Ζώα υπό εξαφάνιση στην Ελλάδα
Η χώρα μας έχει την τύχη να φιλοξενεί μερικά από τα πιο όμορφα και συναρπαστικά είδη του ζωικού βασιλείου που είναι η καφέ αρκούδα, ο λύκος, η μεσογειακή φώκια και άλλα όχι τόσο γνωστά αλλά σπάνια είδη σαν το αγριόγιδο, τη βίδρα και τον ελληνικό ποιμενικό
Καθώς όμως τα χρόνια περνούν και η παρέμβαση του ανθρώπου στην ισορροπία του φυσικού συστήματος γίνεται ολοένα πιο βίαιη και αλόγιστη, πολλά από τα ζώα που στο παρελθόν ζούσαν χωρίς προβλήματα, στις μέρες μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.
Καφέ αρκούδα Η καφέ αρκούδα είναι παμφάγο θηλαστικό ζώο και το είδος αρκούδας με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση, που μπορεί να φτάσει σε μάζα από 170 μέχρι 300 κιλά. Στην Ελλάδα, η καφέ αρκούδα υπάρχει κυρίως στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα ωστόσο ο πληθυσμός της είναι περιορισμένος.
Μέσα από μια πορεία εξέλιξης και επιβίωσης διάρκειας 35 εκατομμυρίων χρόνων, η καφέ αρκούδα, ζώο ιδιαίτερα προσαρμοστικό, εξαπλώθηκε από την τούνδρα της Αλάσκας και τις στέπες της Ασίας ως τα δρυοδάση των μεσογειακών χωρών. Η καφέ αρκούδα ως το 15ο αιώνα, ζούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η καταστροφή των βιοτόπων της και το κυνήγι της που έχει απαγορευτεί εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, είναι οι κύριες αιτίες της σταδιακής εξαφάνισης της από τις περισσότερες χώρες. Σήμερα ζει σε μικρούς αποκομμένους πληθυσμούς και κινδυνεύει να εξαφανιστεί.
Στην Ελλάδα εώς το 17ο αιώνα, η αρκούδα ζούσε ακόμη και στην Πελοπόννησο, σήμερα έχει περιοριστεί στη βόρεια Πίνδο και την κεντρική Ροδόπη. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τα 150 άτομα και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του Βαλκανικού πληθυσμού που δεν ξεπερνά τα 2.500 άτομα. Παρόλα αυτά είναι από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φυσική σύνδεση των πληθυσμών της καφέ αρκούδας στα Βαλκάνια θα αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους και στην Ελλάδα.
Είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης, με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ιδιαίτερα στο λαιμό και στα άκρα. Έχει άριστη ακοή και όσφρηση όμως λιγότερο καλή όραση. Η αρκούδα ζει περίπου 20 με 25 χρόνια και δεν είναι εκ φύσεως επιθετικό ζώο. Μπορεί βέβαια όπως κάθε αμυνόμενο ζώο να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά για εκφοβισμό. Όταν σηκώνεται στα πισινά της πόδια δεν εκδηλώνει επιθετική διάθεση, η κίνηση αυτή είναι ανιχνευτική και έχει απλά σκοπό να αυξήσει το οπτικό της πεδίο. Αμυντικό ρόλο έχει το δυνατό της μούγκρισμα.
Χαρακτηριστικά της στοιχεία είναι η μεγάλη ταχύτητα της, η ευκινησία της, η ικανότητα της να ψαρεύει, η ικανότητα της στην αναρρίχηση, η χρήση του μπροστινού ποδιού ως "χέρι«. Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής. Τρέφεται με φυτά, ψάρια, μέλι, πτηνά και τρωκτικά
Σύμφωνα με το άρθρο 258,παρ. 2ε και 2ζ (Ν. Δ Σύμφωνα με το άρθρο 258,παρ.2ε και 2ζ (Ν.Δ.86/69) του Δασικού κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της καφέ αρκούδας. Το παραπάνω αποτελεί και το μοναδικό νομικό κείμενο της ελληνικής νομοθεσίας που αναφέρεται ρητά και σαφώς στο συγκεκριμένο είδος.
