Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Διάλεξη 4 Ανθρώπινο κεφάλαιο: Εκπαίδευση, καινοτομία και υγεία Πολιτισμικές αξίες, στερεότυπα και ιστορική εξέλιξη Special case: Economic growth and cultural.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Διάλεξη 4 Ανθρώπινο κεφάλαιο: Εκπαίδευση, καινοτομία και υγεία Πολιτισμικές αξίες, στερεότυπα και ιστορική εξέλιξη Special case: Economic growth and cultural."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Διάλεξη 4 Ανθρώπινο κεφάλαιο: Εκπαίδευση, καινοτομία και υγεία Πολιτισμικές αξίες, στερεότυπα και ιστορική εξέλιξη Special case: Economic growth and cultural change

2 Ανθρώπινο κεφάλαιο: Εκπαίδευση, καινοτομία και υγεία

3 Το ανθρώπινο κεφάλαιο, μολονότι άυλο, αποτελεί σημαντικό συντελεστή ανάπτυξης, ενώ ενσωματώνεται σε ποικίλα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι γνώσεις και η παιδεία, η υγεία και η καινοτομία. Η ποσοτική διάσταση της εκπαίδευσης Ενώ παρατηρούνται υψηλά ποσοστά του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, παρατηρείται χαμηλό σχετικά ποσοστό που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Aυτό αντιστοιχεί στο δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.

4 Η ποσοτική διάσταση της εκπαίδευσης Η θέση της Ελλάδας και των υπόλοιπων Μεσογειακών χωρών – πλην της Ισπανίας – είναι ιδιαίτερα δυσχερής αναφορικά με τα ποσοστά του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης.  Το 2007 ήταν για την Ελλάδα 19,2%, όταν ο μ.ο. για τις Σκανδιναβικές χώρες ήταν 27,86% και για τις Ιταλία και Πορτογαλία 12%. Παρατηρείται ότι οι Βόρειες οικονομίες κατέχουν ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα που ενσωματώνεται στην παραγωγικότητα της εργασίας. Όσον αφορά τα ποσοστά συμμετοχής στην εκπαίδευση ατόμων ηλικίας 20-29 ετών, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει θεαματική πρόοδο σε σχέση με τις Μεσογειακές χώρες.  Το έτος 2007 βρίσκεται πρώτη ανάμεσα στις χώρες της Μεσογείου και σε υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με το μ.ο. της ΕΕ-19, ξεπερνώντας το 25%, εντούτοις υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης περισσότερο σε επίπεδο απόλυτων μεγεθών, παρά σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς αύξησης.

5 Ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο σύνολο του πληθυσμού, 2005 και 2025 (πρόβλεψη)

6 Πραγματική και προβλεπόμενη συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Το ύψος του δείκτη εμφανίζει την ποσοστιαία μεταβολή της συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με το έτος βάσης.

7 Η ποσοτική διάσταση της εκπαίδευσης Εν αντιθέσει με την εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάδα στους προηγούμενους δείκτες, τα ποσοστά αποφοίτησης από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζονται πολύ βελτιωμένα. Συνεπώς, το ζήτημα της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης και των σπουδών ανάγεται κυρίως σε πρόβλημα που αφορά τον προσανατολισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά κυριότερα σε τρία σημεία: α) την ολοκλήρωση των σπουδών από τους φοιτητές, β) την εφαρμογή χρονικών ορίων στην ολοκλήρωση των σπουδών, και γ) την πλήρη απουσία σχεδόν της δια βίου εκπαίδευσης. Έντονο είναι το πρόβλημα που παρουσιάζει η Ελλάδα στη λήψη μέτρων για την ενθάρρυνση της ολοκλήρωσης των πανεπιστημιακών σπουδών. Το Ελληνικό πρόβλημα της διάστασης μεταξύ των αποφοιτούντων και των εισερχομένων θα πρέπει να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

8 Ποσοστιαία συμμετοχή πληθυσμού 25 έως 64 ετών στη δια βίου εκπαίδευση

9 Τα ποιοτικά αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος Οι ποιοτικοί δείκτες που συνήθως υιοθετούνται περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αξιολόγηση της παραγωγής των πανεπιστημίων, τις δεξιότητες των ενηλίκων, τις ικανότητες των μαθητών σε νέες τεχνολογίες κ.α.

10 Επιδόσεις 15-χρονων στο διάβασμα ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ

11 Επιδόσεις 15-χρονων στα μαθηματικά ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ

12 Επιδόσεις 15-χρονων στις επιστήμες ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ

13 Τα ποιοτικά αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος Υπάρχει μια θετική συσχέτιση ανάμεσα στο κατά κεφαλήν εισόδημα και στις επιδόσεις των μαθητών και στα τρία επίπεδα ανάλυσης. Η συσχέτιση, μολονότι δεν μπορεί να αποδείξει αιτιότητα, ωστόσο είναι πιθανό το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα που συνοδεύει το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες σχετίζεται με ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο, να ενθαρρύνει και να βοηθά τις επιδόσεις των μαθητών. Όμως οι πληθυσμοί που χαρακτηρίζονται από υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση έχουν περισσότερες δεξιότητες και υψηλότερη παραγωγικότητα, η οποία εν δυνάμει καταλήγει σε υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Ενώ τα αποτελέσματα της αποτελεσματικότητας της έρευνας PISA για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δείχνουν μια σχετικά χαμηλή θέση για την Ελλάδα, όταν λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό επίπεδο ανάπτυξης της, διαπιστώνεται ότι και στους τρεις δείκτες, η Ελλάδα έχει την αναλογική της θέση.

