Άλωση της Κωνσταντινούπολης Η Δ' Σταυροφορία (1201-1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω μιας εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Ως ιστορικό γεγονός, η Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων συμφερόντων και συναισθημάτων: θρησκευτικά αισθήματα, ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη και περιπέτειες και υλικά κέρδη από την άλλη πλευρά. Όμως, η επικράτηση των υλικών συμφερόντων, η οποία ήταν αισθητή και στις προηγούμενες Σταυροφορίες, εκδηλώθηκε ξεκάθαρα κατά την Δ’ Σταυροφορία με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Φαίνονταν πιθανό ότι η οχυρωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ταυτόχρονα οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που παρά την απεγνωσμένοι αντίσταση, ιδιαίτερα από τους μισθοφόρους Βαράγγους, καταλήφθηκε τον Ιούλιο του 1203 από τους Σταυροφόρους.
Ο Αλέξιος Γ' που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β' απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος που είχε φτάσει μαζί με τους Σταυροφόρους ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ'). Η πρώτη αυτή πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στον θρόνο.
Η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα Η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα. Το αυτοκρατορικό ταμείο πλέον ήταν άδειο. Απελπισμένος ο νέος συν-αυτοκράτορας προσπαθεί να συλλέξει το χρηματικό ποσό που έχει υποσχεθεί στους Σταυροφόρους με διάφορους τρόπους: πρόσθετοι φόροι, δασμοί, συλλέγεται ακόμη και το ασήμι και το χρυσάφι από το στολισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης τρέφει εχθρικά αισθήματα για την νέα του εξουσία, που την θεωρούσε προδοτική καθώς συναίνεσε στην Άλωση της πόλης. Η επανάσταση δεν αργεί να ξεσπάσει. Ο λαός της Πόλης ανατρέπει την εξουσία του και ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ε' Μούρτζουφλο. Ο Μούρτζουφλος, γνωστός και ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’, υποστηριζόταν από την παράταξη που διατίθεντο εχθρικά προς τους Σταυροφόρους και δεν δέχεται σε καμία περίπτωση να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Σταυροφόρους και αρνείται οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αντίθετα προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν αργεί να πραγματοποιηθεί.
Οι Σταυροφόροι μετά το θάνατο του Ισαάκιου και του Αλέξιου, ύστερα από διαταγή του ίδιου του Μούρτζουφλου, θεώρησαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Η ευθεία σύγκρουση Ελλήνων και Σταυροφόρων ήταν πια αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν την, για λογαριασμό τους, κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους (1204) πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων συνθήκη, σχετικά με τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη» [7]. Τα κύρια σημεία της συνθήκης είχαν ως εξής[8]: Η κυβέρνηση των Λατίνων θα εγκαθίστατο στην πόλη και οι σύμμαχοι τους θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων. Επιτροπή αποτελούμενη από έξι Βενετούς και έξι Γάλλους, θα εξέλεγε εκείνον που, κατά τη γνώμη τους, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας». Ο Αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το ένα τέταρτο της πόλης, την έξω από την πόλη περιοχή, καθώς και δύο ανάκτορα εντός της πόλης. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα δίνονταν κατά το ήμισυ στους Βενετούς και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους. Όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν μικρές ή μεγάλες κτήσεις, εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στον Αυτοκράτορα.
Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Μια πρώτη επίθεση των Σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, όμως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε' Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ' Σταυροφορία»[9].
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι μεταχειρίστηκαν με φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι.
Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα»[10]. Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
ΤΕΛΟΣ