Γκρίζος λύκος Ο Γκρίζος λύκος (κοινά αναφερόμενος ως λύκος) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των Κυνιδών, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος. Απαντά σε εκτεταμένες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου, κυρίως όμως στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη του.
Οι γκρίζοι λύκοι ειδικεύονται, γενικά, στα μεγάλα θηράματα και ιδιαίτερα στα ευάλωτα άτομα που υπάρχουν στα κοπάδια τους. Στην Ευρασία, πολλοί πληθυσμοί γκρίζων λύκων αναγκάζονται να επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό από το ανθρώπινο ζωικό κεφάλαιο ή και από σκουπίδια, σε περιοχές με πυκνή ανθρώπινη δραστηριότητα, όχι όμως και στην Βόρεια Αμερική, όπου το πρόβλημα είναι πολύ μικρότερο. Βέβαια, τα άγρια, μεγάλα οπληφόρα όπως οι άλκες, τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τα αγριογούρουνα, παραμένουν οι πιο σημαντικές πηγές τροφής γι’ αυτούς, ειδικά στις αχανείς ρωσικές εκτάσεις και στις περισσότερες ορεινές περιοχές της Α. Ευρώπης
Επειδή οι πληθυσμοί των γκρίζων λύκων είχαν μειωθεί δραματικά μετά το 1970 προωθήθηκε σειρά μέτρων διαχείρισης για ανάσχεση της πτωτικής αυτής πορείας. Σήμερα, στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης υπάρχει μείωση των πληθυσμών τους, αλλά η ύπαρξη μεγάλων, αχανών εκτάσεων σε απομονωμένες περιοχές κυρίως της Σιβηρίας και του Καναδά και, δευτερευόντως, στις ΗΠΑ, αντισταθμίζει αυτή την μείωση με αποτέλεσμα ο συνολικός παγκόσμιος πληθυσμός να εμφανίζεται σταθερός. Γι’ αυτό και η IUCN χαρακτηρίζει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). Ωστόσο, αυτό αποτελεί έναν «μέσον όρο» του συνόλου των υποειδών, διότι αρκετά από αυτά βρίσκονται σε κίνδυνο.
Οι αιτίες της μείωσης των πληθυσμών του λύκου στην Ελλάδα περιλαμβάνουν: i) περιορισμένης έκτασης επικράτειες, ii) σταδιακή εξαφάνιση των μεγάλων οπληφόρων (ζαρκάδια, αγριογούρουνα κ.α.), iii) κυνήγι και δηλητηριασμένα δολώματα, iv) μείωση της ορεινής κτηνοτροφίας, v) μεγάλος αριθμός περιπλανωμένων αδέσποτων σκύλων, οι οποίοι προκαλούν μεγαλύτερες καταστροφές στα κοπάδια από ό, τι οι λύκοι, vi) αποψίλωση δασών, vii) αυξημένη ανθρώπινη δραστηριότητα στα ενδιαιτήματά του.
Αν και επιθέσεις γκρίζων λύκων συμβαίνουν, η συχνότητά τους ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και την ιστορική περίοδο. Οι επιθέσεις είναι επικίνδυνες όχι μόνο για τα θύματα, αλλά και τους επιτιθέμενους, οι οποίοι συχνά θανατώνονται στην συνέχεια ή, ακόμη χειρότερα, εξολοθρεύονται σε επίπεδο πληθυσμού για εκδίκηση. Ως αποτέλεσμα, οι λύκοι σήμερα τείνουν να ζουν ως επί το πλείστον μακριά από τους ανθρώπους ή έχουν αναπτύξει την τάση και την ικανότητα να τους αποφεύγουν συστηματικά.
Ο εξειδικευμένος ερευνητής γκρίζων λύκων, βιολόγος Λ Ο εξειδικευμένος ερευνητής γκρίζων λύκων, βιολόγος Λ.Μεχ υπέθεσε το 1998 ότι, οι λύκοι γενικά αποφεύγουν τον άνθρωπο, λόγω του διαχρονικού φόβου από το κυνήγι. Σημειώνει, επίσης ότι, η όρθια στάση των ανθρώπων φοβίζει τους λύκους διότι τούς θυμίζει τις αρκούδες, τις οποίες οι λύκοι συνήθως αποφεύγουν.
