Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Φαντασία και Δημιουργικότητα

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Φαντασία και Δημιουργικότητα"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Φαντασία και Δημιουργικότητα
Ι. Kant, Μέρος Α: Η Φαντασία στην Αισθητική Εμπειρία

2 Το Πλαίσιο της Καντιανής Αισθητικής
Το πιο σημαντικό έργο στην ιστορία των αισθητικών θεωριών είναι δίχως αμφιβολία η Κριτική της Κριτικής Δύναμης (ΚΚΔ) του Ι. Kant. Ο Kant απέδωσε στην αισθητική κρίση την σπουδαιότητα της λογικής ή της ηθικής κρίσης: αποκατέστησε έτσι το γόητρο των αισθητικών φιλοσοφικών αναζητήσεων και εγκαινίασε την αισθητική ως ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο της φιλοσοφίας, ισάξιο με άλλα.

3 Παράλληλα, μέσα από τη θεωρία του Kant η τέχνη απέκτησε νέο κύρος, καθώς αποδεσμεύτηκε τόσο από τη γνώση (δηλαδή το αίτημα για γνώση) όσο και από την ηθική. Η φιλοσοφική παράδοση ήταν αρνητική ως προς τη δυνατότητα της τέχνης να λειτουργήσει ως όργανο γνώσης ή και διαμόρφωσης σωστής ηθικής στάσης. Θυμηθείτε την άποψη του Πλάτωνα για την τέχνη: αφ’ενός μεν ως μίμηση έχει χαμηλή γνωσιακή αξία ενώ μπορεί να διαφθείρει το κοινό ενθαρρύνοντας πάθη τα οποία θα πρέπει να χαλιναγωγηθούν προκειμένου να κατακτήσουμε την αρετή.

4 Οπότε στον Πλάτωνα η τέχνη περιθωριοποιείται καθώς δεν μπορεί να προσφέρει κανένα είδος κατανόησης – ούτε για τον κόσμο ούτε για το καλό. Λίγο πολύ αυτή η στάση απέναντι στην τέχνη διατηρείται μέχρι τον 18ο αι. Ο Lessing, για παράδειγμα, αναφέρει στο έργο του Laocoon, αντηχώντας την πλατωνική σκέψη: «Η αλήθεια είναι απαραίτητη για την ψυχή. Και είναι τυρρανεία να της στερεί κανείς αυτήν της την ανάγκη. Ο απώτερος σκοπός των τεχνών όμως είναι η ευχαρίστηση, και η ευχαρίστηση είναι αναλώσιμη.»

5 Ο Kant κρίνει ότι η τέχνη θα δείχνει πάντα κατώτερη όσο η γνωσιακή της δύναμη (η δυνατότητα της να συμβάλλει στη γνώση) συγκρίνεται με αυτή της λογικής. Οπότε το κύρος της τέχνης θα αποκατασταθεί μόνο αν σπάσει η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη γνώση: αν κατανοήσουμε ότι ανήκουν αυτές σε διαφορετικούς κόσμους, ασύνδετους μεταξύ τους.

6 Αυτός είναι ο σκοπός της τρίτης Κριτικής, δηλαδή να δείξει ότι οι κρίσεις μας για την τέχνη και το ωραίο είναι, όχι μια κατώτερη έκφανση των κρίσεων μας για την αλήθεια και το καλό, αλλά ανεξάρτητη από αυτές - αν και μπορεί να συγγενεύει με αυτές κατά κάποιο τρόπο. [Η αισθητική κρίση προτείνεται στο τέλος ως σύμβολο της ηθικής κρίσης.]

7 Ωστόσο αυτή η ανεξαρτησία που προσδίδει ο Kant στην τέχνη έχει και κάποιο τίμημα: ο Kant δεν ενδιαφέρεται να προσδιορίσει κάποια σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη γνώση. Μάλιστα περιορίζει ασφυκτικά το γνωσιακό χαρακτήρα της τέχνης λέγοντας ότι η τέχνη δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την αλήθεια.

