ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙ-ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΣΛΕΕ 101 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ Επιβλέπουσες καθηγήτριες: Μ.Κουσκουνά, Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου Μενδωνίδης Αλέξανδρος ΑΜ: 1340201400573 Πλατανιώτης Μιχάλης ΑΜ: 1340201400309
ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ Η έννοια της επιχείρησης στο ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού. Απουσία νομοθετικού ορισμού, οριοθέτηση της έννοιας κατά τρόπο ευρύ, λειτουργικό και πραγματιστικό. Αποσυνδέεται δογματικά από το θεσμό της νομικής προσωπικότητας και ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα που τη χαρακτηρίζουν. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, ‘’ η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του’’[ ΔΕΚ, C- 41/90 Hofner, C-160/91 Poucet &Pistre]. Ως δραστηριότητα οικονομικής φύσεως νοείται κάθε δραστηριότητα κερδοσκοπική ή μη, η οποία περιλαμβάνει οικονομικές συναλλαγές. Δε προϋποτίθεται, πάντως, ύπαρξη κερδοσκοπικού σκοπού[ Απόφαση Επιτροπής 29.7.1999, υπ. IV/ 36.888, Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2000/12/ΕΚ]. Η δεύτερη συνιστώσα της έννοιας της επιχείρησης είναι η οικονομική αυτοτέλεια του φορέα της. Για να έχουμε επιχείρηση, πρέπει να καταφάσκεται η ύπαρξη ανεξάρτητης ή ενιαίας οικονομικής οντότητας( single economic unit). Το ζήτημα έχει σημασία κυρίως στην περίπτωση του ομίλου επιχειρήσεων[ T-305/94 LVM/ Επιτροπής].
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ: ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ Η απαγορευμένη σύμπραξη ως έννοια γένους, που περιλαμβάνει τις επιμέρους μορφές αντι- ανταγωνιστικής συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων[ συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, εναρμονισμένη πρακτική]. Για καμία δε δίνεται νομοθετικός ορισμός, δεν αναφέρεται καν στη ΣΛΕΕ 101 ο όρος ‘’σύμπραξη’’( αν και η Επιτροπή τον χρησιμοποιεί, βλ. πρωτ. Τ-68/89 Societa Italiana Vetro) και ο προσδιορισμός τους αφήνεται στη θεωρία και τη νομολογία. Κοινό χαρακτηριστικό των επιμέρους αντι-ανταγωνιστικών συμπεριφορών που τυποποιούνται στο πραγματικό της ΣΛΕΕ 101 είναι ο εκούσιος συντονισμός της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων μερών. Προϋποτίθεται πάντοτε σύμπτωση βουλήσεων ή έστω άτυπη εκούσια προσχώρηση σε κοινή δράση, πρέπει, δηλαδή, η αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά να συνιστά ελεύθερη, αυτόνομη και συνειδητή εμπορική επιλογή ≠ αν επιβάλλεται άμεσα ή έμμεσα από την εθνική νομοθεσία δε τυγχάνει εφαρμογής η ΣΛΕΕ 101-> προϋποτίθεται ύπαρξη περιθωρίου αυτόνομης δράσης[ Τ- 513/93 CNSD κατά Επιτροπής, I- 387/94 Asia Motor].
1) ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Συμφωνίες είναι κατ’ αρχήν συμβάσεις( διμερείς ή πολυμερείς), με τις οποίες τουλάχιστον ένας εκ των συμβαλλομένων υποχρεούται σε πράξη ή παράλειψη. Για την έννοια της ‘’συμφωνίας’’ υπό το πρίσμα της ΣΛΕΕ 101 είναι αδιάφορα: το περιεχόμενο ή ο σκοπός της σύμβασης, ο τύπος της, ο χαρακτηρισμός της ως δευτερεύων συμβατικός όρος κλπ Κατά τη νομολογία, απαιτείται αλλά και αρκεί ‘’ κοινή βούληση συμπεριφοράς στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο’’ [ ενδεικτικά T- 41/96, Bayer κατά Επιτροπής, ΔΕΚ 41/69 υποθ. Chemiefarma]. Δεν απαιτείται τελεία σύμπτωση της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται τα εμπλεκόμενα στη σύμπραξη μέρη και της αγοράς στην οποία λαμβάνει χώρα ο αιτιώδης περιορισμός του ανταγωνισμού[ T- 99/04, AC – Treuhand, σκεψη 122]. Επίσης, κατά τη νομολογία, είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος ο βαθμός/ ένταση της νομικής δεσμευτικότητας και η πραγματική βούληση δέσμευσης των μερών[ T- 347/94, Mayr- Melndolf κατά Επιτροπής, σκέψη 65]
1α) ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ Υπ’ αυτήν την έννοια, οι συμφωνίες κυρίων( gentlemen’s agreements), έστω και αν στερούνται νομικής επιβολής, εκφράζουν πιστά τη κοινή βούληση των εμπλεκομένων μερών για τήρηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς εντός της κοινής αγοράς, δυνάμενες να υπαχθούν στην έννοια της απαγορευμένης συμφωνίας της ΣΛΕΕ 101[ T- 141/89, Trefileurope Sales κατά Επιτροπής, ΔΕΚ υποθ. 41/69, Chemiefarma, σκέψεις 106 και 114]. Άλλωστε, και αν- ελλείψει νομικής δεσμευτικότητας- δε θεωρηθούν ‘’συμφωνία’’, θα αποτελούν σίγουρα απαγορευμένη κατά ΣΛΕΕ 101 ‘’ εναρμονισμένη πρακτική’’. Μονομερής συμπεριφορά επιχείρησης κατ’ αρχήν δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της ΣΛΕΕ 101 αλλά της ΣΛΕΕ 102, εκτός αν θεωρηθεί ad hoc με βάση τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά ότι εντάσσεται σε ολότητα συμβατικών σχέσεων[ ΔΕΚ, υποθ. 26/84, Ford AG, σκέψη 2725]. Για παράδειγμα, το ΔΕΚ έκρινε ότι η άρνηση της εταιρίας AEG να δεχθεί νέο διανομέα στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής της δεν αποτελούσε μονομερή πράξη αλλά απέρρεε από σιωπηρή συνεννόηση της με τους υπάρχοντες διανομείς να παρεμποδίζουν ή και να αποκλείουν την είσοδο νέων διανομέων[ AEG κατά Επιτροπής, υποθ. 107/82, σκ. 3151. Συμφωνία υπό το πρίσμα της ΣΛΕΕ 101 είναι και αυτή που δεν υπεγράφη αλλά εφαρμόστηκε/εκπληρώθηκε από τα εμπλεκόμενα μέρη
Η αξιολόγηση της αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι συνολική και είναι κατ’ αρχήν αδιάφορο αν η μεμονωμένη συμπεριφορά κάποιας εξ αυτών, έστω και μικρού μεγέθους, μπορούσε πράγματι να επηρεάσει τον ανταγωνισμό[ T- 143/89, Ferriere Nord, σκέψη 27]. Επίσης, η ΣΛΕΕ 101 εφαρμόζεται και επί συμφωνιών που έπαψαν μεν να ισχύουν, πλην τα αποτελέσματα τους εκτείνονται και πέραν της τυπικής ισχύος των[ T- 2/89, Petrofina κατά Επιτροπής, σκέψη 212]. Στο πεδίο της ‘’ συμφωνίας’’, όπου κατ’ αρχήν απαιτείται δεσμευτικότητα, ο περιορισμός σε ένα πιο παθητικό ρόλο όπως λχ απλή συμμετοχή στις συναντήσεις δίχως ανάληψη υποχρέωσης ενέργειας/ παράλειψης και δίχως εκδήλωση βούλησης δέσμευσης από τις διατυπωμένες προτάσεις, δε φαίνεται να μπορεί να θεωρηθεί συμμετοχή στη συμφωνία( άλλο το αν ελέγχεται ως εναρμονισμένη πρακτική, βλ παρακάτω), εκτός αν συνάγεται συμπερασματικά, αν δίδεται, δηλαδή, η εντύπωση στους λοιπούς συμπράττοντες ότι έχει πρόθεση ανάληψης υποχρεώσεων έναντι αυτών και τήρησης των συμπεφωνημένων[ T- 142/89, Usines Gustave Boel SA κατά Επιτροπής].
