Φαντασία και Δημιουργικότητα 2. Ο Αριστοτέλης για την Ποίηση
Στόχος μας σε αυτή την ενότητα είναι η παρουσίαση θεωριών για την τέχνη που ακολούθησαν αυτή του Πλάτωνα έως και την Αναγέννηση. Θα εστιάσουμε στις παραδοχές τους εκείνες οι οποίες ανασκευάζουν τις θέσεις του Πλάτωνα για τη χαμηλή γνωσιακή αξία της τέχνης, είτε αυτές αφορούν στη φύση του έργου τέχνης είτε αφορούν στον καλλιτεχνικό δημιουργό.
1. Αριστοτέλης Η Ποιητική του Αριστοτέλη κατέχει ξεχωριστή θέση στη θεωρία της τέχνης καθώς αποτελεί την πρώτη θεωρία ενός ορισμένου καλλιτεχνικού είδους: της ποίησης, η οποία περιλαμβάνει το δράμα (τραγωδία/κωμωδίαα) και το έπος. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, ο οποίος διατυπώνει γενικές παρατηρήσεις για διαφορετικές μορφές τέχνης, ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προβάλλει τα διακριτικά γνωρίσματα αυτού του καλλιτεχνικού είδους, με στόχο να προσδιορίσει τους στόχους του, την αξία που δύνανται να έχουν τα έργα του, αλλά και τις κανονικότητες που διέπουν τη δημιουργία καλών δειγμάτων αυτού του είδους.
Θα αναφερθούμε συνοπτικά στα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του δράματος τα οποίες αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης και θα περάσουμε έπειτα στην ανασκευή των κατηγοριών του Πλάτωνα για την ποίηση. Ο Αριστοτέλης προσδιορίζει τρία είδη σκέψης: τη θεωρητική (γνώση), την πρακτική και τη δημιουργική (ποίησις).
Η μίμηση αναγνωρίζεται ως έκφανση της δημιουργικής σκέψης (άρα και παράγωγο του λογισμού και όχι του άλογου μέρους της ψυχής) και διακρίνεται σε δύο είδη: α) τη μίμηση οπτικών εμφανίσεων, έχοντας ως μέσο της το χρώμα και το σχέδιο, και β) τη μίμηση ανθρώπινων πράξεων, έχοντας ως μέσο τον στίχο, το τραγούδι και τον χορό (τον λόγο, τη μελωδία, τον ρυθμό).
Η ποίηση, κατανοούμε, είναι μίμηση ανθρώπινων πράξεων και εξηγεί ο Αριστοτέλης ότι διακρίνεται από την έμμετρη ιστορία ή τη φιλοσοφία (δηλαδή άλλες μορφές συστηματικής γλωσσικής παρουσίασης) χάριν ακριβώς αυτού του αντικειμένου της. Τα είδη της ποιητικής τέχνης τα οποία τον απασχολούν σε αυτό το έργο είναι το δράμα - το οποίο συμπεριλαμβάνει την τραγωδία και την κωμωδία - και το έπος.
Εξηγεί ότι το έπος και η τραγωδία διαφέρουν από την κωμωδία χάρη στη σοβαρότητα ή τη θλιβερότητα που έχουν τα δρώμενά τους σε σχέση με αυτά της κωμωδίας, ενώ διαφέρουν μεταξύ τους χάρη στον τρόπο ή τη μέθοδο που παρουσιάζουν τα δρώμενα: το έπος χρησιμοποιεί την αφήγηση ενώ η τραγωδία το δράμα (τη δραματοποίηση).
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ποιητική τέχνη δεν απαιτείται μόνο να εξετάσουμε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υπαρχόντων έργων: θα πρέπει επιπλέον να προσδιορίσουμε σε τι συνίσταται, για παράδειγμα, μια καλή τραγωδία, δηλαδή να κατανοήσουμε «τις αιτίες της καλλιτεχνικής αρτιότητας και του αντιθέτου της».
Ενδιαφέρεται λοιπόν για τα θεμέλια της κριτικής του ποιητικού είδους, τις ιδιότητες εκείνες στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται η κριτική αξιολόγηση των έργων του. Και για να προσδιορίσουμε τις ιδιότητες αυτές θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τον σκοπό του είδους αυτού, ποιο είναι το τελικό αίτιο του.