8 Αυτή η θέση ήταν ανάθεμα για τους μετέπειτα αισθητικούς φιλοσόφους, οι οποίοι θέλησαν να την αντικρούσουν, προβάλλοντας τον γνωσιακό χαρακτήρα της τέχνης – το ότι η τέχνη μπορεί να ενισχύσει τη γνώση του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα (όπως π.χ. στον Hegel ή στον Heidegger) η προβολή της αλήθειας θεωρήθηκε ως μοναδικός σκοπός της τέχνης.

9 Ο Kant ενδιαφέρεται μόνο να προσδιορίσει τα θεμέλια της ικανότητας μας να κρίνουμε κάτι ως όμορφο – είτε στην τέχνη είτε στη φύση. Οι προ-Καντιανοί φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με την τέχνη και το ωραίο σε μεγάλο βαθμό θεωρούσαν αυτά τα αντικείμενα έρευνας διακριτά. Ο Kant δεν αποστασιοποιείται ριζικά από αυτή την παράδοση, κάνοντας και ο ίδιος τη διάκριση ανάμεσα στην τέχνη και το ωραίο, τα οποία εξετάζει σε διαφορετικά μέρη της κριτικής. Το ωραίο είναι λοιπόν πολύ πιο ευρεία κατηγορία από την τέχνη και περιλαμβάνει όλα τα έξοχα δείγματα ζωγραφικής, γλυπτικής κτλ αλλά και όλα τα όμορφα αντικείμενα της φύσης.

10 Σε σχέση με την τέχνη ιδιαίτερα, ο Kant δέχεται πως ό,τι είναι όμορφο δεν είναι απαραιτήτως τέχνη αλλά ό,τι είναι τέχνη είναι απαραιτήτως όμορφο. Ο Kant δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, τη δυνατότητα άσχημης τέχνης – οπότε ο όρος ‘τέχνη’ έχει εδώ αξιολογική σημασία (ένας άσχημο έργο ζωγραφικής είναι για τον Kant έργο ζωγραφικής αλλά όχι έργο τέχνης).

11 Ωστόσο δέχεται, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ότι η τέχνη μπορεί να προβάλλει άσχημα αντικείμενα αλλά με ωραίο τρόπο: «Οι συμφορές, οι αρρώστιες, οι καταστροφές του πολέμου μπορούν [ως δυσάρεστα συμβάντα] να αποδωθούν με όμορφο τρόπο, ακόμη και να απεικονιστούν στη ζωγραφική. Μόνο ένα είδος ασχήμιας σύμφωνα με τη φύση δεν μπορεί να αποδωθεί χωρίς να καταστρέψει κάθε αισθητική απόλαυση και επομένως την αισθητική ομορφιά, δηλαδή αυτό που προκαλεί αηδία». Το αηδιαστικό αντικείμενο εμποδίζει τον θεατή να αφοσιωθεί στη μορφή του και να αντλήσει απόλαυση από αυτή – η αηδία θα υπερισχύει πάντα κάθε άλλης αίσθησης που προκαλεί το αντικείμενο και σε κάθε περίπτωση θα αποκλείει την απόλαυση.

12 Οι Ιδιότητες της Αισθητικής Κρίσης
Το μέρος της Κριτικής της Κριτικής Δύναμης στο οποίο ο Kant αναλύει το ωραίο και την κρίση μας για αυτό είναι το πιο συστηματικό τμήμα του έργου αλλά και το πιο σημαντικό για το πεδίο της Αισθητικής. Παρουσιάζεται εδώ η πρώτη συστηματική απόπειρα σύνδεσης της ομορφιάς με το βίωμα του υποκειμένου που παρακινούν ορισμένες μορφές της τέχνης ή της φύσης παρά με ιδιότητες που φέρουν οι μορφές καθεαυτές. Το βίωμα αυτό συνδέεται με άμεσο τρόπο με τη λειτουργία της φαντασίας (περιγράφεται ως το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας με τη διάνοια) οπότε έχουμε συνάμα την πρώτη προσπάθεια σύνδεσης της εμπειρίας του ωραίου με τη φαντασία.