Μεσογειακή φώκια Η μεσογειακή φώκια, είναι το ένα από τα δύο εναπομείναντα είδη φώκιας μοναχού της οικογένειας των φωκιδών. Κάποτε ήταν εξαπλωμένη σε όλες τις ακτές τις Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού Ατλαντικού. Σήμερα, με αριθμό μικρότερο από 600 ζώα, συγκαταλέγεται στα σπανιότερα και πλέον απειλούμενα ζωικά είδη του πλανήτη και χαρακτηρίζεται ως κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό από την Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης. Ο μισός περίπου πληθυσμός, γύρω στα 250-300 άτομα, ζει στην Ελλάδα.
Το μήκος των ενήλικων ζώων κυμαίνεται μεταξύ 2-3 μέτρων, ενώ το βάρος τους φθάνει έως και τα 350 κιλά, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα από τα αρσενικά. Οι μεσογειακές φώκιες ζουν μέχρι και 45 χρόνια. Τρέφεται με μια ποικιλία από οστεϊχθύς, όπως σαργούς, συναγρίδες, γόπες, μπαρμπούνια και κεφαλόποδων όπως χταπόδια, σουπιές και καλαμάρια, αλλά και καρκινοειδή όπως καβούρια. Το κυριότερο θήραμα των μεσογειακών φωκών αποτελούν τα χταπόδια.
Η δραματική μείωση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στον ανθρώπινο παράγοντα, από όλες του τις πλευρές. Από την αρχαιότητα κυνηγούνταν για εμπορικούς σκοπούς λόγω του δέρματος και του λίπους της. Ο θάνατος φωκών από την παγίδευση τους σε αλιευτικά εργαλεία είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις περισσότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους. Τα ζώα παγιδεύονται και πνίγονται κυρίως σε στατικά δίχτυα που χρησιμοποιούνται ευρέως από την παράκτια αλιεία.
Στοιχεία έρευνας στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στα ανήλικα και άρα περισσότερο άπειρα άτομα. Υπεραλίευση και παράνομη αλιεία έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση τα ιχθυαποθέματα ώστε οι φώκιες να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν αρκετή τροφή από το φυσικό τους στοιχείο. Παράλληλα ραγδαία αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και η αστικοποίηση μαζί με την άνοδο του παραθαλάσσιου και θαλάσσιου τουρισμού υποβάθμισαν τον βιότοπο της μεσογειακής φώκιας και την εκδίωξαν από τις ανοιχτές παραλίες.
Σήμερα έχει κηρυχθεί είδος κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό Σήμερα έχει κηρυχθεί είδος κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό. Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται σε λιγότερα από 600 ζώα διεσπαρμένα σε τέσσερις απομονωμένους θύλακες στα νησιά Μαδέρα (25-35 άτομα), στο Λευκό Ακρωτήριο της Μαυριτανίας (130 άτομα) στον Ατλαντικό, στις Μεσογειακές ακτές Μαρόκου και Αλγερίας και στην Ανατολική Μεσόγειο (Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος).
Αγριόγιδο Το αγριόγιδο είναι το πιο αντιπροσωπευτικό, μεγάλο θηλαστικό των ψηλών βουνών της Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως είναι κι ένα από τα απειλούμενα ζώα της βαλκανικής χερσονήσου.
Τρέφεται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά και συμπληρωματικά με φύλλα, κλαδιά δέντρων και λειχήνες. Ιδανικός βιότοπος είναι οι απότομες δασωμένες πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές. Χαρακτηριστικό γνώρισμα, αρσενικών και θηλυκών, είναι τα όρθια και λυγισμένα προς τα πίσω -σαν αγκίστρι- κέρατα. Ζει σε επτά διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της χώρας: στη βόρεια, κεντρική- νότια Πίνδο, στην Στερεά Ελλάδα, στον Όλυμπο, στην Ροδόπη, στην Τζένα-Πίνοβο και στα Νεμέρτσικα.
