ΜΕΤΡΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΣΟΥ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΡΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΣΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ (Ι) Ο υπολογισμός της συχνότητας των νόσων εξαρτάται από τις ορθές εκτιμήσεις του αριθμού των ανθρώπων , που βρίσκονται υπό μελέτη. Σε ιδανικές συνθήκες =>Οι εκτιμήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο τον πληθυσμό που δυνητικά είναι ύποπτος ότι πάσχει από τις υπό έρευνα ασθένειες. πχ. Οι άνδρες δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στους υπολογισμούς της συχνότητας του καρκινώματος του τραχήλου της μήτρας.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ (ΙΙ) Το τμήμα του μελετώμενου πληθυσμού που είναι ύποπτο ότι έχει εκτεθεί ή μπορεί να εκτεθεί σε μια νόσο ονομάζεται πληθυσμός σε κίνδυνο. Μπορεί να προσδιοριστεί στη βάση δημογραφικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Επαγγελματικές κακώσεις συμβαίνουν μόνο μεταξύ του εργαζόμενου πληθυσμού, έτσι ο πληθυσμός σε κίνδυνο είναι το εργατικό δυναμικό. Σε μερικές χώρες, η βρουκέλλωση εμφανίζεται μόνο μεταξύ πληθυσμού ο οποίος ασχολείται με μολυσμένα ζώα, ούτως ώστε ο πληθυσμός σε κίνδυνο να αποτελείται από αυτούς που εργάζονται σε φάρμες ή σε σφαγεία.
ΜΕΤΡΗΣΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΣΩΝ Αρκετοί παράγοντες μέτρησης της συχνότητας μιας νόσου βασίζονται στις θεμελιώδης έννοιες Του επιπολασμού Της επίπτωσης
ΤΡΟΠΟΙ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΜΙΑΣ ΝΟΣΟΥ 1. ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ Είναι ο αριθμός των νοσούντων σε ένα δεδομένο πληθυσμό , σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. 2. ΕΠΙΠΤΩΣΗ Είναι ο αριθμός των νέων περιπτώσεων που παρουσιάζονται τη δεδομένη περίοδο στον συγκεκριμένο πληθυσμό. * Στοιχεία όσον αφορά τον επιπολασμό και την επίπτωση γίνονται πολύ περισσότερο χρήσιμα εάν προσφέρονται υπό τη μορφή ποσοστού.
Μπορεί να υπάρχει υψηλός επιπολασμός και μια χαμηλή επίπτωση μιας νόσου. => Σακχαρώδης διαβήτης Μπορεί να υπάρχει χαμηλός επιπολασμός και υψηλή επίπτωση μιας νόσου. => Κοινό κρυολόγημα * Το κρυολόγημα εκδηλώνεται πιο συχνά από το διαβήτη αλλά διαρκεί μόνο για λίγο χρόνο, ενώ η νόσηση από διαβήτη είναι χρόνια.
Ο αριθμός των περιπτώσεων μόνο χωρίς αναφορά στον πληθυσμό σε κίνδυνο, μπορεί περιστασιακά να δώσει την εικόνα του συνολικού μεγέθους ενός προβλήματος υγείας ή μιας μικρής ροπής στον πληθυσμό, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας.
Αριθμός ατόμων στον υπό κίνδυνο πληθυσμό ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΥ Αριθμός πληθυσμού με νόσο ή νοσογόνο κατάσταση σε συγκεκριμένο χρόνο (X10n) P = Αριθμός ατόμων στον υπό κίνδυνο πληθυσμό * Το ποσοστό επιπολασμού συχνά εκφράζεται σαν περιπτώσεις στα 1.000 άτομα ή στα 100 άτομα του πληθυσμού. => Σε αυτή την περίπτωση , ο επιπολασμός πρέπει να πολλαπλασιαστεί με τον κατάλληλο παράγοντα.
ΣΗΜΕΙΑΚΟΣ ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ Εάν τα στοιχεία συλλέγησαν σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΥ Υπολογίζεται ως ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που γνωρίζουν ότι έχουν κάποια νόσο ή νοσογόνο κατάσταση σε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, διηρημένη με τον πληθυσμό σε κίνδυνο θέτοντας τη νόσο ή τη νοσογόνο κατάσταση στη μέση της απόστασης κατά τη διάρκεια της μελετώμενης περιόδου.
Παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το ποσοστό επιπολασμού Η σοβαρότητα της νόσου Εάν μεγάλο μέρος του πληθυσμού που αναπτύσσει μια νόσο πεθαίνει, το ποσοστό επιπολασμού μειώνεται. Η διάρκεια της νόσου Εάν η νόσος διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα το ποσοστό επιπολασμού μειώνεται σε σχέση με το αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Ο αριθμός των νέων εκδηλώσεων της νόσου Εάν μεγάλος πληθυσμός αναπτύσσει μια νόσο το ποσοστό επιπολασμού αυξάνει απ’ ότι εάν μικρός πληθυσμός πάσχει από τη νόσο.
Παράγοντες που επηρεάζουν τον επιπολασμό
Τα μέτρα του επιπολασμού βοηθούν εξαιρετικά Επειδή τα ποσοστά επιπολασμού επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να είναι ανεξάρτητοι από την αιτία της νόσου => οι μελέτες επιπολασμού δεν δίνουν επαρκή στοιχεία όσον αφορά την αιτιολογία μιας νόσου. Τα μέτρα του επιπολασμού βοηθούν εξαιρετικά στην εξακρίβωση της ανάγκης για βελτίωση της φροντίδας υγείας στον προγραμματισμό για νέες υπηρεσίες υγείας. Τα ποσοστά επιπολασμού χρησιμοποιούνται συχνά για να μετρήσουν το ρυθμό της εμφάνισης των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εκδήλωση της νόσου μπορεί να είναι προοδευτική (σταδιακή), όπως ο χρόνιος διαβήτης τύπου ΙΙ ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
ΜΕΤΡΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗΣ Στον υπολογισμό των ποσοστών επίπτωσης ο αριθμητής είναι ο αριθμός των νέων περιπτώσεων που εμφανίζονται σε ορισμένη χρονική περίοδο και ο παρονομαστής είναι ο πληθυσμός που κινδυνεύει να νοσήσει κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Ο πιο ακριβής τρόπος υπολογισμού του ποσοστού επίπτωσης είναι να υπολογιστεί αυτό που ο Last (1988) ονομάζει ‘προσωπο-στιγμή ποσοστού επίπτωσης’ (επίπτωση πυκνότητα). Κάθε άτομο στον πληθυσμό μελέτης συμβάλλει κατά έναν προσωπο - χρόνο στον παρονομαστή για κάθε χρόνο παρατήρησης πριν την ανάπτυξη της νόσου.