Σε αυτή τη περίπτωση, η απλώς μετέχουσα στις συνεδριάσεις επιχείρηση τεκμαίρεται ότι μετέσχε στη σύμπραξη και φέρει εκείνη το βάρος απόδειξης ότι ουδέποτε είχε ή εκδήλωσε πρόθεση δέσμευσης και ότι αντετέθη στην αντιανταγωνιστική σύμπραξη δημοσίως[ T- 25/95, Cimenteries CBR SA, σκέψεις 1353, 1389,3199,1531, T- 109/02, Bolore SA, σκ. 188-9], καθώς-κατά τη νομολογία- η σιωπηρή έγκριση παράνομης πρωτοβουλίας χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση και καταγγελία της στις αρμόδιες διοικητικές αρχές συνιστά ενθάρρυνση της παράβασης και δυσχέρανση της αποκάλυψης της. Με άλλα λόγια, η συνέργεια της παθητικώς συμμετέχουσας επιχείρησης είναι ικανή να θεμελιώσει ευθύνη της στο πλαίσιο ενιαίας συμφωνίας[ ΔΕΚ C-204/oop Aalborg Portland, σκ. 81-84 και AC-Treuhand, σκ. 130]. Άλλωστε, σύμφωνα με τη προαναφερθείσα υπόθεση των Τσιμέντων[Τ-25/95, σκ. 2557], οι επιχειρήσεις δε μπορούν να δικαιολογούν τη παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού με το πρόσχημα ότι τους εξώθησε στη παράβαση η συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, διότι έτσι θα υποκαθιστούσαν τις αρμόδιες εθνικές αρχές και την Επιτροπή στη πάταξη του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
ΙΔΙΩΣ ΤΟ JOINT VENTURE Έννοια Ο έλεγχος της συμβατότητας μιας τέτοιας συμπραξιακής επιχείρησης με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού κρίνεται πρωτίστως στο πλαίσιο των διατάξεων του παραγώγου δικαίου για τον έλεγχο συγκεντρώσεων των επιχειρήσεων( ήδη κανονισμός 139/2004) αλλά και στο πλαίσιο των απαγορευμένων αντί-ανταγωνιστικών συμπράξεων( ΣΛΕΕ 101), καθώς εκ φύσεως ενέχουν σε ένα βαθμό περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των συμπραττομένων επιχειρήσεων. Ωστόσο, λόγω των πλεονεκτημάτων του joint venture( βελτίωση της παραγωγής και διανομής, βελτίωση της τεχνικής κλπ), οι κατ’ αρχήν απαγορευμένες αυτές συμπράξεις κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 101§1, ενδέχεται να τυγχάνουν απαλλαγής τόσο στο πλαίσιο της γενικής εξαίρεσης της ΣΛΕΕ 101§3, όσο και κατ’ εφαρμογή των κανονισμών 1217/2010 κι 1218/2010.
ΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΣΛΕΕ 101 Σύμφωνα με την Επιτροπή, αρκεί η συναίνεση επί ενός σχεδίου που μπορεί- έστω δυνητικά- να περιορίσει την ελευθερία δράσης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων καθορίζοντας τα όρια αμοιβαίας δράσης ή αποχής τους από την αγορά, ανεξαρτήτως αν αυτή η συνολική συμφωνία είναι προφορική και νομικά ατελής (lex imperfecta), υπό την έννοια ότι δεν προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης της[ T-1/89, Rhone-Poulenc, T-1,6,8,15/89, Polypropylene].
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟΣ/ΔΕΥΤΕΡΕΥΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ Παρεπόμενος είναι κάθε περιορισμός που συνδέεται άμεσα και είναι αναγκαίος για τη πραγματοποίηση της κύριας πράξεως( ancillary restraints). Πέραν από αντικειμενικά αναγκαίος, ο περιορισμός θα πρέπει να είναι και ανάλογος . Θα πρέπει, δηλαδή, να επαληθεύεται αν η διάρκεια, το ουσιαστικό και γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Αν το υπερβαίνουν, έχουμε κατ’ αρχήν απαγορευμένη σύμπραξη κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 101§1 και θα πρέπει να γίνει ξανά αξιολόγηση στο πλαίσιο της ΣΛΕΕ 101§3. Συνέπεια του παρεπόμενου χαρακτήρα του άνω περιορισμού είναι ότι η συμβατότητα του με το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού γίνεται μαζί με το συμβατό της κύριας πράξεως[ T- 112/99 Metropole Television (M6) κατά Επιτροπής]. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ότι επειδή η εκτίμηση του παρεπόμενου χαρακτήρα μιας ιδιαίτερης δέσμευσης σε σχέση με τη κύρια πράξη συνεπάγεται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ο δικαστικός έλεγχος της εκτίμησης αυτής περιορίζεται στην επαλήθευση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων, της επάρκειας της αιτιολογήσεως της και της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης και της κατάχρησης εξουσίας.
2) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΝΩΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Και εδώ κρίσιμη είναι η βούληση των μερών για συντονισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά[ ΔΕΚ, υποθ. 45/85, Verband der Sachversicherer, σκέχη 32]. Ουσιώδες στοιχείο της απόφασης είναι η( άμεση ή έμμεση) νομική της δεσμευτικότητα για τα μέλη της ένωσης. Απαραίτητη προς τούτο είναι η σύμφωνη με το καταστατικό εξουσιοδότηση προς το όργανο να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των μελών στην αγορά[ ΔΕΚ, υποθ. 209-215/78, H.V Landewyck κατά Επιτροπής(FETEBAD), σκέψεις 88, 91]. Κατ’ αρχήν, η συστατική πράξη ίδρυσης ένωσης επιχειρήσεως δεν είναι ea ipsa αντίθετη με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αυτό που ελέγχεται με τους τελευταίους είναι κατά πόσο οι αποφάσεις των ενώσεων μπορούν να επιβάλουν στα μέλη τους συμπεριφορά αντι- ανταγωνιστική. Η χρήση του πληθυντικού δεν αποκλείει την πλήρωση του στοιχείου του πραγματικού περί ‘’ αποφάσεις ενώσεων’’ από μια απόφαση μίας και μόνο ένωσης[ Επιτρ. Απόφ. 72/474/ΕΟΚ της 22.12.1972, υποθ. IV/243-245, Cimbel, Εεφ. No L 303, σκέψη 24].
Ως Ένωση θεωρείται κάθε όμιλος που δημιουργείται εκουσίως, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως επαγγελματικές οργανώσεις, μη κερδοσκοπικά σωματεία, ακόμη και de facto συνενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα[CECIMO, L 69/20.3.69]. Η προσέγγιση είναι πραγματιστική, όχι νομική[ ΔΕΕ, C- 382/12, P. Mastercard]. Ως Απόφαση, κάθε έκφραση βούλησης της ένωσης με οιαδήποτε μορφή( οδηγίες, εγκύκλιοι, απλές συστάσεις), εφόσον έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα για τα μέλη[ΔΕΚ, υποθ. 45/85, Verband, σκ.405], αλλά και απλές μη δεσμευτικές κατ’ αρχήν συστάσεις, που ,όμως, εκτελέστηκαν από τα μέλη κατόπιν παράστασης τους στη ΓΣ που συζητήθηκαν τα οικεία θέματα[ ΔΕΚ, υποθ. 8/72, Cementhandelaren, σκ. 977]. Επίσης, πέραν από τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων( ΔΣ/ΓΣ), ως ‘’απόφαση’’ νοείται και ο υποχρεωτικός εσωτερικός νόμος( καταστατικό). Άλλωστε, όπως ξεκαθάρισε η Επιτροπή στην υπόθεση του καρτέλ τσιμέντου, συμμετοχή σε ένωση σημαίνει κατ’ αρχήν και αποδοχή των κανόνων και της εν γένει δράσης της πλην ρητής εναντιώσεως. Οδηγίες, συστάσεις και εγκύκλιοι εφόσον συνιστούν συμμόρφωση των μελών εμπίπτουν στην έννοια της ‘’απόφασης’’ κατά ΣΛΕΕ 101[ ABI No L 43/51], αλλά σε κάθε περίπτωση μπορεί να θεωρηθούν ‘’εναρμονισμένη πρακτική’’ ή ακόμα και απαγορευμένη ‘’ συμφωνία’’ μεταξύ των μελών[ ΔΕΚ, υποθ. 96-102/82, NV IAZ Inter].
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ Ένας επαγγελματικός φορέας( λχ ΔΣΑ) θεωρείται, κατά τη νομολογία, ένωση επιχειρήσεων, αφού οι δικηγόροι ως ασκούντες οικονομική δραστηριότητα αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 101§1[ ΔΕΚ, C-309/99, Wouters, σκέψεις 49,64,65,123], ασχέτως αν ο ΔΣ διέπεται από δημοσίου δικαίου ρυθμίσεις. Ωστόσο, κρίθηκε[ Wouters, σκ. 123] ότι μια τέτοια ρύθμιση και αν έχει κατ’ αρχήν περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα που είναι αναγκαία για τη προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος[ υποθ. COMP/A. 38549, Ordre des architectres belges, αρ. 2005/8/ΕΚ, L 4/2005, σκ. 10].
3) ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προέρχεται από την αμερικανική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία[ concerted practices] και σκοπεί στην ενίσχυση του απαγορευτικού κανόνα της ΣΛΕΕ 101 μέσω της διαστολής της έννοιας της απαγορευμένης σύμπραξής ως στοιχείο του πραγματικού της διάταξης. Καλύπτει ουσιαστικά όλες τις ενδιάμεσες περιπτώσεις από συμφωνία μέχρι την απλή συμπτωματική ομοιόμορφη συμπεριφορά( χώρος των ‘’συνδυασμένων ενεργειών). Δεν απαιτείται δικαιοπρακτική δέσμευση των συμμετεχόντων στη σύμπραξη αλλά ούτε και ea ipsa η παράλληλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων συνιστά κατ’ αρχήν εναρμονισμένη πρακτική. Σύμφωνα με παγία κοινοτική νομολογία, για τη κατάφαση ‘’εναρμονισμένης πρακτικής’’ απαιτείται η συνδρομή ενός υποκειμενικού( βούληση προς εναρμόνιση) και ενός αντικειμενικού στοιχείου( συμπεριφορά προς εναρμόνιση), καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ τους.
