Ναπολέων Λαπαθιώτης Νυχτερινό Ναπολέων Λαπαθιώτης Νυχτερινό
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, (1888 – 1944), γιος του στρατιωτικού και, για ένα διάστημα, Υπουργού, Λεωνίδα Λαπαθιώτη, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαριλάου Τρικούπη, γεννήθηκε στην Αθήνα και πήρε εξαιρετική για την εποχή του μόρφωση.
Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο Νουμά το ποίημα Έκσταση. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921 Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.
Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν η Τα πρώτα ποιήματα (1939). Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε το 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο «...αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία.» Άρης Δικταίος
Είμαι μόνος. Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω Είμαι μόνος... Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω... Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα! Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα! Τ’ αφήνω και γλιστρούν, αργά, στο πιάνο... Παίζω στην τύχη κάτι αγαπημένο, κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο... Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω. Θα προτιμούσα, μάλλον να πεθάνω...
Τοπίο χειμωνιάτικο Έν’ αλλόκοτο φεγγάρι, σαν ένα κομμάτι πάγου, πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου. Μια βουβή μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι. Κι ένας ίσκιος- ένα κάτι, που δεν ξέρω τι έχει χάσει κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ησυχάσει. Παγωμένο, το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίο, σιωπούσε κι αγρυπνούσε, μες στη νύχτα, μες το κρύο...
Λυπήσου… Λυπήσου εκείνους που πονούν, βουβά κι ανώφελα, για κάτι, και παίρνουν, για να λησμονούν, της ζωής κάποιο άθλιο μονοπάτι λυπήσου αυτούς που έχουν χαθή, μες στη θλιμμένην ύπαρξή μας, κι έγιναν αίνιγμα βαθύ, μια και δεν είναι μεταξύ μας κι αυτόν, κι αυτόν που αναπολεί τα περασμένα του, λυπήσου: μα όμως, ακόμα πιο πολύ, τις ώρες της βαθιάς σιωπής σου, λυπήσου αυτούς, που, μια φορά, με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν, και δεν τους μένει άλλη χαρά, παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…