ΟΡΙΣΜΟΣ : Ανθρωποχρόνος κινδύνου Ο ≪ανθρωποχρόνος κινδύνου≫ δεν είναι τίποτα άλλο από το χρόνο παρακολούθησης αθροιστικά για όλα τα άτομα του πληθυσμού. Έτσι, εδώ ο παρανομαστής είναι χρόνος σε αντίθεση με την αθροιστική επίπτωση όπου παρανομαστής είναι ο αριθμός των ατόμων του πληθυσμού.
Αριθμός πληθυσμού με νόσο σε συγκεκριμένο χρόνο Επίπτωση Αριθμός πληθυσμού με νόσο σε συγκεκριμένο χρόνο Ι = Χ 10n Σύνολο του χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια του οποίου κάθε άτομο του πληθυσμού είναι σε κίνδυνο
Ο αριθμητής αναφέρεται αυστηρά μόνον στα νέα περιστατικά της νόσου. Ο αριθμητής αναφέρεται αυστηρά μόνον στα νέα περιστατικά της νόσου. Οι μονάδες της επίπτωσης ποσοστού πρέπει πάντα να περιλαμβάνουν μια χρονική περίοδο (μέρα, μήνας, χρόνος κ.λπ.). Για κάθε άτομο στον πληθυσμό ο χρόνος σε κίνδυνο είναι αυτός κατά τον οποίο το άτομο υπό παρατήρηση μένει υγιές. Ο παρανομαστής για τον υπολογισμό της επίπτωσης είναι το σύνολο όλων των χωρίς νόσο χρονικών περιόδων στη χρονική περίοδο της μελέτης. Η επίπτωση υπολογίζει τις ποικίλες χρονικές περιόδους κατά τις οποίες τα άτομα είναι χωρίς νόσο και έτσι σε κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο. Εφόσον όμως δεν είναι δυνατόν να μετρηθούν με ακρίβεια οι περίοδοι χωρίς νόσο, ο παρανομαστής συχνά υπολογίζεται κατά προσέγγιση, πολλαπλασιάζοντας το μέσο όρο του υπό μελέτη πληθυσμού με το μήκος της υπό μελέτη περιόδου. Είναι σωστό εάν το μέγεθος του πληθυσμού είναι σταθερό και το ποσοστό επίπτωσης χαμηλό.
Σε μια μελέτη στις ΗΠΑ, η μέτρηση της επίπτωσης του εγκεφαλικού επεισοδίου μετρήθηκε σε 118.539 γυναίκες που ήταν 30-55 ετών και χωρίς να πάσχουν από στεφανιαίο καρδιακό νόσημα, εγκεφαλικό επεισόδιο και καρκίνο, το 1976. Ένα σύνολο από 274 περιπτώσεις εγκεφαλικού επεισοδίου ταυτοποιήθηκαν στα 8 χρόνια που ακολούθησαν (908.447 προσωποχρόνια). Η γενική επίπτωση εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν 30,2 για 100.000 προσωποχρόνια παρατήρησης. Το ποσοστό ήταν υψηλότερο στους καπνιστές απ' ότι τους μη καπνιστές. Για τους τέως καπνιστές ήταν ενδιάμεσο.
«ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ» Χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου επίπτωση κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας σε ένα δεδομένο πληθυσμό και για μικρή χρονική διάρκεια. Μπορεί να υπολογιστεί ως το πηλίκο του αριθμού των ατόμων που μολύνθηκαν προς τον αριθμό των ατόμων που εκτέθηκαν. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Στην περίπτωση επιδημίας τροφικής δηλητηρίασης ο επιθετικός ρυθμός μπορεί να υπολογιστεί για κάθε τύπο φαγητού που καταναλώθηκε και μετά αυτοί οι ρυθμοί να συγκριθούν προκειμένου να αναγνωριστεί η πηγή της μόλυνσης.
Ασκήσεις Σε μια πρόσφατη έρευνα οι ερευνητές βρήκαν ότι ο επιπολασμός για μια νόσο Α ήταν υψηλότερος από τον επιπολασμό μιας νόσου Β. Η επίπτωση και το εποχιακό πρότυπο για τις δυο νόσους ήταν ίδια Οι εξηγήσεις που ταιριάζουν με αυτή την παρατήρηση μπορεί να περιλαμβάνουν: Α) Οι ασθενείς με τη νόσο Α ανάρρωναν γρηγορότερα από τους ασθενείς με τη νόσο Β. Β) Οι ασθενείς με τη νόσο Β ανάρρωναν γρηγορότερα από τους ασθενείς με τη νόσο Α. Γ) Οι ασθενείς πέθαιναν γρήγορα από τη νόσο Α αλλά όχι από τη νόσο Β. Δ) Οι ασθενείς πέθαιναν γρήγορα από τη νόσο Β αλλά όχι από τη νόσο Α.
Ασκήσεις Σε μια μελέτη της όρασης και της συχνότητας διάφορων οφθαλμικών παθήσεων μεταξύ 2477 ανθρώπων ηλικίας 52 έως 85 ετών στο Framingham, υπήρξαν 310 με καταρράκτη, 156 με γεροντική κηλιδώδη εκφύλιση, 67 με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, 64 με γλαύκωμα ανοικτής γωνίας, και 22 τυφλοί. Ποιοι δείκτες νοσηρότητας μπορούν να υπολογιστούν; Υπολογίστε τους για τις διάφορες οφθαλμικές παθήσεις και την τύφλωση.
Αθροιστική επίπτωση ποσοστού ή κίνδυνου Η αθροιστική επίπτωση ποσοστού είναι ένα πιο απλό μέτρο ελέγχου της συχνότητας της νόσου ή της κατάστασης υγείας ενός πληθυσμού. Σε αντίθεση με την επίπτωση ποσοστού, αυτή μετράει τις περιπτώσεις μιας νόσου στον παρανομαστή και μόνον στο ξεκίνημα της μελέτης. Η αθροιστική επίπτωση ποσοστού μπορεί να υπολογιστεί ως ακολούθως: Αριθμός πληθυσμού που έχουν τη νόσο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (Χ 10n) CI = Αριθμός πληθυσμού χωρίς νόσο στον υπό κίνδυνο πληθυσμό στην αρχή της χρονικής περιόδου
Αθροιστική επίπτωση ποσοστού ή κίνδυνου Στην ουσία η αθροιστική επίπτωση είναι το ποσοστό των υγιών ατόμων που ασθενούν κατά τη διάρκεια μίας ορισμένης χρονικής περιόδου ≪Αθροιστική επίπτωση≫ (cummulative incidence) μίας νόσου για το χρονικό διάστημα [t0, t1) είναι η πιθανότητα ένα άτομο που δεν έχει εκδηλώσει προηγουμένως την ίδια νόσο να εμφανίσει για πρώτη φορά τα συμπτώματα της νόσου μέσα σε αυτό το διάστημα (Rosner, 1994, σελ. 61).