13 Η ιδιαίτερη δυσκολία που παρουσιάζει αυτό το τμήμα της ΚΚΔ έγκειται στο ότι ο Kant παρουσιάζει τον ορισμό της αισθητικής κρίσης (και, ταυτόχρονα, του ωραίου) μέσα από 4 αλληλένδετους χαρακτηρισμούς. (Η τετραμερής δομή της αισθητικής κρίσης ακολουθεί τα κριτήρια τα οποία έχει διατυπώσει ήδη για τις κρίσεις στην Κριτική του Καθαρού Λόγου: ποιότητα, ποσότητα, σχέση, τροπικότητα.)

14 Προκειμένου να αξιολογήσουμε το ωραίο, ισχυρίζεται ο Kant, χρειαζόμαστε γούστο, το οποίο ορίζει ως την «ικανότητα να κρίνουμε τι είναι ωραίο». Μια τέτοια κρίση πρέπει να έχει τέσσερις ιδιότητες προκειμένου να θεωρηθεί ως κρίση του γούστου (η ομορφιά ορίζεται αντίστοιχα μέσα από αυτές τις ιδιότητες, όπως θα δούμε στο τέλος).

15 Α. Ποιότητα: Είναι Υποκειμενική.
Η πρώτη ιδιότητα (η οποία αφορά την ποιότητα της κρίσης) είναι ότι η κρίση του γούστου δεν αναφέρεται σε ιδιότητες του αντικειμένου, αλλά μόνο στο αίσθημα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας που βιώνει το υποκείμενο. Οι αισθητικές κρίσεις είναι συνεπώς αυτοαναφορικές ενώ παρουσιάζονται ως κρίσεις για τον κόσμο (ως, υπ’αυτή την έννοια, αντικειμενικές).

16 Η υποκειμενικότητα της αισθητικής κρίσης γίνεται ήδη σαφής από τις πρώτες προτάσεις της ΚΚΔ:
«Προκειμένου να διακρίνουμε αν κάτι είναι ωραίο ή όχι, δεν υποβάλλουμε την εικόνα του στη διάνοια για γνώση, αλλά τη συσχετίζουμε μέσω της φαντασίας με το υποκείμενο και το αίσθημα χαράς ή δυσαρέσκειας που βιώνει. Η κρίση του γούστου λοιπόν δεν είναι γνωσιακή κρίση, οπότε δεν είναι λογική, αλλά αισθητική, δηλαδή καθορίζεται μόνο υποκειμενικά.»

17 Ο Kant κάνει έτσι καθαρό το ότι η αισθητική κρίση συνδέεται ελάχιστα με τη λογική κρίση: η ομορφιά δεν έχει σχέση με τη γνώση και την κατανόηση. Οπότε η αισθητική κρίση διαφέρει από τη λογική κρίση στο βαθμό που είναι υποκειμενική, και είναι υποκειμενική γιατί συνδέεται με την ευχαρίστηση που βιώνει το υποκείμενο. Το δεύτερο βήμα για τον Kant είναι να διαχωρίσει την αισθητική ευχαρίστηση από δύο άλλα είδη ευχαρίστησης με τα οποία μπορεί εύκολα να συσχετισθεί λανθασμένα: την ευχαρίστηση του αρεστού και την ευχαρίστηση του καλού.

18 Η ευχαρίστηση του ωραίου διαφέρει από τα άλλα είδη ευχαρίστησης καθώς αυτά (αλλά όχι η ευχαρίστηση του ωραίου) χαρακτηρίζονται από προσωπικό ενδιαφέρον για την ύπαρξη του αντικειμένου τους – είναι δηλαδή «ιδιοτελή». Το πρώτο από αυτά τα ιδιοτελή είδη ευχαρίστησης είναι η ευχαρίστηση του αρεστού, η οποία είναι καθαρά υποκειμενική – διαφέρει δηλαδή από άτομο σε άτομο. Αυτή η ευχαρίστηση στηρίζει π.χ. το ότι προτιμώ τις φράουλες από τα μήλα.

19 Όπως δείχνει αυτό το παράδειγμα, η ευχαρίστηση του αρεστού συνδέεται με ένα προσωπικό ενδιαφέρον για την ύπαρξη του αντικειμένου, στον βαθμό που η ύπαρξη αυτή συνδέεται με τις επιθυμίες μου (αν οι φράουλες μου δίνουν ευχαρίστηση, η ευχαρίστηση αυτή κινεί την επιθυμία μου να έχω φράουλες για να τις απολαμβάνω).