3α) ΒΟΥΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ(ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ) Κρίσιμο για τη διάκριση εναρμονισμένης πρακτικής και απλής παράλληλης συμπεριφοράς, που όχι μόνο δε συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού αλλά αντίθετα ανήκει στην ουσία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τέτοιες περιπτώσεις απλών παράλληλων συμπεριφορών είναι ο εκ των προτέρων υπολογισμός των κινήσεων των ανταγωνιστών και η εκ των υστέρων προσαρμοστική αντίδραση, όπως πχ στις περιπτώσεις προσαρμογής στις τιμές άλλης επιχείρησης( price leadership). Αυτό που απαγορεύεται είναι η άμεση/ έμμεση ανταλλαγή πληροφοριών και ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα και οιαδήποτε συνεννόηση προς μελλοντική συμπεριφορά στην αγορά, ως αμβλύνουσα την αβεβαιότητα κατά τη συμμετοχή στην αγορά[ ΔΕΚ, υποθ. 40/73, Suiker Unie, σκέψεις 175-6]. Όπως υπογράμμισε το ΔΕΚ στην υπόθεση Deystuffs, ως εναρμονισμένη πρακτική νοείται εκείνη η μορφή συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων, που χωρίς να έχει φθάσει στο επίπεδο της συνημμένης σύμβασης, αποτελεί ‘’ ενσυνείδητη έμπρακτη συνεργασία’’, μια συντονισμένη πορεία δράσης με στόχο την εξασφάλιση από το κίνδυνο της αβεβαιότητας του ανταγωνισμού.
3α) ΒΟΥΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ(ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ) Το Δικαστήριο στην υπόθεση Sugar πρόσθεσε ότι η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής δεν απαιτείται να συνδυασθεί με συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, διότι κάθε οικονομικός φορέας πρέπει να καθορίζει ανεξάρτητα την οικονομική του πολιτική και δράση στην ενιαία αγορά, απαγορευόμενης κάθε άμεσης ή έμμεσης επαφής μεταξύ των επιχειρήσεων( συσκέψεις, ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών), της οποίας αντικείμενο ή αποτέλεσμα θα ήταν ο καθορισμός της συμπεριφοράς ενός (δυνητικού) ανταγωνιστή στην αγορά ή η αποκάλυψη σε ένα τέτοιο ανταγωνιστή της πορείας που αποφάσισαν οι λοιπές επιχειρήσεις να ακολουθήσουν στην αγορά, όταν, δηλαδή, οι επαφές αυτές αποσκοπούν ή καταλήγουν στη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν ανταποκρίνονται προς τις κανονικές συνθήκες αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των προϊόντων, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων ως και του όγκου της αγοράς. Ως προς τη διαβούλευση, δεν απαιτείται( ≠ συμφωνία) ανάληψη- έστω συμπερασματικά συναγόμενη- δέσμευσης υιοθέτησης συγκεκριμένης συμπεριφοράς στην αγορά, αρκεί ή ρητή ή συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση πρόθεσης, με την οποία να μειώνεται σημαντικά η αβεβαιότητα ως προς την εκ μέρους της συμπεριφορά στην αγορά[ T- 279/02, Degussa AG, σκέψη 133].
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΩΣ ΕΝΔΕΙΚΤΗΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Στην εμβληματική απόφαση Woodpulp, το ΔΕΚ δέχθηκε ότι κατ’ αρχήν η απλή παράλληλη συμπεριφορά δε συνιστά απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής, εκτός εάν η σύμπραξη αποτελεί τη μόνη εύλογη αιτία για τέτοια συμπεριφορά[ ΔΕΚ, C-89, 104, 116,117,125-9/1985]. Πχ όταν μετά από πρώτη συμπτωματική έστω αύξηση τιμών από ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, επανεμφανίζονται και αυξήσεις ομοιόμορφες στις ίδιες χρονικές περιόδους κάθε χρόνο.
3β) ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ Η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας- Ανάγκη επιφύλαξης και δημόσιας αποστασιοποίησης Δεν απαιτείται να ζητηθεί η αποκάλυψη προθέσεων ή μελλοντικής συμπεριφοράς στην αγορά σε άλλο ανταγωνιστή, αρκεί να προκύπτει ότι αυτή έγινε δεκτή αναντίρρητα. Ακόμη και μια επαφή με αμφίπλευρη συνεννόηση ή πληροφόρηση είναι αρκετή[ ΔΕΚ C-8/08, T-Mobile Netherlands, σκέψη 62], αν είναι αρκετή να αμβλύνει έστω την αβεβαιότητα από τον κίνδυνο του ανταγωνισμού, αντικαθιστώντας ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη- καν μη συμβατική- συνεργασία των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Ratio είναι η απαίτηση αυτόνομης επιχειρηματικής δράσης ως προϋπόθεση υγιούς ανταγωνισμού. Και φυσικά η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται- έστω επιτηδείως- στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ενεργών ή δυνητικών ανταγωνιστών τους. Αρκεί να μην συνδυάζεται με οιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή ικανή να επικαθορίσει τη συμπεριφορά των δρώντων στην αγορά και να αμβλύνει τους κινδύνους από την αβεβαιότητα του ανταγωνισμού[ T- 53/03, BRB κατά Επιτροπής, σκέψεις 173-4].
3γ) ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ Απαιτείται σχέση αιτίου-αιτιατού. Έτσι ρητώς ΔΕΚ, C- 49/92P, Anie Partecipazioni, σκέψη 121. Ως προς το βάρος απόδειξης, το ΔΕΚ έκρινε ότι η Επιτροπή φέρει μόνο το βάρος απόδειξης της συμμετοχής μιας επιχείρησης στη διαβούλευση και όχι ότι η υπό κρίση διαβούλευση εκδηλώθηκε πράγματι μέσω συμπεριφοράς στην αγορά και επέφερε περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση φέρει το βάρος απόδειξης ότι η διαβούλευση δεν επηρέασε τη συμπεριφορά της στην αγορά. Η αιτιώδης σχέση διαβούλευσης και συμπεριφοράς τεκμαίρεται, εκτός ενάντιας αποδείξεως που βαρύνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις[ ΔΕΚ C- 8/08, T-Mobile Netherlands, σκέψη 53]. Η απλή γνώση περί συμπράξεως μεταξύ άλλων επιχειρήσεων δε συνεπάγεται συμμετοχή στη σύμπραξη, εκτός αν η επιχείρηση προσχωρήσει στον επιδιωκόμενο με τη σύμπραξη σκοπό προβαίνοντας σε παρόμοιες ενέργειες και εν γένει προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά της στην αγορά.
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ-ΕΝΙΑΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ Διμερείς ή πολυμερείς συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν αδιαίρετο περιεχόμενο μιας ενιαίας συμφωνίας μόνο αν αποδειχθεί ότι εντάσσεται σε ένα συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός στόχος. Μόνη η ταυτότητα αντικειμένου τέτοιων συμπράξεων δεν αρκεί για να καταλογισθεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμμετοχή στην ενιαία αυτή συμφωνία. Πράγματι, μόνο αν η επιχείρηση όταν μετέσχε σε αυτές τις συμπράξεις, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δια της συμμετοχής της εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία είναι δυνατός ο άνω καταλογισμός[ Chimenteries, Τ-25/95, σκέψεις 3150,4027].
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Δεν απαιτείται η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας εναρμονισμένης πρακτικής εφόσον αποδεικνύεται το στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού αντικείμενο της [ΔΕΚ, υποθ. T-Mobile, ό. π, σκέψη 30]. Πρόκειται για μη σωρευτικές αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις. Ο διαζευκτικός χαρακτήρας επιβάλλει κατ’ αρχήν την εξέταση του αντικειμένου της συμφωνίας και μόνο αν αυτό δε κριθεί αντι-ανταγωνιστικό απαιτείται η εξέταση της έστω δυνητικής συνδρομής αντι- ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων[ ΔΕΚ C-209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 15]. Η διάκριση μεταξύ παραβάσεων λόγω αντικειμένου και παραβάσεων λόγω αποτελεσμάτων ενδεικνύει ότι ορισμένες μορφές συμπράξεων θεωρούνται εκ φύσεως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού. Νομολογιακά παραδείγματα
ΔΕΚ, C-48/69, ICI/ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Σκέψη 54: Δεν θεωρείται αληθοφανές κατά την άποψη της Επιτροπής, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, οι κυριότεροι παραγωγοί που εφοδιάζουν την κοινή αγορά να έχουν επανειλημμένα αυξήσει κατά τα ίδια ποσοστά, στην πράξη δε κατά τον ίδιο χρόνο, τις τιμές της ίδιας και σημαντικής σειράς προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και ειδικών προϊόντων των οποίων ο βαθμός δυνατότητας αμοιβαίας αντικαταστάσεως ήταν πολύ χαμηλός, ίσως και ανύπαρκτος, τούτο δε σε περισσότερες χώρες όπου οι όροι της αγοράς των χρωστικών ουσιών είναι διαφορετικοί. Σκέψη 55: Η Επιτροπή υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι για να υφίσταται εναρμονισμένη ενέργεια δεν είναι αναγκαίο να καταστρώσουν οι ενδιαφερόμενοι από κοινού σχέδιο εγκρίσεως ορισμένης συμπεριφοράς. Σκέψη 56: Αρκεί να ενημερώνονται αμοιβαία εκ των προτέρων για τη στάση που προτίθενται να ακολουθήσουν, έτσι ώστε να μπορεί ο καθένας να ρυθμίσει την δράση του υπολογίζοντας ότι οι ανταγωνιστές του θα έχουν παράλληλη συμπεριφορά.
