Υφαντική Τέχνη
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Θεά Αθηνά, προστάτιδα της χειροτεχνίας και των καλών τεχνών, είχε εφεύρει τον αργαλειό. Πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερη υφάντρα από αυτή, μεταμόρφωσε σε αράχνη την κόρη ενός βαφέα από την Ιωνία που τόλμησε να τη συναγωνιστεί. Η υφαντική τέχνη δόθηκε στο ανθρώπινο γένος, ως δώρο από τη θεά της νοήσεως την Αθηνά, όπως αναφέρεται σε κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας.
Η ιστορία της υφαντικής αρχίζει από τη Νεολιθική εποχή Η ιστορία της υφαντικής αρχίζει από τη Νεολιθική εποχή. Οι βασικές υφαντικές ίνες ήταν το μαλλί και, κυρίως, το λινάρι. Κατά τους μινωικούς χρόνους ξεχωριστή κατηγορία υφασμάτων αποτελούσαν τα πολύ λεπτά υφάσματα (αραχνοΰφαντα), όπως αυτά που απεικονίζονται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Θήρας. Στη Θήρα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα φλοκωτά υφάσματα. Ο Πλίνιος περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο βαφής των κλωστών με φυτικές ουσίες. Η υφαντική έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Η παραγωγή των μεταξωτών άρχισε όταν τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) έστειλε δυο καλόγερους στην κεντρική Ασία για να κηρύξουν τη χριστιανική θρησκεία και να μάθουν τα μυστικά της σηροτροφίας.
Οι υφαντικές ύλες και η επεξεργασία τους Πως κατασκευάζονται τα υφαντά; Πόσος κόπος, πόσος χρόνος, πόση υπομονή χρειάζεται για να γίνει η πρώτη ύλη κλωστή, να βαφτεί και μετά να υφανθεί ένα υφαντό;
Το μαλλί Από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η κατεργασία του μαλλιού γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Στην αρχαιότητα λεγόταν "ταλασιουργία" και περιελάμβανε τα εξής στάδια: "πλύσιν" (πλύσιμο), "ξάνσιν" (ξύσιμο) και "νύσιν" (γνέσιμο). Στα νεότερα χρόνια η κατεργασία περιλαμβάνει τα εξής στάδια: το πλύσιμο ή ζεμάτισμα, το λανσάρισμα και το γνέσιμο. .
Από τις αρχές του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου κουρεύονται τα πρόβατα. Το πρώτο κούρεμα γινόταν στο στήθος και γύρω από την ουρά του ζώου και έδινε μαλλί δεύτερης ποιότητας. Από το μαλλί αυτό έφτιαχναν μάλλινα σεντόνια και λεπτά υφαντά. Το δεύτερο κούρεμα γινόταν στην πλάτη του ζώου και έδινε μαλλί πρώτης ποιότητας. Από αυτό έφτιαχναν κουβέρτες, φλοκάτες και χαλιά. Στη συνέχεια, οι γυναίκες συγκέντρωναν το μαλλί και το ζεμάτιζαν σε καζάνια, μετά το ξέβγαζαν με άφθονο κρύο νερό και το στέγνωναν στη σκιά, για να γίνει σκληρό. Όταν είχε πια στεγνώσει, το καθάριζαν από τυχόν αγκάθια ή ξυλαράκια και το Επεξεργάζονταν στο λανάρι. Το λανάρι αποτελείται από τέσσερα σανίδια, που σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο πλαίσιο. Στη μέση του επάνω σανιδιού του λαναριού είναι καρφωμένα κάθετα μεταλλικά "δόντια". Το μαλλί ξυνόταν στο λανάρι και γινόταν τούφες. Ύστερα με τη ρόκα και το αδράχτι προχωρούσαν στο γνέσιμο, δηλαδή την κατασκευή της κλωστής
Μετάξι Το μετάξι παράγεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα (είδος κάμπιας). Η εκτροφή του γινόταν από τα τέλη του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου. Οι μεταξοσκώληκες τοποθετούνται σε σκοτεινό μέρος σε μια επίπεδη επιφάνεια, όπου τρέφονται με φύλλα μουριάς. Έπειτα από 40-50 μέρες αρχίζουν να πλέκουν ένα κουκούλι, το λεγόμενο βομβύκιο, γύρω από το σώμα τους.