20 Το ίδιο ισχύει και για την ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν συναντάμε το καλό (το άλλο είδος ιδιοτελούς ευχαρίστησης). Η ευχαρίστηση του καλού, αν και ιδιοτελής, διαφέρει από την ευχαρίστηση του αρεστού ως εξής: η ευχαρίστηση αυτή εξαρτάται από την έννοια του καλού, αλλά αυτή η έννοια έχει ισχύ όχι μόνο για το συγκεκριμένο υποκείμενο αλλά για όλους. Η ευχαρίστηση του καλού έχει λοιπόν καθολικότητα ενώ η ευχαρίστηση του αρεστού είναι καθαρά υποκειμενική.

21 Η γνώση του καλού, ωστόσο, κινεί το ενδιαφέρον μας για την ύπαρξη του, καθώς είναι αδύνατον για τον Kant να θεωρούμε κάτι ως καλό, π.χ. την ειλικρίνεια, χωρίς να επιθυμούμε να υπάρχει. Οπότε τόσο η ευχαρίστηση του καλού όσο και η ευχαρίστηση του αρεστού είναι ιδιοτελείς στο βαθμό που συνδέονται με ένα προσωπικό ενδιαφέρον για την ύπαρξη του αντικειμένου τους. Το μόνο είδος ευχαρίστησης που δεν συνδέεται με ενδιαφέρον για την ύπαρξη του αντικειμένου είναι η αισθητική ευχαρίστηση, η οποία για αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται ανιδιοτελής ευχαρίστηση.

22 Αντί να εξάπτει επιθυμία, η ευχαρίστηση του ωραίου μας απελευθερώνει από τέτοια ένστικτα: αν και ενεργοποιεί τις αισθήσεις μας και τη φαντασία μας, ταυτόχρονα μας ηρεμεί. Η αισθητική εμπειρία είναι την ίδια στιγμή αναζωογονητική (καθώς ενεργοποιεί τις αισθήσεις και το νου) και καταπραϋντική (καθώς δεν ενεργοποιεί τη βούληση).

23 Β. Ποσότητα: Έχει Υποκειμενική Καθολικότητα
Η ευχαρίστηση του ωραίου διακρίνεται από τα άλλα δύο είδη ευχαρίστησης όχι μόνο σε σχέση με την ανιδιοτέλεια της αλλά και ως προς την καθολικότητα: δεν έχει ούτε την καθαρή υποκειμενικότητα της ευχαρίστησης του αρεστού, ούτε τη λογική αναγκαιότητα της ευχαρίστησης του καλού, αλλά είναι κάπου στη μέση – έχει υποκειμενική καθολικότητα.

24 Ενώ η ευχαρίστηση του αρεστού είναι καθαρά υποκειμενική, η ευχαρίστηση του ωραίου έχει αξιώσεις καθολικότητας. Παρόλο, δηλαδή, που η αισθητική κρίση βασίζεται σε υποκειμενικά αισθήματα ευχαρίστησης, θεωρούμε ότι αυτά τα αισθήματα έχουν ένα είδος αναγκαιότητας. Όταν διατυπώνουμε μια αισθητική κρίση περιμένουμε ότι και οι άλλοι παρατηρητές θα πρέπει να συμφωνήσουν με εμάς, περιμένουμε να τους επηρεάσει δηλαδή το αντικείμενο με τον ίδιο τρόπο.

25 Ο Kant ισχυρίζεται ότι δεν έχει νόημα να πούμε ότι ‘Αυτός ο πίνακας είναι όμορφος για εμένα’. Κρίνοντας κάτι ως ωραίο προχωρώ πέρα από την έκφραση των προσωπικών μου προτιμήσεων και εκφράζω κάτι που θεωρώ ότι έχει ισχύ για όλους. (Η αυτοαναφορικότητα της αισθητικής κρίσης είναι συνάμα ετεροαναφορικότητα, με την έννοια ότι εκφράζει ένα βίωμα δυνατό για όλους.)