14 Τα ποιοτικά αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση οι αντίστοιχοι δείκτες αποτελεσματικότητας αναφέρονται στην ερευνητική παραγωγή (παραγωγή δημοσιεύσεων), στις ετεροαναφορές και τέλος στη συνολική αξιολόγηση των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Διαπιστώνεται ότι το κόστος παραγωγής δημοσιεύσεων είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών. Έτσι τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ένα εξαιρετικά παραγωγικό και αποτελεσματικό σύστημα οργάνωσης της έρευνας.

15

16 Τα ποιοτικά αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος Η εικόνα της αποτελεσματικότητας διαφοροποιείται σχετικά, όταν παρατηρήσουμε τη διεθνή κατάταξη των Πανεπιστημίων σύμφωνα με τους Times.  Ο δείκτης αξιολόγησης λαμβάνει υπόψη του θέματα όπως το ζήτημα της προσέλκυσης κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα, την αξιολόγηση της απόδοσης των καθηγητών και των φοιτητών και την πολυεθνικότητα αυτών, ενώ η Ελληνική ανώτατη εκπαίδευση έχει πολύ χαμηλούς δείκτες να παρουσιάσει. Η «ανάδελφη» γλώσσα και η νομική υποχρέωση της πρόσληψης καθηγητών που μιλούν την Ελληνική γλώσσα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη μη προσέγγιση αλλοδαπών φοιτητών και άρα στα χαμηλά σκορ στους δείκτες αξιολόγησης, τουλάχιστον όσον αφορά τον τομέα αυτής της αξιολόγησης. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της αξιολόγησης για το έτος 2009, παρατηρούμε ότι στη λίστα με τα 200 Πανεπιστήμια περιλαμβάνονται 32 χώρες. Η Ελλάδα συμμετέχει με μία μόνο θέση, η οποία αντιστοιχεί στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

17

18 Αριθμός Πανεπιστημίων στη λίστα των 200 καλύτερων Πανεπιστημίων ανά εκατομ. πληθυσμού ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ Θετική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης μίας χώρας με τον αριθμό των πανεπιστημίων που συμμετέχουν στην αξιολόγηση ανά εκατομ. πληθυσμού. Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα σε σχέση με την τάση. Να σημειωθεί ότι αν η ανάλυση περιοριστεί μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., η θέση της Ελλάδας βρίσκεται πάνω στην τάση.

19 Τα ποιοτικά αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος Υπάρχει ένα αξιοσημείωτο πρόβλημα προσανατολισμού των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο σχετίζεται με: α) ιστορικές καταβολές διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής ζήτησης ειδικοτήτων, και β) την αδυναμία ερμηνείας των σημάτων προσαρμογής της ζήτησης αυτής (π.χ. παρόλο πλέον που παρατηρείται υπερπροσφορά δικηγόρων, η κατεύθυνση αυτή έχει εξαιρετικά υψηλή ζήτηση στις προτιμήσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ).  Ενδείξεις ότι και το υπάρχον παραγωγικό πρότυπο αποφοίτων δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις του υπάρχοντος παραγωγικού προτύπου, παρόλο που ένα παρόμοιο συμπέρασμα θα απαιτούσε περισσότερο λεπτομερή ανάλυση προσφοράς και ζήτησης αποφοίτων. Το ποσοστό των αποφοίτων ανά τομέα σπουδών επηρεάζει άμεσα το ύψος στα κόστη συναλλαγών στην κοινωνία και την οικονομική μεγέθυνση.

20 Ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανά τομέα σπουδών, (2005)

21 Ποσοστό φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανά τομέα σπουδών, (2005)

22 Εκπαίδευση και αγορά εργασίας Διαπιστώνεται υψηλή ανεργία νέων, που σχετίζεται κυρίως με την παραγωγική αυτοαπασχολούμενη δομή. Το φαινόμενο της ανεργίας των νεότερων αποφοίτων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης θα πρέπει να συνδεθεί με το φαινόμενο της αυτοαπασχόλησης και της στελέχωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων από τις οποίες αποτελείται η Ελληνική οικονομία. Η ανάμειξη των νέων στη διαμόρφωση δομών αυτοαπασχόλησης και μικρών επιχειρήσεων συνδέεται με έναν ηλικιακό μ.ο. της τάξης των 31- 33 ετών.  Συνεπώς, το φαινόμενο της ανεργίας των νέων ερμηνεύει και ερμηνεύεται από το βαθμό βαρύτητας της αυτοαπασχόλησης στον πληθυσμό.

23 Η σχέση έρευνας και καινοτομίας ως σοβαρό πρόβλημα στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα Όταν αναχθεί η παραγωγή τεχνολογίας (κατοχύρωση πατέντων) σε όρους κατά κεφαλήν προϊόντος, διαπιστώνουμε ότι η σχέση κατοχυρωμένων πατέντων κατά κεφαλήν προϊόντος είναι μη γραμμική και ειδικότερα εκθετική.

24 Δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης ανά εκπαιδευτική βαθμίδα (στοιχεία 2006, % του ΑΕΠ) Σε ότι αφορά στη δευτεροβάθμια και μετα-δευτεροβάθμια βαθμίδα της εκπαίδευσης, οι δημόσιες δαπάνες διαμορφώνονται προφανώς σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες Μεσογειακές χώρες.

