελέγξει-master) τις δεξιότητες αυτές. Προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες αλλαγής συμπεριφοράς οδηγούν στην μείωση της αυτοπςποίθησης ότι μπορεί το άτομο να τα καταφέρει. Η συζήτηση των παραγόντων που οδήγησαν στην αποτυχία και η αναζήτηση ενός πλάνου ρεαλιστικού και εφικτού για το άτομο μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της αυτοπεποίθησης και των πιθανοτήτων επιτυχίας. Στη συνέχεια η παροχή feedback για το πως πηγαίνει η προσπάθεια είναι ουσιώδης. Ο τονισμός προηγούμενων επιτυχημένων αλλαγών προσφέρει αποδείξεια ότι η αλλαγή είναι εφικτή και ενίσχυση αίσθησης αποτελεσματικότητας.
Χρήσιμες πηγές Η ιστοσελίδα του Bandura http://des.emory.edu/mfp/self-efficacy.html#bandura Recapp (Resourse Centre for Adolescent Pregnancy Prevention, USA) http://www.etr.org/recapp/theories/slt/Index.htm Elder, J., P., Ayala, G., X., Harris, S., (1999). Theories and intervention approaches to health-behavior change in primary care. American Journal of Preventive Medicine, 17, 4, 275-284. http://www.sciencedirect.com/science?_ob=MImg&_imagekey=B6VHT-3XRP7T1-4-3&_cdi=6075&_user=83470&_orig=search&_coverDate=11%2F30%2F1999&_sk=999829995&view=c&wchp=dGLbVtb-zSkzV&md5=34778601a4955bab3c4f4891644f6883&ie=/sdarticle.pdf Glanz K. and Rimer B.K. (1997). Theory at a Glance: A Guide for Health Promotion Practice. National Institute of Health. http://www.cancer.gov/PDF/481f5d53-63df-41bc-bfaf-5aa48ee1da4d/TAAG3.pdf
Άσκηση ημέρας Θέματα (επιλέξτε ένα από τα παρακάτω) εκπαιδευτικό πρόγραμμα κατά του καπνίσματος για εφήβους. Η μέθοδος που σας ενδιαφέρει να εκπαιδεύσετε τους εφήβους είναι η άρνηση στην προσφορά τσιγάρων Πρόγραμμα υγιεινής διατροφής σε μαθητές. Επιλογή φρούτων και λαχανικών, αποφυγή ζωικών λιπαρών, ζάχαρης, και φαστ-φουντ Εκπαιδευτικό πρόγραμμα προαγωγής ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών (χρήση προφυλακτικού) σε γυναίκες