ΠΑΡΑΓΩΓΟ ΔΙΚΑΙΟ Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής[ EE 2004/C 101/8], όπου περιλαμβάνονται τόσο οι βασικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση των συμφωνιών, όσο και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ΣΛΕΕ 101§§1,3. Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά στον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού[EE C 372 της 09.12.1997, σελ. 1]. Και αυτό γιατί κρίσιμο στοιχείο για τη υπαγωγή μιας συμφωνίας στην απαγόρευση της ΣΛΕΕ 101§1 είναι η ανάλυση της αγοράς και της αντί- ανταγωνιστικής ισχύος που κατέχουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συνεπώς, βασική προϋπόθεση είναι να έχει ορισθεί πρώτα η σχετική αγορά, καθώς και να έχει και να αξιολογηθεί η φύση των προϊόντων, η θέση των μερών, των ανταγωνιστών και των καταναλωτών στην αγορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ Δεν πρόκειται για καθαυτές( per se) απαγορευμένες συμπράξεις, το μεν γιατί χρειάζεται να πληρωθούν και οι λοιπές προϋποθέσεις της ΣΛΕΕ 101§1( ιδίως ο περιορισμός του διακοινοτικού εμπορίου), το δε γιατί ο θεσμός των per se απαγορευμένων συμπράξεων προϋποθέτει την αντίστοιχη αρχή του rule of reason που κατά την κρατούσα άποψη δεν εφαρμόζεται στο ενωσιακού δίκαιο του ανταγωνισμού. 1) άμεσος/ έμμεσος καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής: πρόκειται για τη συνηθέστερη περίπτωση νόθευσης του ανταγωνισμού. Οι σχετικές ρήτρες αναφέρονται τόσο σε οριζόντιο επίπεδο( πχ οι παραγωγοί καθορίζουν μεταξύ τους τη τιμή διάθεσης ή οι αγοραστές καθορίζουν τις τιμές προμήθειας των προϊόντων), όσο και σε κάθετο επίπεδο( πχ ανάληψη υποχρέωσης για μεταπώληση σε τρίτους σε ορισμένες τιμές, βλ. σχετικά ΔΕΚ, C-218/1978, Heintz v. Landevyck v Com, σχετικά με εγκύκλιο βιομηχάνων καπνού για σεβασμό των τιμών που έθεταν στους μεταπωλητές).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ Αντικείμενο των σχετικών ρητρών δύναται να είναι και ο καθορισμός των τιμών-ορίων/ τιμών-πλαισίων, εκπτώσεων, δεσμεύσεις ως προς τις τιμές μεταπώλησης, σύναψη συμφωνιών βάσει γενικών έντυπων ΓΟΣ και standard-συμβάσεων. Αναλυτικότερα, σε Απόφαση της Επιτροπής [ΕΟΚ 6-8-1984, Αρμ. 1985, σελ. 247], αναφέρονται διάφορα συστήματα καθορισμού τιμών: 1) του φυσικού ηγέτη χάραξης τιμών( natural price leader) 2) του πρότυπου ευρωπαϊκής ηγετικής επιχείρησης χάραξης τιμών( pattern european leadership) 3) κατευθυνόμενη ηγετική επιχείρηση χάραης τιμών( guided price leadership) 4) βαρομετρικού ηγέτη χάραξης τιμών( barometric price leadership). Βλ. Υποθ. ΔΕΚ ICI/Επιτροπής, C-48-69, ό. π, για το επιτρεπτό της ‘’παράλληλης τιμολόγησης’’.
Ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής ανάπτυξης και επενδύσεων Περιορισμοί στην παραγωγή ή διάθεση ορισμένου προϊόντος[ πχ απαγόρευση εξαγωγής, απόφ. Επιτρ. 7-12-82(National Panasonic), Αρμ. 1983, 352]. Οι λεγόμενες ‘’ συμπράξεις ποσοστώσεων’’( quota cartels), των οποίων το περιεχόμενο συνίσταται στον καθορισμό ανώτατων ορίων ή ανώτατων ποσοστών παραγωγής και διάθεσης και κατώτατων ορίων[ ΔΕΚ, KOME 72/68 EWG N.C.H και 72/474 EWG, CIMBEL]. Ρήτρες απαγόρευσης ανέγερσης νέων εργοστασίων Ρήτρες εξειδίκευσης εφόσον επιβάλλουν στον ένα των συμπραττόντων την παύση παραγωγής των μέχρι τη συμφωνία παραγομένων απ’ αυτόν προϊόντων Συμφωνίες αυτοπεριορισμού, με τις οποίες οι συμπράττουσες επιχειρήσεις, με σκοπό την προστασία μη μετεχουσών επιχειρήσεων ή την πραγμάτωση γενικών οικονομικοπολιτικών σκοπών, παραιτούνται από την άσκηση ορισμένων ανταγωνιστικών πράξεων[ βλ σχετικά υποθέσεις Soda-Ash, όπου η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στις εταιρίες Solvay και ICI για ρήτρες αμοιβαίας αποχής από την αγορά του άλλου στην προμήθεια συνθετικής σόδας, Επ. Εφ. 1991 L 152/I]. Έλεγχος της διάθεσης μέσω συστήματος ‘’ κοινής πώλησης’’ των προϊόντων των ανταγωνιστών.
Η κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού Περιπτώσεις εδαφικού διαχωρισμού μιας περιοχής ή διανομής και πελατείας ή κατανομής της αγοράς κατά προϊόντα[ Stichting Baksteen, Επ. Εφ. 1994, L 131/I, Cement, Επ. Εφ. 1994 L 383/I]. Άλλα παραδείγματα τέτοιων μεθόδων θεωρούνται η απαγόρευση του ανταγωνισμού στη περιοχή του άλλου, η έμμεση/ de facto κατανομή της αγοράς μέσω παραχώρησης αποκλειστικών δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας( ευρεσιτεχνίες, σήματα), ιδίως εφόσον έτσι επιδιώκεται ο αποκλεισμός παράλληλων εισαγωγών ή αν αποκλείονται τρίτοι από τον εφοδιασμό πρώτης ύλης χρησιμοποιούμενης κατ’ αποκλειστικότητα αγοραστή δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας[ ΔΕΚ, C- 56.58/64, Consten & Grundig v. Com, C-40/70, Sirena/EDA].
Η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών Πρόκειται εν γένει για απαγορευμένη διαφοροποιημένη μεταχείριση επί ισοδυνάμων παροχών. Προϋποθέτει: 1) ισοδύναμες, όχι αυστηρώς ισάξιες, παροχές, δηλαδή παροχές της ιδίας ποιότητος, ποσότητος και χρόνου 2) εφαρμογή άνισων όρων, κρινόμενων ως τέτοιων αντικειμενικώς με γνώμονα τις συναλλακτικές αντιλήψεις 3) Το αδικαιολόγητο των διακρίσεων 4) δυσχέρεια στη λειτουργία του ανταγωνισμού, ήτοι μείωση της ικανότητας των μειονεκτικά μεταχειριζόμενων επιχειρήσεων ν’ ανταποκριθούν στις λειτουργίες του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Παραδείγματα αναφερόμενα και στο νόμο είναι η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής.
Η εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή πρόσθετων παροχών, που σύμφωνα με τη φύση τους και τα εμπορικά ήθη, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Πρόκειται για τις λεγόμενες συζευγμένες συμβάσεις( tying agreements). Το πότε πράγματι υφίσταται ο αντικειμενικός σύνδεσμος μεταξύ σύμβασης και πρόσθετης παροχής κρίνεται αντικειμενικά. Κλασσικό παράδειγμα είναι η συμφωνία του αγοραστή ενός μηχανήματος να προμηθεύεται πρώτη ύλη για το συγκεκριμένο μηχάνημα από πηγή που του υποδεικνύει ο πωλητής του μηχανήματος[ βλ. απόφ. Επιτροπής της 15.5.1974 ‘’ Glass Containers’’ ABI L 160/1974].
ΚΑΘΕΤΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ‘’Κάθετη’’ χαρακτηρίζεται μια συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής και αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη μπορούν να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες[ αρ.1§1 περ. α ‘ Καν. (ΕΕ) 330/2010 της Επιτροπής]. Η οικονομική προσέγγιση των κάθετων περιορισμών που υιοθετεί η Επιτροπή βασίζεται στα αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών στην αγορά, όπως αναλύονται στο νομικό και οικονομικό τους πλαίσιο, με στόχο την ευημερία του καταναλωτή και την εξασφάλιση της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων. Στην Ανακοίνωση της Επιτροπής Επ. Εφ. C 291 της 13-10-2004 περιλαμβάνονται Κατευθυντήριες Γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς όπου και περιγράφονται τόσο οι κάθετες συμφωνίες που δεν εμπίπτουν στη ΣΛΕΕ 101, αναλύεται η εφαρμογή του Κανονισμού απαλλαγής και η μέθοδος αξιολόγησης τους.
ΚΑΘΕΤΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ-ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ Στην Ανακοίνωση γίνεται αναφορά στις συμβάσεις: 1) εμπορικής αντιπροσωπείας[ Pittsurg Corning Europe S.A, L 272/1972, C-30/78 Distillers v. Commission] 2) περί δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας[ ΔΕΚ, C-7/82, GVL v. COM.// ΔΕΚ, C- 262/81, Le Boucher V, C-15/74 Sterling Drug Slg, C-58/80 Dansk Supermarked v. Imerco για την ανάλωση του δικαιώματος, C-15/74, Centrafarm κ.α] 3) αποκλειστικής διανομής[ ΔΕΚ, C-58/78 Nungesser, C-262/81 Coditel II C-107/82 AEG-Telenfuken n. Commission κ.α]. 4) αποκλειστικής κατανομής της πελατείας 5) επιλεκτικής διανομής 6) δικαιόχρησης[ ΔΕΚ C-161/84 Proruptia de Paris GmH] 7) αποκλειστικής διάθεσης 8) δεσμευμένης πώλησης 9) στη πρακτική των συντονισμένων και μέγιστων τιμών μεταπώλησης
ΝΟΘΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ: ΑΝΤΙΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ Ή ΑΝΤΙΑΝΑΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Αφού πρωτίστως διαπιστωθεί ότι υφίσταται συμφωνία/ απόφαση/εναρμονισμένη πρακτική, στη συνέχεια ερευνάται αν αυτή είναι επιτρεπτή. Η ΣΛΕΕ 101 διακρίνει μεταξύ συμφωνιών αντι-ανταγωνιστικών ως προς το αντικείμενο και ως προς το αποτέλεσμα. Το ΓεΔΕΕ αναφέρεται χαρακτηριστικά σε συμφωνίες, των οποίων το αντικείμενο περιλαμβάνει προφανείς περιορισμούς, όπως καθορισμός τιμών, καταμερισμός μεριδίων αγοράς, περιορισμός πωλήσεων κ.α[ ΠΕΚ, 15.09.1998, European Night Services κατά Επιτροπής, T-374/94]. Όπου δε μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ο αντι-ανταγωνιστικός σκοπός της συμφωνίας, ακολουθεί ανάλυση του αντι-ανταγωνιστικού αποτελέσματος που ενδέχεται να επέλθει στην αγορά[ ΔΕΚ, Brasserie de Haecht/ Wilkin, C- 23/67], το οποίο είναι κατ’ αρχήν αδιάφορο αν εσκοπήθη ή όχι [ΔΕΚ υποθ. 5/69 Ets Verwaecke Sprl]. Το αποτέλεσμα, πάντως, πρέπει να τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με τη συμφωνία. Στη περίπτωση αυτή, η ανάλυση και κρίση για το αντι-ανταγωνιστικό αποτέλεσμα ή μη της συμφωνίας θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο συγκεκριμένης σχετικής αγοράς[ ΔΕΚ Consten και Crundig κατά Επιτροπής C-56,58/64].
ΝΟΘΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ: ΑΝΤΙΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ Ή ΑΝΤΙΑΝΑΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Το αποτέλεσμα της σύμπραξης ως άμεση συνέπεια της εκτιμάται και με βάση τη θεωρία του σωρευτικού αποτελέσματος: στοιχείο, δηλαδή, της ανάλυσης γίνεται και η ταυτόχρονη ύπαρξη ομοειδών συμβάσεων στην αγορά. Το ΔΕΚ στην υπόθεση Δηλιμίτης [ ΔΕΚ C-234/89] διευκρίνισε τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της άνω θεωρίας. 1) Η αγορά να είναι δυσχερώς προσβάσιμη, λόγω πχ ύπαρξης αποκλειστικών δικτύων διανομής 2) Η σύμπραξη να συνεισφέρει σημαντικά στο σωρευτικό αποτέλεσμα, λόγω πχ των μεριδίων σχετικής αγοράς που κατέχουν οι συμπράττουσες επιχειρήσεις, της διάρκειας και έντασης των δεσμεύσεων τους κλπ Παρακώλυση συντρέχει όταν με τη σύμπραξη δημιουργείται απόλυτο εμπόδιο στον ανταγωνισμό( και ιδίως τις σχέσεις με τρίτους). Περιορισμός συντρέχει όταν περιορίζεται η ελευθερία δράσης και λήψης οικονομικών αποφάσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με συμβατικές, οιονεί συμβατικές και εξωσυμβατικές δεσμεύσεις εις τρόπον ώστε να περιορίζονται σημαντικά οι δυνατότητες επιλογής των τρίτων συμμετεχόντων στη σχετική αγορά Νόθευση συντρέχει όταν μεταβάλλονται οι εκάστοτε συνθήκες συναλλαγής όπως αυτές προκύπτουν από τη δομή της σχετικής αγοράς[ ΔΕΚ υποθ. 6/72, Continental Can κατά Επιτροπής, σκέψεις 25-29].
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΟΓΗΣ ΑΙΤΙΑΣ(RULE OF REASON) Αμερικανικής προέλευσης, οιονεί πραιτορικής φύσης. Η συμβολή της οικονομικής ανάλυσης του Δικαίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης αντι- ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων από τη σύμπραξη. Ο διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋπόθεσης νόθευσης του ανταγωνισμού κατά τη ΣΛΕΕ 101§1. Όταν το αντικείμενο της σύμπραξης νοθεύει τον ανταγωνισμό δεν απαιτείται περαιτέρω ανάλυση της αγοράς ως προς τα ενδεχόμενα (θετικά ή αρνητικά) αποτελέσματα της σύμπραξης για τον ανταγωνισμό[ ΔΕΚ υποθ. 56/65 Societe de la Technique Miniere] Κάτι τέτοιο απάδει με την κανονιστική δομή της διάταξης, αφού μόνο στο πλαίσιο της ΣΛΕΕ 101§3 χωρεί τέτοια στάθμιση, αλλά ούτε και στο σαφές γράμμα της ΣΛΕΕ 101§1 όπως αυτό ερμηνεύεται από τη κρατούσα κοινοτική νομολογία, που διαμορφώνει τις αντι- ανταγωνιστικές λόγω αντικειμένου/σκοπού συμπράξεις ως per se καταχρηστικές[ βλ. Ad hoc προτάσεις Γεν. Εισαγγελεά Γ. Κοσμιά στην υποθ. C- 235/P92, Montecatini SpA κατά Επιτροπής, σημ. 44,46,48 T-14/89, Mondetipe κατά Επιτροπής, σκέψη 265, Τ-112/99, Metropole Television (M6) κατά Επιτροπής]. Πάντως, υποστηρίζεται- ενόψει της προϊούσας νομολογιακής τάσης για in concreto ανάλυση μιας σύμπραξης, όχι γενικώς κι αφηρημένα ως περιορίζουσας την οικονομική ελευθερία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά εντός του νομικού και οικονομικού πλασίου (της σχετικής δηλαδή αγοράς και των συνθηκών της), όπου αναπτύσσει τα αποτελέσματα της, αλλά και συστολής της έννοιας των απαγορευμένων per se εξ αντικειμένου συμφωνιών- ότι ο κανόνας της rule of reason de facto εφαρμόζεται!
ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ‘’Για να μπορεί μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων να επηρεάζει το εμπόριο των κρατών-μελών πρέπει να πιθανολογείται ότι δύναται να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τα εμπορικά ρεύματα μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο τη πραγματοποίηση των στόχων της ενιαίας αγοράς’’[ EE 2004, C101/81 Ανακοίνωση Επιτροπής- Κατευθυντήριες Γραμμές με γνώμονα τη θεμελιώδη διατύπωση του ΔΕΚ στην υπόθ. Mascinendau Ulm-Formel]. Εμπόριο= όχι μόνο οι παραδοσιακές διασυνοριακές ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αλλά όλες οι διασυνοριακές οικονομικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών εγκατάστασης και ελευθερίας κυκλοφορίας κεφαλαίων αλλά και των συμφωνιών που επηρεάζουν την ίδια την ανταγωνιστική δομή της αγοράς( πχ έμμεσος αποκλεισμός ενεργών ή δυνητικών ανταγωνιστών, έτσι ΔΕΚ υπόθ. Pronuptia 1986).
ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Η έννοια του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου είναι ανεξάρτητη από το ζήτημα της γεωγραφικής αγοράς -> η δυνατότητα επηρεασμού δεν αποκλείεται και όταν η γεωγραφική αγορά είναι η εθνική ή και τμήμα αυτής. Ενδιαφέρει, δηλαδή, περισσότερο η αγορά υπό ουσιαστική έννοια, στην οποία συμπεριλαμβάνονται εκείνα τα προϊόντα/ υπηρεσίες που βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση υποκατάστασης ή εναλλαξιμότητας. Επίσης, η δυνατότητα επηρεασμού- όπως εξειδικεύεται και από τα κριτήρια του ΔΕΚ( Machinendau, ό. π)- είναι ανεξάρτητη από την υποκειμενική πρόθεση των εμπλεκομένων μερών. Για τη θεμελίωση του διασυνοριακού χαρακτήρα- όταν δεν έχουμε ξεκάθαρες περιπτώσεις συμφωνιών που εφαρμόζονται σε περισσότερα κράτη-μέλη αλλά μόνο σε ένα- εξετάζεται αν η συμφωνία δύναται εκ φύσεως να συντελέσει στη σταθεροποίηση μιας στεγανοποίησης εθνικού χαρακτήρα που παρεμποδίζει την αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η ΣΛΕΕ προς προστασία της εθνικής παραγωγής [ΔΕΚ υπόθ. 126/80 M. Salonia vs G. Poidocnani, σκέψη 14], αν σκοπεί δηλαδή στον αποκλεισμό της αγοράς αυτής από τις υπόλοιπες[ ΔΕΚ Remia/ Επιτροπή, C- 42/84, σκέψη 22]. Επίσης, εξετάζονται και συμφωνίες που αφορούν εισαγωγές-εξαγωγές από τρίτες χώρες ή συμφωνίες στις οποίες μετέχουν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες[EE 2004, C101/81 Ανακοίνωση Επιτροπής-Κατευθυντήριες Γραμμές παρ. 58 και 100 επ]. Νομολογιακά παραδείγματα από τον τραπεζικό κλάδο[ Bagnasco// Lombard Club κ.α]
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Νομολογία Walt Wihelm+ αρ.3§1 Καν. 1/2003: παράλληλη εφαρμογή εθνικού και ενωσιακού δικαίου όταν συντρέχει περιορισμός του διακοινοτικού εμπορίου+ υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής( αρ. 11§4 Καν. 1/2003). Αρ. 3§2 Καν. 1/2003’’ οι εσωτερικοί κανόνες των κρατών μελών αδυνατούν να νομιμοποιήσουν συμπεριφορές που αντίκειται στο αρ. 101 ΣΛΕΕ, στο δε πλαίσιο των αντι- ανταγωνιστικών συμπράξεων οι εθνικοί νομοθέτες δε μπορούν να μεταθέσουν ούτε προς τα άνω τη προστασία( ≠ ΣΛΕΕ 102), να θεσπίσουν δηλαδή αυστηρότερες κυρώσεις. Νομική φύση ρήτρας -> στοιχείο του πραγματικού ή κανόνας σύγκρουσης; Κρατούσα γνώμη ο διττός της χαρακτήρας. Το ΔΕΕ και η Επιτροπή υιοθετούν διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου[ ενδεικτικά ΔΕΚ, υποθ. 5/69 Volk/ Vervaedae και υπόθ. 100-103/80 Musique Diffusion Francaise/ Επιτροπής]. Τέλος, η ρήτρα αυτή έχει θεωρηθεί νομολογιακά ως έκφανση της αρχής της επικουρικότητας[ Τ- 168/01, Glaxosmith- Kline, σκέψεις 201-202].
ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ( DE MINIMIS) ΜΗ ΑΙΣΘΗΤΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Δεν αποτελούν απαγορευμένες συμφωνίες εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της ΣΛΕΕ 101 όσες επιφέρουν ασήμαντο, εξ επόψεως θέσης και μεριδίου των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αποτέλεσμα στην αγορά[ ΔΕΚ C-306/96, Javico/Yves Saint Laurent Parfums SA (YSLP), σκέψη 17]. Μάλιστα, η Επιτροπή έχει εκδόσει ‘’ Ανακοίνωση σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας’’ ή ‘’ de minimis’’[ EE 2001/C 368/07], στην οποία παρέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το ποίοι περιορισμοί δε θεωρούνται σημαντικοί με γνώμονα ιδίως το μερίδιο αγοράς, ώστε να μην αποθαρρύνονται μικρές επιχειρήσεις από κάθε, εξαιτίας του μεγέθους τους, επιθυμητό συντονισμό. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση αυτή, μια τέτοια συμφωνία δε περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 101 στις εξής δύο περιπτώσεις: Αν τα εμπλεκόμενα στη συμφωνία μέρη κατέχουν συνολικό μερίδιο αγοράς μικρότερο από το 10% στις αγορές που επηρεάζονται από αυτή και η συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών( οριζόντια συμφωνία) Εάν το μερίδιο αγοράς που κατέχει καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν υπερβαίνει το 15% σε καμία από τις αγορές που επηρεάζονται από τη συμφωνία, όταν η συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων που δεν είναι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές σε καμία από τις σχετικές αγορές( κάθετη συμφωνία) Βλ και Κατευθυντήριες Γραμμές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά την έννοια της Σύστασης 2003/361/ΕΚ, αρνητικό μαχητό τεκμήριο( no appreciable affectation of Trade, NAAT rule->δύο σωρευτικά κριτήρια: συνολικό μερίδιο αγοράς έως 5% και συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών έως 40.000.000€
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΛΕΕ 101 Η απαγόρευση της ΣΛΕΕ 101§1 έχει άμεσο αποτέλεσμα( direct effect), χωρίς να εξαρτάται από την προηγούμενη έκδοση άλλων ενωσιακών ή εθνικών κανόνων δικαίου ή διοικητικών αποφάσεων. Έτσι, οιαδήποτε σύμπραξη επιχειρήσεων που υπάγεται στην απαγόρευση της ΣΛΕΕ 101§1 και δεν υπάγεται στην εξαίρεση της ΣΛΕΕ 101§3, θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη. Συνεπώς, δεν απαιτείται δικαστική απόφαση για τη κήρυξη της ακυρότητας ούτε έκδοση ειδικού μέτρου για την άρση της απαγόρευσης. Η ακυρότητα μιας τέτοιας συμφωνίας μπορεί να είναι και μερική, οπότε και το τμήμα της συμφωνίας που δεν αντιβαίνει στη ΣΛΕΕ 101§1 κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο που έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη συμφωνία[ ΔΕΚ, C-56-58/64, Consten, Grundig/Επιτροπή]. Με βάση το εθνικό δίκαιο κρίνονται επίσης και οι έννομες συνέπειες της ακυρότητας αυτής. Μεταξύ αυτών η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται και τις αποζημιωτικές αγωγές από θιγόμενο ανταγωνιστή ή και κάθε θιγόμενο[ ΔΕΚ, C-453/99, Courage// C-295-8/04, Manferdi].
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ Στόχοι: Προώθηση της ευημερίας Αποτελεσματική κατανομή πόρων 101 ΣΛΕΕ παρ.3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:— σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων,— σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και— σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών, η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία: α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.
(Α) Κανονισμοι ομαδικησ απαλλαγησ Θεωρείται κατά τεκμήριο ότι συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 101 για την εξαίρεση των υπαγομένων σε αυτή περιοριστικών συμπράξεων. Τα συμβαλλόμενα μέρη απαλλάσσονται από το βάρος απόδειξης ότι η συγκεκριμένη συμφωνία τους πληροί κάθε μία από τις προϋποθέσεις του 101 παρ.3 Πρέπει να αποδείξουν μόνο ότι η περιοριστική-αντιανταγωνιστική συμφωνία υπάγεται σε κανονισμό απαλλαγής. Το τεκμήριο είναι μαχητό, με την έννοια ότι το προνόμιο αυτό δύναται να ανακληθεί από την Επιτροπή ή ακόμα και από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν, ιδίως λόγω της δομής της αγοράς, οι προϋποθέσεις του 101 παρ.3
Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής της Επιτροπής Σύμφωνα με τον «κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορίες», οι κατηγορίες συμφωνιών που μπορεί να θεωρηθούν ότι πληρούν κατά κανόνα τις προϋποθέσεις του άρθρου 101 § 3 της ΣΛΕΕ περιλαμβάνουν κάθετες συμφωνίες για την αγορά ή την πώληση αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον αυτές συνάπτονται μεταξύ μη ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων, μεταξύ ορισμένων ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων ή από ορισμένες ενώσεις λιανοπωλητών αγαθών και εφόσον το μερίδιο που διαθέτει στη σχετική αγορά ο προμηθευτής και ο αγοραστής δεν υπερβαίνει καθένα το 30%. Πέρα από το κατώτατο αυτό όριο, οι συμφωνίες δεν θεωρούνται κατ' ανάγκην παράνομες, αλλά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επιμέρους εξέτασης [Κανονισμός 330/2010]. Συμφωνίες εξειδίκευσης, δηλαδή τις συμφωνίες με τις οποίες τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην κατασκευάζουν ορισμένα προϊόντα, ώστε να εξειδικεύονται στην κατασκευή άλλων προϊόντων [Κανονισμός 1218/2010].
