Τα πολιτικά γεγονότα πολλά και ταραχώδη. Η Αθήνα είναι το κεντρικό σκηνικό όλων αυτών των καταστάσεων που ζει η μεταπολεμική Ελλάδα και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής κοινωνίας.
Αρχές της δεκαετίας του 1950: οι δρόμοι της Αθήνας, με το λαμπρό φως της Αττικής, γίνονται εξαιρετικά κατάλληλο ντεκόρ για τα εξωτερικά γυρίσματα των ταινιών.
Ο Μ. Κακογιάννης απεικονίζει την Αθήνα με χιούμορ και τρυφερότητα.
Ο Ν. Κούνδουρος περιγράφει με γλαφυρότητα τις συνθήκες της ζωής σε μια παραγκούπολη και την αγωνία της επιβίωσης των κατοίκων της.
Η αθηναϊκή αυλή: σήμα κατατεθέν της εποχής (καυγάδες, κουτσομπολιά, αλλά και στενές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.) [«Οι κυρίες της αυλής», 1966 του Ντ. Δημόπουλου] Σταδιακά, όμως, οι περισσότεροι αρχίζουν να ονειρεύονται την απόκτηση διαμερίσματος (σύμβολο μεσοαστισμού) [«Θα σε κάνω βασίλισσα», 1964 του Αλ. Σακελλάριου]
Άλλο μεγάλο όνειρο είναι η «αποκατάστ αση» των κοριτσιών με έναν «καλό» γαμπρό.
Ο άντρας σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζει να είναι ο «αφέντης» με τη γυναίκα πλήρως υποταγμένη και εξαρτημένη από αυτόν, κυρίως στις πιο λαϊκές συνοικίες..
Οι πιο απλοί και λαϊκοί άνθρωποι – υπηρέτριες, μοδιστρούλες, σωφεράκια - διασκεδάζουν στα ταβερνάκια, τραγουδούν και πίνουν ξεχνώντας τα βάσανα της φτώχειας τους. («Τα κίτρινα γάντια» 1960 του Αλ. Σακελλάριου) Συχνάζουν, ακόμη, στα «φριχτά» μπουζούκια, όπως τα χαρακτηρίζει η άρχουσα τάξη και στα οποία οι γυναίκες είναι πιο ελεύθερες. («Στέλλα» 1955 του Μ. Κακογιάννη)
Ο ίδιος δημιουργός, ο Μ. Κακογιάννης, στην ταινία «Το τελευταίο ψέμα» (1958) αποτυπώνει τη σήψη της ανώτερης κοινωνικής τάξης την οποία βλέπουμε να διασκεδάζει με τη χαρτοπαιξία και το χορό στα club της εποχής χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις αγγλικές και κυρίως γαλλικές.
Τα λαϊκά στρώματα δεν μορφώνονται και χρησιμοποιούν την «αργκό» κυρίως, όταν ανήκουν στον «υπόκοσμο» της εποχής. Πραγματικά απολαυστικοί οι διάλογοι ανάμεσα σε πλούσιους και «περιθωριακούς», αν κάπου συναντηθούν οι δρόμοι τους. («Η χαρτοπαίχτρα» του Γ. Δαλιανίδη)