Νεοελληνική Φιλοσοφία Θέμα: Έννοιες της ελευθερίας στον νεοελληνικό στοχασμό Επίκ. Καθηγήτρια Ελένη Λεοντσίνη, Τομέας Φιλοσοφίας, Τμήμα ΦΠΨ, Φιλοσοφική Σχολή, E-mail: eleon@uoi.gr
Η διαμάχη των αρχαίων και των νεοτέρων Benjamin Constant (1819), Cours de politique constitutionnelle, 4 τόμ., Paris Rouen, 1820, τόμ. 4ος, σ. 238-274 D. Hume (1777), ‘Of the Populousness of Ancient Nations’, στα δοκίμιά του Essays, Moral, Political and Literary, Oxford University Press, Eugene F. Miller (εκδ.), with an apparatus of variant readings from the 1889 edition by T.H. Green and T.H. Grose, Liberty Classics, Indianapolis, 2η έκδ., 1987, σσ. 377-463. M. Arouet Voltaire, ‘Les Anciens et les modernes, ou la toilette de Madame de Pompadour’, in J. van den Heuval (ed.), Mélanges, Pléiade, Paris 1961.
Νεοελληνική φιλοσοφία «Τὴν σήμερον ἡ Ἑλλὰς τρέφει, καὶ περιποιεῖται δύο ἐλαττώματα τὰ πλέον ἀνοίκεια εἰς τὴν δόξαν της. Αὐτὴ κυριεύεται κατὰ κράτος ἀπὸ τὴν Ὑπόληψιν καὶ ἀπὸ τὴν Ἀμέλειαν τῆς ἀρχαιότητος. Ἡ πρώτη τῆς ἐγέννησεν ἐκείνην τήν ἀκμαίαν Πρόληψιν, ὅτι ὅσα ἢ ἐφεύρηκαν, ἢ ἐκαλλιέργησαν οἱ Παλαιοί, ὅλα γενναῖα, ὅλα ἀκριβῆ: καὶ ἡ Δευτέρα τῆς ἐπροξένησε τὴν σπάνιν, ἢ μάλιστα τὴν ἐρημίαν τῶν περισσοτέρων παλαιῶν Συγγραμμάτων… Ἡ Πρόληψις ἔπειτα τῆς ἐφύτρωσεν ἕνα ἄσπονδον μῖσος ἐναντίον πάντων τῶν Νεωτέρων, καὶ ἡ σπάνις τὴν ἐγύμνωσεν σχεδὸν ἀπὸ ὅλας τὰς κεφαλαιωδεστέρας εἰδήσεις τῶν Παλαιῶν». (Ι. Μοισιόδαξ, «Προοίμιον», στο A. L. Muratori, Ηθική φιλοσοφία, μεταφρασθεῖσα ἐκ τοῦ ἰταλικού ἰδιώματος, παρὰ Ἰωσήπου Ἱεροδιακόνου τοῦ Μοισιόδακος, τόμος πρώτος, Ἑνετίησι, παρὰ Ἀντωνίῳ τῷ Βόρτολι, 1761, σσ. ις’-ιζ’)
Η διαμάχη αρχαίων και νεοτέρων και η έννοια της ελευθερίας Είναι δυνατόν να υποστηρίξει κανείς πως πολλές από τις θεωρητικές παραμέτρους της σκέψης νεοελλήνων λογίων, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος κ.ά., καθορίζονται από τη διαμάχη αρχαίων και νεοτέρων και, κυρίως, από τη διάκριση ανάμεσα στην ελευθερία των αρχαίων και την ελευθερία των νεοτέρων.
Η διαμάχη των αρχαίων και των νεοτέρων εκφράζει μια βαθιά πάλη ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, στην αρχαία ελληνορωμαϊκή παράδοση και τις επιδιώξεις του Διαφωτισμού, στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, η οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τον 16ο αιώνα και εξής, συνεχίζεται αδιάλειπτα, φανερά ή κεκαλυμμένα, σε όλους τους τομείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού και περνάει, κατά τον 19ο αιώνα, με τον B. Constant –ο οποίος μεταθέτει το κέντρο βάρους της διαμάχης στην έννοια της πολιτικής ελευθερίας–στο επίπεδο της πολιτικής και στον χώρο της κοινωνικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Έκτοτε, η αντιπαράθεση αυτή ανάμεσα στο νεότερο και τον αρχαίο πολιτισμό συνεχίζεται μέχρι σήμερα ως πάλη ανάμεσα στη νεωτερικότητα και την παράδοση, βρίσκοντας έκφραση σε ποικίλες συζητήσεις κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας του 20ού και του 21ου αιώνα, όπως, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα, στη διαμάχη ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τους κοινοτιστές ή τους φιλελεύθερους και τους αστικούς ρεπουμπλικάνους, δηλ. ανάμεσα σε νεοκαντιανούς δεοντολόγους και νεοαριστοτελικούς ή νεοθωμιστές.
