‘Βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις περιφερειακής ανάπτυξης/μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων και οι εφαρμογές τους σε περιόδους κρίσης-Παραδείγματα από το νησιωτικό Χώρο’ Κωνσταντίνος Ρόντος, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου: ΗΜΕΡΙΔΑ «Προοπτικές Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Οι ιδιαιτερότητες του νησιωτικού χώρου»
Η έννοια της Περιφερειακής ανάπτυξης Μελετά τη χωρική διάσταση της ανάπτυξης, δηλαδή ερευνά την οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και λοιπή ανθρώπινη συμπεριφορά στο χώρο Επομένως η σχετική επιστήμη (περιφερειακή επιστήμη) έχει ως στόχο τη μελέτη της κατανομής των εισοδημάτων, παραγωγικών συντελεστών και των μισθών στο χώρο, μετρά τις περιφερειακές ανισότητες, διαμορφώνει ομοιογενείς περιφέρειες, διερευνά τα κριτήρια, τους κανόνες και τις διαδικασίες χωροθέτησης δραστηριοτήτων και προτείνει μέτρα άμβλυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων Για το λόγο αυτό η περιφερειακή/τοπική ανάλυση στοχεύει στη σύγκριση των περιφερειών μεταξύ τους ή μιας περιφέρειας με ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο (π.χ Χώρα), δηλαδή ενδιαφέρεται για τη σύγκριση των δύο μεγεθών και την εξέλιξής τους περισσότερο παρά για αυτή καθεαυτή την εξέλιξη της περιφέρειας.
Για το λόγο αυτό η περιφερειακή/τοπική ανάλυση στοχεύει στη σύγκριση των περιφερειών μεταξύ τους ή μιας περιφέρειας με ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο (π.χ Χώρα), δηλαδή ενδιαφέρεται για τη σύγκριση των δύο μεγεθών και την εξέλιξή τους περισσότερο παρά για αυτή καθεαυτή την εξέλιξη της περιφέρειας. Με την έννοια αυτή η περιφερειακή ανάπτυξη ενδιαφέρεται για την διανομή του εισοδήματος και την (ισο)κατανομή των πόρων και του πλούτου μεταξύ των περιφερειών σε αντίθεση με την συνολική (εθνική ανάπτυξη) που ενδιαφέρεται για την συνολική αύξηση αυτών και επομένως βρίσκεται στην καρδιά του κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος
Η διαφοροποίηση αυτή φέρνει πολλές φορές σε σύγκρουση τους στόχους της εθνικής πολιτικής (αύξηση) με αυτούς της περιφερειακής/τοπικής πολιτικής (διανομή). Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε καθώς η περιφερειακή ανάλυση και πολιτική (γενικότερα η διάσταση του χώρου) παραμελήθηκε από την έρευνα και τη λήψη αποφάσεων μέχρι πρόσφατα και το βάρος δόθηκε στην εθνική ανάπτυξη και στη διαχρονική εξέλιξη (διάσταση του χρόνου). Σ’ αυτό συνέβαλλαν οι κυρίαρχες οικονομικές θεωρήσεις, όπως: Η Νεοκλασική θεωρία (Isaac, 1947) με εξαίρεση τη Γερμανική Οικονομικής σκέψη (Thunen, 1826, Weber 1909) που όμως έμεινε αναξιοποίητη Μεταγενέστερα κεϋνσιακά υποδείγματα Μοντέλα κρατικού παρεμβατισμού και ιδιαίτερα η θεωρία των πόλων ανάπτυξης (Perroux, 1955, Boudeville, 1972). Τεχνοπόλεις και Επιστημονικά πάρκα, πόλοι που ασκούν διαπεριφερεικές επιδράσεις, άξονες ανάπτυξης, Μητροπολιτικές περιφέρειες. Η μαρξιστική άποψη
Στη πράξη ούτε η ισορροπία των κλασσικών (αριστοποίηση της κατανομής του πληθυσμού και της δραστηριότητας στο χώρο) επιτεύχθηκε ούτε η διάχυση της ανάπτυξης στην πολική διαδικασία επήλθε ποτέ. Αντίθετα, διαμορφώθηκαν τεράστιες ανισορροπίες στην κατανομή του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων που δημιούργησαν προβλήματα κορεσμού στις περιφέρειες υποδοχής (ανεπτυγμένες) και αποψίλωσης στις περιφέρειες προέλευσης. Η πραγματικότητα έδειξε ότι η συσσώρευση πληθυσμού και δραστηριοτήτων σε μια περιοχή οδηγεί δευτερογενώς: Σε αυξημένη ζήτηση στις αναπτυγμένες περιοχές → οδηγεί στην εγκατάσταση νέων (υποστηρικτικών ) δραστηριοτήτων (υπηρεσιών, κλπ) σε αυτές→ επιτείνει τη συσσώρευση και την άνιση κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων → Διαφοροποιείται ο βαθμός απασχόλησης των πόρων κατά περιφέρειες → Διαφοροποιούνται τα περιφερειακά εισοδήματα → επιτείνεται η περιφερειακή ανισότητα.
