Αιτιολογικές προτάσεις
Εισάγονται με: α) οτι, ώς, διότι (αιτιολογικοί σύνδεσμοι), β) έπεί, επειδή και (σπανιότερα) ότε, όποτε (κυρίως χρονικοί σύνδεσμοι), γ) ει (κυρίως υποθετικό: αν, που, εφόσον ... ). Εκφέρονται με: α) απλή οριστική (συνήθως): αιτία πραγματική (από αρκτικό χρόνο), β) δυνητική οριστική: το δυνατό στο παρελθόν, γ) δυνητική ευκτική: το δυνατό στο παρόν ή μέλλον, δ) ευκτική του πλάγιου λόγου (σπάνια): από ιστορικό χρόνο.
Παρατηρήσεις 1. Οι αιτιολογικές προτάσεις από ρήματα ή εκφράσεις ψυχικού πάθους (χαίρω, ηδομαι, θαυμάζω = παραξενεύομαι, αιοχύνομαι, ζηλώ, μέμφομαι, λυπούμαι, άγανακτώ, άθυμώ, φθονώ, επιτιμώ, άγαπώ = ικανοποιούμαι, άχθομαι, αιοχρόν έοτι, θαυμαοτόν έοτι, δεινόν έοτι, άτοπον έοτι, πλημμελές έοτι κ.ά.) εισάγονται με τους συνδέσμους: α) ει: αιτιολογία υποθετική (άρνηση μη), β) ότι: αιτιολογία πραγματική, γ) ώς: αίτια υποκειμενική. 2. Οι αιτιολογικές προτάσεις με το ει από τις παραπάνω εκφράσεις δηλώνουν κανονικά το προτερόχρονο ως προς το ρήμα ή την έκφραση εξάρτησης. Αν δηλώνουν σύγχρονο ή υστερόχρονο, θεωρούνται πλάγια ερώτηση. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντοτε. 3. Με τους συνδέσμους ότε, οπότε εισάγονται, όταν η αιτιολογία είναι γνωστή και δεδομένη.
Παρατηρήσεις 4. Οι σύνδεσμοι ως και επεί στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου ισοδυναμούν με το γαρ και εισάγουν κυρίες προτάσεις, αν δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση. 5. Μετά από εμπρόθετο προσδιορισμό της αίτιας με δεικτική αντωνυμία (δια τούτο, ενεκα τούτου ...) η αιτιολογική πρόταση είναι επεξήγηση. 6. Συχνά μετά από αιτιολογικές προτάσεις ακολουθούν οι εμπρόθετοι: δια τούτο, δια ταύτα, εκ τούτου ή το επίρρρημα ούτω. 7. Ορισμένες φορές μετά από ερώτηση ακολουθεί περίοδος με ότι + αιτιολογική πρόταση χωρίς κύρια πρόταση. Τότε εννοείται το ρήμα της προηγουμένης
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους: α) ινα, όπως, ώς (= για να), β) ίνα μη, όπως μη, ώς μη, μη (= για να μη), γ) όπως αν, ώς αν (= για να). Εκφέρονται με: α) υποτακτική: σκοπός προσδοκώμενος (από αρκτικό), β) όπως αν ή ώς αν + υποτακτική: σκοπός υποτιθέμενος (η πραγματοποίηση του σκοπού εξαρτάται από κάποια προϋπόθεση), γ) ευκτική του πλάγιου λόγου: όταν εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο και ο σκοπός ανάγεται στο παρελθόν (του λέγοντος ή του γράφοντος), δ) οριστική ιστορικού χρόνου: σκοπός απραγματοποίητος (η κύρια εκφράζει ευχή ανεκπλήρωτη), ε) δυνητική ευκτική (σπάνια): σκοπός που μπορεί να ραγματοποιηθεί στο παρόν ή μέλλον, στ) δυνητική οριστική (σπάνια): σκοπός που θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε.
