ΣΤΟΧΟΣ : Ο μαθητής να μπορεί να, Φως και σκιά περιγράφει τη σημασία του φωτός, της σκιάς και των τόνων του φωτός σε ένα σχέδιο
Φως Απαραίτητη προϋπόθεση για να δούμε τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, είναι η ύπαρξη του φωτός. Η οποιαδήποτε φωτεινή πηγή στέλνει μία ποσότητα από φως στα αντικείμενα που μας περιβάλλουν και εκείνα με τη σειρά τους απορροφούν ένα μέρος απ’το φως και στέλνουν στα μάτια μας το υπόλοιπο. Ανάλογα με το πόσο φως απορροφούν τα αντικείμενα εμφανίζονται με το δικό τους χρώμα και το δικό τους τόνο. Ένα λευκό, για παράδειγμα, αντικείμενο ανακλά σχεδόν όλο το φως που πέφτει πάνω του. Ενώ ένα σκούρο αντικείμενο ανακλά ένα μικρό μέρος απ’το φως που πέφτει πάνω του γι’αυτό και χάνει τη φωτεινότητά του. Τέλος, ένα αντικείμενο στο οποίο πέφτει μικρή ποσότητα φωτός, δηλαδή είναι κρυμμένο ή υπό τη σκιά ενός άλλου αντικειμένου, τότε αυτό μας στέλνει λιγότερο φως.
Ο τόνος ή το χρώμα που βλέπουμε στα αντικείμενα εξαρτάται τόσο από τη φύση του υλικού τους, αν απορροφούν δηλαδή ή όχι μεγάλη ποσότητα από φως όσο και από τη θέση τους απέναντι στη φωτεινή πηγή. Αν οι ακτίνες από τη φωτεινή πηγή πέφτουν κάθετα πάνω σ’ένα αντικείμενο, τότε η ανάκλαση είναι μεγαλύτερη άρα και το αντικείμενο φωτεινότερο, με αποτέλεσμα ένα ανοιχτόχρωμο αντικείμενο στο οποίο οι ακτίνες δεν πέφτουν άμεσα μπορεί να φαίνεται πιο σκούρο απ’ότι ένα σκουρόχρωμο αντικείμενο στο οποίο οι ακτίνες του φωτός πέφτουν κάθετα. Σκιά Ως σκιά μπορούμε να ορίσουμε το μέρος του χώρου που έχει το λιγότερο φως, δηλαδή στην ουσία οι σκιές είναι τα αδύνατα φώτα και μ’αυτή την έννοια τις σκιές τις αντιμετωπίζουμε με την ίδια βαρύτητα που έχουν και οι φωτεινές περιοχές. Σχεδόν ποτέ οι σκιές δεν έχουν το απόλυτο μαύρο διότι ανακλούν έστω και αμυδρά κάποια μικρή ποσότητα φωτός που πέφτει πάνω τους. Στην πραγματικότητα, στο ελεύθερο σχέδιο, αποδίδουμε τις ανακλάσεις του φωτός.
Τόνοι φωτεινότητας Για να αποδώσουμε μία σύνθεση αντικειμένων στο ελεύθερο σχέδιο χρησιμοποιούμε τη διαβάθμιση των τόνων, δηλαδή την τονική κλίμακα, από τον πιο ανοιχτό τόνο στον πιο σκούρο. Στην πραγματικότητα, η τονική διαβάθμιση μπορεί να είναι άπειρη. Όμως στην πράξη, χρησιμοποιούμε πέντε ή εφτά τόνους, ξεκινώντας απ’το πιο σκούρο και καταλήγοντας στο πιο ανοιχτό τμήμα του σχεδίου. Είναι πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τις τονικές διαφορές και να χωρίσουμε τη σύνθεση που σχεδιάζουμε σε τονικές αξίες. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε εύκολα αν κοιτάξουμε τη σύνθεση που θέλουμε να σχεδιάσουμε με μισόκλειστα μάτια. Μ’αυτόν τον τρόπο, εξαφανίζονται οι μικρές διαφορές των τόνων και μπορούμε να δούμε με ευκολία τις μεγάλες και ξεκάθαρες τονικές αντιθέσεις. Αν, για παράδειγμα, δυο επιφάνειες έχουν μικρή διαφορά τόνων, τότε εφόσον μισοκλείσουμε τα μάτια, αυτές οι δύο επιφάνειες θα φαίνονται σαν μία. Αν όμως η τονική τους διαφορά είναι μεγάλη, τότε εφόσον μισοκλείσουμε τα μάτια, θα συνεχίσουμε να τις βλέπουμε σαν δύο ξεχωριστές επιφάνειες.
