Περίπου την ίδια περίοδο με την προσαρμογή του ήχου, ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες για την προσθήκη χρώματος. Έγχρωμες ταινίες είχαν ήδη εμφανιστεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέσω του χρωματισμού των κινηματογραφικών καρρέ με το χέρι, μέθοδος που εγκαταλείφθηκε σταδιακά, σε συνδυασμό και με την αύξηση της διάρκειας των ταινιών. Ανάμεσα στις πρώτες συνθετικές μεθόδους προσθήκης χρώματος, υπήρξε η Technicolor, η οποία τελειοποιήθηκε το 1941 (Monopack Technicolor), αν και παρέμενε ακριβή λόγω των περίπλοκων σταδίων διαχωρισμού και εμφάνισης των χρωμάτων. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκε επιπλέον το έγχρωμο αρνητικό φιλμ της εταιρίας Eastman Kodak, το οποίο δεν απαιτούσε διαδικασία διαχωρισμού των χρωμάτων. Αν και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή έγχρωμων ταινιών μειοψηφούσε, κατά τη δεκαετία του 1960 και χάρη στην ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, ο έγχρωμος κινηματογράφος επικράτησε.
Χορός
Συρτός Ο δημοφιλέστατος δημοτικός χορός λέγεται ίσος ή συρτός και έχει πανάρχαιες ελληνικές ρίζες. Άγνωστος είναι ο δημιουργός του. Το όνομα του προέρχεται από την Πελοπόννησο, όπου και δημιουργήθηκε. Πολλές όμως είναι οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για την αρχαία του προέλευση. Αυτή φαίνεται από απεικονίσεις σε αγγεία, καθώς επίσης και από τοιχογραφίες που παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά του βήματα ή φιγούρες. Το ότι οι χορευτές κρατούν ο ένας τον καρπό του άλλου, μας βοηθάει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο καλαματιανός έχει κάποια σχέση με κάποιον από τους χορούς των αρχαίων προγόνων μας. Ο ευχάριστος ρυθμός του και τα απλά βήματά του τον καθιέρωσαν σαν τον διαδεδομένο Ελληνικό χορό και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα από άνδρες και γυναίκες. Τα βασικά βήματα του είναι 12 και χορεύονται ταυτόχρονα από όλους τους χορευτές. Δίνει την ευκαιρία στον χορευτή που σέρνει τον χορό να κάνει πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Στην αρχή όλοι οι χορευτές σχηματίζουν κύκλο και βλέπουν το κέντρο του. Τα πόδια τους είναι σε θέση προσοχής, και κρατιούνται μεταξύ τους από τους καρπούς ή με τα μαντήλια.
Τσάμικος Ικαριώτικος Ο Τσάμικος είναι παραδοσιακός ελληνικός χορός. Χορεύεται σε κύκλο με ρυθμό 3/4. Παλιότερα το τσάμικο χορεύονταν μόνο από άνδρες, αλλά στη σύγχρονη εποχή παίρνουν μέρος και γυναίκες. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τη λέξη τσάμης, που σημαίνει "ψηλός", και αναφέρεται μεταφορικά στο λεβέντικο ανάστημα που κατά παράδοση διαθέτουν οι χορευτές, αφού "τσάμι" λέγεται το έλατο ή πεύκο σε ορισμένες περιοχές. Κατά άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από την Τσαμουριά, περιοχή της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο. Ονομάζεται επίσης και Κλέφτικος, καθώς χορεύονταν από τους Κλέφτες την εποχή της Τουρκοκρατίας. O Ικαριώτικος είναι ο ιδιαίτερα γνωστός σε όλη την Ελλάδα, νησιώτικος, παραδοσιακός χορός και το τραγούδι που τον συνοδεύει, με καταγωγή τους την Ικαρία. Μερικοί ειδικοί λένε ότι o παραδοσιακός Ικαριώτικος ήταν αργός και η γρήγορη "έκδοσή" του είναι στην πραγματικότητα ένας Μπάλος. Ο Ικαριώτικος χορός σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, xορεύεται από Έλληνες και Ελληνίδες που πιάνονται κατά κύριο λόγο από τους ώμους. Η μουσική και ο χορός είναι μεγάλες μορφές ψυχαγωγίας στην Ικαρία. Όλο το χρόνο ο χορός λαμβάνει χώρα σε βαφτίσια, γάμους και θρησκευτικές γιορτές, όπου μπορεί κανείς να ακούσει και να χορέψει με ζωντανή παραδοσιακή μουσική από την Ικαρία.