Η αθροιστική επίπτωση συχνά παρουσιάζεται ως αριθμός των κρουσμάτων σε 1.000 άτομα πληθυσμού. Η αθροιστική επίπτωση εγκεφαλικού επεισοδίου για τα 8 χρόνια που ακολούθησαν ήταν 2,3 στα 1.000 άτομα (274 περιπτώσεις εγκεφαλικού επεισοδίου από 118.539 γυναίκες που εξετάστηκαν στη μελέτη). Με τη στατιστική έννοια, η αθροιστική επίπτωση είναι η πιθανότητα ή ο κίνδυνος των ατόμων στον πληθυσμό να έχουν τη νόσο κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η χρονική περίοδος μπορεί να είναι οποιασδήποτε έκτασης, αλλά είναι συνήθως μερικά χρόνια ή ακόμη ολόκληρος ο χρόνος ζωής.
Συσχετίσεις των διαφορετικών μέτρων Το ποσοστό επιπολασμου εξαρτάται και από τις επιπτώσεις και τη διάρκεια της νόσου. Αν το ποσοστό επιπολασμου (Ρ) είναι χαμηλό και δεν ποικίλλει σημαντικά με το χρόνο, μπορεί να υπολογισθεί κατά προσέγγιση ως εξής: P = ποσοστό επίπτωσης Χ μέση διάρκεια της νόσου Η αθροιστική επίπτωση ως ποσοστό της νόσου εξαρτάται από την επίπτωση και το μήκος της περιόδου ενδιαφέροντος. Επειδή η επίπτωση συνήθως εξαρτάται από την ηλικία, η ηλικία σε ειδικές περιπτώσεις πρέπει συχνά να λαμβάνεται υπόψη. Η αθροιστική επίπτωση είναι ποσοστό και αποτελεί μια χρήσιμη προσέγγιση της επίπτωσης όταν το ποσοστό είναι χαμηλό ή όταν η περίοδος μελέτης είναι σύντομα.
Επιπολασμός και Επίπτωση Ο επιπολασμός εξαρτάται από το ρυθμό επίπτωσης και την διάρκεια της νόσου ΑΝ: 1. Ο ρυθμός επίπτωσης παραμένει σταθερός διαχρονικά ΚΑΙ 2. Η κατανομή της διάρκειας της ασθένειας είναι σταθερή διαχρονικά 3.Ο επιπολασμός είναι χαμηλός (< 0,1) τότε: P= I X D Όπου D= Μέση Διάρκεια της νόσου
Υπολογισμός εμφάνισης νόσου
ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ Η επίπτωση της νόσου κατά την επταετή περίοδο, είναι ο αριθμός των νέων συμβάντων (3) διηρημένος από το σύνολο της διάρκειας του χρόνου και του κινδύνου νόσησης του μελετώμενου πληθυσμού (33 προσωπο-έτη) π.χ. 9,1 περιπτώσεις ανά 100 προσωπο-έτη Η αθροιστική επίπτωση είναι ποσοστό και μετράται ως αριθμός των νέων συμβάντων (3) διαιρουμένων από τον αριθμό των υγειών ατόμων του πληθυσμού σε κίνδυνο στην αρχή της περιόδου (7) π.χ. 43 περιπτώσεις για 100 άτομα κατά τη διάρκεια των 7 ετών Η μέση διάρκεια της νόσου είναι ο συνολικός αριθμός των ετών της νόσου διαιρούμενος με τον αριθμό των περιπτώσεων π.χ. 10/3 = 3,3 έτη Το ποσοστό επιπολασμου εξαρτάται από τη χρονική στιγμή κατά την οποία η μελέτη λαμβάνει χώρα. Στην αρχή του τέταρτου έτους, για παράδειγμα, είναι το πηλίκον του ποσοστού των ατόμων με τη νόσο (2) δια του συνολικού αριθμού των ατόμων που μελετώνται τη δεδομένη στιγμή (6) π.χ. 33 περιπτώσεις για 100 άτομα Ο δείκτης θνησιμότητας είναι 33% και αναπαριστά 1 θάνατο σε κάθε 3 διαγνώσεις.
Αριθμός θανάτων από τη νόσο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (Χ 10n) Δείκτης θνησιμότητας Ο δείκτης θνησιμότητας είναι ένα μέτρο που υποδεικνύει τη σοβαρότητα μιας νόσου και ορίζεται ως ο αριθμός των εκδηλώσεων μιας συγκεκριμένης νόσου οι οποίες είναι θανατηφόρες εντός μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Αριθμός θανάτων από τη νόσο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (Χ 10n) Δείκτης θνησιμότητας (%) = Αριθμός ατόμων που στην αρχή της παρακολούθησης δεν έπασχαν και ήταν υποψήφια να πεθάνουν από το νόσημα αυτό.
Θνητότητα Οι επιδημιολόγοι συχνά αρχίζουν την έρευνα για την κατάσταση της υγείας ενός πληθυσμού με πληροφορίες που είναι συνήθως εύκολα διαθέσιμες. Σε πολλές περιοχές το γεγονός και η αιτία του θανάτου εγγράφονται σε τυποποιημένο πιστοποιητικό θανάτου, το οποίο επίσης αναφέρει πληροφορίες για την ηλικία, το φύλο, την ημερομηνία γέννησης και το χώρο κατοικίας. Το διεθνές στατιστικό σύστημα ταξινόμησης των ασθενειών και των σχετικών προβλημάτων υγείας παρέχει οδηγίες όσον αφορά την αποσαφήνιση των θανάτων. Οι διαδικασίες αναθεωρούνται περιοδικά ώστε να υπολογιστούν νέες ασθένειες και αλλαγές στους ορισμούς ασθενειών, οι οποίες και χρησιμοποιούνται στην κωδικοποίηση διαφόρων αιτιών θανάτου. Το διεθνές στατιστικό σύστημα ταξινόμησης των ασθενειών ονομάζεται ICD-10.
Αριθμός θανάτων από ένα νόσημα Θνητότητα Θνητότητα= Αριθμός θανάτων από ένα νόσημα __________________________________________________________ Αριθμός ατόμων που στην αρχή της παρακολούθησης έπασχαν από το νόσημα αυτό.
