το ολοκαύτωμα του Διστόμου
10 Ιουνίου 1944 ο γερμανός λοχαγός Fritz Laufenbach, παίρνει διαταγή να μετακινήσει το λόχο του από την Λειβαδιά στο Δίστομο, με σκοπό τον εντοπισμό των ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα .
Σαν δόλωμα οι Γερμανοί έχουν δύο επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άντρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονται της κύριας αυτοκινητοπομπής με προορισμό το Στείρι και σκοπό τον εκφοβισμό και τις εκτελέσεις του πληθυσμού.
Η μάχη διαρκεί περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση .
Μετά την μάχη στο Στείρι οι Γερμανοί μπαίνουν στο Δίστομο, με σκοπό να τιμωρήσουν τους κατοίκους, για τη βοήθεια που είχαν δώσει στους αντάρτες της περιοχής . Η μανία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν εξαιρούν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους.
Αποκεφαλίζουν τον ιερέα του χωριού, εκτελούν βρέφη και βιάζουν γυναίκες πριν τις θανατώσουν. Η σφαγή σταματά μόνο όταν νυχτώνει και αναγκάζονται να επιστρέψουν στη Λειβαδιά, αφού πρώτα καίνε τα σπίτια του χωριού . Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228, 111 άντρες, 117 γυναίκες και 53 παιδιά κάτω των 16 ετών .
Οι εκτελέσεις όμως συνεχίζονται κατά την επιστροφή των Γερμανών στη Λειβαδιά, καθώς σκοτώνουν όποιον άμαχο βρίσκουν στο δρόμο τους. Σε κάθε δέντρο, για εκατοντάδες μέτρα κατά μήκος του δρόμου, κρέμονται ανθρώπινα σώματα σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια ακόμα ζωντανά.
Το έγκλημα του Διστόμου γίνεται γνωστό μέσω του βρετανικού δικτύου BBC σε όλον τον κόσμο προκαλώντας αγανάκτηση για την συμπεριφορά των Γερμανών. Οι Ναζί δεν αρνούνται το έγκλημα. Αντίθετα, επιρρίπτουν ευθύνες στα ίδια τα θύματα, γιατί οι κάτοικοι του Διστόμου δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές . Με την απελευθέρωση της Ελλάδας ανακαλύπτεται ο υπεύθυνος αυτού του εγκλήματος . Είναι ο Χανς Ζάμπελ, ο οποίος ομολογεί, αλλά ισχυρίζεται πως εκτελούσε εντολές που δεν μπορούσε να παρακάμψει.
Και για να μην ξεχάσουμε ποτέ! Επίγραμμα Εδώ ’ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις – εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου. Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα. Γιάννης Ρίτσος