Ενδυμασία Εργασία στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας
Όταν η Εύα έφαγε το μήλο, ...
Αδάμ ..... ένοιωσε τη γύμνια της, και ...
Τί είναι, Εύα;
Φόρα αυτό το ρούχο πάνω σου!
Γιατί, Εύα;
Φάε αυτό το μήλο, και θα καταλάβεις!
Μου πάει;
Μπορεί ο Αδάμ και η Εύα να έχασαν τον παράδεισο, όμως τουλάχιστον ντύθηκαν ...
Τί να ήταν αυτό όμως, που έκανε την Εύα να ντυθεί; Κρύωνε; ή μήπως ντυμένη ένοιωθε πιο όμορφη;
Αυτό δε μπορεί να το απαντήσει κανείς. Οι λόγοι για τους οποίους επινοήθηκε το ένδυμα δεν πρέπει να ήταν αποκλειστικά πρακτικοί, αφού συναντούμε τον άνθρωπο ντυμένο και σε τόπους όπου οι καιρικές συνθήκες δεν το επέβαλλαν.
Γιατί ξεκίνησε ο άνθρωπος να φοράει ρούχα; Γιατί ξεκίνησε ο άνθρωπος να φοράει ρούχα; Οι αρχαιολόγοι εικάζουν, ότι ισχυρό κίνητρο για το ντύσιμο του ανθρώπου πρέπει να αποτέλεσε η επιθυμία του να στολιστεί με σκοπό να κυριαρχήσει και να επιβληθεί, κυρίως, στο άλλο φύλο.
Ίσως όμως να ήθελε να δείξει τη δύναμή του στην ομάδα του και να γίνει ο αρχηγός ή να εντυπωσιάσει, να εκφοβίσει και να νικήσει τους εχθρούς του.
Όπως και να έχει το θέμα, είτε από θρησκευτικής είτε από αρχαιολογικοεπιστιμονικής απόψεως, ο άνθρωπος ντύθηκε.
Από τί ήταν φτιαγμένα τα πρώτα ενδύματα; Το πρώτο υλικό των ενδυμάτων ήταν απλούστατο: δέρματα ζώων, φύλλα, φυτά και φτερά πουλιών ...
... που ο άνθρωπος της νεολιθικής εποχής έραβε με κλωστές από μαλλιά αλόγων, τένοντες και τσουκνίδες.
Ανάλογα ήταν και τα πρώτα συστήματα ραπτικής, που περιορίζονταν σε άτεχνες πόρπες, σουβλιά, καρφίτσες κλπ.
Τα πρώτα υφάσματα Με την ανάπτυξη της γεωργίας και κτηνοτροφίας, που αποτέλεσαν δύο κεφαλαιώδεις για την εξέλιξη του ανθρώπου δραστηριότητες, δημιουργούνται υφάσματα από ζωικές και φυτικές ύλες: μαλλί, λινάρι, καννάβι, βαμβάκι και μετάξι.
Όταν ή Πηνελόπη λοιπόν ύφαινε και ξήλωνε περίτεχνο ύφασμα, η ανθρωπότητα ζούσε στην εποχή του χαλκού και ... ... η υφαντική τέχνη ήταν διαδομένη ήδη από πολλούς αιώνες πριν.
... μετετρέποντας τα απλά ρούχα σε σωστά κομψοτεχνήματα
Αναπτύσσοντας λοιπόν την υφαντουργία οι άνθρωποι στολίστηκαν αρχικά με υφαντά, που τα έζωναν γύρω από το κορμί τους.
Μετά δημιούργησαν διάφορα ενδύματα, που τα στερέωσαν στους ώμους με διάφορους τρόπους και τα ονόμασαν «Χιτώνες».
Όταν μια μέρα άνοιξαν μια τρύπα στο κέντρο ενός τέτοιου υφαντού, και πέρασαν από εκεί το κεφάλι, το ίδιο αυτό υφαντό κρεμόταν πια από τους ώμους. Τότε, άλλοι το είπαν Τούνικα, άλλοι Πόντσο, μα οι δικοί μας εξακολούθησαν να το λένε «Χιτώνα».
Όταν οι Κεντροασιάτες εισέβαλλαν δυναμικά στα μέρη μας, έφεραν μαζί τους ένα βολικό πανοφόρι, πιο βολικό από τα τυλιχτά πανοφόρια, τους μανδύες, τα σαγκούν, τις χλαίνες: Το ντουλαμά.