Σε σχέση με την τραγωδία συγκεκριμένα, στην οποία θα εστιάσουμε, αυτό που θεωρείται δεδομένο είναι ότι παρακολουθούμε έργα τραγωδίας οικειοθελώς, επειδή μάλιστα αυτά μας προσφέρουν κάποιο είδος ευχαρίστησης. Η θεωρητική διερεύνηση της τραγωδίας θα πρέπει λοιπόν να προσδιορίσει τι είδους ευχαρίστηση είναι αυτή που μας προσφέρει η τραγωδία – ποια είναι δηλαδή η «οικεία ηδονή» της τραγωδίας.
Τότε θα μπορούμε να πούμε ότι σκοπός της τραγικής τέχνης είναι να προσφέρει αυτού του είδους την ευχαρίστηση. Θα μπορούμε επίσης, έχοντας καθαρή πια σύλληψη του σκοπού, να ανακαλύψουμε πώς τον εξυπηρετεί και συνεπώς τι επιτρέπει σε ένα έργο να ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό του από ένα άλλο (ορίζοντας έτσι τα θεμέλια της κριτικής). Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, το οποίο στοχεύει στον προσδιορισμό των αρχών της τραγωδίας, ο Αριστοτέλης θα ανασκευάσει τις κατηγορίες του Πλάτωνα για την ποίηση σχεδόν στο σύνολό τους.
Α. Οντολογία ποιητικού έργου /γνωσιακή του αξία Ο Αριστοτέλης δέχεται, όπως και ο Πλάτωνας, ότι η μίμηση είναι φυσική στον άνθρωπο οπότε και η επαφή με τα έργα της είναι ευχάριστη. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα όμως, συνδέει την ευχαρίστηση της μίμησης και με τη γνώση – δεν τη θεωρεί δηλαδή σαν την ευχαρίστηση ενός άμυαλου παιχνιδιού. Ως πλάσματα με λογική ικανοποιούμαστε με τη μίμηση γιατί το να βλέπουμε ένα δείγμα της και να το αναγνωρίζουμε ως τέτοιο είναι περίπτωση μάθησης.
«Και αφού η μάθηση και ο θαυμασμός προκαλούν ευχαρίστηση, όλα όσα συνδέονται μαζί τους πρέπει να είναι ευχάριστα. Λόγου χάρη ένα έργο μίμησης όπως μια ζωγραφιά, ένα γλυπτό, ένα ποίημα και καθετί που μιμείται με επιτυχία κάτι άλλο, ακόμα και αν το αντικείμενο της μίμησης δεν είναι ευχάριστο. Γιατί δεν είναι αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση ή το αντίθετό της, αλλά ο συλλογισμός ότι το ομοίωμα και το αντικείμενό του ταυτίζονται, και επομένως το αποτέλεσμα είναι ότι μαθαίνουμε κάτι.»
Ο Αριστοτέλης διαφοροποιείται ήδη εδώ από τον Πλάτωνα σε σχέση με τη φύση της μίμησης, τη γνωσιακή αξία που της αποδίδει αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον αποδέκτη της μίμησης. Βλέπουμε ότι δέχεται πως οι αποδέκτες της μίμησης, το κοινό της τέχνης, αναγνωρίζουν τον μιμητικό της χαρακτήρα – δηλαδή ότι δεν πρόκειται για κάτι το πραγματικό αλλά για μια αναπαράσταση του πραγματικού. Γι’αυτό δύνανται να μας προσφέρουν ευχαρίστηση μιμήσεις αντικειμένων τα οποία από τη φύση τους είναι δυσάρεστα.