25 Σύνοψη των προβλημάτων του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος 1) Η δαπάνη στα δημόσια ιδρύματα δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα χαμηλή. 2) Υπάρχει πολύ μικρή προσχολική εκπαίδευση. 3) Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζει συγκρίσιμη (με τις υπόλοιπες χώρες) αποτελεσματικότητα, ανάλογα με το οικονομικό της επίπεδο ανάπτυξης, εφόσον λαμβάνεται ως ενιαίο το σύστημα παροχής γνώσεων (ιδιωτικό και δημόσιο). 4) Το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις παραγωγικές ηλικίες (>29 ετών) είναι χαμηλό, ενώ πολύ χαμηλή είναι και η ανάπτυξη της δια βίου εκπαίδευσης. 5) Η μελλοντική παραγωγή πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι φθίνουσα. 6) Διαπιστώνεται υψηλή ανεργία νέων, ιδιαίτερα αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που σχετίζεται κυρίως με την παραγωγική αυτοαπασχολούμενη δομή.

26 Σύνοψη των προβλημάτων του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος 7) Διαπιστώνεται υψηλή απόκλιση μεταξύ εισερχομένων στην ανώτατη εκπαίδευση και εξερχομένων από αυτήν. 8)Υπάρχει πρόβλημα στο βαθμό εσωστρέφειας του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που συνδέεται κυρίως με την υποχρεωτική χρήση στης Ελληνικής γλώσσας. 9) Υπάρχει πρόβλημα στην παραγωγική δομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ενδεχομένως υπάρχει και πρόβλημα εντός των ειδικότερων κατευθύνσεων σπουδών που δεν εντοπίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία. Ενώ δηλαδή τα μαθηματικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραγωγική κατεύθυνση, μπορεί ο τρόπος ανάπτυξής τους στην Ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση να έχει χαρακτήρα που δεν συνδέεται με τις απαιτήσεις της παραγωγής ή της εφαρμοσμένης έρευνας. 10) Υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα διασύνδεσης της ανώτατης εκπαίδευσης με την παραγωγή. Κάθε παρέμβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να στοχεύει, κατά προτεραιότητα, στη θεραπεία των προβλημάτων αυτών.

27 Δείκτης ανθρωπίνου κεφαλαίου Ο δείκτης ανθρωπίνου κεφαλαίου αξιολογεί την ικανότητα των χωρών να αξιοποιούν και να αναπτύσσουν το εργατικό τους δυναμικό. Το μέγεθος του ανθρωπίνου κεφαλαίου μιας χώρας υπολογίζεται βάσει του κόστους του επίσημου και ανεπίσημου εκπαιδευτικού συστήματος σταθμισμένο με τον πληθυσμό. Ο δείκτης αυτός επικεντρώνεται στην ικανότητα των χωρών να αναπτύσσουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους σύμφωνα με τέσσερις έννοιες: το απόθεμα, την αξιοποίηση, την παραγωγικότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου και τέλος τις προβλέψεις για τις δημογραφικές εξελίξεις. Το απόθεμα του ανθρωπίνου κεφαλαίου προκύπτει βάσει πέντε χαρακτηριστικών, των οποίων η μέτρηση γίνεται για τα έτη 1999-2005 για κάθε χώρα: α) εκπαίδευση από την οικογένεια, β) πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γ) πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δ) εκπαίδευση των ενηλίκων εκτός εργασίας, και ε) εκπαίδευση στην εργασία.

28 Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού Η αξιοποίηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου αφορά το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό. Προκύπτει από το άθροισμα του απασχολούμενου ανθρωπίνου κεφαλαίου ανά ηλικιακή ομάδα προς το συνολικό ανθρώπινο κεφάλαιο ανά ηλικιακή ομάδα.  Η διαφορά του από τους παραδοσιακούς δείκτες απασχόλησης είναι ότι αυτό το μέτρο σταθμίζεται με βάση τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Η παραγωγικότητα ανθρωπίνου κεφαλαίου ως δείκτης εξετάζει το οικονομικό αποτέλεσμα για κάθε ευρώ που έχει επενδυθεί σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Προκύπτει ως το πηλίκο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος μιας χώρας προς το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε αυτή.  Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει την εκπαίδευση του ανθρωπίνου δυναμικού και όχι τις συνολικές ώρες εργασίας.

29 Απόθεμα και αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού

30 Παραγωγικότητα και αξιοποίηση ανθρωπίνου κεφαλαίου

31 Ο δείκτης ανθρωπίνου κεφαλαίου Η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου από την Ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα φτωχή. Αυτή η διαπίστωση είναι μια άλλη όψη ανάλυσης του αναπτυξιακού προβλήματος της Ελληνικής οικονομίας.

32 Καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων Οι Ελληνικές επιχειρήσεις που παράγουν καινοτομία αντιστοιχούν μόλις στο 1,1% του συνόλου των Ελληνικών επιχειρήσεων. Αντίστοιχα, για τις Βορειοευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό αγγίζει το 10% και για τις Μεσογειακές χώρες ξεπερνά το 7%.  Αυτή είναι μια από τις σοβαρότερες αιτίες που η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, συγκρινόμενη με τις Βόρειες και τις Μεσογειακές χώρες. Στην Ελληνική επικράτεια δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις δυο ταχυτήτων.  Από τη μια πλευρά υπάρχει η πολύ μικρή μειοψηφία των μεσαίων και μεγάλων καινοτόμων επιχειρήσεων που δείχνουν ικανές να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης και απαιτητικής παγκόσμιας αγοράς και από την άλλη υπάρχει η συντριπτική πλειοψηφία των πολύ μικρών επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από μη καινοτόμες δραστηριότητες. Η έλλειψη καινοτομικής δραστηριότητας στις πολύ μικρές επιχειρήσεις οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη δυνατότητα πραγματοποίησης υψηλού όγκου επενδύσεων σε νέο τεχνολογικό εξοπλισμό, καθώς και στην αδυναμία επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο και γνώση.