Πιστοποιητικό θανάτου
Περιορισμοί των πιστοποιητικών θανάτου Τα στοιχεία είναι ανοικτά σε ποικίλα ενδεχόμενα σφάλματα αλλά, από την επιδημιολογική προοπτική συχνά παρέχουν ανεκτίμητες πληροφορίες όσον αφορά τις τάσεις στην κατάσταση υγείας του πληθυσμού. Η χρησιμότητα των στοιχείων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, περιλαμβάνει την πληρότητα των εγγραφών και την ακρίβεια με την οποία οι αιτίες του θανάτου προσδιορίζονται, ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα άτομα για τα οποία τα ποσοστά νεκροψίας είναι συχνά χαμηλά. Οι επιδημιολόγοι βασίζονται στα στατιστικά στοιχεία θανάτων για να αντιληφθούν μέγεθος επικινδυνότητας μιας νόσου, καθώς και για να προσδιοριστούν οι όποιες μεταβολές της νόσου σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς, σε πολλές χώρες βασικές στατιστικές θνητότητας δεν είναι ακόμα διαθέσιμες, συνήθως επειδή δεν υπάρχουν οι οικονομικές προϋποθέσεις που να επιτρέπουν την καθιέρωση των ληξιαρχικών μητρώων θανάτου σε μόνιμη βάση. Η εξεύρεση και χρησιμοποίηση των στοιχείων θανάτου με ακρίβεια είναι προτεραιότητα για τους επιδημιολόγους και γενικότερα για τις υπηρεσίες υγείας. Μερικές χώρες στηρίζονται στην πιστοποίηση των θανάτων σε αντιπροσωπευτικά δείγματα του πληθυσμού (όπως Κίνα και Ινδία).
Προφορική αυτοψία Διενεργείται στην οικογένεια του αποθανόντος προσώπου Είναι μια έμμεση μέθοδος να διαπιστωθούν οι βιοϊατρικές αιτίες θανάτου από τις πληροφορίες για τα συμπτώματα και τις περιστάσεις που προηγούνται του θανάτου. Σε πολλές μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος χώρες, η προφορική αυτοψία είναι η μόνη μέθοδος που χρησιμοποιείται για να μελετήσει κανείς τις διάφορες αιτίες θανάτου. Χρησιμοποιούνται κυρίως στα πλαίσια των δημογραφικών συστημάτων εγγραφής και συγκέντρωσης δειγμάτων. Η ποικιλία των χρησιμοποιούμενων, εργαλείων και μεθόδων καθιστά δύσκολο να συγκριθούν τα στοιχεία για τα αίτια θανάτου σε βάθος χρόνου.
Προς συγκρίσιμες εκτιμήσεις Ακόμη και στις χώρες όπου οι αιτίες θανάτου προσδιορίζονται από καταρτισμένο προσωπικό μπορούν να εμφανιστούν σφάλματα. Οι κύριοι λόγοι γι' αυτό είναι: συστηματικά σφάλματα κατά τη διάγνωση, ανακριβή ή ελλιπή πιστοποιητικά θανάτου, παρερμηνεία των κανόνων ICD για την επιλογή της αιτίας, παραλλαγές στη χρήση των κατηγοριών κωδικοποίησης για τις άγνωστες και λάθος καθορισμένες αιτίες.
Όπου τα εθνικά ζωτικής σημασίας συστήματα εγγραφής υπάρχουν και συμπεριλαμβάνονται στον ΠΟΥ, τα στοιχεία μπορεί να είναι ανακριβή επειδή: τα πιστοποιητικά θανάτου μπορεί να μην είναι πλήρη, τα φτωχότερα τμήματα των πληθυσμών δεν μπορούν να καλυφθούν, οι θάνατοι δεν μπορούν να αναφερθούν για πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς λόγους η ηλικία στο θάνατο δεν μπορεί να δοθεί ακριβώς. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στα αναξιόπιστα συστήματα εγγραφής είναι πρόσφατη εγγραφή, ελλιπή στοιχεία και λάθη στην υποβολή εκθέσεων ή στην ταξινόμηση της αιτίας θανάτου. Τα συστήματα εγγραφής απαιτούν χρόνο για να γίνουν αξιόπιστα, οπότε εναλλακτικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται συχνά για να ορίσουν την αιτία θανάτου και για να υπολογίσουν τη θνησιμότητα.
Ποσοστά θανάτου ή γενικό ποσοστό θνησιμότητας Αριθμός θανάτων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Γενικό ποσοστό θνησιμότητας = Μέσος συνολικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια της περιόδου Το κύριο ελάττωμα του γενικού ποσοστού θνητότητας είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η αιτία θανάτου ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα την κοινωνικό-οικονομική θέση και άλλους παράγοντες. Δεν είναι συνήθως κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί αυτός ο τύπος για να συγκριθούν διαφορετικές χρονικές περίοδοι ή γεωγραφικές περιοχές. Για παράδειγμα, οι αιτίες θανάτου μεταξύ κατοίκων σε νεόδμητες αστικές περιοχές με πολλές νέες οικογένειες τείνουν να είναι πολύ διαφορετικές από αυτές των παραθαλάσσιων θέρετρων όπου πολλοί συνταξιούχοι διαλέγουν να ζήσουν. Συγκρίσεις των ποσοστών θνησιμότητας μεταξύ ομάδων διαφόρων ηλικιών βασίζονται συνήθως σε συγκεκριμένα ηλικιακά δεδομένα.
Ποσοστά θανάτου ανά ηλικία Μπορούν να εκφραστούν και να αξιοποιηθούν σε μελέτες για συγκεκριμένες ομάδες ενός πληθυσμού, οι οποίες καθορίζονται με βάση την ηλικία, τη φυλή, το φύλο, το επάγγελμα, τη γεωγραφική θέση ή συγκεκριμένες αιτίες θανάτου Παραδείγματος χάριν, το ποσοστό θανάτου ανάλογα με μια ηλικία -και με το φύλο καθορίζεται ως εξής: Συνολικός αριθμός θανάτων που εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα -και φύλο- ενός πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη περιοχή κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου Χ 10n Ο κατ' εκτίμηση συνολικός πληθυσμός της ίδιας ηλικιακής ομάδας -και φύλου- του πληθυσμού στην ίδια περιοχή κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου
Αναλογική θνησιμότητα Περιστασιακά η θνησιμότητα σε έναν πληθυσμό καταγράφεται με τη χρησιμοποίηση της αναλογικής θνησιμότητας, η οποία συνιστά μια αναλογία: ο αριθμός θανάτων από μια δεδομένη αιτία ανά 100 ή 1.000 συνολικούς θανάτους στην ίδια περίοδο. Δεν εκφράζει τον κίνδυνο των μελών ενός πληθυσμού που εκτίθεται σε μια αιτία θανάτου ή το να πεθάνει από μια ασθένεια. Οι συγκρίσεις των αναλογικών ποσοστών μεταξύ των ομάδων μπορεί να διαπιστώσουν ενδιαφέρουσες διαφορές. Για παράδειγμα, τα αναλογικά ποσοστά θνησιμότητας για τον καρκίνο είναι πολύ μεγαλύτερα στις τυπικά ανεπτυγμένες χώρες με πολλούς ηλικιωμένους απ' ότι στις αναπτυσσόμενες χώρες με λίγους ηλικιωμένους, ακόμα κι αν ο πραγματικός κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου είναι ο ίδιος.