«Υπάρχουν πράγματα που μας προξενούν λύπη όταν τα βλέπουμε όπως είναι αλλά μας ευχαριστεί να βλέπουμε τις πιο ακριβείς αναπαραστάσεις τους: για παράδειγμα ομοιώματα των πιο ευτελών ζώων ή πτωμάτων». Η ευχαρίστηση, εξηγεί ο Αριστοτέλης, δεν πηγάζει από τη θέαση του αντικειμένου της αναπαράστασης αλλά από την αναγνώριση (μέσω του λόγου) της ίδιας της αναπαραστατικής σχέσης, η οποία προσφέρει γνώση. Τι σημαίνει όμως αυτό; Τι είδους γνώση αποκομίζουμε μέσα από την αναγνώριση της αναπαράστασης;
Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα ότι η γνώση αφορά το «καθόλου» (την ουσία) και όχι το επιμέρους. Κατά τον Αριστοτέλη όμως, αντίθετα με τη θέση του Πλάτωνα, η μίμηση δεν στοχεύει στην αναπαραγωγή επιμέρους αντικειμένων, ανθρώπων ή πράξεων: αντίθετα στοχεύει στο καθολικό, δηλαδή την ουσία των αντικειμένων της (τις ιδιότητες οι οποίες είναι κοινές σε αντικείμενα αυτού του είδους).
Μια ζωγραφιά, για παράδειγμα, αναπαράγει τα καθολικά χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου, δηλαδή αυτά τα οποία αποτελούν τα διακριτικά του γνωρίσματα, επιτρέποντας μας έτσι να το αναγνωρίσουμε, οπότε συνοψίζει την ουσία του αντικειμένου – ό,τι σε αυτό είναι αναγκαίο και όχι τυχαίο. Από αυτή τη σκοπιά τα έργα τέχνης μας επιτρέπουν να συλλάβουμε το καθολικό και όχι το επιμέρους, μας επιτρέπουν λοιπόν την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων, αντίθετα με ό,τι υποστήριξε ο Πλάτωνας.
Εννοείται όμως έτσι ότι ο καλλιτέχνης θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις ιδέες, θα πρέπει να έχει συλλάβει την ουσία των πραγμάτων προκειμένου να μπορέσει να την αποτυπώσει στο υλικό του, να μπορέσει να μας την κάνει χειροπιαστή. Ανασκευάζεται έτσι ήδη η θέση του Πλάτωνα για την έλλειψη γνώσης των καλλιτεχνών, αν και όπως θα δούμε στη συνέχεια ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερα στους ποιητές ακόμη πιο ευρεία γνώση.
Β. Ψυχολογική επενέργεια της ποίησης Αναφέραμε παραπάνω ότι ο Αριστοτέλης επιθυμεί να προσδιορίσει την οικεία ηδονή της τραγωδίας προκειμένου να κατανοήσει τις αρχές της κριτικής. Θεωρεί ότι για να το επιτύχουμε αυτό - να προσδιορίσουμε την ευχαρίστηση που προσιδιάζει στην τραγωδία – θα πρέπει να στραφούμε στο ιδιαίτερο αντικείμενό της: μας ενδιαφέρει συγκεκριμένα «η ευχαρίστηση που προέρχεται από τον οίκτο και τον φόβο μέσω της μίμησης».
Η τραγωδία έχει ως αντικείμενό της τη μίμηση πράξεων φοβερών και βαρυσήμαντων, πράξεων δηλαδή που έχουν την αναγκαία σπουδαιότητα και δραματικότητα ώστε να κινήσουν την ψυχή: να προκαλέσουν δηλαδή συναισθήματα φόβου και οίκτου στο κοινό (μια ιδιαίτερη σύζευξη συναισθημάτων την οποία ο Αριστοτέλης θεωρεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της σοβαρής ποίησης).
Ωστόσο τα συναισθήματα αυτά αναγνωρίζονται από τον Αριστοτέλη ως εγγενώς δυσάρεστα – ως μορφές πόνου: ο οίκτος, για παράδειγμα, είναι «είδος πόνου που προκαλείται από τη θέα ενός ανθρώπου που αναξιοπαθεί». Τι εννοεί λοιπόν ο Αριστοτέλης όταν ισχυρίζεται ότι η ευχαρίστηση της τραγωδίας συνδέεται με αυτά τα – εγγενώς δυσάρεστα – συναισθήματα;
Μας εξηγεί ότι «Η ευχαρίστηση είναι μια κίνηση της ψυχής, μια επάνοδος στη φυσική της κατάσταση». Κατανοούμε δηλαδή ότι η ψυχολογική επενέργεια της τραγωδίας δεν είναι ένα μεμονωμένο συναίσθημα (το οποίο μπορεί να είναι καθεαυτό δυσάρεστο) αλλά μια κίνηση της ψυχής από την ένταση στην ισορροπία - μια συναισθηματική κλιμάκωση και αποκλιμάκωση - και είναι αυτή η κίνηση στο σύνολό της που προκαλεί την ευχαρίστηση.