Ύστερα από επτά μέρες οι μεταξοσκώληκες έχουν μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Τα κουκούλια ξεραίνονται στον ήλιο ή στο φούρνο προτού ακόμη οι πεταλούδες προλάβουν να τα τρυπήσουν. Στη συνέχεια, τα βράζουν για να μαλακώσει η μεταξοκλωστή. Καθώς η κλωστή μαλακώνει, η γυναίκα την τραβά με ένα διχαλωτό ξυλαράκι. Στη συνέχεια, η κλωστή τυλίγεται σε περιστρεφόμενα ανέμη.
Βαμβάκι Το βαμβάκι σπέρνεται την άνοιξη και συλλέγεται το φθινόπωρο. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όλο το χειμώνα οι γυναίκες ασχολούνταν με το καθάρισμα της ίνας του βαμβακιού από τους σπόρους του. Γι‘ αυτό χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό εργαλείο, το μαγκάνι. Όταν πλέον το βαμβάκι ήταν καθαρό από σπόρους, ακολουθούσε η διαδικασία του "κοψίματος" του με το δοξάρι, που αντιστοιχεί στη διαδικασία του λαναρίσματος του μαλλιού. Στη συνέχεια, τούφες άσπρου πουπουλένιου βαμβακιού γίνονταν κλωστή με τη ρόκα και το αδράχτι.
Το λινάρι Ως υφαντική ίνα χρησιμοποιείται από τη Νεολιθική περίοδο. Βγαίνει από το φυτό Linun sp. Η κοπιαστική επεξεργασία του περιγράφηκε με ακρίβεια από τη λαϊκή παροιμία "Πέρασε του λιναριού τα πάθη", που λέγεται για τον άνθρωπο που υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Εφόσον οι γυναίκες μάζευαν το λινάρι, το έδεναν σε δέσμες, τις οποίες χτυπούσαν με έναν κόπανο για να πέσει ένας σπόρος.
Στη συνέχεια, έκοβαν τις τούφες και τις ρίζες τους Στη συνέχεια, έκοβαν τις τούφες και τις ρίζες τους. Έβαζαν τις δέσμες μέσα σε νερό για τέσσερις έως πέντε μέρες, για να μαλακώσουν τα στελέχη και να γίνουν σαθρά. Όταν τις έβγαζαν από το νερό, τις άφηναν να στεγνώσουν στον ήλιο. Έπειτα έπαιρναν την κάθε δέσμη και την τοποθετούσαν σε ειδικό εργαλείο με εγκοπές, ώστε να σπάσουν το βλαστό του λιναριού και να μείνουν καθαρές οι ίνες. Ακολουθούσε το λανάρισμα και τέλος, το γνέσιμο της κλωστής.
Αδράχτι
Η Βαφή των νημάτων Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα μόνα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην υφαντική ήταν παρμένα από τη φύση. Τα χρώματα αυτά δεν είναι "καθαρά" αλλά αποτελούν μείγματα χρωμάτων, μερικά από τα οποία είναι οξειδωμένοι τύποι των καθαρών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα χρώματα δεν είναι έντονα, όπως τα τεχνητά, αλλά επιτυγχάνουν αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς. Η επιλογή των χρωμάτων από την υφάντρα εξαρτιόταν από τα τοπικά φυτικά είδη που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βαφικά και από τις γνώσεις συνταγών βαφής. Ωστόσο, σήμερα τα περισσότερα από τα φυτικά χρώματα έχουν αντικατασταθεί ή συνδυαστεί με τα τεχνητά της ανιλίνης, τα οποία δεν απαιτούν τη χρονοβόρα επεξεργασία των φυτικών.
