Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

VII. Το Παράδοξο της Μυθοπλασίας Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "VII. Το Παράδοξο της Μυθοπλασίας Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 VII. Το Παράδοξο της Μυθοπλασίας Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης

2 Μία από τις αρετές της τέχνης είναι ότι μπορεί να επηρεάσει τον συναισθηματικό κόσμο του θεατή - ακροατή : να εγείρει ποικίλα συναισθήματα και να προκαλέσει δυνατές συγκινήσεις και αντιδράσεις σε σχέση με αυτό το οποίο πραγματεύεται. Ο καθένας από εμάς θα έχει νιώσει μια γκάμα διαφορετικών συναισθημάτων στην επαφή του με διαφορετικά έργα τέχνης : παρακολουθώντας μια παράσταση του Οιδίποδα Τύραννου μπορεί να νιώσουμε φρίκη για την αυτοτύφλωσή του Οιδίποδα, διαβάζοντας την Άννα Καρένινα του Τολστόι μπορεί να νιώσουμε βαθιά λύπη για την τραγική μοίρα της ηρωίδας, ενώ βλέποντας μια ταινία τρόμου μπορεί να νιώσουμε έντονο φόβο τη στιγμή που η ηρωίδα απειλείται από έναν κατά συρροή δολοφόνο.

3 Η επαφή μας με την τέχνη μπορεί να εγείρει σχεδόν όλα τα συναισθήματα που μπορούμε να νιώσουμε στην καθημερινή μας ζωή απέναντι σε πραγματικές καταστάσεις : λύπη, συγκίνηση, τρόμο, θυμό, απογοήτευση, χαρά, ενθουσιασμό, αγωνία κτλ. Και μπορεί να νιώσουμε αυτά τα συναισθήματα στον ίδιο βαθμό έντασης καθώς και με όλα τα σχετικά σωματικά συμπτώματα : βλέποντας την ταινία τρόμου μπορεί να νιώσουμε την καρδιά μας να χτυπάει γρήγορα και τις παλάμες μας να ιδρώνουν ( τα σωματικά συμπτώματα του φόβου ), ενώ διαβάζοντας για την αυτοκτονία της Καρένινα μπορεί να νιώσουμε την καρδιά μας να σφίγγεται και να αφεθούμε σε δάκρυα ( τα σωματικά συμπτώματα της θλίψης ).

4 Φαίνεται λοιπόν ότι η τέχνη μπορεί να εγείρει γνήσια συναισθηματική εμπειρία, ίδια με αυτή που προκαλούν οι πραγματικές καταστάσεις της ζωής. Αυτό ωστόσο για κάποιους φιλόσοφους είναι ένα παράδοξο γεγονός. Για να κατανοήσουμε γιατί θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε μια πλευρά της φύσης των συναισθημάτων την οποία αυτοί οι φιλόσοφοι αναγνωρίζουν.

5 Σύμφωνα με τον ψυχολόγο και φιλόσοφο William James, έναν από τους πρώτους μελετητές των συναισθημάτων, τα διαφορετικά συναισθήματα έχουν ένα ξεχωριστό σωματικό προφίλ, δεν είναι δηλαδή παρά ομάδες σωματικών συμπτωμάτων : ο τρόμος, για παράδειγμα, συνίσταται στις ακόλουθες σωματικές αντιδράσεις : αύξηση του καρδιακού παλμού, εφίδρωση, ανατριχίλα, τρέμουλο των άκρων κτλ.

6 Βέβαια κάποιο από αυτά τα συμπτώματα μπορεί να εμφανίζεται και σε άλλα συναισθήματα, π. χ. η ταχυπαλμία εμφανίζεται και στον τρόμο και στην αγωνία αλλά και στον έρωτα. Ωστόσο το συνολικό σωματικό προφίλ των συναισθημάτων - τα σωματικά συμπτώματα που χαρακτηρίζουν το συναίσθημα ως ομάδα - διαφέρει, ώστε το υποκείμενο μπορεί να αναγνωρίσει ποιο συναίσθημα νιώθει βάσει των σωματικών του αντιδράσεων. Κατά τον James λοιπόν δεν νοείται συναίσθημα χωρίς σωματικές αντιδράσεις, ενώ αυτές οι αντιδράσεις, ως χαρακτηριστική ομάδα, εξαντλούν το περιεχόμενο του συναισθήματος.