Ο θεατής της τραγωδίας λοιπόν υπόκειται σε μια ψυχολογική εμπειρία η οποία είναι δυναμική (δηλαδή εξελίσσεται), ενέχει ένταση και πόνο, αλλά στην ολοκλήρωσή της η ψυχή έχει ανακτήσει την ισορροπία της. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η πηγή της ευχαρίστησης είναι η επάνοδος στην ψυχική ηρεμία, όταν το αρνητικό βίωμα έχει πια περάσει.
Αλλά γιατί να θέλει κανείς να βιώσει αυτή την κίνηση της ψυχής, εφόσον αυτή ενέχει πόνο, προκειμένου να φτάσει στην ψυχολογική κατάσταση που ήταν ήδη πριν από την επαφή του με το ποιητικό έργο (δηλαδή την ψυχική ηρεμία); Αναμφίβολα ο Αριστοτέλης αποδίδει μια συγκεκριμένη λειτουργία σε αυτή την κίνηση της ψυχής, στην οποία και στηρίζει την ευχαρίστηση της τραγωδίας. (Δηλαδή η ευχαρίστηση δεν στηρίζεται στην κίνηση της ψυχής καθεαυτή αλλά στο τι επιτυγχάνεται μέσω αυτής – οπότε και στο τι επιτυγχάνεται ψυχολογικά μέσα από την παρακολούθηση του ποιητικού έργου.)
Τη λειτουργία αυτή προσδιορίζει με την έννοια της κάθαρσης: η τραγωδία «μέσα από τον οίκτο και τον φόβο πραγματοποιεί την κατάλληλη κάθαρση αυτών των συγκινήσεων». Με ποιο τρόπο ακριβώς αποκαθαίρονται τα αρνητικά συναισθήματα μέσα από την τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη; Έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Δύο ωστόσο έχουν τη μεγαλύτερη ευλογοφάνεια, στο πλαίσιο αναφορών του στα συναισθήματα σε άλλα του έργα.
Σύμφωνα με την πρώτη, κάθαρση των αρνητικών συναισθημάτων σημαίνει αποφόρτιση, απαλλαγή από αυτά μέσα από το ψυχολογικό βίωμα που επιτρέπει η επαφή μας με το δραματικό έργο. Τα αρνητικά συναισθήματα (πόνος, φόβος, αηδία, ζήλεια) τα οποία όλοι βιώνουμε σε διαφορετικούς βαθμούς στη διάρκεια της ζωής μας, είναι ένα φορτίο που βαραίνει την ψυχή, δίχως ωστόσο να μπορούμε εύκολα να τα εκφράσουμε - και άρα να τα εκτονώσουμε: στην καθημερινή μας ζωή είναι τα πράγματα πάντοτε καλύτερα όταν τα έχουμε υπό έλεγχο - όπως σωστά τόνισε ο Πλάτωνας.
Σε αυτή ενδεχομένως την παρατήρηση του Πλάτωνα στηρίζεται ο Αριστοτέλης για να τονίσει τη θετική ψυχολογική επενέργεια της ποίησης: καθώς τα αρνητικά συναισθήματα χρειάζονται εκτόνωση για να απαλλαγεί η ψυχή από το βάρος τους και να ανακτήσει την ισορροπία της, η επαφή μας με το ποιητικό έργο μας προσφέρει ένα ασφαλές πεδίο εκτόνωσης των αρνητικών συναισθημάτων.
Έχοντας αποφορτιστεί κατάλληλα ο θεατής μέσα από την κίνηση της ψυχής που επιτρέπει η ποιητική αφήγηση, η ψυχή του αποκαθαίρεται από ό,τι τη βαραίνει και μπορεί να ανακτήσει την ισορροπία της - και είναι αυτή η επάνοδος της κάθαρσης η οποία είναι ευχάριστη.
Σύμφωνα με μια άλλη απάντηση για το νόημα της κάθαρσης (η οποία δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την πρώτη αλλά μπορεί να λειτουργούν παράλληλα) μέσα από το βίωμα των αρνητικών συναισθημάτων, το οποίο επιτρέπει το ποιητικό έργο, τα συναισθήματα αυτά μας γίνονται πιο καθαρά.