Παρατηρήσεις 1. Μια τελική πρόταση μπορεί να εκφέρεται με ευκτική και από αρκτικό χρόνο: α) όταν δηλώνει απλή σκέψη, β) όταν ο σκοπός παρουσιάζεται ως υποκειμενικός ή γ) όταν γίνεται έλξη από προηγουμένη ευκτική. 2. Μπορεί να εκφέρεται με υποτακτική και από ιστορικό χρόνο, όταν ο σκοπός παρουσιάζεται σαν να διαρκεί και στο παρόν αυτού που μιλάει ή όταν παρουσιάζονται αντικειμενικά και παραστατικά τα συμβάντα. 3. Όταν εναλλάσσονται οι εγκλίσεις (υποτακτική - ευκτική), η υποτακτική δηλώνει βεβαιότητα για την πραγματοποίηση του σκοπού, ενώ η ευκτική αμφιβολία και επιφύλαξη. 4. Σπάνια παραλείπεται το ρήμα εξάρτησης της τελικής πρότασης (παρενθετική χρήση) και άλλοτε παραλείπεται και το ρήμα της τελικής, γιατί εννοείται εύκολα: ινα τί (γένηται), ώς τί (= για ποιο σκοπό; για τι;). 5. Η τελική πρόταση μπορεί να μπει ως επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού με δεικτική αντωνυμία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εισάγονται: α) με τους συμπερασματικούς συνδέσμους ωστε, ώς{= ώστε, με αποτέλεσμα να ...), β) με τις εκφράσεις έφ' ώ, έφ' ώτε (= με τον όρο ...). . Εκφέρονται με: α) απλή οριστική: αποτέλεσμα πραγματικό, β) δυνητική οριστική: αποτέλεσμα δυνατό ή πιθανό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν (που, συνήθως, δεν έγινε), γ) δυνητική ευκτική: αποτέλεσμα δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρόν ή στο μέλλον με κάποια προϋπόθεση, δ) ευκτική του πλάγιου λόγου (συνήθως από έλξη), ε) απαρέμφατο: δηλώνει: αποτέλεσμα ως φυσικό ή λογικό επακόλουθο μιας ενέργειας, αποτέλεσμα ενδεχόμενο ή δυνατό, σκοπό ή επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όρο, συμφωνία ή προϋπόθεση (συνήθως με: έφ' ω, έφ' ώτε + απαρέμφατο ή οριστική μέλλοντα).
Παρατηρήσεις 1. Όταν η συμπερασματική πρόταση εκφέρεται με έφ' ω, έφ' ώτε + απαρ. ή οριστ. μέλλοντα, τότε συνήθως προηγούνται οι δεικτικές εκφράσεις: έπί τούτω, έπί τοίσδε, επί τούτοις κ. λ π. 2. Όταν υπάρχει ώστε + δυνητικό απαρ., τότε το απαρέμφατο ισοδυναμεί με δυνητική οριστική ή δυνητ. ευκτική. 3. Το ώστε (ή ώς) με το συγκριτικό ή δηλώνει ασύμμετρη σύγκριση. Παρουσιάζει δηλ. το αποτέλεσμα ως αδύνατο να πραγματοποιηθεί. 4. Οι συμπερασματικοί σύνδεσμοι ώστε, ως μετά από τελεία εισάγουν κύρια πρόταση και μεταφράζονται: επομένως, λοιπόν, γι' αυτό. 5. Ο σύνδεσμος ώστε (+ απαρέμφατο) θεωρείται ότι περιττεύει, όταν εξαρτάται από απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις, από τα ρήματα βούλομαι, έθέλω, πείθω, ψηφίζομαι κ.λπ. και από επίθετα: π.χ. Κύπρις ήθελεν ώστε γίγνεσθαι τάδε. 6. Όταν προηγείται αρνητική πρόταση, η άρνηση στη συμπερασματική είναι: ώστε μη ου ...