33 Επιχειρήσεις που παράγουν καινοτομία

34 Ποσοστό των επιχειρήσεων κατά τάξη μεγέθους απασχόλησης που επέδειξαν καινοτομική δραστηριότητα την περίοδο 2004-2006

35 Καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων (Δαπάνη για ΕΤΑ) Η απαραίτητη ώθηση στο Ελληνικό σύστημα καινοτομίας δεν προσφέρεται από τον αδύναμο (σε όρους καινοτομίας) ιδιωτικό τομέα. Αντιθέτως, ο δημόσιος τομέας και κυρίως οι εξωτερικοί πόροι προσπαθούν να τονώσουν τη ζήτηση για καινοτομία, επενδύοντας διαχρονικά μεγαλύτερα ποσά σε δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη. Η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τις άλλες χώρες στον τομέα των επενδυτικών δαπανών για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Δαπανά μόνο το 0,58% του ΑΕΠ για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη όταν το όριο - στόχος όπως πρεσβεύει και το σύμφωνο της Λισαβόνας, είναι το 3%. Η μεγάλη εισροή των εξωτερικών πόρων στις Ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να καινοτομήσουν προέρχεται από κεφάλαια της Ε.Ε.  Το ποσοστό των μεγάλων Ελληνικών επιχειρήσεων που έλαβαν χρηματοδότηση από την Ε.Ε. για ερευνητικές δραστηριότητες αυξήθηκε από 12,1% σε 22,33% και από την κεντρική κυβέρνηση από 11,2% σε 27,44%.

36 Σημαντικά εμπόδια στην καινοτομική δραστηριότητα των καινοτομικά ενεργών επιχειρήσεων ( %)

37 Η υγεία του πληθυσμού Το επίπεδο της υγείας του πληθυσμού είναι αναμενόμενο να συνδέεται στενά με τη μεγέθυνση. Μάλιστα αναμένεται να συνδέεται και η συσσώρευση του επιπέδου υγείας αλλά και το ίδιο το επίπεδο υγείας. Ένα αρχικό επίπεδο και ένας υψηλότερος ρυθμός βελτίωσης του προσδόκιμου ορίου ζωής έχουν θετική επίδραση στη μεγέθυνση του κατά κεφαλήν ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος.

38 Ποσοστά πολιτών που θεωρούν ότι έχουν καλή φυσική υγεία

39 Δείκτης ψυχικής υγεία ς Οι διαπιστώσεις αμφισβητούν την ευρέως διακινούμενη αντίληψη περί «ψυχικής υπεροχής» του Νοτίου Ευρωπαϊκού μοντέλου ζωής και οδηγούν σε μια εικόνα με μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή μεταξύ του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.

40 Η υγεία του πληθυσμού Το «απόθεμα υγείας» μπορεί να αυξηθεί με τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παιδική ηλικία και τη διατροφή και διατηρείται ή διαβρώνεται ανάλογα με τις εμπειρίες που βιώνει κατά την επαγγελματική του ζωή κάθε άτομο. Είναι πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό και η διατήρησή του επιδρά θετικά στην παραγωγικότητα. Το επαγγελματικό άγχος απομειώνει το απόθεμα υγείας του ανθρώπινου δυναμικού. Είναι μείζονος σημασίας για την παραγωγικότητα των ανθρώπινων πόρων, καθώς τα συμπτώματά του δεν υποχωρούν μετά το τέλος του καθημερινού ωραρίου Η κύρια αιτία του επαγγελματικού άγχους είναι ο ανταγωνισμός που βιώνει ο εργαζόμενος στο επαγγελματικό του περιβάλλον. Εκδηλώνεται με μορφές, όπως αυξημένη ένταση, έλλειψη εργασιακής ικανοποίησης, επαγγελματική εξουθένωση και κατάθλιψη.

41 Η υγεία του πληθυσμού Η επαγγελματική εξάντληση διακρίνεται σε: α) συναισθηματική εξάντληση, β) αποπροσωποποίηση που αναφέρεται σε ανάπτυξη ουδέτερων και αρνητικών αισθημάτων, και γ) αίσθημα μειωμένης προσωπικής επίτευξης. Η επαγγελματική εξουθένωση συνδέεται με μειωμένη ικανοποίηση από την εργασία και μειωμένη δέσμευση για την εργασία ή τον οργανισμό. Η λήψη μέτρων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί πολιτική που στοχεύει σε:  προαγωγή και διατήρηση του υψηλότερου επιπέδου φυσικής, νοητικής και κοινωνικής ευεξίας των εργαζομένων σε όλα τα επαγγέλματα,  πρόληψη των επιδράσεων των εργασιακών συνθηκών, στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων,  προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, και  προστασία των εργαζομένων από τους επαγγελματικούς κινδύνους.