Για να δούμε όμως, τι σημαίνει ενδυμασία και ας κάνουμε ένα ταξίδι από το παρελθόν ως τις μέρες μας.
Τί σημαίνει ενδυμασία; Με τον όρο «ενδυμασία» εννοούμε το σύνολο των ενδυμάτων που απαρτίζουν την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, ενώ ο όρος «ένδυμα» καλύπτει κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό, κατεργασμένο ή όχι, αν ικανοποιεί τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιείται.
Ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας από την Αρχαία Αίγυπτο
Η ενδυμασία στην Αρχαία Αίγυπτο Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φορούσαν ελαφρά και δροσερά ρούχα από λεπτό, άβαφο λινό ύφασμα. Τα ρούχα τους απλώς τα τύλιγαν γύρω από το σώμα, γι’ αυτό και είχαν ελάχιστες ραφές.
Οι γυναίκες φορούσαν απλό, ίσιο φόρεμα με τιράντες, φτιαγμένο από ένα ορθογώνιο κομμάτι λινό, με ραφή στη μία πλευρά. Για να μη ζεσταίνονται, χρησιμοπιούασν πολύ λεπτά υφάσματα και δε φορούσαν εσώρουχα.
Οι άνδρες τύλιγαν γύρω από τη μέση τους ένα λινό ύφασμα με πιέτες, που το στερέωναν με κόμπο ή με πόρπη.
Αυτό το απλό ντύσιμο δεν άλλαξε, αν και στα χρόνια του Μέσου Βασιλείου πλούσιες και φτωχές άρχισαν να φορούν κολιέ με πολύχρωμα σχέδια.
Οι άνδρες φορούσαν πιο μακριές ίσιες φούστες Οι άνδρες φορούσαν πιο μακριές ίσιες φούστες. Το χειμώνα, όταν έκανε κρύο, φορούσαν μακριούς μανδύες.
Η μόδα του Νέου Βασιλείου ήταν πιο κομψή Η μόδα του Νέου Βασιλείου ήταν πιο κομψή. Οι γυναίκες φορούσαν πλισέ χιτώνες με κρόσσια πάνω απ΄το ίσιο φόρεμα
Οι άνδρες φορούσαν περίζωμα ή ποδιά με πλισέδες (μικρές πιέτες) και κρόσσια, που ήταν πολύ της μόδας.
Το λινό ήταν πολύ διαδεδομένο εκείνη την εποχή, επειδή το λινάρι ευδοκιμούσε στο έδαφος του Νείλου.
Το λευκό ήταν το χρώμα της αγνότητας και τα ρούχα στα χρόνια του Αρχαίου και του Μέσου Βασιλείου ράβονταν κυρίως από λευκό, λινό ύφασμα.
Εβαφαν μερικές φορές το λινό με καφέ και γαλάζιες βαφές, αλλά δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πιο ζωηρά χρώματα, όπως πράσινο και κόκκινο, επειδή χρειάζονταν ειδικό στερεωτική για τη σταθεροποήση του χρώματος. Στα χρόνια του Νέου Βασιλείου ανακαλύφθηκε αυτό το στερεωτικό, κι έτσι τα ρούχα έγιναν πιο ζωηρόχρωμα και τα σχέδιά τους πιο περίτεχνα.
Και τι γινόταν στην Ελλάδα; Οι αρχαίοι Ελληνες, όπως βλέπουμε στις απεικονίσεις των αγγείων και των γλυπτών, είχαν ξεπεράσει το στάδιο εκείνο όπου το ένδυμα χρησιμεύει για να προστατευτεί ο άνθρωπος από το κρύο και τη ζέστη. Είχαν αναπτύξει την τέχνη της υφαντικής και έφτιαχναν τα ρούχα τους με πολλή επιμέλεια και φροντίδα.
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο.
Τα γυναικεία ενδύματα χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Στο ελαφρύ εσωτερικό ένδυμα, το "χιτώνιο",
το πιο βαρύ που το έριχναν από πάνω τους και λεγόταν "πέπλο" και
το "ιμάτιο".