7 Ωστόσο στη σύγχρονη φιλοσοφία των συναισθημάτων η θεωρία του James έχει υπερκερασθεί από θεωρίες οι οποίες αποδίδουν στα συναισθήματα γνωσιακό χαρακτήρα : θεωρείται δηλαδή ότι ένα συναίσθημα δε συνίσταται, ή δε συνίσταται μόνο, σε σωματικά συμπτώματα αλλά έχει και ένα αντικείμενο ( έχει δηλαδή αποβλεπτικό χαρακτήρα ), για το οποίο αντικείμενο το άτομο έχει κάποια πεποίθηση ή το οποίο ερμηνεύει με κάποιον αξιολογικό τρόπο.

8 Επιχείρημα ενάντια στη θεωρία του James : Οι σωματικές αντιδράσεις από μόνες τους μπορούν να προκύψουν – ως οργανικά συμπτώματα που είναι - και μέσω π. χ. φαρμακευτικής επίδρασης, οπότε δεν συνιστούν κατ ’ ανάγκη συναισθήματα. Τα συστατικά μέρη ενός συναισθήματος τα οποία, συνεπώς, αναγνωρίζουν είναι τα εξής : i. Χαρακτηριστικές σωματικές αντιδράσεις. ii. Αντικείμενο προς το οποίο αποβλέπει. iii. Χαρακτηριστική αξιολόγηση αυτού του αντικειμένου.

9 Για παράδειγμα, ο φόβος είναι πάντα φόβος για κάτι ( π. χ. ένα φίδι ), το οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται ως απειλητικό προς τον εαυτό του ( φοβάμαι την οχιά που βλέπω γιατί κρίνω ότι θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μου ). Για να κρίνουμε όμως ότι κάτι είναι απειλητικό προς εμάς πρέπει αυτό να υπάρχει ή να θεωρούμε ότι υπάρχει.

10 Το συναίσθημα λοιπόν, σύμφωνα με την γνωσιακή θεωρία, α ) έχει ένα αντικείμενο, β ) εμπεριέχει μια αξιολόγηση αυτού του αντικειμένου, θετική ή αρνητική, και γ ) προϋποθέτει πίστη στην ύπαρξη του αντικειμένου του συναισθήματος. Τα όποια σωματικά συμπτώματα εμφανίζονται κατά την εμπειρία ενός συναισθήματος, αν και συστατικά του μέρη, είναι, κατά τους γνωσιακούς θεωρητικούς, απλώς οργανικά επακόλουθα της γνωσιακής κατάστασης του υποκειμένου.

11 Αρχίζει ίσως να διαφαίνεται η πηγή του παράδοξου της μυθοπλασίας : Πιστεύουμε ότι αυτό που νιώθουμε απέναντι σε έργα τέχνης είναι πραγματικά συναισθήματα. Τα πραγματικά συναισθήματα ( σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία των συναισθημάτων ) φαίνεται να προϋποθέτουν πίστη στην ύπαρξη του αντικειμένου τους. Ωστόσο η τέχνη είναι δημιούργημα της φαντασίας : πώς μπορούμε π. χ. παρακολουθώντας μια ταινία τρόμου να νιώθουμε φόβο για κάτι που ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει οπότε και δεν μας απειλεί πραγματικά ; Ή, παρακολουθώντας ένα μελόδραμα, να λυπούμαστε για χαρακτήρες που ξέρουμε ότι δεν είναι πραγματικοί και δεν υπήρξαν ποτέ ;

12 Συνοπτικά λοιπόν, το παράδοξο της μυθοπλασίας προκύπτει από τις ακόλουθες παραδοχές : Α ) Το κοινό της τέχνης συχνά βιώνει συναισθήματα - όπως θυμός, λύπη, επιθυμία, ζήλια - απέναντι στους χαρακτήρες των έργων. Β ) Προϋπόθεση για να βιώσει κανείς ένα συναίσθημα είναι να πιστεύει ότι το αντικείμενο του συναισθήματος είναι υπαρκτό. Γ ) Το κοινό της τέχνης γνωρίζει ότι οι χαρακτήρες των έργων είναι μη υπαρκτοί.

