Κεφάλαιο 3 Ψυχολογία και τουρισμός
Στόχοι του 3ου Κεφαλαίου Να εξετάσει πώς η ψυχολογική θεωρία μπορεί να εφαρμοστεί στον τουρισμό. Να συζητήσει κριτικά την τουριστική υποκίνηση. Να εκτιμήσει την προσωπικότητα ως στοιχείο πρόβλεψης της τουριστικής συμπεριφοράς. Να περιγράψει πώς ο τουρίστας μπορεί να βιώσει το περιβάλλον.
Εισαγωγή Ψυχολογία: «μελέτη του νου και της ψυχής». Μας βοηθά να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο τον τουρισμό ως μια μορφή ατομικής συμπεριφοράς. Κοινωνική επιστήμη που επικεντρώνει την ερευνά της στη συμπεριφορά και τις διανοητικές διεργασίες, προσπαθώντας να δώσει μια ερμηνεία και κατανόηση της ανθρώπινης (και ζωικής) συμπεριφοράς. Η αρχική προέλευση της σύγχρονης ψυχολογίας μπορεί να εντοπιστεί στο έργο του φιλοσόφου και φυσικού Gustav Fletcher (1801-1887), που διερεύνησε το πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι επιστημονικές μέθοδοι στην κατανόηση των διανοητικών διαδικασιών.
Υποκίνηση Χωρίς την επιθυμία και υποκίνηση για ταξίδια δεν θα υπήρχε τουριστικό σύστημα ή τουριστική βιομηχανία. Δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή θεωρία που να εξηγεί την υποκίνηση. Οι πρώιμες προσπάθειες για κατανόηση της υποκίνησης από ψυχολόγους βασίστηκαν στη θεωρία των ενστίκτων. Η θεωρία των ενστίκτων αμφισβητεί τις υποθέσεις των πρώιμων φιλοσόφων ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ον, ικανό να επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές εναλλακτικές δυνατότητες δράσης. Μέχρι το 1924 είχαν αναγνωριστεί πάνω από 800 ξεχωριστά ένστικτα.
Υποκίνηση Ο Σίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939) πίστευε ότι όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά καθοδηγούταν από δυο βασικές ορμές: την ορμή του θανάτου (Thanatos or death instinct) την ορμή του έρωτα (Eros or life instinct). Άλλη θεωρία για την ερμηνεία της συμπε-ριφοράς είναι η «θεωρία της μείωσης της έντασης των ορμών» (drive-reduction theory): δημοφιλής κατά τη δεκαετία του 1920. κάθε ψυχολογική έλλειψη ισορροπίας κινητοποιεί τη συμπεριφορά προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία.
Υποκίνηση Δεκ. του 1950, οι ψυχολόγοι άρχισαν να αμφισβητούν ότι η έννοια των αμιγώς έμφυτων παρορμήσεων μπορεί να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά Δόθηκε η δέουσα προσοχή στην επίδραση των εξωτερικών ερεθισμάτων στα άτομα. Επικράτησε η ψυχολογία της συμπεριφοράς, που δίνει έμφαση στο ότι η συμπεριφορά διαμορφώνεται ως ανταπόκριση στο κοινωνικό περιβάλλον. Π.χ. μπορεί να συνηθίσουμε να αναμένουμε ευχαρίστηση κατά την εκτέλεση κάποιας πρά-ξης, όπως συμμετέχοντας στον τουρισμό.
Υποκίνηση Ο Iso-Ahola (1982) πιστεύει ότι τα κίνητρα είναι γνωστικές απεικονίσεις μελλοντικών καταστάσεων και, ως εκ τούτου, έχουμε επίγνωση των λόγων για τη συμπεριφορά μας. Αυτή η άποψη είναι παρόμοια με την έννοια της προσδοκίας-ελκυστικότητας (expectancy-valence) της θεωρίας της υποκίνησης. Οι άνθρωποι ίσως συμμετέχουν στον τουρισμό με την προσδοκία ότι θα έχει ως αποτέλεσμα κάποιου είδους ανταμοιβή ή ανταμοιβές. Κατά τη γνώμη πολλών ψυχολόγων, τα άτομα αναζητούν ένα βέλτιστο «επίπεδο διέγερσης». Π.χ. πολύ λίγη διέγερση ή βαρεμάρα μπορούν να μας παρακινήσουν να αναζητήσουμε διεγερτικές καταστάσεις ή και αντιστρόφως.
Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Μια σημαντική εμπειρική μελέτη που διερεύνησε την υποκίνηση στον τουρισμό είναι η μελέτη του Dann (1977) (βλ. κεφ.2), που έδινε έμφαση στην ανομία και την τόνωση του εγώ. Ο Crompton (1979): συμφωνεί με την επίδραση των «ωθητικών» και «ελκτικών» παραγόντων στην υποκίνηση για ταξίδια. Ορίζει τους ωθητικούς παράγοντες ως κοινωνικο-ψυχολογικά κίνητρα. Βασιζόμενος σε 39 σε βάθος μη δομημένες συνε-ντεύξεις προσδιορίζει επτά κοινωνικό-ψυχολογικές μεταβλητές ως σημαντικές στην υποκίνηση των ανθρώπων για ταξίδια.
Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Η ψυχολογική θεωρία που προτιμήθηκε από τον Iso-Ahola για να εξηγήσει την υποκίνηση του ελεύθερου χρόνου είναι η «βέλτιστη διέγερση» (optimal arousal). Βάση της είναι ότι επιδιώκουμε ένα επίπεδο αλληλε-πίδρασης με το περιβάλλον μας, που διατηρεί τη ψυχολογική μας ισορροπία. Εφαρμογή στον τουρισμό: ανάγκη να βρεθούμε σε ένα περιβάλλον που θεωρούμε ότι μας παρέχει τα είδη δραστηριοτήτων που μας δίνουν το κατάλληλο επίπεδο βέλτιστης διέγερσης. Κύρια συστατικά στοιχεία της ενδογενούς υποκίνησης, για να μεταβούμε σε ένα βέλτιστο επίπεδο διέγερσης: οι ανάγκες για αποτελεσματικότητα και αυτοδιάθεση, εναλλακτικά αποκαλούμενες ως «αντιληπτή ελευθερία» (perceived freedom).
Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Η ψυχολογική θεωρία της επιζήτησης της βέλτιστης διέγερσης έχει ομοιότητες με την έννοια της «ροής» που περιγράφηκε από τον Csikszentmihalyi (1975) «Ροή» (flow): υποκειμενική εμπειρία που επιτυγχάνεται όταν οι προκλήσεις μιας κατάστασης ισοδυναμούν με τις δεξιότητες ενός προσώπου. Όταν κάποιος είναι σε κατάσταση «ροής» δεν υπάρχει χώρος στη συνείδηση για ενοχλητικές σκέψεις και εξαφανίζεται η ατολμία (αμηχανία). Δύο κύρια «κανάλια ροής», εκατέρωθεν των οποίων βρίσκονται το άγχος (όπου οι προκλήσεις θεωρούνται ότι είναι περισσότερες από τις δεξιότητες) και η ανία (όπου οι δεξιότητες είναι μεγαλύτερες από τις προκλήσεις).
Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Η εφαρμογή των θεωριών υποκίνησης στις τουριστικές μελέτες Για ορισμένους τύπους τουρισμού, όπως οι διακοπές περιπέτειας, οι έννοιες της «βέλτιστης διέγερσης» και της «ροής» μπορεί να είναι βασικές για την κατανόηση της υποκίνησης για ταξίδια. Ενδογενής και εξωγενής υποκίνηση: επηρεάζουν τη στοχοθέτηση και την καθιέρωση κριτηρίων με βάση τα οποία θα κριθεί το επίπεδο ικανοποίησης που παρέχει η εμπειρία. Όταν μια δραστηριότητα πραγματοποιείται με σκοπό κάποια επιβράβευση που είναι εξωγενής σε σχέση με αυτή τη δραστηριότητα, θεωρείται ότι αυτή είναι εξωγενώς υποκινούμενη. Όταν δεν διαφαίνεται εξωτερική επιβράβευση, τότε λέγεται ότι η συμπεριφορά κάποιου υποκινείται ενδογενώς.
Η «ταξιδιωτική καριέρα» Ο Pearce υποστηρίζει ότι όπως και στην επαγγελματική καριέρα, με ανάλογο τρόπο η ταξιδιωτική καριέρα αποφασίζεται ενσυνείδητα και σκόπιμα. H ταξιδιωτική μας καριέρα είναι πιθανότερο να κλίνει προς την ενδογενή παρά την εξωγενή υποκίνηση. Βάση της «ταξιδιωτικής καριέρας»: οι υποκινήσεις για συμμετοχή στον τουρισμό είναι δυναμικές και μεταβάλλονται με την ηλικία, τα στάδια του κύκλου ζωής, τις προηγούμενες εμπειρίες στον τουρισμό και την επίδραση των άλλων ανθρώπων.
