ΕΧΙΔΝΑ Οι Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae) γνωστές και ως έχιδνες είναι οικογένεια της τάξης των μονοτρημάτων, τάξη ωοτόκων θηλαστικών. Υπάρχουν τέσσερα επιζώντα είδη, τα οποία, μαζί με τον πλατύποδα, είναι τα μόνα επιζώντα είδη της τάξης και τα μόνα επιζώντα ωοτόκα θηλαστικά.[2] Παρόλο που η δίαιτά τους αποτελείται κατά κύριο λόγο από μυρμήγκια και τερμίτες, δεν έχουν κοντινή συγγένεια με τους μυρμηγκοφάγους της Αμερικής. Ζουν στη Νέα Γουϊνέα και την Αυστραλία
Ορνιθόρυγχος (πλατύποδας) Ο πλατύποδας (Ornithorhynchus anatinus - Ορνιθόρυγχος ο παπίσιος) είναι ένα ημιυδρόβιο θηλαστικό ενδημικό στην ανατολική Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης και της Τασμανίας. Μαζί με τα τέσσερα υπάρχοντα είδη έχιδνας αποτελούν τα πέντε είδη μονοτρημάτων που είναι τα μόνα θηλαστικά που γεννούν αυγά αντί για νεογνά. Είναι ο μοναδικός επιζών αντιπρόσωπος της οικογένειάς του (Ornithorhynchidae) και του γένους του (Ornithorhynchus). Συγγενή είδη έχουν βρεθεί σε έναν αριθμό απολιθωμάτων. Η περίεργη εμφάνιση αυτού του ωοτόκου, δηλητηριώδους, θηλαστικού με ράμφος που θυμίζει αυτό της πάπιας, και ουρά σαν του κάστορα, και πόδια σαν αυτά της βίδρας ξάφνιασε τόσο του Ευρωπαίους φυσιοδίφες όταν το συνάντησαν για πρώτη φορά, ώστε κάποιοι το θεώρησαν ως μια περίτεχνη απάτη.
ΣΑΛΑΜΑΝΔΡΑ Η Σαλαμάνδρα είναι ένα αμφίβιο με ουρά που συναντάται στη κεντρική και νότια Ευρώπη. Ξεχωρίζει εξαιτίας των έντονων χρωματισμών (συνήθως κίτρινου χρώματος) που υπάρχουν πάνω στο δέρμα της. Η σαλαμάνδρα ζει στην ξηρά κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και γίνεται υδρόβια την εποχή του πολλαπλασιασμού. Το σπέρμα του αρσενικού αποτίθεται στο νερό μέσα σε μια κύστη που λέγεται σπερματοφόρος και την οποία μαζεύει το θηλυκό για να γονιμοποιήσει τα 200-400 αυγά που έχει μέσα στο σώμα του. Μετά, το θηλυκό αφήνει τα αυγά σε δέσμες πάνω σε κάποιο βράχο ή υδρόβιο φυτό. Στο τέλος του καλοκαιριού ολοκληρώνεται η μεταμόρφωση και τα μικρά αφήνουν το νερό. Επιστρέφουν στο νερό όταν ενηλικιωθούν, για να πάρουν μέρος κι αυτά στον πολλαπλασιασμό.
Μπαμπουίνος Μπαμπουίνοι ονομάζονται οι Αφρικανικές και Ασιατικές μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου που ανήκουν στο γένος Papio, μέρος της οικογένειας Κερκοπιθηκίδες (Cercopithecidae). Υπάρχουν πέντε είδη, μερικά εκ των οποίων αποτελούν τα μεγαλύτερα μη-ανθρώπινα μέλη της τάξης των Πρωτευόντων (συγκεκριμένα τα μεγαλύτερα είδη είναι ο Μανδρίλος και ο Δρίλος). Παλαιότερα, τα στενά συσχετισμένα είδη Γκελάντα (γένος Θηροπίθηκος) και τα δύο είδη Μανδρίλων και Δρίλων (γένος Μανδρίλος) ταξινομούνταν στο ίδιο γένος, και αποκαλούνταν όλα "μπαμπουίνοι". Ποικίλουν σε μέγεθος και βάρος ανάλογα με το είδος. Ο Μπαμπουίνος της Γουινέας είναι πενήντα εκατοστά και ζυγίζει μόνο 14 κιλά, ενώ ο μεγαλύτερος Μπαμπουίνος τσάκμα είναι 120 εκατοστά και ζυγίζει 40 κιλά.
Λεμούριος Ο λεμούριος[1][2] είναι είδος προπίθηκου, της τάξης των πρωτευόντων. Αποτελεί ενδημικό είδος στη Μαδαγασκάρη και το είδος καφέ λεμούριος απειλείται[3]με εξαφάνιση. Επίσης, αρκετά είδη απειλούνται εξαιτίας της λαθροθηρίας[4]. Η ονομασία τους προέρχεται από το λατινικό lemures, που σημαίνει: «πνεύματα της νύχτας» και αναφέρεται στα έντονα και εκτυφλωτικά μάτια των νυκτόβιων ειδών. Η κοινή και γνωστότερη ονομασία του ζώου, που χρησιμοποιείται πιο πολύ σήμερα είναι λεμούριος.
Δενδρόβιο καγκουρό Το είδος αυτό ζει στα τροπικά δάση της Ινδονησίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και στα κοντινά νησιά. Τα περισσότερα βρίσκονται σε ορεινές περιοχές, αλλά μπορεί να εμφανιστούν και σε πεδινές. Έχουν αναπτύξει εξαιρετικά μακριές ουρές, που τα βοηθούν στηνισορροπία και μεγάλα, ισχυρά μπροστινά πόδια (σε αντίθεση με τα καγκουρό του εδάφους), που τα βοηθούν στο σκαρφάλωμα. Τρέφονται κυρίως με φύλλα και φρούτα, αλλά και με σιτηρά, λουλούδια, αυγά ακόμα και με μικρά πουλιά. Θεωρείται απειλούμενο είδος λόγω του ανεξέλεγκτου κυνηγιού και της απώλειας των ενδιαιτημάτων του. Το είδος Wondivvoi χαρακτηρίζεται "άκρως απειλούμενο" (πιθανόν να έχει εκλείψει). Μόνο 50 άτομα από αυτό το είδος παραμένουν. Ομοίως το άκρως απειλούμενο Dingiso έχει υποστεί μείωση του πληθυσμού του κατά 80% τα τελευταία 30 χρόνια.