Επιπλέον οι ευνοηθείσες περιοχές αν και αναπτυγμένες οικονομικά σημειώνουν σημαντικά προβλήματα κορεσμού, υπερπληθυσμού και δυσλειτουργίες λόγω υπερσυσώρευσης δραστηριοτήτων (αρνητικές εξωτερικές οικονομίες) Η αποτυχία των θεωρητικών προσεγγίσεων συνέβαλλε στη συστηματικότερη επιστημονική μελέτη του χώρου και στην απόκτηση «περιφερειακής συνείδησης» στους ηγετικούς παράγοντες και στους πολίτες και ενδυναμώθηκε έτσι η υπεράσπιση των «τοπικών και περιφερειακών συμφερόντων»
Παράλληλα στην εμπέδωση της ανάγκης για άσκηση περιφερειακής πολιτικής συνέβαλλε η Ε.Ε καθιερώνοντας την Ευρώπη των Περιφερειών, συγκροτώντας και ενισχύοντας τις περιφέρειες μέσω του ΕΤΠΑ. Για την τεκμηρίωση και υποστήριξη της περιφερειακής πολιτικής συγκροτεί σύστημα περιφερειακής πληροφόρησης ( Βάση δεδομένων REGION, κλπ) και προσδιορίζει ομοιογενείς περιφέρειες καθιερώνοντας (πέραν του γεωγραφικού) τον οικονομικό, κοινωνικό κλπ χώρο. Στην Ελλάδα μια σοβαρή προσπάθεια περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας επιχειρείται στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 με την εισαγωγή κατάλληλων αναπτυξιακών νόμων, η οποία όμως εγκαταλείπεται για δημοσιονομικούς λόγους από τα μέσα της ίδιας δεκαετίας.
Παράλληλα, στα πλαίσια εναλλακτικών προσεγγίσεων περιφερειακής τοπικής ανάπτυξης αναδεικνύεται το μοντέλο της εκ των κάτω προς τα πάνω ανάπτυξης (Bottom-up Development) ή ενδογενούς ή ολοκληρωμένης ή εντόπιας ανάπτυξης σε αντίθεση με την εκ των άνω ανάπτυξη που είχε καθιερωθεί μέχρι τότε. Επίσης, η έννοια της αειφορίας κερδίζει συνεχώς έδαφος ενσωματώνοντας στην ανάπτυξη και τον περιβαλλοντικό παράγοντα.
Στην εκ των κάτω ανάπτυξη: Επιτυγχάνεται η λεγόμενη ολοκληρωμένη ανάπτυξη, δηλαδή η αξιοποίηση όλων των τοπικών πλεονεκτημάτων και η ανάπτυξη όλων των χωρικών μονάδων κάθε περιφέρειας σε αντίθεση με την ανάπτυξη ενός πόλου. Οι τοπικοί φορείς και οι κάτοικοι κάθε περιφέρειας επιλέγουν το είδος και το ρυθμό ανάπτυξης που επιθυμούν Προωθούνται ευχερέστερα οι στόχοι της περιφερειακής πολιτικής που δεν προωθούνται επαρκώς από τον κεντρικό προγραμματισμό (συγκράτηση πληθυσμού, τόνωση απασχόλησης, αξιοποίηση πόρων, άνοδος βιοτικού επιπέδου, τόνωση της ψυχολογίας των κατοίκων από τη συμμετοχή, επίτευξη της κοινωνικής συνοχής, της κοινωνικής εμπιστοσύνης και συμμετοχής δηλαδή η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου.