Δηλαδή μας δίνεται η (ασφαλής, λόγω πλαισίου μυθοπλασίας) ευκαιρία να γνωρίσουμε μια πλευρά του εαυτού μας: να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη φαινομενολογία των αρνητικών συναισθημάτων, τις αντιδράσεις μας σε αυτά, και ενδεχομένως μας δίνεται και η ευκαιρία να αναπτύξουμε τρόπους να τα χειριζόμαστε
(Για παράδειγμα, για να χειριστούμε τον φόβο προσπαθούμε να επιβάλλουμε αυτοέλεγχο που είναι μια μορφή άμυνας απέναντι σε αυτό που μας παραλύει. Για να χειριστούμε τη λύπη μας για την τύχη της ηρωίδας εστιάζουμε σε μια θετική πλευρά μιας αρνητικής κατάστασης ή κατευθύνουμε τη σκέψη μας με άλλο τρόπο κτλ).
Καθώς για τον Αριστοτέλη, όπως είδαμε παραπάνω, κάθε μορφή γνώσης που αποκτούμε προκαλεί ευχαρίστηση, έτσι και η κάθαρση των αρνητικών συναισθημάτων (με την έννοια της βαθύτερης γνώσης αυτών) μέσα από την επαφή μας με το δράμα θα μπορούσε εύλογα να αναγνωριστεί ως μορφή ευχαρίστησης.
Όποια ερμηνεία και αν δώσουμε στην κάθαρση (ενδεχομένως είναι έγκυρες και οι δύο) ο Αριστοτέλης εναντιώνεται στον ισχυρισμό του Πλάτωνα ότι η ποίηση είναι επικίνδυνη καθώς διαταράσσει την αρμονία της ψυχής: οι βαθύτερες ψυχολογικές επενέργειες του δράματος είναι για τον Αριστοτέλη θετικές και η επαφή με το δράμα είναι καθοριστική για την ψυχική αρμονία του ατόμου.
Ο άνθρωπος ο οποίος έρχεται συχνά σε επαφή με τα έργα της ποίησης είναι πιο νηφάλιος και σοφός καθώς απαλλάσσεται (μέσα από την εμπειρία που αυτά επιτρέπουν) από φθοροποιούς συγκινησιακούς ερεθισμούς που δηλητηριάζουν το χαρακτήρα και το πνεύμα και οδηγείται με ασφαλή τρόπο στην επίγνωση της ψυχής του – στην αυτογνωσία.
Γ. Η γνώση του δημιουργού Εφόσον η εντέλεια της τραγωδίας είναι η κίνησή της προς την ολοκλήρωση ενός δράματος, η πλοκή – η εξέλιξη των δρώμενων - έχει τη μέγιστη σπουδαιότητα, είναι η ψυχή της τραγικής τέχνης. Κατά τον Αριστοτέλη η περιπέτεια (η σταδιακή εμπλοκή του ήρωα σε ένα αμάρτημα, ένα δραματικό πεπρωμένο) και η αναγνώριση (η δραματική αναγνώριση από τον ήρωα αυτού του αμαρτήματος του) είναι τα στοιχεία της σύνθετης πλοκής που συμβάλλουν περισσότερο στην εξέλιξη και κορύφωση της τραγωδίας και συνεπώς στην πρόκληση φόβου και οίκτου στο κοινό.
Τονίζει δε ότι το ποιητικό έργο πρέπει να έχει ενότητα και πρέπει να εκτυλίσσεται με τη μεγαλύτερη δυνατή αίσθηση του αναπόφευκτου: η εξέλιξη της πλοκής «πρέπει να απορρέει από την ίδια τη δομή της πλοκής με τέτοιο τρόπο ώστε ως αποτέλεσμα των όσων προηγήθηκαν να έπεται ότι είναι αναγκαίο ή πιθανό να συμβούν αυτά τα πράγματα».
Από τις παρατηρήσεις αυτές κατανοούμε ότι ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει τη σύνθεση του ποιητικού έργου ως δημιουργία η οποία στηρίζεται σε μια ορισμένη τεχνική, τις αρχές τις οποίες πρέπει να γνωρίζει και να κατανοεί ο δημιουργός προκειμένου να συνθέσει ένα άρτιο έργο.
