1/4/2013 Χάρις Παπαστεργίου Τμήμα: Β’3
Το καλοκαίρι του 1071, ο Ρωμανός εισέβαλε με μισθοφορικά στρατεύματα ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη, στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το Μαντζικέρτ, παρά την διαφωνία των στρατηγών του. Όμως ο αυτοκράτορας είχε υποπέσει σε δυο λάθη. Α) Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής και δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριών του Αλπ Αρσλάν ούτε είχε καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος ήταν κοντά στην Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα.
Β) Το άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν ότι, ενώ εισέβαλλε σε χώρα που γνώριζε λιγότερο καλά από τους αντιπάλους του, χώρισε το στρατό σε δυο τμήματα. Το ένα, άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, το έστειλε στα νότια του Μαντζικέρτ για να καταλάβει τη πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ατταλειάτη, οι μονάδες αυτές ήταν οι καλύτερες του στρατού του και αριθμητικά περισσότερες από τις δικές του. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο ίδιος. Με αυτό κατέλαβε το φρούριο του Μαντζικέρτ, μια μέρα πριν τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανειώτη.
Η αριθμητική ισχύς του σελτζούκικου στρατού εκτιμάται ότι βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα με του βυζαντινού ή λίγο παρακάτω, δηλαδή περίπου
Στις 24 Αυγούστου 1071, ένα ανιχνευτικό απόσπασμα Βυζαντινών αψιμάχησε με ένα Σελτζούκικο, στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Ο Ρωμανός, μη γνωρίζοντας πως έχει να κάνει με την εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος του Αλπ Αρσλάν έστειλε τον επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας Νικηφόρο Βρυέννιο με μικρή δύναμη για να απωθήσει τους Τούρκους. Σύντομα ο Βρυέννιος, βλέποντας ότι μονάδες του ενεπλάκησαν σε ενέδρες και περικυκλώθηκαν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις, διέταξε υποχώρηση στο βυζαντινό στρατόπεδο.
Ο Βασιλάκιος, περιφρονώντας τις βασικές αρχές της βυζαντινής τακτικής απέναντι στα πολεμικά τεχνάσματα των νομαδικών λαών, παρασύρθηκε σε ανεξέλεγκτη καταδίωξη των Τούρκων και τελικά έπεσε στην ενέδρα τους. Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ οι άντρες του έπεσαν νεκροί σχεδόν μέχρι τον τελευταίο. Τότε ο Ρωμανός, συνειδητοποιώντας την ισχύ του τουρκικού αποσπάσματος αλλά μη δεχόμενος ακόμη πως επρόκειτο για το στρατό του Αλπ Αρσλάν, έστειλε εναντίον του ξανά τον Βρυέννιο, επικεφαλής ολόκληρης της αριστερής πτέρυγας. Τελικά, ο Βρυέννιος κατάλαβε τι πραγματικά συνέβαινε και μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, να σήμανε υποχώρηση.
Το πρωί της 25ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την όχθη του ποταμού απέναντι από το βυζαντινό στρατόπεδο και ο Ρωμανός έστειλε το βαρύ πεζικό να τους απωθήσει. Το πεζικό πέτυχε στην αποστολή του αλλά, λίγο μετά, μεγάλο μέρος των Ούζων άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στους ομόγλωσσούς τους Τούρκους. Παρά τις ως τότε δυσάρεστες εξελίξεις, ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει ισχυρή αυτοπεποίθηση. Η συνοχή του βραδυκίνητου βυζαντινού στρατεύματος κλονίστηκε και άρχισε να σπάει,όταν το πεδίο της μάχης έγινε μια απέραντη χαοτική μάζα στρατιωτών που μάχονταν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν.
Ήττα των στρατευμάτων του Βυζαντίου. Δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια, Ενώ παράλληλα στον Ρωμανό Δ' επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνοντας και το θρόνο του και τη ζωή του.
Η έλλειψη οπλισμού, πειθαρχίας και ηθικού ήταν οι κυριότεροι παράγοντες της ήττας. Ακόμα, η ετερογένειά του στρατού, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Τέλος, ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του.
Haldon, John (2000), The Byzantine Wars. Tempus, 2001 Markham, Paul (2005) Treadgold, Warren, A history of the Byzantine State and Society. Stanford University Press, 1997 Δημητρούκας, Ιωάννης. Ιωάννου, Θουκυδίδης. Μεσαιωνική και νεότερη ιστορία. ΙΤΥΕ – ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ,(2012) Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, τομ. Β2, σ. 243,