Ποιές όμως είναι οι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του προτύπου; Η διαμόρφωση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για το συμμετοχικό προγραμματισμό και το ρόλο των βαθμίδων της Τ.Α Η οριοθέτηση μικροπεριφερειών προγραμματισμού για την προώθηση της ενδογενούς ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο Η κατάρτιση των τοπικών στελεχών
Ποια στρατηγική και το αντίστοιχο πρότυπο είναι το επικρατέστερο; Η στρατηγική της εκ των άνω ανάπτυξης και το συνδεδεμένο με αυτή πολικό πρότυπο; Ή Η στρατηγική της εκ των κάτω ανάπτυξης και το συνδεδεμένο με αυτή πρότυπο της ενδογενούς ανάπτυξης;
Η απάντηση εξαρτάται από τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά της χώρας και τους διεθνείς προσανατολισμούς της, σε γενικές δε γραμμές μια μακροχρόνια αναπτυξιακή στρατηγική θα πρέπει να στηρίζεται σε συνδυασμό των δύο προτύπων εναλλασόμενων ανάλογα με τη φάση της οικονομικής συγκυρίας και των πολιτικών προσανατολισμών ως εξής: Σε περιόδους κρίσης (διαρθρωτικές μεταβολές, ύφεση, ανεργία, κλπ) προβάλλεται η ενδογενής ανάπτυξη, ενώ Σε περιόδους οικονομικής ανόδου με αυξημένες δυνατότητες μεγένθυσης το πολικό πρότυπο έχει πλεονεκτήματα
Ειδικότερα, η πολική ανάπτυξη σε περιόδους κρίσης : Οδηγεί σε ραγδαία μείωση της ζήτησης των προωθητικών πολικών «βιομηχανιών» (δραστηριοτήτων γενικότερα) με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης, που έχουν μεγάλη επίδραση και στην οικονομία της περιβάλλουσας περιφέρειας. Αντίθετα σε περιόδους κρίσης και ύπαρξης προβλημάτων λόγω αύξησης του ανταγωνισμού των νέων βιομηχανικών χωρών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης η ενδογενής ανάπτυξη: Περιορίζει τις συνέπειες της κρίσης λόγω της σχετικής (έστω επιλεκτικής) τοπικής επάρκειας που επιτυγχάνει, του υψηλότερου βαθμού ολοκλήρωσης του παραγωγικού ιστού της περιφέρειας, θωρακίζει την περιφέρεια από την κεντρομόλο δύναμη των πόλων και δημιουργεί ευκαιρίες για την αύξηση της εξαγωγικής βάσης της περιφέρειας που αποτελεί βασική αναπτυξιακή συνιστώσα
Αντίθετα σε περιόδους κρίσης και ύπαρξης προβλημάτων λόγω αύξησης του ανταγωνισμού των νέων βιομηχανικών χωρών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης η ενδογενής ανάπτυξη: Περιορίζει τις συνέπειες της κρίσης λόγω της σχετικής (έστω επιλεκτικής) τοπικής επάρκειας που επιτυγχάνει, του υψηλότερου βαθμού ολοκλήρωσης του παραγωγικού ιστού της περιφέρειας, θωρακίζει την περιφέρεια από την κεντρομόλο δύναμη των πόλων και δημιουργεί ευκαιρίες για την αύξηση της εξαγωγικής βάσης της περιφέρειας που αποτελεί βασική αναπτυξιακή συνιστώσα Μειώνει τις επιπτώσεις του ανταγωνισμού των νέων βιομηχανικών χωρών που προέρχεται από την διεθνοποίηση των αγορών. Τέλος, καθώς ένα από τα βασικά μέσα της εν λόγω στρατηγικής είναι η βελτίωση του συστήματος μεταφορών για την εξάλειψη της γεωγραφικής, οικονομικής και κοινωνικής απομόνωσης, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κρίσης σε ακριτικές και νησιωτικές περιφέρειες.
Για παράδειγμα η νησιωτική περιφέρεια της Κρήτης που παρουσιάζει αρκετά χαρακτηριστικά αυτάρκειας και ολοκληρωμένης ανάπτυξης (ανάδειξη των τοπικών πλεονεκτημάτων της, καλή και ισόρροπη κλαδική διάρθρωση (αγροτικός τομέας, βιομηχανία τροφίμων, τουρισμός και υπηρεσίες), ανάπτυξη υποστηρικτικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, τεχνολογία) παρουσιάζει ήπια αρνητική εξέλιξη σε σχέση με άλλες νησιωτικές και μη περιφέρειες της Ελλάδας σε όλες τις φάσεις κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης (κ.κ ΑΕΠ) δημογραφικής ευρωστίας (ευνοϊκότερη εξέλιξη του μεγέθους του πληθυσμού, μειωμένη εκροή μεταναστών, κλπ) και μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτισμική συνοχή. Φυσικά σ’ αυτό συμβάλλει το μεγάλο σχετικά μέγεθος του νησιού (σημαντικός προσδιοριστικός παράγων της νησιωτικότητας), η ύπαρξη σημαντικών αστικών κέντρων η ύπαρξη επαρκούς εσωτερικής αγοράς, το επαρκές οδικό δίκτυο, ο εκτεταμένος τομέας υψηλής τεχνολογίας και έρευνας και η ικανοποιητική ποιότητα περιβάλλοντος.
Συμπερασματικά η άσκηση πολιτικής έχει σήμερα περισσότερα εργαλεία και θεωρητικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία των περιφερειακών/τοπικών θεμάτων που πάντως παραμένουν σύνθετα μια και η μελέτη τους απαιτεί να ληφθεί υπόψη όχι μόνο ο χρόνος αλλά και ο χώρος που δεν είναι «αδρανής» όπως θεωρείτο στο παρελθόν, αλλά έχει ένα δυναμικό χαρακτήρα και επηρεάζει και επηρεάζεται από τα κοινωνικο-οικονομικά φαινόμενα.