Τα γυναικεία ενδύματα ήταν με ζωηρά χρώματα και τα υφάσματα που ύφαιναν στους αργαλειούς τους τα έβαφαν με χρωστικές ουσίες που έπαιρναν από διάφορα φυτά. Με τα κορδόνια που συγκροτούσαν τον χιτώνα έφτιαχναν περίτεχνες πτυχώσεις. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο κάτω από το στήθος, ενώ τα νεαρά κορίτσια έδεναν το κορδόνι στο θώρακα ή στους γοφούς. Όταν ο χιτώνας είχε μακριά μανίκια, οι άκρες του πιανόταν με μια πόρπη από τον ένα ώμο ή τις έδεναν κόμπο πάνω από το στήθος.
Οταν οι γυναίκες έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν ένα μακρύ πέπλο, το "κρήδεμνο" που το τύλιγαν επιδέξια γύρω τους, σκέπαζαν το κεφάλι τους και άφηναν την άκρη να πέφτει ελεύθερη.
Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα, όπως χρυσά σπειροειδή σκουλαρίκια ("ενώτια"), χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια που τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα, δαχτυλίδια κ.α.
Σπουδαία κοσμήματα ανακαλύφθηκαν στην Κρήτη και στις Μυκήνες. Ενώ η γυναικεία φορεσιά είχε έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, η ανδρική ήταν περισσότερο λιτή και πρακτική.
Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή.
Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη.
Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα.
Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος.
Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους.
Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.
Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι.
Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες.
Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.
Και ερχόμαστε στο Βυζάντιο.
Η μόδα στο Βυζάντιο κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ..
Βυζαντινή περίοδος. Το πιο αντιπροσωπευτικό βυζαντινό ένδυμα, παρουσιάζεται στο πασίγνωστο ψηφιδωτό από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη συνοδεία του και αντίστοιχα η Θεοδώρα με τη δική της συνοδεία.
Έχουμε ως κύριο ένδυμα την τουνίκα με τα σημεία (διακοσμητικά μοτίβα) και τα κλαβία (διακοσμητικές ταινίες). Οι κοσμικοί, δεξιά από τον Ιουστινιανό, αλλά και ο αυτοκράτορας, καθώς και οι δύο άνδρες στα δεξιά της Θεοδώρας φορούν ως επίβλημα το sagum, είδος χλαμύδας, με τα ταβλία (tabulae), τα οποία, πορφυρά ή χρυσοκέντητα, ή και από πολύτιμη στόφα, χαρακτηρίζουν τη χλαμύδα των αρχόντων.
Τη θέση τους πιθανόν να την προσδιορίζουν οι ραφές που δημιουργούν τα εσωτερικά κρατήματα-θήκες που συναντώνται σε παρόμοιες λαϊκές κάπες και που πιθανόν να υπάρχουν και εδώ. Τον μανδύα στερεώνουν στο δεξιό ώμο με μια πόρπη (fibula).
Οι κληρικοί φορούν λευκές φαρδομάνικες τουνίκες ή δαλματικές, οι οποίες πιθανόν να είναι λινές. Το κεντρικό τους τμήμα τονίζεται από τη σκουρόχρωμη ούγια δεξιά κι αριστερά. Τα γυναικεία φορέματα που εικονίζονται στα ψηφιδωτό και τρεις μανδύες είναι από στόφα. Το λευκό φόρεμα της Θεοδώρας έχει χρυσοποίκιλτο ποδόγυρο με στύλους, ενώ στο ένδυμα του Ιουστινιανού φαίνεται στον ποδόγυρο μόνον ένας στύλος. Όλοι φορούν επιμανίκια.
Τα μεταξωτά χρυσοΰφαντα υφάσματα εισάγονταν από την Ανατολή σε μεγάλες ποσότητες στα χρόνια του Ιουστινιανού. Είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών. Τα ενδύματα στενεύουν, καθώς εισαγόμενα υφάσματα είναι στενά. Από τότε και μετά αναφέρονται ενδύματα με παράξενα ονόματα, που πιθανόν να τα παίρνουν από τα υφάσματα που είναι ραμμένα.
Τέτοια ενδύματα είναι τα καβάδια, τα σκαραμάγγια, τζιτζάκια, τα δεβητησία. Μερικά από αυτά ήταν πολύ βαριά και σωληνωτά ή συρματένια. Μερικοί πίστευαν ότι πρόκειται για ενδύματα ενισχυμένα εσωτερικά με σύρμα, για να στέκουν τεντωμένα. Άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για κεντήματα «συρμακέσικα» με τιρτίρ.