42 Πολιτισμικές αξίες, στερεότυπα και ιστορική εξέλιξη

43 Tο πολιτισμικό υπόβαθρο είναι -μακροχρόνια- ενδογενές φαινόμενο της οικονομικής ανάπτυξης και γι αυτό είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί η επίδραση του. Για να κατανοήσουμε πώς οι οικονομίες λειτουργούν, πρέπει να αφιερώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις ιδέες και τα συναισθήματα των ανθρώπων, δηλαδή στις ρίζες του πνεύματος του αρχέγονου ζώου.  Δεν πρόκειται να καταλάβουμε σημαντικά οικονομικά γεγονότα εάν δεν αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι τα αίτιά τους είναι στο μεγαλύτερο βαθμό πνευματικά στη φύση τους. Η συγκεκριμένη θεώρηση των πραγμάτων εισάγει την έννοια του πολιτισμικού υπόβαθρου στη λειτουργία της οικονομίας και της μεγέθυνσης. Βασικό συστατικό στοιχείο του πολιτισμικού υποβάθρου είναι τα «πολιτισμικά αποτελέσματα», δηλαδή οι απεικονίσεις του πολιτισμικού υποβάθρου και του ίδιου του πολιτισμού. Βασικό στοιχείο του αποτελούν οι «κοινές γνώσεις» της κοινωνίας και τα πολιτισμικά σύνδρομα που δημιουργούνται μέσα στο χρόνο.

44 Η εξέλιξη της Ελληνικής οικονομίας Από τη γέννηση του Ελληνικού κράτους παρατηρούμε την οικονομική μεγέθυνση να συνοδεύεται από βαριές εθνικές, κοινωνικές και μακροοικονομικές κρίσεις. Πρόκειται για μία διαδικασία, η οποία αφορά στις συνθήκες συσσώρευσης κεφαλαίου, εργασίας και όλους τους παράγοντες μεγέθυνσης.  Κατά συνέπεια είναι υπεύθυνη για τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής και των κοινωνικών συμπεριφορών και στερεοτύπων που δημιουργήθηκαν στην Ελληνική κοινωνία. Εντυπωσιακή είναι η στασιμότητα του βαθμού εξωστρέφειας της Ελληνικής οικονομίας. Το μέγεθος αυτό για το 2008 είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο του 1930.

45

46

47

48 Η εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας μπορεί να διακριθεί σε τρεις υποπεριόδους

49

50

51

52

53

54

55 Κίνδυνος, χρόνος δέσμευσης των επενδυτικών κεφαλαίων και παραγωγικό πρότυπο στην Ελληνική οικονομία Τα άτομα δεν έχουν σταθερές συμπεριφορές απέναντι στον κίνδυνο αλλά αυτές διαμορφώνονται ανάλογα με τις προσωπικές τους οικονομικές εμπειρίες. Αυτή η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί είτε από το σχηματισμό της ενδογενούς ανάπτυξης προτιμήσεων, όπου ο κίνδυνος εξαρτάται από τις αποδόσεις επικίνδυνων επενδύσεων του παρελθόντος, είτε από τη μάθηση, οπότε οι παρούσες αντιλήψεις εξαρτώνται από τις πραγματικές εμπειρίες. Η Ελληνική οικονομία από τη γέννηση της μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζε μια εξέλιξη που χαρακτηριζόταν από γεγονότα τα οποία μεγέθυναν κυρίως το συστημικό της κίνδυνο. Οι σοβαρότερες ενδείξεις χρειάζεται να αναζητηθούν στις συνθήκες χρηματοδότησης του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.

56 Κίνδυνος, χρόνος δέσμευσης των επενδυτικών κεφαλαίων και παραγωγικό πρότυπο στην Ελληνική οικονομ ία Οι συνθήκες χρηματοδότησης αντικατοπτρίζουν τον υψηλό κίνδυνο μέσω: α) υψηλών επιτοκίων, και β) επιμερισμού πιστώσεων ή αλλιώς με την επιλεκτική χορήγηση πιστώσεων που δε στηρίζεται στην επιτοκιακή δυνατότητα του αιτουμένου. Θα μπορούσαν οι συνθήκες χρηματοδότησης να κρύβουν την “αναγνώριση” υψηλών επιπέδων κινδύνου, ακόμα και αν χορηγούντο δάνεια με “φυσιολογικά” επιτόκια. Αυτό μπορεί να ενσωματώνεται: α) στη διαφορά ονομαστικών και πραγματικών δανειακών κεφαλαίων, και β) στις απαιτούμενες εγγυήσεις.

57 Κίνδυνος, χρόνος δέσμευσης των επενδυτικών κεφαλαίων και παραγωγικό πρότυπο στην Ελληνική οικονομία Η σημαντικότερη ένδειξη για την επικράτηση υψηλών επιπέδων κινδύνου είναι ο τρόπος εξέλιξης του δημοσίου δανεισμού, κυρίως στη διαφορά που εντοπίζεται μεταξύ του ονομαστικού κεφαλαίου, επί του οποίου υπολογίζονται και οι τοκοχρεολυτικές δόσεις. Το διαμορφούμενο παραγωγικό πρότυπο, αντικατόπτριζε όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζουμε ως «ελαφρύ» (επικράτηση των πολύ μικρών επιχειρήσεων). Η χαμηλή καινοτομική επίδοση στην Ελληνική οικονομία μπορεί να συνδεθεί βεβαίως και με την έλλειψη διάθεσης για την ανάληψη μέσο- μακροπρόθεσμων επενδύσεων.