Στην πραγματικότητα, η διαμάχη των «αρχαίων» προς τους «νεοτέρους», ήταν βεβαίως πολύ παλαιότερη. Ήδη από τα τέλη του 1660 περίπου και μετά, σε ολόκληρη την Ευρώπη , η «διαμάχη» αυτή εξέφρασε μία προσπάθεια εκ μέρους των διανοουμένων της εποχής εκείνης για επαναπροσδιορισμό, αξιολόγηση και σύγκριση των επιτευγμάτων της εποχής τους με αυτά των προγενέστερων συγγραφέων και καλλιτεχνών . Παρόλο που τα επιτεύγματα της αρχαιότητας θεωρούνταν, στην αρχή τουλάχιστον, αναμφισβήτητα και ανώτερα του «νέου» πολιτισμού με τον οποίο γινόταν η σύγκριση, η διαμάχη αυτή ουσιαστικά κατέληξε να αφορά τη σχετική αξία των επιτευγμάτων της αρχαιότητας συγκρινόμενη με την «πρόοδο» που είχε επιτευχθεί στα διάφορα πεδία της γνώσης από την εποχή της Αναγέννησης και μετά. Ενώ δηλαδή η Αναγέννηση πίστευε ότι είχε ανακαλύψει εκ νέου τα κλασικά επιτεύγματα της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της ρητορικής και των παραστατικών τεχνών και τα εκλάμβανε ως απόλυτα, μέσα από την «μάχη των αρχαίων και των νεοτέρων» του 17ου αιώνα εκφράστηκε η απόρριψη της «αρχαιολατρίας» –της «anticomania», όπως ονομαζόταν– και η εμπιστοσύνη και ο θαυμασμός προς τα επιτεύγματα του «νέου» πολιτισμού ή ακόμη και η απόρριψη του αρχαίου πολιτισμού. Αυτή η νέα τάση διαπιστώνεται μέσα από ποικίλα κείμενα, όπως, λ.χ., το ποιήμα του Charles Perrault, που το 1687 τολμούσε να δηλώσει ότι «η πεφωτισμένη αρχαιότητα, παρόλο το μεγαλείο της, ποτέ δεν διαφώτισε ισάξια με τους καιρούς μας» , απορρίπτοντας έτσι τη μίμηση των αρχαίων κλασικών προτύπων και τη χρήση της αλληγορίας και της αρχαίας μυθολογίας στην ποίηση και τη ζωγραφική .
Σχετικά με το θέμα αυτό υφίσταται μια δυτική φιλοσοφική παράδοση του Διαφωτισμού που είχε ξεκινήσει από τους Montesquieu, Hume και Voltaire και κορυφώθηκε τρόπον τινά με τη διάλεξη του Benjamin Constant στο Athénée Royal το 1819 . Πριν από τον Benjamin Constant, τόσο ο Montesquieu όσο και ο David Hume (1711-1776) και ο Βολταίρος είχαν ασκήσει κριτική στην αρχαία πόλη και σε ό,τι αυτή εκπροσωπούσε. Ο Βολταίρος, μάλιστα, παρόλο που παρατηρούσε ότι οφείλουμε «να σεβόμαστε τον Κικέρωνα και τους αρχαίους γιατί μας έμαθαν να σκεφτόμαστε», τόνιζε συγχρόνως ότι ο «νέος πολιτισμός» οφείλει να διαφοροποιηθεί από τον αρχαίο. Εμφανίζεται, επομένως, ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα η διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη πολιτισμού, του «νέου» και του «αρχαίου», των «νεοτέρων» και των «αρχαίων», διάκριση που θα εκφραστεί με ποικίλους τρόπους στη νεότερη ευρωπαϊκή διανόηση τόσο στον τομέα της ηθικής, της κοινωνικής και της πολιτικής φιλοσοφίας όσο και σε αυτόν της αισθητικής, της θεωρίας της λογοτεχνίας και της γλώσσας .