Η καταγωγή αυτών των ενδυμάτων δεν ήταν ελληνική και αντικατέστησε κατά κύριο λόγο τα εξωτερικά ενδύματα. Τα ταμπάρια, οι γρανάτζες και ο λαπατσάς, ενδύματα με πολύ μακριά μανίκια που μπορούσαν να φορεθούν ή να μένουν κρεμασμένα πίσω, ήταν κι αυτά πανωφόρια.
Τα πρώτα βυζαντινά ενδύματα ήταν επηρεασμένα από τις ρωμαϊκές ενδυματολογικές συνήθειες και μάλιστα των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Ως γνωστό το Βυζάντιο είναι η συνέχεια του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Έχουμε λοιπόν ως βασικό ένδυμα για άνδρες και γυναίκες την τουνίκα, που σταδιακά μετασχηματίζεται σε δαλματική και επιβιώνει ως κύριο ένδυμα, η ως βασικό τμήμα πιο σύνθετων συνόλων, στις σχετικές φορεσιές των λαών της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ένας Βυζαντινός μπορούσε να φοράει ή να μη φοράει εσώρουχο βρακί, φορούσε όμως ψηλές κάλτσες, πλεκτές ή ραμμένες από λοξό ύφασμα, που θα πρέπει να τις στερέωνε σε μια εσωτερική ζώνη στη μέση, καθώς και μια κοντή ή μακριά πουκαμίσα, ανάλογα με το επάγγελμα, την κοινωνική του θέση και την περίσταση. Οι αγρότες και οι στρατιωτικοί φορούσαν κοντές πουκαμίσες, με ζώνη στη μέση ή ελεύθερες, και συχνά τις τραβούσαν ανάμεσα στα σκέλη, σχηματίζοντας ένα είδος βρακιού.
Η φορεσιά των στρατιωτικών ήταν αρχικά πανομοιότυπη με αυτή των Ρωμαίων. Έτσι εικονίζονται οι στρατιωτικοί Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, καθώς και οι Άγιοι Θεόδωροι και πολύ συχνά οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Μακριές πουκαμίσες φορούσαν όλοι οι άλλοι πολίτες Μακριές πουκαμίσες φορούσαν όλοι οι άλλοι πολίτες. Η κοντή πουκαμίσα επέζησε ως ανδρικό αγροτικό ένδυμα σε όλες τις τοπικές φορεσιές της Ευρώπης. Στη Χερσόνησο του Αίμου και στην Ελλάδα, ειδικότερα στην Πελοπόννησο, στα Μέγαρα της Αττικής και στη Μακεδονία, φοριόταν ως καθημερινό αλλά και γιορτινό ένδυμα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας μας διατηρήθηκε ως εσώρουχο ένδυμα και οι άνδρες την έβαζαν μέσα στο παντελόνι ή φοριόταν κάποιο κοντό πανωφόρι πάνω απ’ αυτή.
Τις μακριές πουκαμίσες τις έφτιαχναν αρχικά με απλά υφαντά υφάσματα που τα στόλιζαν με τον ίδιο τρόπο που στόλιζαν και οι Κόπτες τις πουκαμίσες τους, δηλαδή με διακοσμητικές ταινίες, τα κλαβία (clavi), με αυτό το όνομα διακοσμητικά μοτίβα, τα σημεία (segnenta) και με τετράγωνα διακοσμητικά πολύτιμα επίρραφα τμήματα, κεντητά, υφαντά ή βαμμένα με πορφυρό χρώμα, τα ταβλία (tabulae). Συμπλήρωναν τη φορεσιά με ένα μανδύα, που αρχικά ήταν η toga και η χλαμύδα (sagum), γνωστή τότε με διάφορες ονομασίες. Η toga φοριόταν από τους Ρωμαίους με ένα ειδικό τρόπο, σε άλλα σημεία διπλωμένη και σε άλλα ανοιχτή, προκειμένου τελικά να αναδειχτούν οι χρυσοκέντητες παρυφές της. Τέτοια ήταν η περίφημη toga picta et palmata.