Το βάρος του κυμαίνεται από 28 έως 45 κιλά κι υπό φυσιολογικές συνθήκες ζει 15-20 χρόνια. Αποτελείται από 19 πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες αριθμούν 700 περίπου άτομα συνολικά, κι οι οποίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Θεωρείται σπάνιο, ακόμη και στις περιοχές που συγκεντρώνει τις υψηλότερες πληθυσμιακές πυκνότητες. Οι βίαιες αναμετρήσεις είναι μάλλον σπάνιες κι η ιεραρχία εξασφαλίζεται με χαρακτηριστικές στάσεις του σώματος και συμπεριφορές, όπου το καθένα βρίσκει τη θέση του.
Βίδρα H ευρωπαϊκή ενυδρίδα είναι θηλαστικό, ευρωπαϊκό μέλος της οικογένειας των Μουστελιδών, τυπικό είδος της βίδρας που χρησιμοποιεί ως ενδιαίτημα το γλυκό νερό. Είναι επίσης γνωστή ως βίδρα. Συγγενεύει με το κουνάβι.
Η διατροφή της συνίσταται κυρίως σε ψάρια, αλλά συμπεριλαμβάνονται επίσης πτηνά έντομα, βάτραχοι και μικρότερα θηλαστικά. Η ποικιλία της διατροφής της προϋποθέτει καθαρούς όγκους νερού, στους οποίους περιλαμβάνονται λίμνες, ποτάμια, ρυάκια, όσο παρέχουν επαρκείς ποσότητες τροφής. Ζουν επίσης σε παράκτιες περιοχές, που διαθέτουν όμως πρόσβαση σε γλυκό νερό, το οποίο χρειάζονται για να καθαρίζουν τη γούνα τους.
Οι βίδρες ζουν μόνες τους στα όρια της επικράτειάς τους, που ορίζεται από 1-40 χλμ ανάλογα με την πυκνότητα της διαθέσιμης τροφής. Τα άρρενα και θήλεα άτομα ζευγαρώνουν οποιαδήποτε στιγμή του έτους μέσα στο νερό. Τα κουτάβια είναι εξαρτώμενα από τη μητέρα τους επί ένα περίπου έτος. Το αρσενικό ασχολείται λίγο ή καθόλου με τη φροντίδα των νεογνών.
Ελληνικός ποιμενικός Ο ελληνικός ποιμενικός σκύλος, εκτρέφεται αιώνες τώρα στις ορεινές περιοχές με σκοπό τη φύλαξη κοπαδιών. Η προσαρμογή του στις αντίξοες συνθήκες της ορεινής κτηνοτροφίας τον βοήθησε να αναπτύξει χαρακτηριστικά που τον καθιστούν πολύτιμο κι αναντικατάστατο φύλακα, ικανό να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις μεγάλων σαρκοφάγων, όπως η αρκούδα κι ο λύκος.
Σήμερα, η παραδοσιακή αυτή ελληνική φυλή, κινδυνεύει με εξαφάνιση από τη μείωση της νομαδικής κτηνοτροφίας και τις ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις που αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά της. Υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει λιγότεροι από 3.000 καθαρόαιμοι ελληνικοί ποιμενικοί. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ζωή του είναι τα δηλητηριασμένα δολώματα (φόλες).
Το τρίχωμά του είναι πυκνό με διπλό μανδύα , για να τον προστατεύει από τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Διαθέτει άριστη όσφρηση, όραση κι ακοή που σε συνδυασμό με τη διάπλαση και τον χαρακτήρα του, τον καθιστά ιδανικό σκύλο φύλαξης. Στον ποιμενικό χαρακτήρα του ζώου διακρίνεται η ανεξαρτησία δράσης, η υψηλή αίσθηση του ζωτικού χώρου, το έντονα αναπτυγμένο ένστικτο προστασίας στο κοπάδι, η επιθετικότητα προς τα άγρια ζώα, το θάρρος, η πίστη στην ομάδα κι η αφοσίωση.
Συμπεράσματα Στις μέρες μας τα ζητήματα που αφορούν την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Όλοι μας γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της ολοένα και πιο καταστροφικής παρέμβασης του ανθρώπου στην ισορροπία του οικοσυστήματος. Η ευαισθητοποίηση του σημερινού, αλλά και του μελλοντικού πολίτη και η καλλιέργεια του αισθήματος της προσωπικής ευθύνης σε σχέση με το περιβάλλον αποτελεί πλέον ανάγκη παρά επιλογή.