58 Πολιτισμικές αξίες και στερεότυπα

59 Οι κοινωνίες του Νότου, θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως “παλιές” κοινωνίες (υψηλό άθροισμα αξιών), παρουσιάζοντας ένα ισχυρό υποσυνείδητο και δεσμούς με παλαιότερες κοινωνίες. Αντίθετα, οι Βορειοευρωπαϊκές χώρες, μπορούν να χαρακτηριστούν ως “νέες”, με έλλειψη μεγάλων πολιτισμικών υποδομών (χαμηλό άθροισμα αξιών), κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν μοντέρνες αξίες προσφέροντας στους πολίτες τους υψηλά επίπεδα ικανοποίησης και ευτυχίας.

60

61 Πολιτισμικές αξίες και στερεότυπα Ταυτόχρονα, ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση του βασικού συστήματος αξιών μίας κοινωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η θρησκεία: δημιουργεί και επηρεάζει προσωπικές αξίες και νοοτροπίες, εκτός από την ατομική συμπεριφορά ασκεί επιρροή και στις δραστηριότητες ενός κράτους, και περιλαμβάνει αρχές που παράγουν ή εμπνέουν οικονομική θεωρία και πρακτική.

62 Το κοινωνικό κεφάλαιο Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται στα οφέλη εκείνα που ενισχύονται από τη συμμετοχή και την ένταξη στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης που διευκολύνουν το συντονισμό και τη συνεργασία προς το κοινό όφελος. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν τρεις έννοιες: δίκτυα, κανόνες και εμπιστοσύνη. Τα δίκτυα μπορούν έτσι να θεωρηθούν οι βασικοί διαμεσολαβητές του κοινωνικού κεφαλαίου ανάμεσα σε μεμονωμένα άτομα, σε ομάδες και στην κοινωνία. Αναφορικά με μετρήσεις του κοινωνικού κεφαλαίου, η Ελλάδα σημειώνει ανάμεσα στις 23 χώρες τη χαμηλότερη ένδειξη εμπιστοσύνης, τόσο στους ίδιους τους θεσμούς όσο και στην αξιοπιστία τους, μετά την Πορτογαλία (12,3%).

63

64 Το κοινωνικό κεφάλαιο Στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μπορούμε να εντοπίσουμε τα πιθανά αίτια της ασθενούς θεσμικής και γενικευμένης εμπιστοσύνης της χώρας σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές. Αυτά είναι κυρίως: α) η παραδοσιακή παρουσία ενός αυταρχικού Ελληνικού κράτους καθώς και οι δυσκολίες στην οργάνωση των θεσμών κατά τη μεταβατική περίοδο προς τη δημοκρατία, β) η επικρατούσα οικονομική και πολιτική αστάθεια, που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία, και γ) οι κανόνες και τα δίκτυα που βασίζονται σε πελατειακές σχέσεις προστασίας, νεποτισμό και διαφθορά.

65 Ο ρόλος των οικογενειακών δικτύων στην Ελληνική κοινωνία Ο ρόλος των οικογενειακών δικτύων στην Ελλάδα είναι καθοριστικός. Η απουσία ενός εκτεταμένου κοινωνικού κράτους και των υπηρεσιών του ουσιαστικά αντικαθίσταται από την οικογενειακή φροντίδα με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της ζήτησης δημόσιων υπηρεσιών για νηπιακούς σταθμούς, υπηρεσίες γηροκομίας και κάλυψης των ανέργων. Έτσι, διευρύνεται η κοινωνική συνοχή και το ενδοοικογενειακό κοινωνικό κεφάλαιο, στο βαθμό που αυξάνεται η εμπιστοσύνη και η αμοιβαία εξυπηρέτηση των μελών της οικογένειας, ενώ παρέχεται έδαφος για την άσκηση οικογενειακής επιχειρηματικότητας στη βάση του αυτόνομου ενδοοικογενειακού σχεδιασμού. Ως παρενέργεια καταγράφεται η δέσμευση ενός σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού, σε ενεργό ηλικιακή κατηγορία, όπως αυτό των γυναικών, το οποίο αποκόπτεται από την αγορά εργασίας, συνθήκη η οποία συνεπάγεται πολλαπλές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Το μοντέλο πρόνοιας που έχει υπερισχύσει στην Ελλάδα είναι αυτό που στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως το «μοντέλο της οικογενειακής φροντίδας».

66 Οι οικονομικές και κοινωνικές αντανακλάσεις του πολιτισμικού μοντέλου

67

68 68 Special Case: Economic Growth and Cultural Change

69 69 The scope of the paper The scope of this empirical work is to contribute to the interpretation of gross domestic product (GDP) annual growth rates, with specific reference to the basic growth factors (capital, labour and human capital) and the cultural background as part of the “remaining factors”. The topic, of course, is quite old. As Acemoglu (2009) remarks, references to the general circumstances of the environment, that possibly have an impact on attitude and human conventions, can be found in Montesquieu ([1748], 1989), Machiavelli ([1519], 1987) and Marshall ([1890], 1997). The role of religion was stressed by Weber (1930, 1958) and also the more contemporary Harrison and Huntington (2000) and Acemoglu et al. (2005), while Putnam (1993) broadened the meaning of cultural factors and trust, as they relate to the concept of social capital. Culture and economics can be seen as two of the more powerful forces shaping human behaviour (Throsby 2001).