Στα βυζαντινά χρόνια επέζησε μόνο το χρυσόπαστο (χρυσοκέντητο ή χρυσοΰφαντο) κλαβίο των παρυφών, γνωστό ως λώρος, μια χρυσοκέντητη δηλαδή λωρίδα που την τύλιγαν γύρω από τον κορμό σαν toga.
Ανάλογη ήταν η, πάντα ποδήρης, γυναικεία φορεσιά Ανάλογη ήταν η, πάντα ποδήρης, γυναικεία φορεσιά. Αρχικά ίσχυε ο συνδυασμός tunica-stola. Αργότερα φορέθηκε μόνη της η τουνίκα που μετεξελίχθηκε σε δαλματική.
Οι γυναίκες φορούσαν ζώνες στη μέση, που άλλοτε σχημάτιζαν ένα ρηχό κι άλλοτε ένα βαθύ κόλπο. Πολλές φορές όμως φορούσαν την πουκαμίσα τελείως ριχτή. Την ιδιαιτερότητα του «κοντού πάνω από το μακρύ», αν δεν την πετύχαιναν με τον κόλπο, συνδύαζαν δύο πουκαμίσες, μια μακριά και από πάνω μια κοντή. Η δεύτερη πουκαμίσα μπορούσε να είναι αμάνικη. Αυτή η σύνθεση με δύο πουκαμίσες επέζησε στις τοπικές φορεσιές της Ανατολικής Βαλκανικής και της Ρωσίας, ένα στην Ελλάδα έχουμε μια παραλλαγή, την τουνίκα που στο μπροστινό της μέρος ήταν ανοιχτή.
Είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει κανείς την υψηλή ποιότητα της βυζαντινής υφαντικής τέχνης, αν δεν δει ένα τουλάχιστον δείγμα της παραγωγής των αυτοκρατορικών υφαντηρίων. Αίσθηση προκαλεί το βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα που φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαμβέργης στη Γερμανία. Είναι μια στόφα 2Χ2 μ. περίπου.
Στο στικτό κάμπο ένας έφιππος αυτοκράτορας σε θριαμβική πορεία, πιθανόν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, δέχεται από δύο κοπέλες μια περικεφαλαία με λοφίο κι ένα στέμμα. Το ύφασμα θεωρείται βασιλικό δώρο του Κωνσταντίνου Ι΄ (1059-1067 μ.Χ.) στο Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ (1056-1106 μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκε όμως ως σάβανο του επισκόπου Gunther της Βαμβέργης το 1065.
Η δαλματική, που με τον καιρό πήρε τη θέση της τουνίκας, ήταν αρχικά ένδυμα μακρύ, που αποτελούνταν από πολλά κομμάτια, ραμμένα μεταξύ τους. Έχει σχήμα τραπεζιόσχημου ενδύματος, με ή χωρίς μανίκια, που εφαρμόζει στο κορμί και διευκολύνει, έτσι, την προσθήκη πάνω απ’ αυτή ενδυμάτων με ανάλογο κόψιμο. Στην αρχή είχε μεγάλο μήκος και την αναδίπλωναν στη μέση με ζώνη, σχηματίζοντας κόλπο.
Πολύ μεγάλη ήταν αναμφισβήτητα η σημασία που είχε για την εξέλιξη της ενδυμασίας η ίδρυση ενός χριστιανικού κράτους σε μια περιοχή όπου οι ενδυματολογικές συνήθειες και τα υφάσματα της Περσίας των Σασσανιδών και της Ανατολής κέρδιζαν συνεχώς έδαφος.
Και τώρα, ας περιηγηθούμε στην έκθεση «4000 χρόνια Ελληνικής Φορεσιάς»
Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα παρουσιάστηκαν οι πρώτες τεχνικές ίνες με βάση την κυτταρίνη (ραιγιόν) που διαδόθηκαν αρκετά γρήγορα. Ακολούθησαν άλλες ίνες με χημικές διεργασίες (νάυλον, ορλόν), που αντικατέστησαν τα μάλλινα και βαμβακερά υφάσματα. Την παραγωγή τους απλούστευσε και διευκόλυνε η βιομηχανική πρόοδος που σημειώθηκε από τον 19ο αιώνα και παραμέρισε τη βιοτεχνική υφαντουργία, τη ραπτική και προ πάντων την οικιακή τέχνη.