Jonathan Swift, The Battle of the Books (1704) Στη Μεγάλη Βρετανία, η διαμάχη αυτή έγινε γνωστή και ως «Μάχη των Βιβλίων», λαμβάνοντας το όνομά της από το ομώνυμο έργο του Jonathan Swift, The Battle of the Books, που δημοσιεύτηκε το 1704 στο βιβλίο του A Tale of a Tub και παρουσιάζει με παραπλανητικά σατυρικό τρόπο ένα δήθεν ηρωικό χρονικό μιας μάχης που έλαβε χώρα ανάμεσα στα βιβλία που βρίσκονταν στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του St James Palace. Η μάχη αποτελεί σατυρική αλληγορία της διανοητικής διαμάχης που λάμβανε χώρα στη Βρετανία από το 1692 ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεώτερους και απηχούσε τη γαλλική αντίστοιχη διαμάχη, που μεταφέρθηκε τριάντα χρόνια αργότερα και εκεί, ανάμεσα στον Sir William Temple, που δημοσίευσε το 1692 το δοκίμιό του An Essay upon the Ancient and Modern Learning επιχειρηματολογώντας, χωρίς μεγάλη επιτυχία, κατά των θέσεων των μοντέρνων, και τους Richard Bently (Dissertation upon the Epistle of Phalaris, 1698) και William Wotton (Reflections upon Ancient and Modern Learning, 1694), οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ των μοντέρνων και κατά των αρχαίων.
Κατ’ ανάλογον τρόπο, η διαμάχη εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, καθώς και αργότερα στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, και βρίσκει ποικίλες μορφές έκφρασης (ηθικές, κοινωνικές, πολιτικές, αισθητικές, λογοτεχνικές και γλωσσικές) από τα τέλη του 16ου μέχρι σήμερα . Χρειάζεται να επισημανθεί ότι η εν λόγω διαμάχη είχε ήδη λάβει έκφραση και στη Νεοελληνική φιλοσοφία κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα μέσα από τα κείμενα του Δημήτριου Δούκα (1480-1527) και του Μάρκου Μουσούρου (1470-1517), όπου επιχειρούνταν η σύγκριση των αρχαίων και των νεοτέρων, η οποία κατέληξε τελικώς στην διανοητική αντιπαράθεση αναφορικά με την ανωτερότητα του ενός ή του άλλου. Ήδη από τα κείμενα του Κάλλιστου και ιδιαίτερα του Βησσαρίωνος διακρίνεται ο θαυμασμός για τα νέα πεδία της ανθρώπινης γνώσης και η βαθμιαία αποδέσμευση από την παραδοσιακή οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου.
Ι. Μοισιόδαξ, «Προοίμιον», στο A. L Ι. Μοισιόδαξ, «Προοίμιον», στο A. L. Muratori, Ηθική φιλοσοφία, μεταφρασθεῖσα ἐκ τοῦ ἰταλικού ἰδιώματος, παρὰ Ἰωσήπου Ἱεροδιακόνου τοῦ Μοισιόδακος, τόμος πρώτος, Ἑνετίησι, παρὰ Ἀντωνίῳ τῷ Βόρτολι, 1761, σσ. ις’-ιζ’. Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, η γνωστή διατύπωση του Ιώσηπου Μοισιόδακα το 1761 στον πρόλογό του στην έκδοση της μετάφρασης της Ηθικής φιλοσοφίας του Muratori: «Τὴν σήμερον ἡ Ἑλλὰς τρέφει, καὶ περιποιεῖται δύο ἐλαττώματα τὰ πλέον ἀνοίκεια εἰς τὴν δόξαν της. Αὐτὴ κυριεύεται κατὰ κράτος ἀπὸ τὴν Ὑπόληψιν καὶ ἀπὸ τὴν Ἀμέλειαν τῆς ἀρχαιότητος. Ἡ πρώτη τῆς ἐγέννησεν ἐκείνην τήν ἀκμαίαν Πρόληψιν, ὅτι ὅσα ἢ ἐφεύρηκαν, ἢ ἐκαλλιέργησαν οἱ Παλαιοί, ὅλα γενναῖα, ὅλα ἀκριβῆ: καὶ ἡ Δευτέρα τῆς ἐπροξένησε τὴν σπάνιν, ἢ μάλιστα τὴν ἐρημίαν τῶν περισσοτέρων παλαιῶν Συγγραμμάτων… Ἡ Πρόληψις ἔπειτα τῆς ἐφύτρωσεν ἕνα ἄσπονδον μῖσος ἐναντίον πάντων τῶν Νεωτέρων, καὶ ἡ σπάνις τὴν ἐγύμνωσεν σχεδὸν ἀπὸ ὅλας τὰς κεφαλαιωδεστέρας εἰδήσεις τῶν Παλαιῶν».