Ποσοστό θνησιμότητας νεογέννητων παιδιών Χρησιμοποιείται συχνά ως δείκτης του επιπέδου υγείας σε μια κοινότητα. Μετρά το ποσοστό θανάτου στα παιδιά κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής τους και ο παρονομαστής είναι ο αριθμός γεννήσεων ζωντανών βρεφών στο ίδιο έτος. Υπολογίζεται ως εξής: Αριθμός θανάτων σε ένα έτος παιδιών ηλικίας λιγότερο από 1 έτος Ποσοστό θνησιμότητας νεογέννητων παιδιών = Αριθμός γεννήσεων ζωντανών βρεφών μέσα στο ίδιο έτος
Ποσοστό θνησιμότητας νεογέννητων παιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο
Ποσοστό θνησιμότητας νεογέννητων παιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο Οι δείκτες θνησιμότητας ανά 1.000 γεννήσεις ποικίλλουν από ένα πολύ χαμηλό ποσοστό, όπως 4 για την Ιαπωνία (που διοχετεύει ακριβή στοιχεία) έως 297 για τα αρσενικά παιδιά στη Σιέρρα Λεόνε (με ένα ευρύ φάσμα αβεβαιότητας: μεταξύ 250 και 340 ανά 1.000 γεννήσεις). Τα ποσοστά θνησιμότητας νεογέννητων παιδιών ποικίλλουν πάρα πολύ. Υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από τις εκτιμήσεις για τις μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος χώρες, οι οποίες παρουσιάζονται σε παρένθεση.
Παιδική θνησιμότητα
Παιδική θνησιμότητα Το ποσοστό θνησιμότητας παιδιών βασισμένο στους θανάτους των παιδιών ηλικίας 1-4 ετών και είναι σημαντικό επειδή οι τυχαίοι τραυματισμοί, ο υποσιτισμός, οι μολυσματικές ασθένειες είναι σε αυτή την ομάδα ηλικίας. Για την ηλικία κάτω από πέντε ετών ο δείκτης θνησιμότητας περιγράφει την πιθανότητα (που εκφράζεται ανά 1.000 γεννήσεις) ενός παιδιού \ πεθάνει πριν φθάσει στην ηλικία αυτή.
Ποσοστό μητρικής θνησιμότητας Αναφέρεται στον κίνδυνο θανάτου των μητερών από αιτίες που συνδέονται με τον τοκετό ή με ανωμαλίες της εγκυμοσύνης. Αριθμός θανάτων μητέρων σχετιζόμενων με την εγκυμοσύνη σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή μέσα σε ένα χρόνο Ποσοστό μητρικής _ θνησιμότητας = Συνολικός αριθμός γεννήσεων μέσα στον πληθυσμό συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής κατά την ίδια χρονική περίοδο Αναφέρεται στον κίνδυνο θανάτου των μητερών από αιτίες που συνδέονται με τον τοκετό ή με ανωμαλίες της εγκυμοσύνης. Κυμαίνεται συνήθως από περίπου 10 ανά 100.000 στην Ευρώπη σε πάνω από 500 ανά 100.000 στην Αφρική. Ακόμα και αυτή η σύγκριση δεν εκφράζει απολύτως τον πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνει κανείς από αιτίες σχετιζόμενες με την εγκυμοσύνη στις φτωχότερες χώρες.
Δείκτης Θνησιμότητας Ενηλίκων Ορίζεται ως η πιθανότητα να πεθάνει κάποιος στις ηλικίες μεταξύ 15 και 60 ετών ανά πληθυσμό 1.000 ατόμων. Προσφέρει έναν τρόπο να αναλυθούν τυχόν υγειονομικές διαφορές μεταξύ των ενεργών ομάδων πληθυσμού διαφόρων χωρών. Η πιθανότητα θανάτου κατά την ενηλικίωση είναι μεγαλύτερη τους άνδρες απ' ότι για τις γυναίκες σχεδόν σε όλες τις χώρες, αλλά η διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών είναι πολύ μεγάλη. Στην Ιαπωνία, λιγότερο από 1 στους 10 άνδρες (και 1 στις 20 γυναίκες) πεθαίνει σε αυτές τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες, έναντι σχεδόν 2 στους 3 άνδρες και 1 στις 2 γυναίκες) στην Αγκόλα .
Προσδόκιμο όριο ζωής Είναι ένα άλλο μέτρο εκτίμησης της υγειονομικής κατάστασης ενός πληθυσμού. Ορίζεται ως ο μέσος αριθμός των ετών που ένα άτομο μιας δεδομένης ηλικίας αναμένεται να ζήσει εάν οι τρέχοντες δείκτες θνησιμότητας συνεχίσουν να ισχύουν. Δεν είναι πάντα εύκολο να ερμηνεύσει κανείς τους λόγους για τις διαφορές που υπάρχουν ως προς την υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής μεταξύ των χωρών. Διαφορετικά δεδομένα μπορούν να προκύψουν αναλόγως των μέτρων που χρησιμοποιούνται.
Παγκόσμιες τάσεις του προσδόκιμου ζωής Για τον κόσμο συνολικά, το προσδόκιμο όριο επιβίωσης έχει αυξηθεί από 46.5 έτη κατά τη διάρκεια της περιόδου 1950-1955 σε 65 έτη κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995- 2000
Το αντίθετο έχει παρατηρηθεί σε μερικές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο AIDS. Παρόμοιες τάσεις στο προσδόκιμο όριο επιβίωσης έχουν εμφανιστεί στα μέσης ηλικίας άτομα στην πρώην Σοβιετική ένωση, όπου σχεδόν 1 στα 2 άτομα πεθαίνει μεταξύ των ηλικιών 15 και 60 ετών. Κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται επίσης και στη χρήση του οινοπνεύματος και καπνίσματος.
Τα στοιχεία μπορεί να είναι επισφαλή -όπως στη Ζιμπάμπουε- αλλά και αρκετά ακριβή σε χώρες όπως η Ιαπωνία, που έχει πλήρη καταγραφή στατιστικών στοιχείων. Αυτά τα στοιχεία παρουσιάζουν μεγάλες παραλλαγές στο προσδόκιμο όριο επιβίωσης μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι γεννημένο στην Ιαπωνία το 2008 μπορεί να αναμένει ότι θα ζήσει 86 έτη, ενώ ένα κορίτσι γεννημένο στη Ζιμπάμπουε το ίδιο χρονικό διάστημα θα ζήσει από 30 ως και 38 έτη. Σχεδόν σε όλες τις χώρες οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες.