13 Καθεμία από αυτές τις παραδοχές μας φαίνεται αληθής. Ωστόσο οι παραδοχές αυτές είναι ασύμβατες μεταξύ τους, οπότε προκύπτει το παράδοξο της μυθοπλασίας. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το παράδοξο ; Μόνο αν δείξουμε ότι κάποια από τις τρεις παραδοχές είναι εσφαλμένη.

14 Ο πρώτος θεωρητικός που ασχολήθηκε με αυτό το παράδοξο είναι ο C olin Radford, ο οποίος εξετάζει μια σειρά πιθανές λύσεις. Κατ ’ αρχάς θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η τρίτη παραδοχή είναι ψευδής : να υποθέσουμε δηλαδή ότι, καθώς διαβάζουμε ένα βιβλίο ή παρακολουθούμε μια παράσταση, αφήνουμε να μας απορροφήσει το έργο τελείως και ξεχνάμε ότι ασχολούμαστε με μια μυθοπλασία.

15 Διαβάζοντας το Άννα Καρένινα, για παράδειγμα, και όντας απορροφημένοι από αυτή την ανάγνωση, ξεχνάμε ότι η ηρωίδα δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ίσως να μην φτάνουμε να θεωρούμε την ηρωίδα υπαρκτό πρόσωπο αλλά πάντως αφήνουμε την πίστη στην ανυπαρξία της στην άκρη και επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα δρώμενα, σαν αυτά να ήταν πραγματικά.

16 Η λύση αυτή ωστόσο, κατά τον Radford, δεν είναι αποδεκτή : καθ ’ όλη τη διάρκεια της ενασχόλησης μας με την αφήγηση, θεωρεί, έχουμε επίγνωση ότι παρακολουθούμε μια μυθοπλασία. o Για παράδειγμα δε λειτουργούμε όπως τα μικρά παιδιά που κάποιες φορές φωνάζουν στο θέατρο για να προειδοποιήσουν τους ήρωες για έναν κίνδυνο που πλησιάζει.

17 Ισχυρίζεται λοιπόν : « Η αλήθεια είναι ότι οι θεατές είναι πάντα σε διαύγεια και γνωρίζουν από την πρώτη πράξη ως την τελευταία ότι η σκηνή είναι απλά μια σκηνή και ότι οι ηθοποιοί είναι απλά ηθοποιοί... Η ευχαρίστηση της τραγωδίας, για παράδειγμα, απορρέει από την αναγνώριση του μυθοπλαστικού της χαρακτήρα – εάν θεωρούσαμε τους φόνους και τις απάτες αληθείς δε θα μας ευχαριστούσαν διόλου.»

18 Εξ άλλου, ακόμη και αν ίσχυε ότι ο θεατής παρασύρεται από τα δρώμενα και ξεχνά ότι δεν είναι πραγματικά, αυτό δεν θα έλυνε το παράδοξο : η χαλάρωση της επίγνωσης του μυθοπλαστικού χαρακτήρα ενός έργου δεν συνεπάγεται πίστη στην ύπαρξη π. χ. των ηρώων, ώστε να προκύψει η απαραίτητη συναισθηματική αντίδραση. o ( Το ότι δεν σκέφτομαι συνέχεια ότι η Καρένινα δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο δεν σημαίνει ότι πιστεύω ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο.)