Η διαμάχη στη Νεοελληνική φιλοσοφία κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα Η διαμάχη στη Νεοελληνική φιλοσοφία κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα Κατ’ ανάλογον τρόπο, η διαμάχη εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, καθώς και αργότερα στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, και βρίσκει ποικίλες μορφές έκφρασης (ηθικές, κοινωνικές, πολιτικές, αισθητικές, λογοτεχνικές και γλωσσικές) από τα τέλη του 16ου μέχρι σήμερα. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι η εν λόγω διαμάχη είχε ήδη λάβει έκφραση και στη Νεοελληνική φιλοσοφία κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα μέσα από τα κείμενα του Δημήτριου Δούκα (1480-1527) και του Μάρκου Μουσούρου (1470-1517), όπου επιχειρούνταν η σύγκριση των αρχαίων και των νεοτέρων, η οποία κατέληξε τελικώς στην διανοητική αντιπαράθεση αναφορικά με την ανωτερότητα του ενός ή του άλλου. Ήδη από τα κείμενα του Κάλλιστου και ιδιαίτερα του Βησσαρίωνος διακρίνεται ο θαυμασμός για τα νέα πεδία της ανθρώπινης γνώσης και η βαθμιαία αποδέσμευση από την παραδοσιακή οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, σε αντιπαράθεσή του με τον Μιχαήλ Αποστόλη (1422-1480), επισημαίνει τη σημασία των νέων ανακαλύψεων και προβάλλει την άποψη ότι «οι σύγχρονοί του έθεσαν και ανέπτυξαν με επάρκεια φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα με τρόπο που υπερκερνά την προβληματοθεσία των αρχαίων», εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό «μια θέση στην οποία αναγνωρίζουμε με ενάργεια την προδρομική διατύπωση της αντίληψης για την υπεροχή των νεοτέρων έναντι της παραδοσιακής σκέψης, την οποία συνοψίζει κατά τον δέκατο έκτο αιώνα ο Μάρκος Μουσούρος και στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνα διακηρύσσει ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος στα Φιλοθέου Πάρεργα». Κατά ανάλογο τρόπο, κατά τον 18ο αιώνα, ο Νικόλαος Ζερζούλης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Αθανάσιος Ψαλίδας κ.ά., επικρίνοντας τον Ευγένιο Βούλγαρη, τίθενται υπέρ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της «υγιούς φιλοσοφίας».
Στην πραγματικότητα, μέσω της διαμάχης αυτής εκφραζόταν μια βαθύτερη αντίθεση ανάμεσα στην ιδέα της «προόδου» και αυτήν της «αυθεντίας». Η πρόοδος της ιστορικής έρευνας δημιούργησε μια νέα αντίληψη του παρελθόντος που κατέρριπτε την έννοια της «εγγύτητας» με το αρχαίο παρελθόν, αναγνώριζε την ύπαρξη άλλων πολιτισμών και δημιουργούσε αισιοδοξία για την πρόοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας και τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής. Συγχρόνως, ιδιαίτερα μετά τη δημοσίευση από τον Pierre Bayle του Dictionnaire (1697) παγιώθηκε η πεποίθηση ότι η κατανόηση της αλήθειας θα πρέπει να επέλθει μέσα από την αμφισβήτηση τόσο των εξ αποκαλύψεως χριστιανικών κειμένων όσο και της αυθεντίας των αρχαίων συγγραφέων (Βλ. J. Schlobach, Η ανακάλυψη των πολιτισμών στον 18ο αιώνα, μετάφρ. Ρ. Πολυκανδριώτη, Ετήσια Διάλεξη «Κ. Θ. Δημαρά», 1996, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1997.)