Προτυποποιημένα ποσοστά με βάση την ηλικία Ένα προτυποποιημένο με βάση την ηλικία ποσοστό θανάτων (μερικές φορές καλούμενο "ρυθμιζόμενο με βάση την ηλικία ποσοστό") είναι ένα μέτρο εκτίμησης του ποσοστού θνησιμότητας που ένας πληθυσμός θα εμφάνιζε εάν παρουσίαζε μια τυποποιημένη δομή ηλικίας. Η τυποποίηση βοηθά είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αυτό είναι απαραίτητο όταν συγκρίνει κανείς δύο ή περισσότερους πληθυσμούς που διαφέρουν στην ηλικιακή δομή τους. Η τυποποίηση μπορεί να γίνει και για άλλες μεταβλητές εκτός της ηλικίας (φυλή, κοινωνικοοικονομική θέση, κ.λπ.) οι οποίες επηρεάζουν εξίσου τον κίνδυνο θανάτου. Συχνά χρησιμοποιούμενοι τυποποιημένοι πληθυσμοί είναι: Ο παγκόσμιος πληθυσμός Segi Ο ευρωπαϊκός τυποποιημένος πληθυσμός, ο οποίος βασίζεται στον πληθυσμό της Σουηδίας ο τυποποιημένος από τον ΠΟΥ παγκόσμιος πληθυσμός, ο οποίος αναλογεί στο συνολικό παγκόσμιο προτεινόμενο πληθυσμό για τη χρονική περίοδο 2000- 2025. Η κατά ηλικία τυποποίηση των ποσοστών περιορίζει ουσιαστικά την επιρροή των διαφορετικών κατανομών της ηλικίας και των δεικτών νοσηρότητας ή θνησιμότητας που συγκρίνονται.
Για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών στους αναφερόμενους δείκτες θνησιμότητας για τις καρδιακές παθήσεις, όπως φαίνεται στον Πίνακα . Η Φινλανδία έχει ένα μεγάλο ποσοστό θανάτου από καρδιακές παθήσεις περίπου τρεις φορές αυτό της Βραζιλίας, αλλά το τυποποιημένο ποσοστό θανάτου είναι το ίδιο. Ομοίως, οι ΗΠΑ έχουν ένα ποσοστό θνησιμότητας δύο φορές μεγαλύτερο από αυτό της Βραζιλίας, παρόλα αυτά για ακόμη μια φορά τα κατά ηλικία τυποποιημένα ποσοστά θνησιμότητας είναι παρόμοια. Κατά συνέπεια, η διαφορά μεταξύ αυτών των χωρών δεν είναι τόσο μεγάλη όπως αυτό εμφανίζεται στα ποσοστά. Οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων ατόμων στους πληθυσμούς τους από τις αναπτυσσόμενες χώρες (χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες), και οι ηλικιωμένοι έχουν υψηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών παθήσεων έναντι των νέων.
Νοσηρότητα Οι δείκτες θνησιμότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για τις ασθένειες με υψηλή πιθανότητα τελικής κατάληξης. Εντούτοις, πολλές ασθένειες έχουν χαμηλή πιθανότητα τελικής κατάληξης, π.χ. οι περισσότερες ψυχικές παθήσεις, οι μυοσκελετικές παθήσεις, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ανεμοβλογιά και η παρωτίτιδα. Σε αυτή την περίπτωση, τα δεδομένα όσον αφορά τη νοσηρότητα είναι πιο χρήσιμα από τα ποσοστά θνησιμότητας. Τα δεδομένα για τη νοσηρότητα μιας νόσου είναι συχνά χρήσιμα όσον αφορά τη διευκρίνιση των αιτιών για κάποιες ιδιαίτερες τάσεις που επιφέρουν το θάνατο από τη συγκεκριμένη νόσο. Οι αλλαγές στους δείκτες θνησιμότητας θα μπορούσαν να οφείλονται σε αλλαγές στους δείκτες νοσηρότητας ή στους δείκτες θνητότητας. Για παράδειγμα, η πρόσφατη πτώση στους δείκτες καρδιαγγειακής θνησιμότητας ασθενών σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες θα μπορούσε να οφείλεται σε μια πτώση στον δείκτη θνητότητας, υποδηλώνοντας βελτιώσεις στη θεραπεία.
Επειδή οι ηλικιακές δομές των πληθυσμών αλλάζουν με το χρόνο, η ανάλυση των χρονικών σειρών πρέπει να βασίζεται σε τυποποιημένους δείκτες νοσηρότητας και θνησιμότητας με βάση την ηλικία. Άλλες πηγές πληροφοριών για τη νοσηρότητα περιλαμβάνουν: δεδομένα σχετικά με τις εισαγωγές και εξόδους από νοσοκομεία, τη συμβουλευτική υποστήριξη σε περιπτώσεις έξω - ιδρυματικής και πρωτοβάθμιας μιας φροντίδας υγείας, Τις εξειδικευμένες θεραπείες(όπως η θεραπεία μετά από ατύχημα) και τα αρχεία περιπτώσεων ασθενειών (όπως ο καρκίνος και οι εγγενείς δυσμορφίες). Τα ποσοστά εισαγωγής σε νοσοκομεία επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες εκτός από τη νοσηρότητα του πληθυσμού, όπως η διαθεσιμότητα των κρεβατιών, η πολιτική του κάθε νοσοκομείου για τις εισαγωγές ασθενών και διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες. Λόγω των πολυάριθμων περιορισμών των συνήθως καταγεγραμμένων δεδομένων νοσηρότητας, πολλές επιδημιολογικές μελέτες για τη νοσηρότητα στηρίζονται στη συλλογή στοιχείων χρησιμοποιώντας ειδικά σχεδιασμένα ερωτηματολόγια και μεθόδους διαλογής. Αυτό επιτρέπει στους ερευνητές να έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη στα νέα στοιχεία και στους δείκτες που υπολογίζονται βάσει αυτών.
Ανικανότητα Οι επιδημιολόγοι ενδιαφέρονται να μελετήσουν όχι μόνο την επίπτωση των διαφόρων ασθενειών αλλά και τις συνέπειες αυτών, όπως την επιδείνωση, την ανικανότητα και την αναπηρία. Αυτές έχουν καθοριστεί από τον ΠΟΥ ως εξής: επιδείνωση: οποιαδήποτε απώλεια ή ανωμαλία της ψυχολογικής, φυσιολογικής ή ανατομικής δομής ή λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ανικανότητα: οποιοσδήποτε περιορισμός ή έλλειψη (ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης μιας νόσου) δυνατότητας να εκτελεσθεί μια δραστηριότητα με τον τρόπο ή με τη σειρά που θεωρείται κανονική για έναν άνθρωπο αναπηρία: ένα μειονέκτημα για ένα δεδομένο άτομο, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης μιας νόσου ή μιας ανικανότητας, η οποία περιορίζει ή αποτρέπει την ολοκλήρωση ενός ρόλου που θεωρείται κανονικός (ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες) για το συγκεκριμένο άτομο.