70 70 Contribution to the literature I.It extends the growth function adding the cultural background of the societies and interpreting its impact to the GDP annual growth rates II.The paper considers the relationship of the cultural background in combination with the “basic growth factors” (capital, labour, human capital). III.It contributes towards the quantification of naturally qualitative forces responsible for the growth process. Therefore, it sheds light on a very well- known and easily accepted, but not heretofore typically quantified and thus manageable, measurement and analysis -a field of the test for growth factors. IV.The issue of endogeneity between GDP annual growth rates, the basic growth factors and the cultural background is investigated. V.Cultural background variables are divided in two main groups. The first one, consists of the variables that represent the “Efficiency Orientation” of the societies and the second one, consists of the variables that represent the “Ethos” of the societies. VI.Through a sensitivity analysis we look at 8 different cases of a change in the structure of the cultural background of the societies and the new conditions created for the GDP annual growth rates.

71 71 The contribution and theoretical construction of the “remaining factors” In the neoclassical theoretical substratum of Solow and Romer, the uninterpreted part of growth -the rate of change of the “remaining contributing factors to growth” -is the so called Solow residual (Solow 1957). It constitutes the part of growth that cannot be interpreted by the contribution of capital, labour, human capital and technology. Usually, it is attributed to factors such as the cultural and institutional background of the growth process that characterises a society. It has been argued that the unexplainable part of development, excepting the contribution of capital and labour, can be attributed to technological change (Aghion and Howitt 1998; Romer 1990), to the conditions of acceptance of new technologies (Parente and Prescott 1997) or to the role of endogenous forces of growth or external economies through the accumulation of human capital (Lucas 1988; Romer 1986). Finally, economic policy (Easterly and Levine 2001), the degree of economic extroversion (Frankel and Romer 1999), the role of the financial system (Levine et al. 2000) and the effects of macroeconomic policies and inflation (Fischer 1993) can all have significant influence.

72 72 The contribution and theoretical construction of the “remaining factors” According to the growth accounting literature and following the Cobb- Douglas hypothesis of constant returns to scale, the sum of the exponents (capital and labour elasticities) adds up to one. Because we know the amount by which GDP has grown and the extent of this growth that is due to capital, labour and human capital, we can interpret what remains as an effect of the “remaining contributing factors” to growth. This is the increase of total productivity (Total Productivity Factor). In this paper, we focus on cultural background as an influential element of growth which can be considered as “remaining factor”. Although we intuitively comprehend its importance, its quantification and formal analysis can prove challenging.

73 73 The definition of cultural background “Culture is defined as a set of shared values, beliefs and expected behaviours” (Hayton et al. 2002). The cultural characteristics of the societies reflect psychological social stereotypes, which have been created in the long run and are prior human constructs to the current conditions of transactions and institutions. These characteristics present stability through time. In general, cultural stereotypes present great resistance towards change and to their own redefinition (Johnston 1996). Thus, cultural background is constituted by cultural syndromes that can be considered as intermediate mental constructions that originate from the distant past and connect it with the present (Hong 2009).

74 74 The role of culture to growth Grief (1994) highlights the fact that different cultural values lead to different societal structures of economic relationships and affect the dynamics of wealth distribution. He examines the phenomenon of economic growth as it relates to cultural stereotypes and the effect of such stereotypes on economic transactions. From the late 20th century and onwards, there is a gradual emergence of literature with the use of empirical models designed to explain the impact of cultural background on growth (Hofstede και Harris Bond 1991; Harisson 1992; Granato et al. 1996; Swank 1996; Marini 2004; Noland 2005; Pryor 2005). De Jong (2009) explain how culture affects institutions and economic activity. He considers culture as the sum of the values ​​and attitudes that pervades a group of people who directly or indirectly affect the outcome of the economic process. Bucci and Serge (2011) suggest that in a world where complementarities are important (especially those involving human capital), culture is of particular interest in explaining economic growth.

75 75 The data The 41 countries that constitute the sample, represent 90,44% of World GDP (2007). Dependent variable (GDP): The average gross domestic product annual growth rates in constant prices for the time period of 2001-2006. Capital: the investment rates as a GDP percentage variable for the time period 1998-2003, leaving a time delay of approximately 3 years to achieve investment returns. Human capital: the average years of schooling for the people aged over 25 years old (2000). Years of schooling have long been considered as a good proxy for human capital (Kyriacou 1991; Benhabib and Spiegel 1994; Alonzo 1995; Klenow and Rodriguez-Clare 1997; Browning et al. 1999; Hall and Jones 1999; Barro and Lee 2000; Pritchett 2001; Baier et al. 2002; Heckman et al. 2003; Rangazas 2005; Cohen and Soto 2007; Brunello et al. 2010). Labour: average working population annual growth rate for the period 2000-2005 (Owen et al. 2007). Cultural Background: Lastly, for the variables expressing cultural background, we use the nine cultural dimensions of GLOBE study (House et al. 2004).

76 76 The methodology employed The basic model examined is the following: GDP i = β 1 * CAP i + β 2 * L i + β 3 * HC i + β 4 * C i + ε i where the dependent variable (GDP) is the average GDP annual growth rate in constant prices, CAP (capital) is defined by the average investment rate (GDP percentage); L (labour) is the sum of “n+g+δ”, where n is the average population growth of the working population aged between 25 and 64 years; g is the growth rate of technology and δ the depreciation rate; HC (human capital) is defined by the average years of schooling of the nations in the initial year period; C is the PC that arises from the variables that represent cultural background. The subscripts i refer to the countries used.  Based on Mankiw et al. (1992), we assume that the annual rates of technology growth (g) and depreciation (δ) are constant and sum to 0.05.