Δεν είναι λοιπόν η σύνθεση του ποιητικού έργου μια άλογη δραστηριότητα, καθοδηγούμενη από τη φαντασία και την έμπνευση: αντίθετα στηρίζεται σε αρχές και κανόνες, δηλαδή είναι έλλογη δραστηριότητα. (Αναγκαίες οι μετρήσεις προκειμένου επιπλέον το έργο να έχει τάξη, συμμετρία και σωστό μέγεθος – αναγκαίες ιδιότητες του καλού ποιητικού έργου).
Ο Αριστοτέλης όμως αποδίδει όμως ακόμη σπουδαιότερη γνώση στον δημιουργό της ποίησης: «Είναι φανερό επίσης ότι έργο του ποιητή δεν είναι να μας λέει τι συνέβη αλλά τι είδους πράγματα μπορεί να συμβούν» και «γι’αυτό η συγγραφή ποιητικών έργων είναι πιο φιλοσοφική δραστηριότητα και πρέπει να αντιμετωπίζεται σοβαρότερα απ’ότι η συγγραφή ιστορικών έργων. Γιατί η ποίηση μας μιλάει μάλλον για το καθολικό ενώ η ιστορία για τα επιμέρους. Καθολικό σημαίνει: τι είδους πράγματα λέει ή κάνει συνήθως ένας ορισμένος τύπος ανθρώπου κατά την πιθανή ή αναγκαία ακολουθία των πραγμάτων και σ’αυτό αποβλέπει η ποιητική σύνθεση... ενώ επιμέρους είναι τι έπραξε ή τι έπαθε λ.χ. ο Αλκιβιάδης.»
Όπως αναφέραμε παραπάνω η μίμηση αναπαράγει την ουσία των πραγμάτων, το καθολικό, οπότε ο δημιουργός της μίμησης θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε αυτή την ουσία. Στην περίπτωση της ποίησης η αναφορά στο καθολικό προσδιορίζει ένα ορισμένο αντικείμενο γνώσης την οποία κατέχει ο (καλός) ποιητής: γνώση του ανθρώπινου όντος.
Προκειμένου να συνθέσει ο ποιητής μια σφιχτοδεμένη και δυνατή πλοκή πρέπει να μας δείξει πώς οι πράξεις απορρέουν από τα κίνητρα και τα κίνητρα από τις περιστάσεις. Αυτό μπορεί να το καταφέρει μόνο αν κατέχει καθολικές έννοιες ή ψυχολογικούς νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η δημιουργία του ποιητικού έργου προϋποθέτει λοιπόν ψυχολογικές γνώσεις.
Ενώ ο ποιητής μπορεί να προσποιηθεί ότι έχει γνώσεις που δεν έχει έχει, όπως τόνισε ο Πλάτωνας (π.χ. γνώση ναυπηγικής, διακυβέρνησης, αρετής), ωστόσο δεν μπορεί να προσποιηθεί ψυχολογικές γνώσεις: πρέπει να κατανοεί την ανθρώπινη φύση, να έχει γνώση βασικών ψυχολογικών μηχανισμών προκειμένου να συνθέσει ένα πειστικό ποιητικό έργο.
Από αυτές τις γνώσεις εξαρτάται η άρτια διάταξη της πλοκής και η επιτυχής μίμηση των πράξεων, όσο και η συναισθηματική επίδραση του έργου (πρέπει να μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ανθρώπινη φύση – ή και τον εαυτό μας - μέσα στους χαρακτήρες που έχει πλάσει ο ποιητής). Οι ψυχολογικοί νόμοι που ακολουθεί ο ποιητής πρέπει λοιπόν να είναι πραγματικοί, ειδάλλως οι δραματικές εξελίξεις δεν θα είναι αναπόφευκτες, το έργο δεν θα έχει συνοχή και οι χαρακτήρες δεν θα είναι πειστικοί – οπότε το δράμα θα μας αφήσει ασυγκίνητους.