Η σχέση μεταξύ των διαφόρων μη θανατηφόρων περιπτώσεων νόσων παρουσιάζεται στο Πλαίσιο. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς τον επιπολασμό των περιπτώσεων αλλά το γεγονός αυτό καθίσταται όλο και περισσότερο σημαντικό, τόσο στις κοινωνίες όπου οι περιπτώσεις οξέων νοσημάτων και μοιραίων ασθενειών μειώνονται όσο και εκεί όπου υπάρχει αυξανόμενος αριθμός ηλικιωμένων ατόμων με ανικανότητες.
Καθοριστικοί παράγοντες υγείας, δείκτες και παράγοντες κίνδυνου Ορίζονται γενικά ως οι δρώντες κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την υγεία και την ασθένεια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι έξω από τον τομέα της υγείας. Δείκτες υγείας Ένας δείκτης υγείας είναι μια μεταβλητή – αυτή μπορεί να μετρηθεί άμεσα για να απεικονίσει την κατάσταση της υγείας των ανθρώπων εντός μιας κοινότητας. Ο ΠΟΥ παρουσιάζει τα πιο πρόσφατα στοιχεία του για 50 δείκτες υγείας κάθε χρόνο Αυτοί μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν ως βασικά στοιχεία για τον υπολογισμό ενός ευρύτερου δείκτη κοινωνικής ανάπτυξης. Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο ανθρώπινος δείκτης ανάπτυξης, ο οποίος χρησιμοποιείται κάθε έτος για την ταξινόμηση των χωρών σύμφωνα με έναν συνδυασμό του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, του επιπέδου αναλφαβητισμού, εκπαίδευσης, και φυσικά του προσδόκιμου ορίου επιβίωσης
Καθοριστικοί παράγοντες υγείας, δείκτες και παράγοντες κίνδυνου (ΙΙ) Παράγοντες κίνδυνου Ένας παράγοντας κινδύνου αναφέρεται σε μια πλειάδα προσωπικών συνηθειών ή σε περιβαλλοντική επίδραση, οι οποίες συνδέονται με μια αυξανόμενη πιθανότητα εμφάνισης μιας ασθένειας. Δεδομένου ότι οι παράγοντες κινδύνου μπορούν συνήθως να τροποποιηθούν, το να επέμβει κανείς προς μια πιο θετική κατεύθυνση μπορεί να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης μιας νόσου. Το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων μπορεί να προσδιοριστεί από επαναλαμβανόμενες μετρήσεις χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους και τους ίδιους ορισμούς.
Άλλα συνοπτικά μέτρα της υγείας πληθυσμών Χρησιμεύουν σαν ένα κοινό νόμισμα για να αναλύσουν τις περιπτώσεις μιας ασθένειας σε επίπεδο πληθυσμού. Παρέχουν έναν τρόπο για την παρακολούθηση και αξιολόγηση του επιπέδου υγείας ενός πληθυσμού έτσι ώστε οι ενέργειες πρόληψης και ελέγχου να διενεργούνται γρήγορα όταν αυτό είναι απαραίτητο. Οι δείκτες θνησιμότητας από μόνοι τους δεν μπορούν να δώσουν μια πλήρη εικόνα για το πώς διαφορετικές αιτίες μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην υγεία διαφόρων πληθυσμών. Η διάρκεια ζωής που συνδυάζεται με κάποια έννοια ποιότητας απεικονίζεται στα παρακάτω μέτρα σε επίπεδο πληθυσμών: χαμένα χρόνια ζωής (PLL) : βασισμένα στα έτη ζωής που χάθηκαν λόγω πρόωρου θανάτου (πριν από μια αόριστα καθορισμένη ηλικία), προσδόκιμο όριο επιβίωσης (ΥΓΙΗΣ), προσδόκιμο όριο επιβίωσης απαλλαγμένο από ανικανότητα (DFLE), ποιοτικά έτη ζωής (QALYs), έτη ζωής προσαρμοσμένα σε ανικανότητα (DALYs).
Έτη ζωής προσαρμοσμένα σε ανικανότητα Το Global Burden of disease project συνδυάζει τις επιπτώσεις της πρόωρης θνησιμότητας με αυτές της ανικανότητας. αξιολογεί τις επιπτώσεις σε επίπεδο πληθυσμών των σημαντικών, μοιραίων και μη, περιπτώσεων ανικανότητας. Το σημαντικότερο μέτρο που χρησιμοποιείται στα προσαρμοσμένα σε ανικανότητα έτη ζωής (DALYs) συνδυάζει: Έτη χαμένης ζωής (YLL) -που υπολογίζεται από τον αριθμό θανάτων σε κάθε ηλικία το οποίο πολλαπλασιάζεται με ένα συνολικό προτυποποιημένο προσδόκιμο όριο επιβίωσης κατά την ηλικία στην οποία επέρχεται ο θάνατος, Τα έτη που χάθηκαν λόγω σε ανικανότητας (YLD), όπου ο αριθμός συναφών περιπτώσεων που οφείλονται σε τραυματισμό και ασθένεια πολλαπλασιάζεται με τη μέση διάρκεια της ασθένειας και με έναν παράγοντα στάθμισης που απεικονίζει τη δριμύτητα της ασθένειας βασισμένη σε μια κλίμακα από 0 (τέλεια υγεία) σε 1 (νεκρός).
Απόλυτες συγκρίσεις Διαφορά κινδύνου αποκαλούμενη επίσης αποδοτέος κίνδυνος, υπερβολικός κίνδυνος ή απόλυτος κίνδυνος, είναι η διαφορά στα ποσοστά εμφάνισης της νόσου μεταξύ των εκτεθειμένων και μη εκτεθειμένων ομάδων. Είναι ένα χρήσιμο μέτρο αξιολόγησης της έκτασης του προβλήματος δημόσιας υγείας που προκαλείται από την έκθεση. Παραδείγματος χάριν, η διαφορά κινδύνου για το ποσοστό επίπτωσης εμφράγματος του μυοκαρδίου στις γυναίκες που καπνίζουν έναντι αυτού που παρατηρείται στις γυναίκες που δεν έχουν καπνίσει ποτέ είναι 31,9 ανά 100.000 ανθρωποέτη.