26 Από την άλλη πλευρά όμως η αισθητική κρίση δεν μπορεί να έχει το είδος της καθολικότητας που έχουν οι λογικές κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης του καλού. Η αισθητική κρίση πηγάζει από το υποκείμενο και από το αίσθημα ανιδιοτελούς ευχαρίστησης που νιώθει απέναντι σε ένα αντικείμενο. Δεν μπορούμε να πεισθούμε από τη λογική ή από επιχειρήματα ότι κάτι είναι ωραίο αν δεν το βιώσουμε οι ίδιοι ως ωραίο.

27 Η αισθητική κρίση βασίζεται λοιπόν στο βίωμα, στην αίσθηση - και όχι στη λογική και την εννοιολογική γνώση. Αν έχει καθολικότητα, θα πρέπει να είναι διαφορετικό είδος καθολικότητας από αυτό που έχουν οι λογικές κρίσεις (π.χ. «όλοι οι εργένηδες είναι ανύπανδροι άνδρες»). Ο Kant αναφέρει (προσδιορίζοντας τη δεύτερη ιδιότητα, η οποία αφορά την ποσότητα της αισθητικής κρίσης) ότι η αισθητική κρίση έχει υποκειμενική καθολικότητα.

28 Φαίνεται όμως εδώ να υπάρχει αντίφαση – πώς είναι δυνατό μια υποκειμενική ευχαρίστηση (και η κρίση που πηγάζει από αυτή) να έχει καθολικότητα; Προκειμένου να κατανοήσουμε την καθολικότητα των αισθητικών κρίσεων θα πρέπει να εξηγήσουμε πρώτα πώς, κατά τον Kant, φτάνουμε στην αντιληπτική γνώση.

29 Τρεις ικανότητες κατά τον Kant συμβάλλουν στην αντιληπτική (ή εμπειρική) γνώση: η αίσθηση (η παθητική πρόσληψη αισθητηριακών ερεθισμάτων), η φαντασία (η οργάνωση αισθητηριακών δεδομένων σε ένα ενιαίο σύνολο), και η κατανόηση (η κατηγοριοποίηση του παραγώγου της φαντασίας υπό μια έννοια). Η φύση της αισθητικής κρίσης είναι τέτοια ώστε ο νους δεν προχωρά ποτέ από το δεύτερο στάδιο (τη φαντασία) στο τρίτο (κατανόηση). Ο Kant εξηγεί το αίτημα καθολικότητας των αισθητικών κρίσεων παραπέμποντας, όπως θα δούμε παρακάτω, στο κοινό αίσθημα ευχαρίστησης που περιλαμβάνεται σε αυτές.

30 Η φύση της αισθητικής ευχαρίστησης βρίσκεται στη συνεχή προσπάθεια περάσματος από τη φαντασία στην κατανόηση που πάντα αποτυγχάνει. Αυτό το «ελεύθερο παιχνίδι των ικανοτήτων» μας προκαλεί ένα αίσθημα ευχαρίστησης που πηγάζει από την «ενεργοποίηση των ικανοτήτων μας». Όσες έννοιες κι αν προσφέρει η κατανόηση για να κατηγοριοποιήσει την αισθητηριακή ενότητα που η φαντασία παραδίδει, καμία έννοια δεν φαίνεται ποτέ ικανοποιητική ή κατάλληλη. Ωστόσο η προσπάθεια εύρεσης κατάλληλης έννοιας δεν εγκαταλείπεται – νέες έννοιες προτείνονται για να κριθούν κι αυτές ανεπαρκείς.

31 Αυτή η διαδικασία είναι θεωρητικά ατελείωτη καθώς δεν μπορεί ποτέ να δοθεί ικανοποιητικό τέλος. Η αισθητική ικανοποίηση δηλαδή είναι συνεχώς ανανεώσιμη. Δεν κουραζόμαστε ποτέ να κοιτάμε μια όμορφη ζωγραφιά ή να ακούμε την ίδια όμορφη μελωδία γιατί, κατά τον Kant, δεν εξαντλείται ποτέ η πηγή της αισθητικής ικανοποίησης – ποτέ δεν ταξινομείται επιτυχώς η αισθητηριακή ενότητα υπό μια έννοια.