19 Σύμφωνα με μία άλλη λύση στο παράδοξο την οποία εξετάζει ο Radford, τα συναισθήματα που νιώθουμε στην επαφή μας με έργα τέχνης δεν εγείρονται από τις καταστάσεις που βιώνουν οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες αλλά είναι συναισθήματα απέναντι σε αντίστοιχες πραγματικές καταστάσεις που μπορεί να βιώσουν πραγματικά πρόσωπα ( αμφισβητείται δηλαδή η πρώτη παραδοχή του σκεπτικού που οδηγεί στο παράδοξο ). Για παράδειγμα, ο θεατής δεν λυπάται για τη μοίρα της Καρένινα, αλλά για τον πόνο που μπορεί να νιώσει ένα πραγματικό πρόσωπο που βιώνει τη μοίρα της Καρένινα.

20 Και αυτή η λύση ωστόσο δεν είναι ικανοποιητική, κατά τον Radford, καθώς δεν ανταποκρίνεται στην εμπειρία μας : αυτό που απορροφά το ενδιαφέρον μας και μας προκαλεί θλίψη ή χαρά ή τρόμο, είναι οι καταστάσεις που βιώνουν οι μυθοπλαστικοί ήρωες ενός έργου και όχι η μοίρα ενός πιθανού υπαρκτού προσώπου.

21 Δεν είναι δηλαδή αλήθεια ότι ο νους μας κατά κανόνα πλανιέται σε πιθανές πραγματικές καταστάσεις κατά την επαφή μας με την τέχνη : αντίθετα είναι οι ήρωες και τα δρώμενα της μυθοπλασίας στα οποία συνήθως εστιάζουν τα συναισθήματά μας. Ο Radford καταλήγει έτσι ότι το παράδοξο δεν επιδέχεται λύση : τα έργα τέχνης εγείρουν ποικίλες συναισθηματικές αντιδράσεις και ενώ αυτό μας φαίνεται κατανοητό και φυσικό, ωστόσο πρόκειται για μια παράλογη αντίδραση του ανθρώπου ( μια αντίδραση, δηλαδή, η οποία αντίκειται στη λογική του φύση ).

22 Πώς θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το συμπέρασμα του Radford, δείχνοντας ότι η συναισθηματική μας αντίδραση σε έργα τέχνης δεν είναι παράλογη ; Η πιο ανεπτυγμένη, αλλά και η πιο εκκεντρική ίσως, πραγμάτευση του θέματος έχει γίνει από τον Κ endall Walton. Υποστηρίζει ο Walton ότι οι αντιδράσεις που τείνουμε να περιγράφουμε π. χ. ως φόβο ή λύπη για ένα μυθοπλαστικό πρόσωπο δεν μπορεί να είναι πραγματική λύπη και πραγματικός φόβος, καθώς δεν στηρίζονται από τις απαραίτητες πεποιθήσεις - δηλ. σε σχέση με την ύπαρξη του αντικειμένου - και δεν περιλαμβάνουν την τάση για πράξη ή αντίδραση που αυτά τα συναισθήματα συνήθως περιλαμβάνουν ( αμφισβητείται και πάλι εδώ η πρώτη παραδοχή ).

23 Προκειμένου να χαρακτηρίσουμε σωστά αυτού του είδους τις αντιδράσεις, εξηγεί ο Walton, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι προκύπτουν στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού υπόκρισης (game of make-believe) το οποίο παίζουν οι θεατές ή αναγνώστες κατά την ενασχόλησή τους με την μυθοπλασία. Το μυθοπλαστικό έργο θέτει μια σειρά από καταστάσεις τις οποίες στο πλαίσιο του παιχνιδιού υπόκρισης ο θεατής καλείται να θεωρήσει ως αληθείς : o όπως π. χ. όταν τα παιδιά παίζουν με κούκλες και προσποιούνται ότι το ένα μωρό είναι ξανθό ενώ το άλλο μελαχρινό επειδή αυτό είναι το χρώμα των μαλλιών στις αντίστοιχες κούκλες, έτσι και όταν βλέπουμε μια ταινία τρόμου προσποιούμαστε ότι το τέρας υπάρχει και μας απειλεί όταν η ανάλογη φιγούρα πλησιάζει την κάμερα.