3. Oι καταναλωτές ωφελούνται κατά κανόνα από την αύξηση της σπουδαιότητας και της αποτελεσματικότητας της έρευνας και ανάπτυξης, μέσω της εισαγωγής στην αγορά νέων ή βελτιωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών και μέσω της μείωσης των τιμών συνεπεία νέων ή βελτιωμένων διαδικασιών. Γι' αυτό, υπό ορισμένους όρους και τον περιορισμό του μεριδίου αγοράς των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων σε 25%, παρέχεται απαλλαγή κατά κατηγορία σε συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, οι οποίες επιδιώκουν από κοινού έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή διαδικασιών ή/και από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων έρευνας και ανάπτυξης [Κανονισμός 1217/2010]. 4. Απαλλαγή παρέχεται επίσης στις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας (τη χορήγηση αδειών, εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογισμικού) που συνάπτονται μεταξύ δύο επιχειρήσεων με τις οποίες επιτρέπεται η παραγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά η σύμβαση [Κανονισμός 316/2014]. Οι συμφωνίες αυτές συνήθως βελτιώνουν την οικονομική αποδοτικότητα και προάγουν τον ανταγωνισμό δεδομένου ότι μειώνουν το ενδεχόμενο διπλής έρευνας και ανάπτυξης, αυξάνουν τα κίνητρα για τη διεξαγωγή αρχικής έρευνας και ανάπτυξης, προωθούν την προσθετική καινοτομία, διευκολύνουν τη διάδοση και δημιουργούν ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων. 5. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις κάθετες συμφωνίες για την αγορά, πώληση ή μεταπώληση καινούργιων αυτοκίνητων οχημάτων, τις κάθετες συμφωνίες για την αγορά, πώληση ή μεταπώληση ανταλλακτικών για αυτοκίνητα οχήματα και τις κάθετες συμφωνίες για την παροχή υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης αυτοκίνητων οχημάτων, εφόσον οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται μεταξύ μη ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων, μεταξύ ορισμένων ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων ή από ορισμένες ενώσεις λιανοπωλητών ή επισκευαστών [Κανονισμος 461/2010]
Εννομεσ συνεπειεσ των κανονιμων ομαδικησ απαλλαγησ Οι κανονισμοί δημιουργούν μία ζώνη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις. Για τα δικαστήρια των κρατών μελών η υπαγωγή μιας συμφωνίας σε ένα κανονισμό ομαδικής απαλλαγής αποτελεί αμάχητο τεκμήριο της εγκυρότητας της. Για την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές του ανταγωνισμού η υπαγωγή μιας συμφωνίας στο πεδίο εφαρμογής ενός κανονισμού ομαδικής απαλλαγής αποτελεί μαχητό τεκμήριο εγκυρότητας. Δεν αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 102 της Συνθήκης. Τεκμήριο εγκυρότητας όχι μόνο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου αλλα και στο πλαίσιο των περί ανταγωνισμού εθνικών διατάξεων, που επιδιώκουν αντίστοιχο με τις διατάξεις της Ένωσης σκοπό. Δέσμευση δηλαδή των εθνικών αρχών ως προς την εφαρμογή.
(Β) ΑΤΟΜΙΚΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗ Θετικές προϋποθέσεις Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας Αρνητικές προϋποθέσεις Οι οικονομικές συνέπειες των περιοριστικών συμπράξεων δεν θα πρέπει να αποβαίνουν αποκλειστικά προς όφελος των εμπλεκομένων στην σύμπραξη επιχειρήσεων Δεν πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων
(1) Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου Λαμβάνονται υπόψιν μόνο τα αντικειμενικά οικονομικά πλεονεκτήματα Θα πρέπει να συνδέονται άμεσα και αιτιωδώς με την περιοριστική σύμπραξη Έχει ευρεία απαρίθμηση που καλύπτει όλες τις αντικειμενικές βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας Οι μορφές βελτίωσης της αποτελεσματικότητας συνίστανται Στη βελτίωση από άποψη κόστους Βελτίωση από άποψη ποιότητας
(2)Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας Όσο πιο σοβαρές είναι οι αντι-ανταγωνιστικές συνέπειες τοσο πιο σημαντικά θα πρέπει να είναι τα προκύπτοντα πλεονεκτήματα. Οι περιορισμοί του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο επίτευξης των στόχων.
(3) Οι οικονομικές συνέπειες των περιοριστικών συμπράξεων δεν θα πρέπει να αποβαίνουν αποκλειστικά προς όφελος των εμπλεκομένων στην σύμπραξη επιχειρήσεων Ένα δίκαιο τμήμα από το όφελος είναι αναγκαίο να καταλήγει στους καταναλωτές, όχι όμως απαραίτητα οι καταναλωτές να εξασφαλίζουν δίκαιο τμήμα από κάθε βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Αρκεί να αποκομίζουν επαρκή συνολικά οφέλη, ώστε να αντισταθμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις της περιοριστικής συμφωνίας. Ο καθορισμός των τιμών αγαθών ή υπηρεσιών, καταρχήν, δεν τυγχάνει εξαίρεσης με βάση το άρθρο 101 παράγραφος 3.
(4) μη κατάργηση του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων Νομολογία Δικαστηρίου: Θα πρέπει πάντοτε στην αγορά να διασφαλίζεται ένα minimum ανταγωνισμού το οποίο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταργείται. Κάθε περίπτωση εξετάζεται in concreto, λαμβανόμενων υπόψη της δομής της αγοράς, του μεγέθους των επιχειρήσεων και της ύπαρξης ή μη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού. Αρκεί το γεγονός ότι είναι δυνατή αντικειμενικά η ανάπτυξη των επωφελών συνεπειών της οικονομικής ή τεχνικής προόδου. Μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν οι επωφελείς κοινωνικές συνέπειες μιας περιοριστικής σύμπραξης.
C‑439/09 Pierre Fabre Dermo-Cosmétique SAS Στις συμβάσεις διανομής των προϊόντων που φέρουν τα εμπορικά σήματα Klorane, Ducray, Galénic και Avène προβλεπόταν η ρήτρα ότι: οι πωλήσεις πρέπει να διενεργούνται αποκλειστικώς σε υλικώς υπαρκτό χώρο και υποχρεωτικώς με τη φυσική και μόνιμη παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού, από τον οποίο οι πελάτες θα μπορούσαν να ζητούν και να λαμβάνουν συμβουλές που στηρίζονταν στην επί τόπου παρατήρηση του δέρματος, των μαλλιών και των νυχιών τους. de facto αποκλεισμό όλων των μορφών πωλήσεων μέσω του διαδικτύου Η Αρχή εξέλαβε τη ρήτρα ως εκ του αντικειμένου αντιανταγωνιστικό περιορισμό διότι : απέκλειε ένα μέσο εμπορίας των προϊόντων και ως εκ τούτου ισοδυναμούσε με περιορισμό της εμπορικής ελευθερίας των διανομέων περιόριζε την επιλογή των καταναλωτών που επιθυμούσαν να προβούν σε αγορά μέσω του διαδικτύου εμπόδιζε τις πωλήσεις στους τελικούς αγοραστές οι οποίοι δεν βρίσκονταν στη συγκεκριμένη «φυσική» γεωγραφική ζώνη του εξουσιοδοτημένου διανομέα.