Όπως ένα πράγμα δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε μόνο του και ξεκομμένο από το περιβάλλον στο οποίο ανήκει, έτσι και στην περίπτωση των τόνων δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας τόνος από μόνος του είναι σκούρος ή φωτεινός χωρίς να τον συσχετίσουμε με το περιβάλλον του. Δεν μπορούμε να πούμε αν ένα αντικείμενο είναι μικρό ή μεγάλο αν δίπλα του δεν βάλουμε ένα άλλο αντικείμενο ως μέτρο σύγκρισης. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τόνους. Για παράδειγμα, ένα κίτρινο αντικείμενο δίπλα σ’ένα μαύρο μπορεί να φαίνεται φωτεινό αλλά δίπλα σ’ένα λευκό φαίνεται σκούρο. Δεν αλλάζει ο τόνος του κίτρινου, αλλάζει ο τόνος με το οποίο το συγκρίνουμε. Με άλλα λόγια, αυτό που βλέπουμε κι αυτό που προσπαθούμε να αποδώσουμε έχει μεγάλη δόση από ψευδαίσθηση διότι ενώ το αντικείμενο παραμένει το ίδιο, αν του αλλάξουμε περιβάλλον, μας δίνει άλλη εντύπωση. Γι’αυτό το λόγο, όταν σχεδιάζουμε, δεν φτιάχνουμε το αντικείμενο μόνο του, αλλά το αντικείμενο σε σχέση με το περιβάλλον του.
Πρακτικά, όταν προσπαθούμε να αποδώσουμε τονικά μια σύνθεση αντικειμένων, ξεκινάμε πάντα από τις σκουρότερες επιφάνειες και σταδιακά τις «βαραίνουμε» σε σχέση με τον τόνο που δίνουμε στα φωτεινότερα αντικείμενα. Το χαρτί μας είναι λευκό και μέσα σ’αυτό θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε όλα τα αντικείμενα του κόσμου. Ας φανταστούμε ότι το χαρτί μας είναι ένα δωμάτιο γεμάτο με χιλιάδες φωτεινούς προβολείς. Επειδή το φως απ’αυτούς τους προβολείς είναι υπερβολικό, γι’αυτό το λόγο όλα τα αντικείμενα θα φαίνονται λευκά, διότι θα πέφτει πάνω τους πολύ περισσότερο φως από αυτό που μπορούν να απορροφήσουν. Αν τώρα σταδιακά, αρχίσουμε να κλείνουμε έναν έναν τους προβολείς, τα πρώτα αντικείμενα που θα αρχίσουν να φαίνονται αχνά, θα είναι τα πιο σκούρα. Όσο πιο πολλούς προβολείς κλείνουμε, τόσο περισσότερα αντικείμενα θα αρχίσουμε να βλέπουμε. Όταν θα αρχίσουμε να βλέπουμε και τα πιο φωτεινά αντικείμενα, τότε τα σκούρα δεν θα έχουν παραμείνει στον αρχικό τους τόνο αλλά κι αυτά με τη σειρά τους θα έχουν σκουρήνει περισσότερο.
Με την ίδια λογική, δουλεύουμε και τους τόνους στο ελεύθερο σχέδιο. Ξεκινάμε πάντα απ’τους σκούρους τόνους και όσο προχωράμε στους πιο ανοιχτούς, ταυτόχρονα επιστρέφουμε στους πιο σκούρους για να τους κάνουμε πιο έντονους. Ας πούμε κι ορισμένες παραξενιές ή ιδιοτροπίες του φωτός, των τόνων και του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τα αντικείμενα. Αν βάλουμε δύο ανθρώπους ίδιου ύψους τον ένα δίπλα στον άλλο δεν θα καταλάβουμε αν αυτοί οι άνθρωποι είναι ψηλοί ή κοντοί. Αν όμως δίπλα στον ένα άνθρωπο βάλουμε έναν πολύ ψηλότερό του, αυτή η διαφορά θα γίνει εντονότερη. Το ίδιο συμβαίνει και στους τόνους. Στο σημείο όπου ενώνονται ένας φωτεινός τόνος με έναν σκούρο, εκεί ακριβώς, ο σκούρος φαίνεται σκουρότερος και ο φωτεινός φωτεινότερος. Αυτό στην πραγματικότητα δεν ισχύει, όμως είναι μία ψευδαίσθηση την οποία αν τη χρησιμοποιήσουμε στο σχέδιό μας, αυτό θα αποκτήσει αληθοφάνεια και ζωηράδα. Όπου συναντιόνται δηλαδή δυο τόνοι με μεγάλη διαφορά, προσπαθούμε να κάνουμε το σκούρο λίγο πιο έντονο και το φωτεινό λίγο πιο αχνό.