32 Αυτή η σκέψη εκφράζεται με λίγο διαφορετικό τρόπο στην ανάλυση της αισθητικής ιδέας:
«Ως αισθητική ιδέα εννοώ αυτή την αναπαράσταση της φαντασίας που προκαλεί πολύ σκέψη, ωστόσο χωρίς να είναι ποτέ καμμία σκέψη, δηλαδή έννοια, επαρκής για αυτή, έτσι ώστε δεν μπορεί ποτέ να εκφρασθεί και να γίνει σαφής από καμμία γλώσσα.» Ο Kant περιγράφει την αισθητική ιδέα ως αυτή τη διαδικασία μέσω της οποίας προσπαθούμε να κατηγοριοποιήσουμε την αισθητηριακή ενότητα υπό μια έννοια χωρίς να τα καταφέρνουμε.

33 Με άλλα λόγια, δεν είναι ποτέ δυνατό για εμάς να πούμε ακριβώς που έγκειται η σημασία ενός έργου τέχνης, αν και αυτό μπορεί να μας φαίνεται πολύ βαθύ και αποκαλυπτικό. Θα πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια μας να προσδιορίσουμε σε τι συνίσταται αυτό το βάθος, αλλά χωρίς να καταλήγουμε ποτέ με επιτυχία σε μια ικανοποιητική ερμηνεία. Πάντα θα επιστρέφουμε στο όμορφο έργο και θα προσπαθούμε και πάλι να το συλλάβουμε, να το κατανοήσουμε σε όλο του το εύρος.

34 Η σπουδαιότητα αυτού του ορισμού της αισθητικής ιδέας για τη σύγχρονη αισθητική συνίσταται στο ότι είναι η πρώτη προσπάθεια διατύπωσης της ιδέας της εγγενούς ανοικτότητας του έργου τέχνης, της ιδέας δηλαδή ότι το έργο τέχνης από τη φύση του δεν επιδέχεται τελική αποτίμηση αλλά είναι πάντα ανοικτό σε νέες προσεγγίσεις.

35 Μένει ωστόσο να εξηγήσουμε γιατί η αισθητική κρίση θέτει το αίτημα της καθολικότητας: τι είναι αυτό που κάνει την ευχαρίστηση του ωραίου να έχει καθολικότητα, όταν η ευχαρίστηση του αρεστού, για παράδειγμα, είναι καθαρά υποκειμενική; Αναφέραμε, ωστόσο, ότι η ευχαρίστηση του αρεστού είναι συνδεδεμένη με το προσωπικό ενδιαφέρον του υποκειμένου για την ύπαρξη του αντικειμένου, ενώ το όμορφο έχει προσδιοριστεί ως αυτό το οποίο ευχαριστεί χωρίς να ικανοποιεί κάποια επιθυμία του υποκειμένου.

36 Ο Kant ισχυρίζεται ότι μπορώ να περιμένω πως όλοι θα συμφωνήσουν με την αισθητική μου κρίση ακριβώς γιατί κανένα προσωπικό ενδιαφέρον ή επιθυμία δεν εμπλέκονται στην κρίση μου. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με το όμορφο αντικείμενο θα πρέπει όλοι να βιώσουμε το ίδιο ευχάριστο συναίσθημα από το ελεύθερο παιχνίδι των ικανοτήτων μας.

37 Δεν μπορούμε να πείσουμε κάποιον με επιχειρήματα ότι ένα αντικείμενο είναι ωραίο αλλά έχουμε λόγο να περιμένουμε πως και οι άλλοι θα συμφωνήσουν με την κρίση μας: ως ανθρώπινα όντα με τις ίδιες ικανότητες θα πρέπει να βιώσουν κι εκείνοι το ίδιο ελεύθερο παιχνίδι των ικανοτήτων τους όπως αυτό που βιώνουμε εμείς (εφόσον ούτε εμείς ούτε εκείνοι δεν περιοριζόμαστε από προσωπικές επιθυμίες και προτιμήσεις). (Αν από ένα βίωμα απουσιάζει αυτό που μας κάνει διαφορετικούς (οι επιθυμίες και προτιμήσεις μας) μένει αυτό που μας κάνει ίδιους (οι νοητικές μας δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν με ίδιο τρόπο).)