Τσιφτετέλι Το τσιφτετέλι είναι αντικριστός αυτοσχεδιαζόμενος, γυναικείος χορός στα 2/4, διαδεδομένος τόσο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, όσο και στην Ανατολή. Οι μελετητές αναφέρουν ως πιθανότερο τόπο προέλευσής του την αρχαία Ελλάδα, καθώς υποστηρίζουν πώς πρόκειται για τον αρχαιοελληνικό χορό του Αριστοφάνη, κόρδακα. Άλλοι προσπαθούν να τεκμηριώσουν την καταγωγή του στην Κεντρική Ασία. H ετυμολογία του πιθανότατα προέρχεται από το ότι παιζόταν κάποτε σε διπλή (τσιφτέ) χορδή (τέλι). Δηλαδή, οι παλιοί Έλληνες Μικρασιάτες και γενικά Ανατολίτες μουσικοί, τοποθετούσαν τις 2 ψηλότερες χορδές του βιολιού κοντά-κοντά και τις χόρδιζαν στην ίδια νότα με διαφορά οκτάβας ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες και να ηχεί ενισχυμένη. Η Βυζαντινή μουσική στην κλίμακα του χορού, είναι φανερή. Τον χορεύουν ζευγάρια. Στους ρεμπέτικους χορούς, μόνο στο «τσιφτετέλι» χαμογελούν περισσότερο. Όταν χορεύεται από γυναίκα "σόλο", αυτό γίνεται πάνω σε τραπέζι γεμάτο πιάτα (για να μην μπορεί να κάνει βηματισμούς, αλλά μόνο να σείει το στήθος, τη μέση και τους γλουτούς...) ενώ η παρέα συνοδεύει με ρυθμικά παλαμάκι.
Οι χοροί της Κρήτης Οι χοροί της Κρήτης εκφράζουν τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του λαού της . Με το χορό και το τραγούδι ο Κρητικός εκδηλώνει τα συναισθήματά του, τον ενθουσιασμό, την απογοήτευση, την αγάπη και τον έρωτα . Πεντοζάλη Πήρε το όνομά του από τα πέντε βασικά του. Είναι από τους θεαματικότερους και ίσως ο διασημότερος χορός της Κρήτης. Παρά το ότι όπως θα δούμε παρακάτω πρωτοξεκίνησε από τα Χανιά εν τούτοις θεωρείται γενικά ο χορός όλης της Κρήτης.
Σιγανός Λέγεται και Χορός του Θησέα ή Χορός της Νύφης. Πιστεύεται ότι αποτελεί αναπαράσταση της πορείας του Θησέα μέσα στο Λαβύρινθο. Οι χορευτές είναι σφιχταγκαλιασμένοι και βαδίζουν με μικρά σιγανά βήματα, με τον πρωτοχορευτή να φαίνεται ότι σέρνει την ανθρώπινη αυτή αλυσίδα προσπαθώντας να την οδηγήσει έξω από το Λαβύρινθο στη σωτηρία. Σιγά σιγά μετατρέπεται σε γρήγορο πεντοζάλι ίσως για να μας δείξει τη χαρά τους για τη σωτηρία τους χωρίς αυτό να έχει διευκρινιστεί. Χορός της Νύφης γιατί χορεύεται στους γάμους με το γαμπρό μπροστά και τη νύφη δίπλα του. Σήμερα όμως ως Χορός της Νύφης θεωρείται περισσότερο ο Συρτός. Ο Σιγανός χορευόταν παλιά με τα χέρια σταυρωτά. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε γίνει ο χορός της φιλίας, της ενότητας , της ανθρώπινης αλυσίδας που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία.
Ποντιακοί χοροί Στους ποντιακούς χορούς, οι άνδρες και οι γυναίκες σχηματίζουν συνήθως κύκλο και πιάνονται από τους καρπούς. Χορεύουν με στητό το σώμα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες. Το σώμα ακολουθεί, με πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις (ιδίως των γλουτών), τα μικρά βήματα των ποδιών. Οι ποντιακοί χοροί εκτελούνται με συνοδεία μουσικής από κεμεντζέ που παίζει ο κεμεντζετζής (λυράρης), ο οποίος συχνά στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Κατά τις υπαίθριες γιορτές, η μουσική προέρχεται απότουλούμ (ασκί, γκάιντα) και ταούλ (νταούλι, ζουρνά) ή κεμεντζέ και ντέφι.