24 Αν στο πλαίσιο αυτής της υπόκρισης νιώσουμε κάποια συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά του φόβου ( ταχυπαλμία κτλ ) τότε, στο πλαίσιο της υπόκρισης, νιώθουμε φόβο. Αυτό που νιώθουμε όμως δεν είναι το πραγματικό συναίσθημα του φόβου αλλά μια υπόκριση φόβου την οποία ο Walton ονομάζει οιονεί - φόβο (quasi- fear). Ο οιονεί - φόβος μοιάζει με τον φόβο ως προς το σωματικό προφίλ, ωστόσο δεν είναι γνήσια συναισθηματική εμπειρία αλλά μόνο υπόκριση αυτής.

25 Κατά έναν τρόπο λοιπόν, σύμφωνα με τον Walton, ο θεατής μετέχει στον μυθοπλαστικό κόσμο τον οποίο το έργο θέτει ( προσποιούμενος ότι οι καταστάσεις αυτού του κόσμου είναι αληθείς ) και αυτή η συμμετοχή του εγείρει αντιδράσεις οι οποίες – επειδή συμβαίνουν στο πλαίσιο της προσποίησης – δεν είναι πραγματικά συναισθήματα αλλά αντιδράσεις που μοιάζουν με συναισθήματα.

26 Η θεωρία του Walton, αν και αρκετά ανεπτυγμένη – καθώς αποτελεί μέρος μιας εκτενούς ανάλυσης της φύσης των αναπαραστάσεων, καλλιτεχνικών και μη – δεν έχει βρει ανταπόκριση, κυρίως γιατί δεν έχει γίνει δεκτή η πίστη του ότι τα μυθοπλαστικά έργα εμπλέκουν τους θεατές σε παιχνίδια υπόκρισης. Για παράδειγμα, ισχύει ότι διαβάζοντας την Άννα Καρένινα υποκρίνομαι ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο ; Πολλοί θεωρητικοί δεν αναγνωρίζουν αυτήν ως ορθή περιγραφή της εμπειρίας τους απέναντι στη μυθοπλασία. Ακόμη όμως και αν πράγματι κάνουμε κάτι τέτοιο, αυτό δεν συνεπάγεται κατ ’ ανάγκη ότι οι ψυχολογικές αντιδράσεις που εγείρονται σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι πραγματικές – ότι δεν είναι γνήσια συναισθήματα : καμμιά φορά τα παιχνίδια που παίζουμε γίνονται – ψυχολογικά - πολύ πραγματικά.

27 Μια άλλη δημοφιλής προσέγγιση στο παράδοξο της μυθοπλασίας επιχειρεί να απορρίψει τη δεύτερη παραδοχή, δηλαδή ότι τα συναισθήματα απαιτούν πίστη στην ύπαρξη του αντικειμένου του συναισθήματος. Σε πολλές περιπτώσεις, υποστηρίζεται, απλά η σκέψη ενός κινδύνου ή ενός μαρτυρίου αρκεί για να μας προκαλέσει κάποιο συναίσθημα. o ( οι περισσότεροι άνθρωποι, για παράδειγμα, ανταποκρίνονται συναισθηματικά σκεπτόμενοι ένα ξυράφι να κόβει το δάχτυλό τους ).

28 Φαίνεται ότι οι άνθρωποι μπορεί να επηρεαστούν συναισθηματικά όχι μόνο από πραγματικές καταστάσεις και πραγματικά πρόσωπα, αλλά ακόμη και από τις σκέψεις τους ή τα προϊόντα της φαντασίας τους ή τα ονειροπολήματά τους, τα οποία γνωρίζουν ότι δεν είναι πραγματικά και ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να συμβούν. Σε αυτή την περίπτωση, το ότι νιώθουμε συναισθήματα για μυθοπλαστικούς χαρακτήρες - την ανυπαρξία των οποίων αναγνωρίζουμε - δεν είναι κάτι περίεργο ή παράδοξο, καθώς η ίδια αντίδραση απαντάται και σε άλλες περιπτώσεις στην καθημερινή μας ζωή.