2) Καν. 2790/1999: Ομαδική Απαλλαγή; Όχι, διότι: απαγόρευση διαδικτυακών πωλήσεων στα μέλη ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής = απαγόρευση των ενεργητικών και παθητικών πωλήσεων κατά άρ. 4 στ. γ΄ Κανονισμού Επιπλέον δεν εμπίπτει ούτε στην εξαίρεση του άρ. 4 στ. γ΄, διότι ο ιστότοπος: είναι εναλλακτικό μέσο πωλήσεως, όπως η απευθείας πώληση στο κατάστημα ή η πώληση δι’ αλληλογραφίας, από τους διανομείς ενός δικτύου που διαθέτει υλικώς υπαρκτά σημεία πωλήσεως δεν είναι όμως τόπος εμπορίας ή «μη εγκεκριμένο σημείο εγκατάστασης»
3) Άρθρο 81 παρ. 3 ΕΚ: Ατομική Απαλλαγή; Όχι, διότι η Pierre Fabre δεν απέδειξε ότι τυγχάνει της ατομικής απαλλαγής του άρ. 81 παρ. 3 ΕΚ & του άρ. L. 420-4 παρ. 1 Εμπορικού κώδικα (1.Τα οικεία προϊόντα δεν ήταν φάρμακα, οπότε το επιχείρημα της επιχείρησης ότι ήταν αναγκαία η φυσική παρουσία φαρμακοποιού για την βέλτιστη εξυπηρέτηση του καταναλωτή έπεσε στο κενό, 2. η παρασκευή -όχι η διανομή- των φαρμάκων είναι αυτή που διέπεται από ειδική νομοθετική ρύθμιση, 3. η διάγνωση είναι αρμοδιότητα μόνο των γιατρών, όχι των φαρμακοποιών, 4. δεν αποδεικνύεται πώς η οπτική επαφή του φαρμακοποιού με τους χρήστες διασφαλίζει την «εποπτεία των καλλυντικών προϊόντων», αρνητικά αποτελέσματα εμφανίζονται μετά τη χρήση, όχι κατά τον χρόνο αγοράς τους, 5. παραπομπή σε νομολογία Deutscher Apothekerverband C‑322/01 (απόλυτη απαγορεύση πωλήσεως δι' αλληλογραφίας φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή εντός του οικείου κράτους μέλου), 6. Τέλος, η Αρχή έδειξε να μην συμμερίζεται την άποψη της επιχείρησης ότι ούτως ή άλλως η διανομή μέσω του διαδικτύου δεν συνεπάγεται μείωση τιμών. Αντιθέτως, «Το κέρδος για τον καταναλωτή δεν έγκειται μόνο στη μείωση της τιμής του προϊόντος, αλλά και στη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχουν οι διανομείς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η δυνατότητα παραγγελίας των προϊόντων εξ αποστάσεως, χωρίς χρονικό περιορισμό, με εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν τα προϊόντα και τη δυνατότητα συγκρίσεως τιμών»
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ (LENIENCY) Η Επιτροπή θεωρεί ότι το κοινοτικό συμφέρον επιβάλλει την ανταμοιβή των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σ' αυτή τη μορφή παράνομων πρακτικών και οι οποίες είναι πρόθυμες να θέσουν τέλος στη συμμετοχή τους και να συνεργασθούν στην έρευνα της Επιτροπής, ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που εμπλέκονται στο καρτέλ. Τα συμφέροντα των καταναλωτών και των πολιτών για ανίχνευση και τιμωρία των μυστικών συμπράξεων υπερτερούν έναντι του συμφέροντος της επιβολής προστίμων στις επιχειρήσεις εκείνες που επιτρέπουν στην Επιτροπή να εντοπίσει για να απαγορεύσει τις εν λόγω πρακτικές. Η συνεργασία μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων μπορεί να δικαιολογεί είτε απαλλαγή από το πρόστιμο είτε μείωση του προστίμου από την Επιτροπή. Κάθε μείωση του ύψους του προστίμου πρέπει να είναι ανάλογη με την πραγματική συμβολή της επιχείρησης, όσον αφορά την ποιότητα και τον χρόνο της παρέμβασής της, στη διαπίστωση της παράβασης από την Επιτροπή. Ωστόσο, η επιχείρηση που προέβη σε ενέργειες για να εξαναγκάσει άλλες επιχειρήσεις να συμμετέχουν στη σύμπραξη ή να παραμείνουν σ' αυτήν δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής από τα πρόστιμα. Μπορεί πάντως να ζητήσει μείωση του προστίμου, εάν ανταποκρίνεται στα σχετικά κριτήρια και πληροί όλες τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
Προϋποθέσεις για απαλλαγή από την επιβολή προστίμων Η Επιτροπή θα χορηγεί απαλλαγή από την επιβολή προστίμου που σε άλλη περίπτωση θα επιβαλλόταν σε μια επιχείρηση η οποία αποκαλύπτει τη συμμετοχή της σε πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ) που δρα στην Κοινότητα, εάν η εν λόγω επιχείρηση υποβάλει πρώτη πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, θα της επιτρέψουν: α) να πραγματοποιήσει στοχευμένο έλεγχο σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη β) να διαπιστώσει παράβαση σε σχέση με την πιθανολογούμενη σύμπραξη.
Πρόσθετες σωρευτικές προϋποθέσεις Η επιχείρηση πρέπει να παράσχει στην Επιτροπή τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση. Άλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη που έχει στην κατοχή του ή στη διάθεσή του η αιτούσα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ιδίως δε όποιο αποδεικτικό στοιχείο κατά το ίδιο χρονικό πλαίσιο με την παράβαση. Συνεργάζεται ειλικρινά, πλήρως, σε διαρκή βάση και με ταχύτητα από τη στιγμή που υποβάλλει την αίτηση και καθ' όλη τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών της Επιτροπής Να παύσει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση αμέσως μετά την υποβολή της αίτησής της, εκτός από όσο, κατά την άποψη της Επιτροπής, θα ήταν εύλογα αναγκαίο για να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των ελέγχων. Εφόσον σκέπτεται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή, δεν πρέπει να έχει καταστρέψει, πλαστογραφήσει ή αποκρύψει αποδεικτικά στοιχεία της πιθανολογούμενης σύμπραξης ούτε να αποκαλύψει ότι προτίθεται να υποβάλει αίτηση ή το περιεχόμενό της, παρά μόνο σε άλλες αρχές ανταγωνισμού.
ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ Οι επιχειρήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη συμμετοχή τους σε πιθανολογούμενη σύμπραξη που θίγει την Κοινότητα και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που περιέχονται στις προϋποθέσεις για την απαλλαγή του προστίμου, μπορεί να είναι επιλέξιμες για μείωση του προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά Σωρευτικές προϋποθέσεις για τη μείωση του ύψους του προστίμου: Συνεργάζεται ειλικρινά, πλήρως, σε διαρκή βάση και με ταχύτητα από τη στιγμή που υποβάλλει την αίτηση και καθ' όλη τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών της Επιτροπής. Παύει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση αμέσως μετά την υποβολή της αίτησής της, εκτός από όσο, κατά την άποψη της Επιτροπής, θα ήταν εύλογα αναγκαίο για να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των ελέγχων. Εφόσον σκέπτεται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή, δεν πρέπει να έχει καταστρέψει, πλαστογραφήσει ή αποκρύψει αποδεικτικά στοιχεία της πιθανολογούμενης σύμπραξης ούτε να αποκαλύψει ότι προτίθεται να υποβάλει αίτηση ή το περιεχόμενό της, παρά μόνο σε άλλες αρχές ανταγωνισμού.
PFLEIDERER C-360/09 Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί συμπράξεων, και ειδικότερα ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι: δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του ζημιωθέντος από παράβαση του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού ο οποίος διεκδικεί αποζημίωση να έχει πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν διαδικασία επιείκειας σχετική με τον υπαίτιο της εν λόγω παραβάσεως. Εντούτοις, εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών να καθορίσουν, βάσει του εθνικού τους δικαίου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτραπεί ή όχι μια τέτοια πρόσβαση, σταθμίζοντας τα συμφέροντα που προστατεύει το δίκαιο της Ένωσης. Σκέψη 23: Συνεπώς, ακόμα και αν οι κατευθύνσεις που διατύπωσε η Επιτροπή μπορεί να ασκούν επιρροή στην πρακτική των εθνικών αρχών ανταγωνισμού εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν και να εφαρμόζουν τους εθνικούς κανόνες σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως των ζημιωθέντων από σύμπραξη στα έγγραφα που αφορούν διαδικασίες επιείκειας, ελλείψει δεσμευτικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτό.
Dhl express c-428/14 Όσον αφορά, ειδικότερα, το καθεστώς επιείκειας από το οποίο επωφελούνται, εντός της Ένωσης, οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή ή με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού προκειμένου να αποκαλυφθούν οι παράνομες συμπράξεις, διαπιστώνεται ότι ούτε οι διατάξεις της ΣΛΕΕ ούτε ο κανονισμός 1/2003 προβλέπουν κοινούς κανόνες επιείκειας (απόφαση Pfleiderer, C 360/09, σκέψη 20). Επομένως, δεδομένου ότι στο επίπεδο της Ένωσης δεν υπάρχει κεντρικό σύστημα παραλαβής και αξιολόγησης αιτήσεων επιείκειας σχετικών με παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η διαδικασία διεκπεραίωσης τέτοιων αιτήσεων υποβαλλόμενων ενώπιον εθνικής αρχής ανταγωνισμού καθορίζεται από την τελευταία, κατ’ εφαρμογή του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο αυτή υπάγεται. (Σκέψη 36) (Σκέψη 37) Συναφώς, προστίθεται ότι η ανακοίνωση για την επιείκεια αφορά μόνον τα προγράμματα επιείκειας που εφαρμόζονται από την ίδια την Επιτροπή (απόφαση Pfleiderer, C 360/09, σκέψη 21). (Σκέψη 38) Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας του ΕΔΑ δεν έχει δεσμευτική ισχύ έναντι των δικαστηρίων των κρατών μελών (απόφαση Pfleiderer, C 360/09, σκέψη 22).
συμπερασματα το πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού, δεν έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι των εθνικών αρχών ανταγωνισμού. δεν υπάρχει κανένας νομικός δεσμός που να υποχρεώνει την εν λόγω εθνική αρχή να αξιολογήσει τη συνοπτική αίτηση υπό το πρίσμα της αιτήσεως απαλλαγής. Το ζήτημα αν η συνοπτική αίτηση αποδίδει πιστά ή όχι το περιεχόμενο της αιτήσεως απαλλαγής που έχει υποβληθεί στην Επιτροπή δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 1/2003, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να δέχονται συνοπτική αίτηση απαλλαγής υποβαλλόμενη από επιχείρηση που έχει ήδη υποβάλει στην Επιτροπή όχι αίτηση πλήρους απαλλαγής αλλά αίτηση μειώσεως προστίμων.
Donau c-536/11 Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και πιο συγκεκριμένα στην αρχή της αποτελεσματικότητας, διάταξη του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι, για να επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα του φακέλου μιας εθνικής διαδικασίας σχετικής με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, περιλαμβανομένων των εγγράφων που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο προγράμματος επιείκειας, σε τρίτους οι οποίοι δεν ήσαν διάδικοι της εν λόγω διαδικασίας και προτίθενται να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως κατά των μετεχόντων σε μια σύμπραξη, πρέπει να συναινέσουν οπωσδήποτε όλοι οι διάδικοι της ως άνω διαδικασίας, χωρίς να αναγνωρίζεται στον εθνικό δικαστή οποιαδήποτε δυνατότητα να σταθμίσει τα συμφέροντα που διακυβεύονται.
Ευχαριστουμε για την προσοχη σασ