Ελληνική Μουσική
Η Ελλάδα έχει μια μακρά παράδοση στη μουσική, η οποία ανάγεται στα αρχαία χρόνια. Πολλοί θεοί και θεότητες της αρχαιότητας ήταν συνδεδεμένα με τη μουσική και τον χορό και η ίδια η λέξη μουσική προέρχεται από τις Εννέα Μούσες της αρχαίας Ελλάδας που ήταν πηγή έμπνευσης για όλους τους καλλιτέχνες, ακόμη και σήμερα πολλοί καλλιτέχνες κάνουν αναφορά στην "μούσα της έμπνευσης". Πολλές λέξεις από την ελληνική γλώσσα σχετικές με την μουσική είναι διεθνής όπως: αρμονία, μελωδία, χορωδία, ορχήστρα, χρωματικές, σκηνή, λύρα, ύμνος, ψαλμός, ρυθμός. Η Ελληνική μουσική έχει πολλές κατηγορίες και ειδή τραγουδιών ξεκινώντας από την Αρχαία Ελληνική μουσική, τους Βυζαντινούς ύμνους, τα κλέφτικα που διαδόθηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα δημοτικά, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά, και τέλος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τα αντάρτικα, το νέο κύμα, το έντεχνο τραγούδι, την ελαφρά μουσική και τέλος την ρόκ και ποπ.
Ακριτικό και Κλέφτικο Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι, που δημιουργήθηκε στη χρονική περίοδο από τον 9ο έως και 11ο αιώνα περίπου. Η θεματολογία του ήταν η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία των συνόρων από τις συχνές εξωτερικές επιθέσεις της εποχής. Τη σκυτάλη από το ακριτικό τραγούδι πήρε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το κλέφτικο τραγούδι ήταν δημιούργημα της ρωμαίικης ζωής, εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και των αρματολών είναι γεμάτο από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συγκίνησης.
Δημοτικό τραγούδι Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Είναι και αυτό μονοφωνικό και τροπικό στη δομή του, ενδεικτικό μάλιστα είναι ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με την βυζαντινή σημειογραφία. Δεν ήταν άγνωστο επίσης το φαινόμενο κατά το οποίο τα λόγια γνωστών εκκλησιαστικών μελών αντικαθίσταντο ακόμα και με σατυρικούς στίχους και τραγουδιούνταν σε γιορτές και πανηγύρια, πράγμα που είναι αποδεδειγμένο ότι συνέβαινε κατά καιρούς και με την δυτική εκκλησιαστική μουσική του Μεσαίωνα.
Λαϊκό και Ρεμπέτικο Το Ελληνικό Λαϊκό τραγούδι ήταν δημοφιλές κυρίως στην εργατική τάξη κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και 1950, και όπως λένε πολλοί χρειάστηκε ο μεγάλος μαέστρος του μπουζουκιού Μανώλης Χιώτης για να φέρει το μπουζούκι στα σαλόνια της Ελληνικής μπουρζουαζίας. Το κάθε αυτού Ρεμπέτικο τραγούδι δεν ήταν γνωστό στις μεγάλες μάζες μέχρι τη δεκαετία του 1970 και ειδικά μετά την μεταπολίτευση όταν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μπάμπης Γκολές και πολλοί άλλοι άρχισαν να αναπαράγουν παλιά Ρεμπέτικα τραγούδια που μαζί με τα αντάρτικα είχαν γίνει τις μόδας . Αυτό συνέπεσε και με την προβολή του περίφημου έργου του ελληνικού κινηματογράφου, Ρεμπέτικο, που αφηγείται την ιστορία της Μαρίκας Νίνου μια από τις πρώτες γυναίκες που τραγούδησε ρεμπέτικα. Το ρεμπέτικο έχει τις ρίζες του στην Μικρά Ασία και εμφανίστηκε τη δεκαετία του ‘20 κυρίως στον Πειραιά όπου κατέφθασαν πολλοί πρόσφυγες. Το ρεμπέτικο αρχικά ήταν το τραγούδι των περιθωριακών. Οι μεγάλοι όμως συνθέτες του ρεμπέτικου, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης και άλλοι το εξέλιξαν και το έβγαλαν από τους “τεκέδες” και το περιθώριο.