38 Γ. Τρόπος: Έχει Αναγκαιότητα.
Η αναγκαιότητα της αισθητικής κρίσης είναι η τρίτη ιδιότητα που της αποδίδει ο Kant και η οποία αφορά τον τρόπο της. Η ιδιότητα αυτή δεν αναλύεται χωριστά αλλά αναφέρεται στο πλαίσιο της συζήτησης για την καθολικότητα, καθώς το σκεπτικό είναι το ίδιο. (Κάποιες μορφές είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να προκαλέσουν μια ορισμένη εμπειρία και να την προκαλέσουν αναγκαία, καθώς δεν εμπλέκονται σε αυτή την εμπειρία ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες). «Το όμορφο είναι αυτό το οποίο, χωρίς καμία έννοια, αναγνωρίζεται ως αντικείμενο αναγκαίας ευχαρίστησης».

39 Δ. Σχέση: Εκφράζει Τελικότητα χωρίς Σκοπό
Σύμφωνα με τον τέταρτο χαρακτηρισμό της αισθητικής κρίσης (ο οποίος προσδιορίζει την τέταρτη ιδιότητά της), η κρίση αυτή εκφράζει τελικότητα χωρίς σκοπό. Τι σημαίνει αυτός ο φαινομενικά αντιφατικός χαρακτηρισμός;

40 Για τον Kant το έργο τέχνης ή το ωραίο φυσικό αντικείμενο δεν έχει κάποιο απώτερο σκοπό – δεν εξυπηρετεί κανένα στόχο και δεν έχει καμία τελικότητα. Ο λόγος που δεν μπορούμε ποτέ να αποδώσουμε σκοπό στο όμορφο αντικείμενο είναι ότι η σύλληψη του σκοπού είναι μέρος της έννοιας που συνδέεται με κάποιο αντικείμενο. Εφόσον η ομορφιά δεν μπορεί να υπαχθεί τελικά σε μια έννοια, όπως είδαμε, τότε κανένα όμορφο αντικείμενο δεν μπορεί να συσχετισθεί με κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.

41 Ωστόσο, όταν το βλέπουμε μας φαίνεται σαν να φτιάχθηκε για να εξυπηρετήσει κάποια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία, καθώς δεν μπορούμε να του βρούμε κάποιο ψεγάδι. Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε την αντίφαση ως εξής: Η ομορφιά προκαλεί ευχαρίστηση σε εμάς και αυτός είναι ένας σκοπός. Ωστόσο το όμορφο αντικείμενο δεν υπάρχει χάριν του θεατή – είναι ανεξάρτητο. Η ομορφιά φαίνεται να υπάρχει για τη δική μας ευχαρίστηση, αλλά δεν είναι σκοπός του αντικειμένου να μας προσφέρει ευχαρίστηση.

42 Αντίστοιχοι Ορισμοί της Ομορφιάς
Α. Ανιδιοτέλεια -> «Γούστο είναι η ικανότητα να κρίνουμε ένα αντικείμενο βάσει της ευχαρίστησης ή αποστροφής, ωστόσο χωρίς κανένα απώτερο ενδιαφέρον. Το αντικείμενο αυτής της ευχαρίστησης ονομάζεται όμορφο.» Β. Καθολικότητα -> «Το όμορφο είναι εκείνο το οποίο, χωρίς καμία έννοια, ευχαριστεί καθολικά.» Γ. Αναγκαιότητα -> «Το όμορφο είναι αυτό το οποίο, χωρίς καμία έννοια, αναγνωρίζεται ως αντικείμενο αναγκαίας ευχαρίστησης». Δ. Φαινομενική σκοπιμότητα -> «Ομορφιά είναι η μορφή της σκοπιμότητας σε ένα αντικείμενο, εφόσον γίνεται αντιληπτό χωρίς τη σύλληψη κάποιου σκοπού.»


Κατέβασμα ppt "Φαντασία και Δημιουργικότητα"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google