77 77 The methodology employed First of all, we apply Principal Component Analysis (PCA) to the group of variables expressing cultural background. PCA is a factor extraction method used to form uncorrelated linear combinations of the observed variables, which is then used to obtain the initial factor solution, when a correlation matrix is ​​singular. The first principal component (PC) has a maximum variance. Successive components explain progressively smaller portions of the variance and are all uncorrelated with each other. The effect of the PCs on GDP is examined through a linear regression using the ordinary least squares method (OLS), as in the model presented above. In our linear regression, we use the principal components with the greatest variances (initial eigenvalues>0.91).

78 78 The methodology employed Endogeneity check To check for endogeneity between the variables used, we use a version of the Hausman test (Hausman, 1978) proposed by Davidson and MacKinnon (1989, 1993), which employs a test statistic for exogeneity by running an auxiliary regression. In this test, we use a set of instrumental variables that are correlated with the “suspect” variable but not with the error term of the regression that applies GDP as a dependent variable. Only if endogeneity is not present will the OLS estimates be consistent and unbiased. Sensitivity Analysis Furthermore, a sensitivity analysis on this basic scenario is included. The scope of this experiment is to evaluate the effect of culture on GDP annual growth rates under changing circumstances in the societies.

79 79 The methodology employed We divide the cultural background variables in two main groups. The first one, consists of the variables that represent the “Efficiency Orientation” of the societies which are the performance orientation, the future orientation, the assertiveness, the power distance and the uncertainty avoidance. The second one, consists of the variables that represent the “Ethos” of the societies; the attitudes and the way of living of the societies. These variables are the gender egalitarianism, the institutional collectivism, the in-group collectivism and the human orientation. Through sensitivity analysis we conduct, we made ​​all possible eight different cases where the values of the variables of each group are improved, weakened or remain unchanged. To get improved/ weakened all variables are increased/ reduced by 30% for the countries scoring below/ over the average score of the sample. For power distance and uncertainty avoidance, which are adverse scored, to get improved their values are reduced by 30% for the countries scoring over the average score of the sample (and vice versa).

80 80 The methodology employed The Sensitivity Analysis

81 81 The methodology employed Structural change check In order to reach these goals (and apart from the description of the new findings), a structural change check is performed relating the alternative circumstances to the basic scenario. In effect, for each one of the cases of the sensitivity analysis, we constructed two groups of 41 observations. These two groups make a new variable for each of the variables used. The first (group 1) concerns the variable’s prices in the basic scenario, and the second (group 2) concerns the variable’s prices for each case of the sensitivity analysis. Furthermore, a dummy variable is created whose value is 0 for group 1 and 1 for group 2. The estimates concerning the statistical importance of new factors that are created led us to some conclusions regarding the new configuration and conditions of GDP annual growth rates.

82 82 The empirical results

83 83 The empirical results The basic model

84 84 The empirical results

85 85

86 86 Discussion of the results To a great degree, this paper succeed in highlighting the importance of cultural background in interpreting GDP growth rates. The empirical results are exceptionally encouraging. The interceptive and promoting factors of annual growth rates are defined with considerable clarity, to such an extent as to highlight the importance that the improvement of the special conditions of growth would have, in the way the growth rates are formed. The empirical results confirm the influence of the basic growth factors to the GDP annual growth rates. Regarding the cultural background, the “Ethos” of the societies has a positive impact in shaping the GDP annual growth rates, while from the “Efficiency Orientation” factors only the assertiveness of the societies seem to affect (negatively) the GDP annual growth rates. Investments in cultural variables representing “Ethos” in the societies may represent an important engine of long-run economic growth.

87 87 Discussion of the results Furthermore, through sensitivity analysis, that exhausts the possibilities of reality, the effect of special circumstances that improve societies have been established, as far as promoting and interceptive factors are concerned. Statistically significant structural changes occur only in cases where cultural values ​​ that reflect the “Ethos” are reduced (Cases 1-3) and in Case 4 where these are kept constant, whatever happens to the values ​​that reflect the “Efficiency Orientation” cultural background. Thus, there is a major role of “Ethos” in shaping the GDP annual growth rates. Reducing “Ethos” acts negatively on GDP annual growth rates. Simultaneously when “Ethos” is stable, the statistically significant structural change is the entry of new variables that reflect the cultural background (C 4 ΄), whatever the change in “Efficiency Orientation” factors. In general, in almost all cases of the sensitivity analysis, the cultural background appears to act negatively in the formation of GDP annual growth rates. This, coupled with the fact that in the three cases where the “Ethos” improved by 30% were not observed statistically significant structural changes, confirms the positive effect of the “Ethos” of the societies to the GDP annual growth rates.

88 88 Discussion of the results A shortcoming of the present paper could be that the sample was reduced during the effort to find common data among different countries for the variables used. Also, the fact that the use of the variable “years of schooling” as human capital ignores withinyear investments of time and investment in products and services that increase the quality of one year of training (Krueger and Lindahl 2001; Cohen and Soto 2007). It also ignores the dimension of learning from living in communities (Feinstein et al. 2006). Future research may analyze the contribution of the basic growth factors and cultural background in addition with other factors representing the remaining factors in the growth process. Such factors could be the transaction characteristics of the societies or the political and the economic institutions of the economies.


Κατέβασμα ppt "Διάλεξη 4 Ανθρώπινο κεφάλαιο: Εκπαίδευση, καινοτομία και υγεία Πολιτισμικές αξίες, στερεότυπα και ιστορική εξέλιξη Special case: Economic growth and cultural."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google