Πολλοί λένε ότι η αυθεντική σύγχρονη ελληνική λαϊκή μουσική αναπτύχθηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη, με ορόσημο το διάσημο τραγούδι του “Φραγκοσυριανή”. Με αυτό το τραγούδι ο Βαμβακάρης, εισάγει νέες μουσικές ρίζες με κάποια δυτική χροιά που παντρεύεται με τους ήχους του Ρεμπέτικου. Το ίδιο συμβαίνει επίσης με τον Βασίλη Τσιτσάνη και το τραγούδι του “ Όμορφη Θεσσαλονίκη”. Και τα δύο αυτά τραγούδια είναι τα πρώτα τυπικά Χασάπικα. Ο Γιώργος Μητσάκης με την Βαλεντίνα, περνά από το ρεμπέτικο στο καθαρά λαϊκό. Τέλος ο Γιώργος Ζαμπέτας με το τραγούδι "Σήκω χόρεψε συρτάκι" σφράγισε μια ολόκληρη εποχή ελληνικής μουσικής που στους κύκλους των μουσικών ονομάζετε «Ελληνική τουριστική μουσική». Είναι γεγονός ότι το Συρτάκι του Ζαμπέτα, ο Ζορμπάς του Θεοδωράκη και η Μαρία με τα κίτρινα έκαναν όλη την Ευρώπη να χορεύει συρτάκι και χασάπικο.
Ελαφρά μουσική : Η πιο αντιπροσωπευτική ελαφριά μουσική στις δεκαετίες το 1950-1960 προέρχονταν από τα τραγούδια του Μάνου Χατζηδάκη του Μίμη Πλέσσα και άλλων και ερμηνεύτηκε από καλλιτέχνες όπως ο Τώνης Μαρούδας, η Νανά Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Βογιατζής κ.α. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής ήταν δημοφιλής και η μουσική από ντουέτα και τρίο, όπως οι αδελφοί Κατσάμπα, οι Μουζάς Λιγνός, το Τρίο Ατένε και άλλοι. Ειδικότερα για τους αδελφούς Κατσάμπα, ο ήχος τους ήταν απομίμηση Ισπανικής και Μεξικάνικης μουσικής που είχε μετατραπεί στα ελληνικά και είχε γίνει μόδα στα τέλη του 50 με αρχές του 60.
Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ίσως ο καλύτερος βιρτουόζος του μπουζουκιού (πρώην κιθαρίστας). O Χιώτης επίσης εφηύρε το οχτάχορδο μπουζούκι και δημιούργησε αξέχαστα τραγούδια παντρεύοντας το μπουζούκι με τον ήχο της Λάτιν μουσικής και της τζαζ. Από αυτή τη στιγμή ανοίχτηκαν αναρίθμητα μονοπάτια για την ελληνική λαϊκή μουσική, νέα όργανα και ήχοι, το αρμόνιο (Βασίλης Βασιλειάδης) αντικαθιστά το ακορντεόν, τα ντραμς, τα κρουστά και το ντέφι, το 70 εμφανίζεται σε πολλά τραγούδια το μεταλλικό φλάουτο, σιγά - σιγά η κλασική κιθάρα δίνει τη θέση της στην ηλεκτρική και η μπασαβιόλα στο ηλεκτρικό μπάσο, τελικά το συνθεσάιζερ εξαφανίζει σχεδόν όλα τα όργανα (τουλάχιστον στα στούντιο ηχογράφησης). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, τα ελληνικά λαϊκά γίνονται όλο και πιο δημοφιλή. Αυτό εν μέρει έχει να κάνει με την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας που αργά ανακάμπτει από δύο πολέμους, τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Όλο και περισσότεροι Έλληνες έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ραδιόφωνα, πικάπ και δίσκους βινυλίου. Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες, βλέποντας την οικονομική επένδυση της λαϊκής μουσικής, υπογράφουν συμβόλαια με τραγουδιστές, μουσικούς και συνθέτες και η μαζική παραγωγή της λαϊκής ελληνικής μουσικής άρχιζει να αναπτύσσεται. Είναι η εποχή που δημιουργούνται τα πρώτα αστέρια της Ελληνικής μουσικής : Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου, Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Ρία Κούρτη, Δούκισσα, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώτα Λυδία, Σταμάτης Κόκοτας και άλλοι πολλοί που μέχρι και σήμερα η Ελλάδα τραγουδάει τα τραγούδια τους.
