ΚΑΣΤΡΟ ΜΥΣΤΡΑΣ Ο Μυστράς ήταν Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου και απέχει έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης.
Το 1249 ο Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος έκτισε το κάστρο του στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζυθράς λόγω του σχήματός του ή εκ του ονόματος του παλαιότερου ιδιοκτήτη που λεγόταν Μυζηθράς.
Μετά την ήττα των Φράγκων στη μάχη της Πελαγονίας το 1259, το κάστρο του Μυστρά παραχωρήθηκε στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβάλλεται και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές και κατά τα μέσα του 14ου αιώνα ο Μυστράς καθίσταται πρωτεύουσα της Βυζαντινής Πελοποννήσου. Έτσι δημιουργήθηκε το Δεσποτατο του Μωρεως. Συνετοί Δεσπότες, όπως ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, ο Κωνσταντινος ο Β΄ Παλαιολογος, ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, συνετέλεσαν ώστε ο Μυστράς να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
Το 1460 ο Μυστράς παραδίνεται στους Τούρκους και από τότε αρχίζει η παρακμή του. Την περίοδο 1687 έως 1715 τον Μυστρά, όπως και όλη την Πελοπόννησο, τον κατείχαν οι Βενετοί. Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου.
ΚΑΣΤΡΟ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ Η Μονεμβάσια, ή Μονεμβασία, ή Μονεμβασιά, ήΜονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβασία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας. Είναι περισσότερο γνωστή από το μεσαιωνικό φρούριο, επί του ομώνυμου "Βράχου της Μονεμβασιάς", που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια κατ΄ έναντι πόλη επί της λακωνικής ακτής. Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.
Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης: το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης. Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α' μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την προϊούσα παρακμή της πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης. Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της και το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν με τη Βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.
Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821
ΚΑΣΤΡΟ ΓΕΡΑΚΙΟΥ Στα ανατολικά του σημερινού χωριού, σε λόφο ύψους 400 μ., δεσπόζει ενδιαφέρον μεσαιωνικό κάστρο. Πρόκειται για το κάστρο του Γερακιού που χτίστηκε το 13ο αι. από τους Φράγκους, αφού η περιοχή είχε παραχωρηθεί στο βαρόνο της Τσακωνίας Γκι ντε Ντιβελέ, το 1209, μετά τη Δ' Σταυροφορία και χρησίμευσε ως κατοικία του για να ελέγχει τη γύρω περιοχή. Το κάστρο αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό για τα σινιάλα - με φωτιές - ανάμεσα στα κάστρα του Μυστρά και της Μονεμβασιάς. Από τους Φράγκους περιήλθε στους Βυζαντινούς (1259) οι οποίοι το κράτησαν έως το 1460, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Το πολύ μεγάλο και εκτεταμένο αυτό φρούριο, μεγαλύτερο από του Μυστρά, είχε σχήμα ακανόνιστου παραλληλόγραμμου και διέθετε ισχυρούς πύργους με εξώστες και πολλές στέρνες νερού για τυχόν πολιορκίες. Σήμερα διακρίνονται λείψανα από τα τείχη και ερείπια από το πλήθος των σπιτιών, των αρχοντικών και των εκκλησιών, από τις οποίες διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση ο ναός της Αγίας Παρασκευής, 12ου αι., και του Αγίου Γεωργίου, μέσα στο κάστρο. Ο αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος θεωρεί τη δεύτερη εκκλησία βυζαντινή, 11 ου αι., που προϋπήρχε του φράγκικου κάστρου. Σε σχέδιο βασιλικής με τρία αμφίστυλα, ο ναός του Αγίου Γεωργίου διατηρεί ίχνη από τις τοιχογραφίες, με μεταγενέστερες ζωγραφικές και γλυπτικές επεμβάσεις των Φράγκων στη διακόσμηση και μια παλιά εικόνα του αγίου. Αξιόλογα βυζαντινά μνημεία διατηρούνται, 7 χλμ Ν από το Γέρακα, και στο χωριό Βρονταμάς.
Στα τελευταία χρόνια πριν από τη φραγκική κατάκτηση κτίστηκαν μερικοί από τους ναούς που σώζονται ακόμη και σήμερα, όπως ο τρίκλιτος ναός του Αγίου Γεωργίου στο Κάστρο σε ρυθμό θολωτής βασιλικής με νάρθηκα και τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, καθώς και ένα θαυμάσιο διάγλυπτο εικονοστάσιο από πωρόλιθο, ο σταυρεπίστεγος ναός των Θεοφανίων στη μέση του βουνού του Κάστρου με τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, ο σταυροειδής μονόκλιτος ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου με τοιχογραφίες του 12ου αιώνα στη συνοικία Επάνω Βρύση, ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Πύργο με τοιχογραφίες του 13ου αιώνα και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου στην "Κάτω Βρύση", ρυθμού θολωτής βασιλικής με τοιχογραφίες σε δύο στρώματα, το ένα από το 1300 και το άλλο με εγχαραγμένη χρονολογία 1450. Είναι πιθανόν ότι στην ίδια χρονική περίοδο ανήκουν και άλλοι κατεστραμμένοι ναοί γύρω από το χωριό, των οποίων σε πολλές περιπτώσεις μόνον τα θεμέλια σώζονται. Εικάζεται επίσης ότι κατά τους ίδιους χρόνους επικράτησε το νέο όνομα Γεράκι, με το οποίο είναι γνωστός ο τόπος αυτός σήμερα.
ΚΑΣΤΡΟ ΜΑΝΗΣ Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου που καλύπτει τη χερσόνησο του Ταϋγέτου. Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τον αποικισμό των Σλάβων στην Πελοπόννησο τον 8ο μ.Χ. αιώνα, εγκαταστάθηκαν Σλάβοι γύρω απ' τη Μάνη και κυρίως στις πλαγιές του Ταϋγέτου. Οι Μανιάτες έγιναν χριστιανοί στα μέσα του 9ου αιώνα, όταν ήρθε ο Νίκων ο Μετανοείτε για να τους σταθεροποιήσει την πίστη στο χριστιανισμό. Με την πάροδο του χρόνου, με την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και κυρίως με την επικοινωνία και επιμειξία των Σλάβικων χωριών με τους Έλληνες κατοίκους, μετά τον εκχριστιανισμό συνετελέσθη και ο εξελληνισμός αυτών. Στους αιώνες που ακολουθούν οι κάτοικοι της περιοχής αποσύρονται στα ορεινά του Ταϋγέτου, όταν οι Άραβες σπέρνουν τον τρόμο στα ελληνικά παράλια. Αργότερα οι Φράγκοι δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να υποτάξουν τους Μανιάτες, και τελικά αρκέστηκαν στο να χτίσουν τρία φρούρια: του Πασσαβά, της Μεγάλης Μάνης και του Λεύκτρου, για να εξασφαλίσουν τη γενική επίβλεψη της περιοχής. Μετά την πτώση των Βιλλαρδουΐνων, η Μάνη αποτέλεσε περιοχή του δεσποτάτου του Μυστρά, του κράτους των Παλαιολόγων. Η Φραγκική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 13ο αιώνα φέρνει στα βουνά της Μάνης κι άλλους πρόσφυγες. Την ίδια επίσης εποχή αλλά και τα επόμενα χρόνια οι πειρατές έβρισκαν καταφύγιο στις ακτές της Μάνης.
ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΝΟ ΜΠΕΓΚΟΤΑΡΑ΄Ι΄