29 Είναι ωστόσο η αντίδραση όντως ίδια ; Οι υποστηρικτές της γνωσιακής θεωρίας αμφισβητούν κάτι τέτοιο. Όταν για παράδειγμα σκέπτομαι το ξυράφι να με κόβει, ο χαρακτήρας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο ( εγώ ) και το συμβάν στο οποίο εμπλέκομαι, αν και δεν είναι πραγματικό, ωστόσο είναι δυνατό και ενδεχομένως να μου έχει συμβεί και στο παρελθόν ( γι ’ αυτό και τώρα ανατριχιάζω στην ιδέα ). Ακόμη και στην περίπτωση του ονειροπολήματος οι χαρακτήρες συνήθως είναι πραγματικοί ( και η κεντρική φιγούρα είναι συνήθως ο εαυτός μας ) ενώ τα δρώμενα στα οποία μετέχουν, αν όχι πραγματικά, είναι τουλάχιστον δυνατά και επιθυμητά.

30 Στην περίπτωση της μυθοπλασίας αντίθετα δεν υπάρχει καν πίστη στην ύπαρξη του αντικειμένου του συναισθήματος : o μπορεί το συναίσθημα μου για την Άννα Καρένινα, η λύπη μου, να οφείλεται στο ότι σκέφτομαι τη μοίρα της ως τραγική, αλλά εφόσον δεν πιστεύω ότι η Άννα υπάρχει τότε για ποιον λυπάμαι ; Αν τα συναισθήματα έχουν αντικείμενο αλλά οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις στη μυθοπλασία δεν κατευθύνονται σε κάτι το υπαρκτό, μήπως αυτές οι αντιδράσεις δεν πρέπει να χαρακτηριστούν τελικά ως γνήσια συναισθήματα, αλλά ( όπως υποστηρίζει ο Walton ) είναι απλά κάποια παρεμφερής σωματική αντίδραση στην οποία θα πρέπει να δώσουμε άλλο όνομα ;

31 Ωστόσο η αντίρρηση την οποία εκφράζουν οι υποστηρικτές της γνωσιακής προσέγγισης φαίνεται να χάνει την ουσία της εξήγησης των αρνητών της : αυτό το οποίο προσπαθούν να τονίσουν αυτοί είναι ότι το συναίσθημα, ως ψυχολογική αντίδραση, προκύπτει σε σχέση με μια ( νοητική ) παράσταση που παρουσιάζεται έντονα στη συνείδηση, ανεξάρτητα από το αν η παράσταση αυτή ανταποκρίνεται σε κάτι το υπαρκτό ή όχι.

32 Σύμφωνα με τον Morreall, για παράδειγμα : « Αυτό το οποίο είναι σημαντικό στο βίωμα ενός συναισθήματος δεν είναι η πίστη στην ύπαρξη μιας κατάστασης, αλλά με πόση ζωντάνια και αμεσότητα αυτή η κατάσταση προβάλλεται στη συνείδησή μας, είτε μέσω αντίληψης, είτε μέσω φαντασίας, είτε μέσω μνήμης. Συνήθως μας κινούν συναισθηματικά αυτά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικά αλλά μόνο επειδή συνήθως αυτά παρουσιάζονται με δύναμη στη συνείδηση.» Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί και με κάτι που θυμόμαστε ή με κάτι που απλά φανταζόμαστε, είτε είναι υπαρκτό είτε όχι.

33 « Όποτε κάποια από αυτές – η πραγματική κατάσταση, η παρελθούσα κατάσταση ή η μυθοπλαστική κατάσταση – είναι αρκετά ζωντανή και άμεση στη συνείδησή μας, τότε θα αντιδράσουμε συναισθηματικά σε αυτήν, ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε ότι αφορά σε κάτι πραγματικό ή όχι.» Επισημαίνει μάλιστα ο Morreall ότι αν η πίστη στην πραγματικότητα του αντικειμένου του συναισθήματος ήταν αναγκαία συνθήκη της συναισθηματικής εμπειρίας, τότε δεν θα μπορούσαμε καν να νιώσουμε συναισθήματα για ανθρώπους που δεν είναι πλέον εν ζωή ( π. χ. να νιώσουμε λύπη για τη δύσκολη ζωή ενός αγαπημένου μας προσώπου που δεν ζει πια ).