Συμπέρασμα: Ο Αριστοτέλης επιχειρεί συνολική ανασκευή των αρνητικών θέσεων του Πλάτωνα για την ποιητική τέχνη: Α) η ποιητική μίμηση αναπαράγει την ουσία και όχι την εμφάνιση των επιμέρους πραγμάτων, Β) ο δημιουργός της ποίησης έχει πρόσβαση σε καθολικούς νόμους, ιδιαίτερα σχετικούς με την ανθρώπινη ψυχολογία και συμπεριφορά, και Γ) η ψυχολογική επενέργεια της ποίησης είναι θετική και καθοριστική για την αρμονία της ψυχής.
Πλωτίνος (αποσπάσματα) «Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο πέτρινους όγκους που βρίσκονται ο ένας πλάι στον άλλον: ο ένας είναι άμορφος, εντελώς ανέγγιχτος από την τέχνη. Ο άλλος έχει σφραγισθεί από την τέχνη κι έχει γίνει άγαλμα κάποιου θεού ή ανθρώπου, δημιουργία στην οποία η τέχνη έχει συγκεντρώσει όλη την ομορφιά. Είναι φανερό ότι η πέτρα στην οποία η τέχνη εισήγαγε την ομορφιά μιας Μορφής είναι ωραία όχι επειδή είναι πέτρα - γιατί τότε ο ακατέργαστος όγκος θα ήταν εξίσου ωραίος - αλλά χάρη στη Μορφή ή Ιδέα που εισήγαγε σε αυτήν η τέχνη. Η μορφή αυτή δεν υπήρχε στο υλικό, υπήρχε στη σκέψη του καλλιτέχνη προτού μπει μέσα στην πέτρα, και υπάρχει στον δημιουργό όχι επειδή είχε μάτια ή χέρια αλλά επειδή μετείχε της τέχνης...»
Το ωραίο στο έργο τέχνης είναι σημείο και επακόλουθο της μέθεξης του αντικειμένου στην ιδανική μορφή. Ενατένιση της μορφής από τον καλλιτέχνη μέσω κατοχής της τέχνης.
«Οι Τέχνες δεν πρέπει να αγνοηθούν με το σκεπτικό ότι δημιουργούν απομιμήσεις φυσικών αντικειμένων. Γιατί πρώτα απ’όλα τα ίδια τα φυσικά αντικείμενα είναι απομιμήσεις. Επιπλέον πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι τέχνες δεν μιμούνται τα αντικείμενα με άμεσο τρόπο αλλά ανατρέχουν στις Μορφές από τις οποίες πηγάζει η φύση. Και ακόμη ότι οι τέχνες κάνουν πολλά πράγματα μόνες τους – είναι φορείς ομορφιάς και προσθέτουν εκεί που η φύση είναι ελλιπής.»
Το δέντρο λοιπόν και η εικόνα του δέντρου μετέχουν εξίσου στη Μορφή και αυτή προσδίδει και στα δύο την ομορφιά που μπορεί να έχουν. Και είναι τόση η η δύναμη της δημιουργικότητας του ζωγράφου ώστε η εικόνα που συνθέτει είναι δυνατό να συγκρατεί και να εκφράζει αυτή τη μορφή πληρέστερα απ’ότι το δέντρο. «Έτσι ο Φειδίας δεν χρησιμοποίησε ένα πρότυπο παρμένο από τον κόσμο των αισθήσεων όταν φιλοτέχνησε το άγαλμα του Δία αλλά συνέλαβε τη μορφή που θα έπαιρνε ο Δίας αν αποφάσιζε να γίνει ορατός.» (Η μορφή που αποδίδει καλύτερα την ουσία συλλαμβάνεται από τον καλλιτέχνη.)
Ο καλλιτέχνης δεν μιμείται απλώς αντικείμενα που είναι απομιμήσεις των ιδεών. Αλλά μάλλον έχει πρόσβαση στις ιδέες καθώς αυτές ενυπάρχουν μέσα του: «ο καλλιτέχνης εξάλλου επιστρέφει σε αυτή τη σοφία της φύσης η οποία είναι ενσωματωμένη σε αυτόν». Ο φυσικός κόσμος είναι καθρέφτης των ιδεών του Ενός – είμαστε μέρος του φυσικού κόσμου οπότε είμαστε κι εμείς καθρέφτης αυτών των ιδεών. Ο καλλιτέχνης λοιπόν δεν χρειάζεται να αντιγράψει το αντικείμενο, έχει την ιδέα του αντικειμένου μέσα του από τη φύση του, επειδή μετέχει της φύσης.