Προσωπικότητα Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το τι συνιστά μια προσωπικότητα. Ο Decrop (1999:125) την ορίζει ως: «αντανάκλαση των διαρκών και μοναδικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου που το αναγκάζουν να ανταποκρίνεται με εξακολουθητικούς τρόπους σε επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος». Σε όρους εφαρμογής της θεωρίας της προσωπικότητας, ως εργαλείου πρόβλεψης της ταξιδιωτικής συμπεριφοράς, ήταν αξιοσημείωτη η προσφορά του Plog (1973, 1994). Η εργασία του βασίζεται στην έννοια των ψυχογραφημάτων, που έχει ως βάση την ψυχανάλυση.
Προσωπικότητα Η ψυχογραφική έρευνα επιτρέπει στον ερευνητή «να μπει μέσα στο πετσί του ταξιδιώτη». Ζητούμενο να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν ιδιαίτερους τόπους για να επισκεφτούν και για ποιους λόγους επιδιώκουν ειδικές δραστηριότητες σε αυτούς. Ο Plog ισχυρίζεται ότι κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η κοινωνική τάξη, η ηλικία και το φύλο χρησιμεύουν όλο και λιγότερο στην πρόβλεψη της συμπεριφοράς και του ελεύθερου χρόνου και του τουρισμού στις μεταμοντέρνες κοινωνίες.
Στάσεις και περιβαλλοντική ψυχολογία Oι στάσεις (attitudes) που κρατούν οι τουρίστες σε σχέση με το περιβάλλον ενός προορισμού είναι πιθανόν να επηρεάζουν τις δραστηριότητες που θα αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν στον προορισμό. Oι στάσεις έχουν τρία συστατικά μέρη: το γνωσιακό (cognitive), το συγκινησιακό (affective) και το συμπεριφορικό (behavioural) (Malim και Birch 1993). «Η τουριστική αντίληψη μπορεί να οριστεί ως η διαδικασία ερμηνείας της τουριστικής πληροφορίας από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό, πνευματικό κόσμο που ο καθένας μας βιώνει». (Decrop 1999: 103).
Στάσεις και περιβαλλοντική ψυχολογία Οι στάσεις είναι σχετικά σταθερά σύνολα αξιολογήσεων: τα μεταφέρουμε μαζί μας, επηρεάζουν το πώς ερμηνεύουμε ανθρώπους και πράγματα, μας κάνουν πιο προβλέψιμους στις αντιδράσεις μας, μπορούν να αμφισβητηθούν ή να μεταβληθούν. Μιλώντας σε όρους μάρκετινγκ των προορισμών, είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε πληροφορίες σχετικές με τον προορισμό κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να υπερκεραστούν μη ευνοϊκές αντιλήψεις ή πεποιθήσεις για τα εκάστοτε μέρη.
Η εμπειρία του επισκέπτη Η γνωσιακή χαρτογράφηση (cognitive mapping) αναφέρεται στην κατανόηση του πώς μαθαίνουμε για την πληροφόρηση σε σχέση με το χώρο και πώς μαθαίνουμε να κινούμαστε μέσα στο περιβάλλον μας (Moscardo, 1999). Η έρευνα σχετικά με τους γνωσιακούς χάρτες που έχουν οι τουρίστες για τις περιοχές που έχουν επισκεφτεί, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του πώς τα άτομα αφομοιώνουν κάτι το νέο και το μη οικείο. Η θεωρία του «σημείου αγκίστρωσης ή αγκύρωσης» (anchor point theory), Moscardo (1999): τα παιδιά και οι νεοαφικνούμενοι σε μια περιοχή αποκτούν γνώση γι' αυτή με τον προσδιορισμό και την απομνημόνευση ξεχωριστών χαρακτηριστικών ή ορόσημων.
Η εμπειρία του επισκέπτη Παράλληλα με τη βοήθεια προσανατολισμού σε νέους τόπους, η εμπειρία των επισκεπτών μπορεί να αναβαθμιστεί μέσα από την ερμηνεία του σκηνικού περιβάλλοντος. Σε μια κατάσταση προσοχής είμαστε ανοικτοί να μάθουμε για το περιβάλλον. Οι συνθήκες που ενθαρρύνουν το ενδιαφέρον περιλαμβάνουν: νέα και διαφορετικά σκηνικά, ποικίλες και μεταβαλλόμενες καταστάσεις, έλεγχο και επιλογή, προσωπική σχέση. Παράλληλα με τη διέγερση του ενδιαφέροντος των επισκεπτών και τη βελτίωση της εμπειρίας τους, η περιβαλλοντική ερμηνεία και επικοινωνία μπορεί, επίσης, να είναι αποτελεσματική με τη μεταβολή κάθε μορφής αρνητικής τουριστικής συμπερι-φοράς έναντι του περιβάλλοντος.