34 Για τους υποστηρικτές της μη - γνωσιακής προσέγγισης, η γνωσιακή θεωρία κάνει λήψη του ζητουμένου – είναι δηλαδή μεθοδολογικά προβληματική : Τα δεδομένα για τη συναισθηματική εμπειρία μας δείχνουν ότι : i. Αφ ’ ενός μπορεί κανείς να μη νιώσει κανένα συναίσθημα απέναντι σε ένα συμβάν που αναγνωρίζει ως πραγματικό, όσο τραγικό κι αν είναι αυτό. ii. Αφ ’ ετέρου μπορεί κανείς να νιώσει « συναισθήματα » απέναντι σε καταστάσεις που απλώς φαντάζεται, είτε αυτές εμπλέκουν χαρακτήρες που δεν υπήρξαν ποτέ ( είναι μυθοπλαστικοί ) είτε χαρακτήρες που υπήρξαν αλλά δεν υπάρχουν πια.

35 Επομένως η πίστη στην πραγματικότητα του αντικειμένου ή μιας κατάστασης δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για τη συναισθηματική αντίδραση. Το να τη θέτουμε ως τέτοια εξ αρχής και να προσπαθούμε έπειτα να « χωρέσουμε » τα δεδομένα σε αυτήν ( αναγνωρίζοντας κάποιες μας ψυχικές αντιδράσεις ως ‘ ψευδο - συναισθήματα ’ παρόλο που φαίνονται φαινομενολογικά ίδιες με αυτές που ονομάζουμε ‘ συναισθήματα ’) είναι μεθοδολογικά κακή φιλοσοφία.

36 Αν θέλουμε να ακολουθούμε τα δεδομένα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συνέχεια – σε επίπεδο φαινομενολογίας – που υπάρχει στις ψυχολογικές μας αντιδράσεις απέναντι σε αυτά που αντιλαμβανόμαστε και αυτά που απλώς φανταζόμαστε : δηλαδή να αντιληφθούμε αυτές ως μια ενιαία κατηγορία συναισθηματικών αντιδράσεων. Από αυτή τη σκοπιά, η καθοριστική συνθήκη για την έγερση συναισθήματος είναι το αν αυτό το οποίο μας παρουσιάζεται στη συνείδηση, μας παρουσιάζεται τόσο ζωντανά ώστε να μπορεί να μας εμπλέξει συναισθηματικά ( να μας κάνει, δηλαδή, να νοιαστούμε ).

37 Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε συναισθηματικές καταστάσεις οι οποίες εγείρονται απέναντι σε πραγματικά αντικείμενα ή γεγονότα και αυτές που εγείρονται απέναντι σε μυθοπλαστικά αντικείμενα ή γεγονότα. Η πιο σημαντική διαφορά έγκειται στο ότι στις πρώτες, και όχι στις δεύτερες, το συναίσθημα συνδέεται άμεσα με ένα κίνητρο δράσης : δηλαδή κατευθύνει προς έναν ορισμένο τρόπο δράσης.

38 Για παράδειγμα, ο φόβος που θα νιώσω βλέποντας ένα φίδι με ωθεί στο να δράσω έτσι ώστε να το αποφύγω. Η εξελικτική σημασία των συναισθημάτων έγκειται ακριβώς σε αυτή την ώθηση προς κατάλληλη δράση. Στην περίπτωση της μυθοπλασίας αντίθετα, ακριβώς επειδή αναγνωρίζουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι το πραγματικό, δεν υπάρχει ανάλογη ώθηση προς δράση.

