Τα τρία μικρά λυκάκια
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν τρία μικρά λυκάκια. Το πρώτο ήταν άσπρο, το δεύτερο μαύρο και το τρίτο γκρίζο με πράσινη ουρά.
Μια μέρα τους φώναξε η μαμά τους και τους είπε ότι είχαν μεγαλώσει πια και έπρεπε να φτιάξουν ένα δικό τους σπίτι. Έπρεπε όμως να είναι πολύ προσεκτικοί με το Ρούνι Ρούνι, το ύπουλο κακό γουρούνι.
Στο δρόμο συνάντησαν το Ζιπ Ζιπ Ζορό το καγκουρό και του ζήτησαν να τους δώσει λίγα από τα τούβλα που κουβαλούσε. Ο Ζιπ Ζιπ Ζορό τους έδωσε όσα ζήτησαν και 3 παραπάνω. Έτσι έχτισαν ένα τούβλινο σπίτι.
Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ο Ρούνι Ρούνι το ύπουλο κακό γουρούνι και ζήτησε από τα λυκάκια να βγουν από το σπίτι. Εκείνα όμως αρνήθηκαν. Τότε ο Ρούνι Ρούνι άρχισε να φυσά πολύ δυνατά. Το τούβλινο σπιτάκι δεν κουνήθηκε καθόλου. Τότε λοιπόν ο Ρούνι Ρούνι πήρε ένα μεγάλο σφυρί, γκρέμισε το σπίτι και άρχισε να κυνηγάει τα λυκάκια.
Τα λυκάκια φοβισμένα κρύφτηκαν πίσω από ένα πηγάδι και άρχισαν να συζητούν τι θα κάνουν με το σπίτι. Ώσπου εμφανίστηκε μπροστά τους ο μάστορας – κάστορας που ανακάτευε πηχτό τσιμέντο. Τον παρακάλεσαν να τους δώσει λίγο τσιμέντο κι εκείνος δέχτηκε με χαρά. Τα τρία λυκάκια στρώθηκαν στη δουλειά και έφταιξαν ένα τσιμεντένιο σπίτι.
Την άλλη μέρα εμφανίστηκε πάλι ο Ρούνι Ρούνι και ζήτησε από τα μικρά λυκάκια να βγουν από το σπίτι. Επειδή εκείνα αρνήθηκαν ο Ρούνι Ρούνι άρχισε να φυσά πάρα πολύ δυνατά σαν ανεμοθύελα. Το τσιμεντένιο σπιτάκι δεν κουνήθηκε καθόλου. Τότε ο Ρούνι Ρούνι πήρε ένα κομπρεσέρ, έκανε σκόνη το τσιμεντένιο σπιτάκι και άρχισε να κυνηγάει τα τρία μικρά λυκάκια.
Τα λυκάκια τρομαγμένα κρύφτηκαν πίσω από ένα φράχτη και σκονισμένα όπως ήταν αποφάσισαν να φτιάξουν ένα πιο γερό σπίτι. Για καλή τους εκείνη την ώρα περνούσε ο ρινόκερος Πόπο Λιμπόπο, που κουβαλούσε πλάκες από ατσάλι συρματόπλεγμα και αλυσίδες. Τους έδωσε απ’ όλα. Έτσι τα τρία μικρά λυκάκια στρώθηκαν στη δουλειά και χτίσανε ένα ατσαλένιο σπίτι.
Για ακόμη μία φορά όμως ο Ρούνι Ρούνι δεν άφησε τα λυκάκια σε ησυχία. Φύσηξε πολύ δυνατά σαν δέκα τυφώνες μαζί. Το σπιτάκι ούτε που κουνήθηκε! Τότε το κακό γουρούνι έβαλε ένα δυναμίτη, ανατίναξε το σπίτι και πήρε στο κυνήγι τα λυκάκια! Εκείνα με τρεμουλιαστές ουρίτσες κρύφτηκαν σε μια κουφάλα. Πάνω στην ώρα είδανε ένα φλαμίνγκο που το λέγανε Φιγκο-Μιγκο και έσπρωχνε ένα καρότσι με λουλούδια.
Του ζήτησαν να τους δώσει μερικά από τα λουλούδια που είχε στο καρότσι του κι εκείνο δέχτηκε με μεγάλη του χαρά. Έτσι τα τρία μικρά λυκάκια έφτιαξαν ένα λουλουδένιο σπιτάκι. Αφού τελείωσαν το σπίτι, εμφανίστηκε ο Ρούνι Ρούνι και ζήτησε από τα μικρά λυκάκια να βγουν έξω. Αν δεν ανοίξετε αμέσως τώρα θα φυσήξω με φόρα και θυμό, τους είπε. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φυσήξει δυνατά τον πλημμύρισε η ευωδία των λουλουδιών. Μύριζε και ξαναμύριζε. Ο Ρούνι Ρούνι ήταν πλέον πολύ χαρούμενος. Τα τρία μικρά λυκάκια βγήκαν από το σπίτι και άρχισαν να παίζουν ξέγνοιαστα με το Ρούνι Ρούνι. Από εκείνη τη στιγμή και μετά έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Τέλος!