Απόλυτες συγκρίσεις (ΙΙ) Αποδοτέος κίνδυνος είναι το ποσοστό όλων των περιστατικών που μπορεί να οφείλονται στην έκθεση σε έναν συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου. Υπολογίζεται διαιρώντας τη διαφορά του κινδύνου προς την επίπτωση της νόσου μεταξύ των εκτεθειμένων ατόμων. Re-Ro/ Re Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο την αξιολόγηση προτεραιοτήτων στον τομέα της δημόσιας υγείας. Για παράδειγμα και το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι αιτίες του καρκίνου του πνεύμονα, αλλά ο αποδοτέος κίνδυνος λόγω του καπνίσματος είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που οφείλεται στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Μόνον στις κοινότητες με πολύ χαμηλό επιπολασμό καπνίσματος και αυξημένη εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πιο πιθανόν η ατμοσφαιρική ρύπανση να είναι η σημαντικότερη αιτία του καρκίνου του πνεύμονα. Στις περισσότερες χώρες ο έλεγχος του καπνίσματος πρέπει να τεθεί σαν πρώτη προτεραιότητα στα προγράμματα πρόληψης του καρκίνου του πνεύμονα.
Απόλυτες συγκρίσεις (ΙΙΙ) Αποδοτέος κίνδυνος πληθυσμού είναι η επίπτωση μιας ασθένειας σε έναν πληθυσμό που συνδέεται με (ή αποδίδεται σε) έκθεση σε έναν παράγοντα κινδύνου. Είναι χρήσιμο για τη διερεύνηση της σημασίας μιας έκθεσης σε έναν νοσογόνο παράγοντα για το σύνολο ενός πληθυσμού. Είναι η αναλογία κατά την οποία το ποσοστό επίπτωσης της έκβασης σε έναν ολόκληρο πληθυσμό θα μειωνόταν εάν η έκθεση σε ένα νοσογόνο παράγοντα είχε εκλείψει. Μπορεί να υπολογιστεί από τον τύπο: Iρ -Ιu AF = Iρ Iρ:η επίπτωση της ασθένειας στο συνολικό πληθυσμό Ιu: η επίπτωση της ασθένειας μεταξύ της μη εκτεθειμένης ομάδας
Σχετικές συγκρίσεις Σχετικός κίνδυνος είναι η αναλογία του κινδύνου εμφάνισης ενός περιστατικού μιας νόσου μεταξύ των εκτεθειμένων και των μη εκτεθειμένων ατόμων. είναι ένας αντιπροσωπευτικότερος δείκτης από τη διαφορά κινδύνου, επειδή εκφράζεται αναφορικά με ένα βασικό επίπεδο εμφάνισης περιστατικών. συσχετίζεται με το μέγεθος του βασικού ποσοστού επίπτωσης, αντίθετα με τη διαφορά κινδύνου. Οι πληθυσμοί με παρόμοιες διαφορές κινδύνου μπορούν να εμφανίσουν πολύ διαφορετικές αναλογίες κινδύνου, ανάλογα με το μέγεθος των βασικών δεικτών ποσοστού. Η αναλογία κινδύνου χρησιμοποιείται για τη αξιολόγηση της πιθανότητας ότι μια σχέση αντιπροσωπεύει μια αιτιώδη συνάφειας. Φυσικά, οι μικρότερες αναλογίες κινδύνου μπορούν επίσης να δείξουν μια αιτιώδη σχέση, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή για να αποκλειστούν άλλες πιθανές ερμηνείες.
Σχετικές συγκρίσεις (ΙΙ) Αποδοτέος κίνδυνος είναι το ποσοστό (αναλογία) μιας ασθένειας ή άλλης παραμέτρου υγείας στα εκτεθειμένα άτομα, που μπορεί να αποδοθεί σε αυτή την έκθεση. Αποτελεί ένα χρήσιμο όρο στη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι απεικονίζει το ποσό -συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό- με το οποίο ο κίνδυνος για μια νόσο μειώνεται είτε μέσω της κατάργησης είτε μέσω του ελέγχου μιας συγκεκριμένης έκθεσης. Με τη χρήση του αποδοτέου κινδύνου, είναι δυνατόν να υπολογιστεί ο αριθμός των ατόμων που υπέστησαν τις συνέπειες της έκθεσης, με την αφαίρεση του ποσοστού της έκβασης (συνήθως επίπτωση ή θνησιμότητα) του μη εκτεθειμένου πληθυσμού από το ποσοστό μεταξύ του πληθυσμού των εκτεθειμένων ατόμων. Για παράδειγμα, εάν υπήρξαν 6 θάνατοι ανά 100 μεταξύ των καπνιστών, και 1 θάνατος ανά 100 στους μη καπνιστές, ο αποδοτέος κίνδυνος θα ήταν 5 στους 100. Αυτό υποθέτει ότι οι υπόλοιποι νοσογόνοι παράγοντες, εκτός από την υπό έρευνα αιτία, είχαν τις ίδιες επιπτώσεις στις εκτεθειμένες και στις μη εκτεθειμένες ομάδες.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Ποια είναι τα τρία επιδημιολογικά μέτρα συχνότητας ασθενειών και τι αφορούν; Είναι ο επιπολασμός ένα χρήσιμο μέτρο της συχνότητας του διαβήτη τύπου Β σε διαφορετικούς πληθυσμούς; Ποιος είναι ο αποδοτέος κίνδυνος πληθυσμών ή το αποδοτέο μέρος (αναλογία) για τους καπνιστές στο παράδειγμα του Πίνακα ; Ποια μέτρα χρησιμοποιούνται για να συγκρίνουν τη συχνότητα εμφάνισης μιας νόσου σε πληθυσμούς και ποιες πληροφορίες παρέχουν;
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ (ΙΙ) Ο σχετικός κίνδυνος καρκίνου του πνεύμονα που συνδέεται με το παθητικό κάπνισμα είναι χαμηλός, αλλά ο αποδοτέος κίνδυνος πληθυσμών είναι σημαντικός. Ποια είναι η εξήγηση γι' αυτό; Εάν θέλετε να μάθετε πού εμφανίζονται σε μια χώρα οι περισσότεροι θάνατοι κατ' άτομο από καρκίνο, ποια μέθοδος είναι κατάλληλη: γενικά ποσοστά θανάτου ή κατά ηλικία τυποποιημένα ποσοστά; Το γενικό ποσοστό θανάτου ανά πληθυσμό 100.000 για όλους τους καρκίνους στην Ακτή Ελεφαντοστού είναι 70,5 και το κατά ηλικία τυποποιημένο ποσοστό θανάτου είναι 160,2 ανά πληθυσμό 100.000. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσοστών;
Ευχαριστώ !