Κατά τη μακρά διαδρομή της μέσα στους αιώνες η Ελληνική μουσική υιοθέτησε στοιχεία από τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο και αργότερα από την Αναγέννηση. Τον 19ο αιώνα η ελληνική μουσική αναπτύσσεται με συνθέτες όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος (συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας) και ο Σπυρίδων Σαμαράς (συνθέτης του Ολυμπιακού ύμνου). Και οι δύο συνθέτες ήταν από τα νησιά του Ιονίου. Τα Ιόνια νησιά που βρίσκονται πιο κοντά στην Ιταλία είχαν αγάπη με τις ιταλικές "Σερενάτες" που αργότερα έγιναν οι λεγόμενες "Καντάδες" της Αθήνας από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι το 1930 εκείνα τα τραγούδια μαζί με τις οπερέτες όπως «ο Βαφτιστικός» του συνθέτη Θεόφραστου Σακελαρίδη και τα τραγούδια του Κλέων Τριανταφύλλου, ο οποίος έγινε γνωστός ως Αττίκ, ήταν τα πιο δημοφιλή για τον αστικό πληθυσμό της Αθήνας κυρίως. Ο Αττίκ ήταν και ο δημιουργός του διάσημου θιάσου "η μάντρα του Αττίκ" ένας από τους πρώτους θιάσους ρεπερτορίου στην Ελλάδα.
Η δεκαετία του '60 και 70 χαρακτηρίστηκε από την μετάλλαξη της ταβέρνας που προσέφερε ζωντανή μουσική στα περίφημα και χλιδάτα Μπουζούκια . Αυτό συνέβη ιδίως στις περιοχές της Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Ένα από τα πιο γνωστά στέκια την εποχή εκείνη ήταν οι Τζιτζιφιές. Μια παραλλαγή των Μπουζουκιών ήταν τα "Σκυλάδικα" κανείς ακριβώς δεν ξέρει γιατί ακριβώς ονομάστηκαν έτσι, ίσως για την κακοφωνία, το σαματά και τον θόρυβο. Το σπάσιμο των πιάτων έγινε Ελληνικό έθιμο διεθνώς ακολουθούμενο στις μέρες μας από το ράντισμα με άνθη και σαμπάνιες, που αντικατέστησαν την πατροπαράδοτη χαρτούρα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ένα νέο είδος μουσικής άρχισε να ακούγεται στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η ελληνική New Wave («Νέο Κύμα») που εμπνέεται από την Δυτική μπαλάντα και το στυλ που είχαν στο Παρίσι οι "Μπουάτ". Το νέο κύμα έγινε το αγαπημένο μουσικό στυλ για τους νέους Έλληνες διανοούμενους και φοιτητές. Η Μπουάτ Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη και η Απανεμιά του Γιώργου Ζωγράφου, στην Πλάκα στην Αθήνα, έγιναν τα κυριότερα στέκια του νέου κύματος. Ήταν η εποχή που ο Διονύσης Σαββόπουλος δημιουργεί μια καινούργια σχολή Ελληνικής μουσικής παντρεμένης με μπαλάντες, Blues και Rock. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής ερμηνευτές του ελληνικού νέου κύματος όπως ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Κώστας Χατζής , η Αρλέτα και άλλοι κάνουν μια σημαντική παρουσία. Φυσικά, οι συνθέτες που έκαναν την ελληνική μουσική διεθνώς γνωστή ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και Σταύρος Ξαρχάκος . Αυτοί οι τρεις συνθέτες έχουν αναγνωριστεί ως οι μεγαλύτεροι συνθέτες της σύγχρονης Ελλάδας . Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα άλλο μεγάλο Έλληνα συνθέτη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Από τη δεκαετία του 1970 και του 1980 και μετά, η ελληνική μουσική έγινε όλο και πιο απόμακρη από τους ήχους της δεκαετίας του 1950 και '60.