Κροκοσυλλέκτρια Ακρωτήρι Θήρα 1650 πχ
Φυσικοί τρόποι βαφής νημάτων Το κόκκινο Το πρινοκούκκι ή κερμέζ, ένα έντομο ως παράσιτο πάνω στο πουρνάρι. Τη ρίζα του φυτού ερυθρόδανου (Rubia sp) γνωστή ως ριζάρι. Το φυτό κρόκος (Crocus spp) Tο μαύρο Το ξύλο του σκλήθρου Το φλοιό της φτελιάς Τα φύλλα και το φλοιό της βελανιδιάς Το φλοιό της μελιάς Το πράσινο Πράσινο έβαφαν με το φυτό λαδανιά (Cistus sp) και συνδυασμούς διαφόρων φυτών Το καφέ Τις πράσινες φλούδες καρυδιών Το φλοιό του πεύκου Το κίτρινο Τα φύλλα της μουριάς Τα φύλλα της αμυγδαλιάς Το χρώμα του σάπιου μήλου Τα φύλλα της καρυδιάς Το φλοιό της άγριας μηλιάς Τις φλούδες των ξερών κρεμμυδιών Το γαλάζιο Γαλάζιο έβαφαν με το λουλάκι (τροπικό ινδικό φυτό)
Ο αργαλειός και η ύφανση Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν τρεις τύποι αργαλειού: ο πλαγιαστός ή καθιστός, ο όρθιος και ο αργαλειός του λάκκου. Ο πλαγιαστός ή καθιστός είναι ο πιο συνηθισμένος. Αποτελείται από τέσσερα κάθετα ξύλα που συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερις σανίδες χαμηλά και τέσσερις σανίδες στην κορυφή. Στο ορθογώνιο αυτό σύστημα στερεώνονται τα στημόνια, ανάμεσα από τα οποία περνούσαν με τη σαΐτα τα υφάδια. Ο όρθιος αργαλειός τοποθετείται κάθετα στο χώμα και η ύφανση γίνεται από κάτω προς τα πάνω. Ο αργαλειός του λάκκου είναι ένας είδος πλαγιαστού αργαλειού που τοποθετείται στο χώμα. Τα πόδια της υφάντρας κινούνται μέσα σε έναν λάκκο.
Η προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση Μετά το γνέσιμο και τη βαφή του μαλλιού, ακολουθεί το "ντύσιμο" του αργαλειού με τα νήματα για την ύφανση. Κατά μήκος του αργαλειού στερεώνεται το στημόνι, τεντωμένες κλωστές με τις οποίες θα διασταυρωθεί κάθετα το υφάδι τυλιγμένο στη σαΐτα για την ύφανση. Το υφάδι μπαίνει στη σαΐτα και ακολουθεί η διαδικασία του διασίματος για την προετοιμασία του στημονιού. Με το διάσιμο ρυθμίζεται το μήκος του στημονιού, σύμφωνα με το μάκρος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Στη συνέχεια ακολουθεί το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού, το πέρασμα του στα μιτάρια, και τέλος στο χτένι. Από το χτένι οι κλωστές του στημονιού θα στερεωθούν στο μπροστινό αντί όπου και θα τυλίγεται το έτοιμο ύφασμα. Ακολουθεί η ένωση των μιταριών με τις πατήτρες και ο αργαλειός είναι έτοιμος για να αρχίσει η ύφανση.
Η διακόσμηση των υφαντών Τα υφαντά χωρίζονται στα ριγωτά, με πλατιές ή λεπτές ρίγες, και στα κεντητά ή ξομπλιαστά, με γεωμετρικά σχέδια ή θέματα παρμένα από τη φύση.Τα κεντητά υφαντά είναι περίτεχνα, αφού η υφάντρα κρατά στα χέρια της κουβαράκια διαφορετικών χρωμάτων και, σαν να κεντά, τα εναλλάσσει για να δημιουργηθούν τα σχέδια της.
Τεχνικές Υφαντικής
Joanna Louca