39 Για τον ίδιο ακριβώς λόγο – δηλαδή την έλλειψη πίστης στην πραγματικότητα των αντικειμένων - στην περίπτωση της μυθοπλασίας έχουμε έλεγχο των συναισθηματικών μας αντιδράσεων σε μεγαλύτερο βαθμό απ ’ ότι στα συναισθήματα απέναντι σε κάτι πραγματικό, τα οποία μπορούν να μας κατακυριεύσουν. o ( π. χ. Ο φόβος απέναντι στο φίδι μπορεί να μετεξελιχθεί σε πανικό, να μας οδηγήσει να χάσουμε τον έλεγχο των σωματικών μας αντιδράσεων.) Αυτή είναι μια πρόσθετη διαφορά ανάμεσα στα συναισθήματα που βιώνουμε απέναντι σε πραγματικές και απέναντι σε μυθοπλαστικές καταστάσεις. Και οι δύο αυτές διαφορές έχουν μεγάλη εξηγητική σημασία στην επίλυση ενός άλλου παράδοξου απέναντι στην τέχνη, το παράδοξο του τρόμου, το οποίο θα προσεγγίσουμε στην επόμενη παράδοση.

40 Αυτό το οποίο όμως πρέπει να απαντήσουμε σε σχέση με τη μυθοπλασία είναι το εξής : δεχόμενοι ότι είναι δυνατό να βιώσουμε γνήσια συναισθήματα απέναντι σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες και γεγονότα, τι καθορίζει το αν τελικά θα τα βιώσουμε ; Δηλαδή, γιατί κάποια μυθοπλαστικά πρόσωπα ή γεγονότα μας εμπλέκουν με άμεσο τρόπο και κάποια άλλα όχι ;

41 Προκειμένου να απαντήσουν αυτό το ερώτημα – το οποίο αφορά και στις συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι σε πραγματικά γεγονότα – οι φιλόσοφοι των συναισθημάτων παραπέμπουν στο φαινόμενο της ενσυναίσθησης ( empathy ): στον ρόλο που παίζει η ταύτιση του θεατή / αναγνώστη με τους ήρωες της μυθοπλασίας και η επακόλουθη υιοθέτηση από αυτόν της δικής τους οπτικής γωνίας.

42 Η ενσυναίσθηση προκύπτει και στην καθημερινή μας ζωή και μας επιτρέπει να νοιαστούμε ακόμη και για ανθρώπους μακρινούς από εμάς : αυτό που μας κινεί για παράδειγμα στο δράμα των προσφύγων ανά τον κόσμο είναι όχι απλά η σκέψη του δράματος τους ( στην οποία μπορεί να αντιδράσουμε εγκεφαλικά, δηλ. χωρίς συναίσθημα ) αλλά η εκ των έσω κατανόηση του πώς έχουν τα πράγματα για αυτούς ( μια κατανόηση η οποία απαιτεί τη βοήθεια της φαντασίας ).

43 Την ίδια φαντασιακή στάση υιοθετούμε και απέναντι σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες ( π. χ. το λογοτεχνικό κείμενο μας οδηγεί να ταυτιστούμε με την Άννα Καρένινα και να κατανοήσουμε εκ των έσω ό, τι βιώνει ) και αυτή η στάση έχει τα ίδια αποτελέσματα στις δύο περιπτώσεις – δηλαδή την έγερση συναισθήματος για το πρόσωπο ( πραγματικό ή μυθοπλαστικό ) του οποίου την οπτική γωνία υιοθετούμε.

44 Όσον αφορά στο τι παροτρύνει την ενσυναισθητική μας συσχέτιση με ορισμένους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες ( και όχι κάποιους άλλους ), η απάντηση είναι : η ίδια η αφήγηση. Δηλαδή ο βαθμός στον οποίο ένα αγηγηματικό έργο μας επιτρέπει να γνωρίσουμε έναν χαρακτήρα εκ των έσω, να δούμε τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία, να κατανοήσουμε πώς σκέφτεται, πώς νιώθει, και πώς οι καταστάσεις τον επηρεάζουν συναισθηματικά. Μια τέτοια εκ των έσω κατανόηση μας επιτρέπει να νοιαστούμε για τον χαρακτήρα ( για τον ίδιο λόγο για τον οποίο νοιαζόμαστε για ανθρώπους που γνωρίζουμε καλά ), οπότε και να εμπλακούμε συναισθηματικά με αυτόν – είτε θετικά είτε αρνητικά.


Κατέβασμα ppt "VII. Το Παράδοξο της Μυθοπλασίας Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google