Ζωγραφική
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ Οι ζωγράφοι που γεννήθηκαν στα χρόνια αυτά ωριμάζουν στις δεκαετίες του 1950 ή 1960, κι έκτοτε δίνουν τον κυρίαρχο τόνο στην ελληνική ζωγραφική. Ο Γ. Γαΐτης,o Γιάννης Τσαρούχης, ο Ν. Κεσσανλής, ο Κ. Τσόκλης, ο Δ. Μυταράς, ο Π. Τέτσης ή ο Α. Φασιανός, ο Α. Ακριθάκης και ο Μ. Θεοφυλακτόπουλος είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι μιας γενιάς που ξεπερνά πλέον αποφασιστικά το παλιότερο αίτημα του συγχρονισμού της ελληνικής τέχνης με τη διεθνή. Το έργο τους, πέρα από τις προωθημένες ατομικές αναζητήσεις τους, συμπυκνώνει ευρύτερες τάσεις του ελληνικού και του διεθνούς εικαστικού χώρου και σε πολλές περιπτώσεις κατορθώνει να είναι πρωταγωνιστικό στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκηνή. Οι ζωγράφοι αυτής της γενιάς γεννιούνται σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυντάξει τα εθνικά της οράματα, μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922. Ζουν τις πολιτικές διακυμάνσεις των δεκαετιών του 1920 και εξής έχουν συνείδηση (και συμμετοχή, σε αρκετές περιπτώσεις) του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, της γερμανικής κατοχής (1940-1945) και του καταστρεπτικού εμφυλίου (1945-1949).
Ωριμάζουν εκφραστικά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυνταχθεί οικονομικά και κοινωνικά. Από πολιτιστική και, ιδιαίτερα, εικαστική άποψη, είναι οι διάδοχοι της λεγόμενης «γενιάς του ’30», της πνευματικής γενιάς, δηλαδή, που ωρίμασε στο μεσοπόλεμο, προβάλλοντας αιτήματα πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού, επιστροφής στις ρίζες, και της «ελληνικότητας», αυτή τη γενιά αποκαθιστούν σιγά - σιγά μετά το 1960 και αυτήν άλλοτε συνεχίζουν κι άλλοτε (συχνότερα) αντιμάχονται δημιουργικά. Αν η γενιά του ’30 επιχείρησε μια ιδεολογική ανασύνταξη βασισμένη σε διαχρονικές ιστορικές πηγές και μετά από μια εθνική καταστροφή, η γενιά αυτή (που ονομάσθηκε και «γενιά του ’60») ανασυντάσσει τα βιώματα και τις προσδοκίες της από μια Ελλάδα που ταλαιπωρήθηκε σ’ έναν εμφύλιο και που αναζητά κατόπιν το πρόσωπό της στη διεθνή πλέον, ευρωπαϊκή και παγκόσμια πραγματικότητα. Και, από καθαρά εικαστική άποψη, οι ζωγράφοι αυτοί, επικοινωνούν νωρίς με τις διεθνείς καλλιτεχνικές τάσεις, ταξιδεύουν και εκθέτουν σε διεθνή καλλιτεχνικά κέντρα, συμμετέχουν δηλαδή ενεργά στις ανησυχίες και στις επιτεύξεις ολόκληρης της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης.
Διαδικασία της έρευνας
Στο πλαίσιο της διεξαγωγής και της παρουσίασης μιας όμορφης και εκπαιδευτικής ερευνητικής εργασίας όλο το τμήμα και κάθε μία ομάδα ξεχωριστά έπρεπε να συνεργάζεται άμεσα με την άλλη έτσι ώστε να κάνουν το μέγιστο δυνατό για να πάνε όλα τα παραπάνω καλά. Έτσι και έγινε λοιπόν. Αρχικά, αφού επιλέξαμε το θέμα με το οποίο θα ασχολούμασταν και δημιουργήσαμε ομάδες, κάναμε κατανομή των υποθεμάτων σε αυτές. Δημιουργήσαμε το εξώφυλλο, έπειτα τη λίστα με τα ονόματα των μαθητών ανά ομάδα και το ερωτηματολόγιο. Τέλος οι ομάδες έπρεπε να προσκομίσουν η κάθε μία ξεχωριστά την εργασία της έτσι ώστε να την επεξεργαστούν μαθητές που είχαν αναλάβει το power point.
Τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιήσαμε και εκμεταλλευτήκαμε για να διεξάγουμε αυτήν την έρευνα ήταν κατά κύριο λόγο το διαδίκτυο, οι εγκυκλοπαίδειες, τα διάφορα βιβλία που είχε ο καθένας μας και τις προσωπικές γνώσεις του καθενός.
Τέλος οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάχθηκε η έρευνα ήταν πολύ καλές με το κάθε παιδί ξεχωριστά μέσα στην τάξη να είναι πρόθυμο να βοηθήσει και να εξυπηρετήσει τον καθηγητή του χωρίς αμφιβολία και άρνηση. Όλοι οι παράγοντες λοιπόν ήταν ευνοϊκοί και η εργασία πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία δυσκολία.